Το μικρό παιδί βλέπει εκείνο το βάζο γεμάτο γλυκά στο επάνω μέρος του συρταριού. Η μητέρα του τα είχε κρύψει, δεν ήθελε το μικρό παιδί να καταναλώσει άλλα γλυκά και να αισθανθεί μετά πόνο στην κοιλιά του.
Όσο επίμονα ζητούσε, τόσο περισσότερο η μητέρα του αρνούταν να του τα δώσει. Αποφάσισε τότε, να τα αποκτήσει μόνο του. Σκεφτόταν και ξανασκεφτόταν, προσπαθούσε με το δαιμόνιο μυαλό του να βρει έναν τρόπο ώστε να αποκτήσει εκείνο το βάζο το γεμάτο με τις σοκολάτες.
Βλέπει εκείνη την καρέκλα και άξαφνα μία ιδέα έρχεται στο μυαλό του. Δε χάνει καιρό, βάζει σε εφαρμογή το παμπόνηρο σχέδιό του. Τη φέρνει κάτω από το υψηλό συρτάρι και ανεβαίνει επάνω σε αυτή τεντώνοντας για λίγο τα πόδια του.
Τεντώνεται, τεντώνεται και να! Καταφέρνει να αρπάξει το βάζο, το γεμάτο με τις σοκολάτες.
Αρχίζει να σκέφτεται το θυμό της μητέρας του όταν διαπιστώσει πως εκείνο κατάφερε να αρπάξει το βάζο και την παράκουσε. Αλλά ακόμα και αυτός δεν ήταν αρκετός λόγος για να το αποτρέψει από το να μην τα αποκτήσει.
Βάζει τα χέρια του μέσα στο βάζο και με λαχτάρα τις σοκολάτες ψάχνει. Αλλά η απογοήτευση ακολουθεί εκείνο τα βαθύ αίσθημα της χαράς.
Πουθενά δεν υπήρχαν σοκολάτες, μόνο φρούτα. Φρούτα; αυτούς τους άνοστους καρπούς που δεν μπορούσε να φάει με τίποτα.
-Ήθελες να φας ξανά σοκολάτα; ακούστηκε η φωνή της μαμάς του ξαφνικά. Βρήκα αυτό τον όμορφο τρόπο για να σε πείσω να φας ένα φρούτο, μην περιμένεις πως εύκολα θα φας σοκολάτα για σήμερα. Καλή και αυτή, αλλά θα φας και το φρούτο σου!