Η διαδρομή είναι σύντομη, το ταξίδι μικρό. Μα υπάρχουν τόσα πολλά να παρατηρήσεις, να σταθείς για λίγο πάνω τους, να αφουγκραστείς. Άξια θαυμασμού κάποια, περιττά άλλα και υπερβολικά, κάποια άλλα απλώς χλιαρά και ίσως μίζερα.
Κάποιες στιγμές κυλούν αργά. Σαν να θέλουν να σε βασανίσουν. Κάποιες άλλες πάλι, τρέχουν τόσο γρήγορα που συνήθως δεν προλαβαίνεις καν να τις γευτείς ολόκληρες, παρά τις χαίρεσαι σε δόσεις μικρές και μετρημένες. Λες και τις χρωστάς κάπου και τις έχεις πάρει δανεικές, βιάζονται να σου ξεφύγουν πριν προλάβεις να χαρείς. Κάπως έτσι πρέπει να είναι και η ευτυχία…
Φορώντας το ένα ακουστικό μου σε μια στενή θέση του κολλημένου εδώ και ώρα στην κίνηση αστικού, παρατηρώ τους ανθρώπους γύρω μου και κλέβω με το βλέμμα μου λίγα λεπτά απ’ τη ζωή τους.
Μια μητέρα, με ένα μικρό ξανθό κοριτσάκι γύρω στα τέσσερα κάθονται κοντά. Το κοριτσάκι παίζει με το κινητό της μητέρας του, στη λευκή μπλούζα του υπάρχει ένας μεγάλος πορτοκαλί λεκές που πιθανότατα προήλθε από χυμό. Φαίνεται να μην το απασχολεί τίποτα. Δύο έγχρωμοι, λεπτοί άντρες συζητούν σιγανά σε μια άλλη γλώσσα όρθιοι, πιασμένοι από τις κίτρινες χειρολαβές. Ένα ζευγάρι κοντά στα τριάντα-κάτι μαλώνει για τα αυξημένα έξοδα του μήνα. Οι άλλοι κάνουν πως δεν βλέπουν. Ένα άλλο, νεότερο ζευγάρι, φιλιέται γεμάτο συναισθήματα. Το σκηνικό μοιάζει λίγο με ταινία.
Κάποιες γιαγιάδες μέσα στο λεωφορείο τους κοιτούν επικριτικά. Μια μάλιστα, με τη μαύρη μαντήλα δεμένη στα γκρίζα μαλλιά της, με σκούρο ρυτιδιασμένο δέρμα γεμάτο σημάδια, κουνά το κεφάλι της πάνω κάτω απαξιωτικά. Δείχνει αηδιασμένη, κατά κάποιο τρόπο δυσαρεστημένη. Δεν ξέρει, σκέφτομαι… Ή μήπως ξέρει πολύ καλά;
Το ξανθό κοριτσάκι ρίχνει τώρα κατά λάθος το κινητό κάτω. Η μαμά της νευριασμένη της δίνει ένα δυνατό χτύπημα στο χέρι και μαζεύει το κινητό από κάτω. Το κοριτσάκι κλαίει τώρα δυνατά, υποψιάζομαι περισσότερο γιατί αποχωρίστηκε το πολύτιμο παιχνίδι της παρά για το χτύπημα. Μερικοί επιβάτες δυσανασχετούν αλλά οι περισσότεροι κοιτάνε το περιστατικό βαριεστημένα, σαν να το έχουν ξαναδεί κι εμένα μου ξεφεύγει ένα γελάκι.
Το λεωφορείο σταματάει. Τρία ψηλά αγόρια κοντά στην ηλικία μου, ανεβαίνουν μιλώντας φωναχτά. Πίσω τους ανεβαίνουν δύο κοπέλες που κρατιούνται χέρι-χέρι. Φαίνονται λίγο αμήχανες. Η μία έχει μαύρα μαλλιά με ξυρισμένη τη μια μεριά του κεφαλιού και η άλλη ίσια καστανά μαλλιά. Πάλι το επικριτικό βλέμμα στα πρόσωπα των άλλων. Εκνευρίζομαι με τον προπολεμικό τρόπο σκέψης τους.
Στέκονται όρθιες μιας και τις τελευταίες διαθέσιμες θέσεις έχουν καταλάβει τα αγόρια πριν από εκείνες. Ο ένας μάλιστα έχει πάρει τη θέση δίπλα μου και οι άλλοι δύο τις θέσεις ακριβώς πίσω μας. Μαζεύομαι αυτόματα ακόμη περισσότερο στη θέση μου και με κοιτά λίγο περίεργα. Γυρίζει ξανά στους φίλους του και συνεχίζουν τη συζήτησή τους. Βάζω και το άλλο ακουστικό μου και γυρίζω προς το παράθυρο ακουμπώντας το κεφάλι μου πάνω του αφήνοντας τις σκέψεις μου παρασυρμένη από τη μουσική.
Αργότερα θα παρατηρήσω κι άλλα όμορφα, περίεργα και μοναδικά. Σε πέντε λεπτά θα έχω φτάσει στον προορισμό μου και το ταξίδι θα έχει τελειώσει.