Γαβριέλλα Ουσάκοβα, η θρυλική πόρνη της Αθήνας. Ξακουστή όχι μόνο για τις ιδιαίτερες υπηρεσίες της προς τον αντρικό πληθυσμό, αλλά και για το φιλανθρωπικό της έργο. Η ίδια δήλωνε πως “γεννήθηκε για να γίνει ιερόδουλη”, είχε την πρώτη της σεξουαλική εμπειρία στα 5 της χρόνια και ως παιδί σκότωσε τον μικρό της αδερφό από ζήλια…

Υπηρέτησε το “αρχαιότερο επάγγελμα” με τον δικό της τρόπο μέχρι τα 75 της χρόνια, όταν και δολοφονήθηκε άδοξα. Μια δολοφονία που παραμένει μέχρι σήμερα ανεξιχνίαστη.

___________________________________________

Πρώτη σεξουαλική εμπειρία και αδελφοκτονία

Η Γαβριέλλα Ουσάκοβα γεννήθηκε τον Μάιο του 1916 και είχε καταγωγή από αριστοκρατική οικογένεια της Ρωσίας, όπως ισχυριζόταν η ίδια. Όταν ο Λένιν και οι Μπολσεβίκοι κατέλαβαν την εξουσία και λόγω της απελπιστικής τότε οικονομικής κατάστασης στη χώρα η οικογένειά της ήταν από εκείνες που αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν.

Η Γαβριέλλα ήταν πέντε χρονών όταν βρέθηκε σε ένα πλοίο με προορισμό τον Πειραιά μαζί με την μητέρα της και τον μικρότερο αδερφό της, που ήταν ακόμη βρέφος. Όπως αναφέρει στην αυτοβιογραφία της, οι γονείς της είχαν μαλώσει και ο πατέρας της δεν υπήρξε ξανά μαζί τους. “Ο μπαμπάς είχε μαλώσει με τη μαμά άσχημα. Ήθελε να πάει στην Τραπεζούντα και η μαμά στη Ρουμανία. Έτσι πήρε τα πορτάλια του και ξεμπάρκαρε. Αργότερα, πέθανε στην Αμερική το 1962. Δεν τον ξαναείδα πια.”

Το συγκεκριμένο ταξίδι προς την Ελλάδα έμελλε να είναι καθοριστικό για τη μικρή, καθώς τότε συνέβησαν δύο από τα πιο χαρακτηριστικά και σημαντικά γεγονότα της ζωής της, η πρώτη της σεξουαλική (παιδεραστική) εμπειρία και η δολοφονία του αδερφού της, που διέπραξε η ίδια!

Τα περισσότερα παιδιά σ’ αυτή την ηλικία εκδηλώνουν ζήλια και ανταγωνισμό απέναντι στα μικρότερα αδέρφια τους, που φέρνει μεν δυσάρεστες συγκρούσεις, αλλά υποχωρεί και ισορροπεί με τον καιρό. Η ζήλεια όμως της Γαβριέλλα για τον μικρό της αδερφό φαίνεται πως έφτανε σε παθολογικό σημείο εμμονής. Η ίδια έλεγε πως δεν τον αγαπούσε καθόλου, την ενοχλούσε που λέγανε ότι ήταν όμορφος και που η μητέρα της ασχολούταν και μαζί του και όχι μόνο με εκείνη. “Ο μικρός με απασχολούσε. Δεν τον αγαπούσα καθόλου”.

Ήρθε λοιπόν μια στιγμή σ’ εκείνο το ταξίδι που ενώ βρισκόντουσαν στο κατάστρωμα, η μητέρα της την άφησε για λίγο να προσέχει το μωρό στο καρότσι. Τότε, όπως η ίδια αναφέρει στην αυτοβιογραφία της, αμέσως κόλλησε στο μυαλό της η σκέψη να του κάνει κακό.

“Άιντε τι περιμένεις, θα γυρίσει η μαμά, μου λέει μια φωνή μέσα μου και αρπάζοντας το καρότσι το τσουλάω μ’ όλη μου τη δύναμη. Κάποια φλούδα από μπανάνα εστάθη όμως μοιραία για το παιδί. Το καρότσι έγειρε, το παιδί έπεσε με πάταγο στο κατάστρωμα. Το κλάμα αναστάτωσε το καράβι. Έκλαιγα κι εγώ απ΄την τρομάρα μου. Τι όμορφο που ήτο! “Η ομορφιά πρέπει να πεθάνει”, λέει η φωνή μέσα μου.
Δυστυχώς το παιδί πέθανε και δεν έφαγα πολύ ξύλο, ένεκα η φλούδα της μπανάνας -το πέρασαν για ατύχημα-, κι έτσι έμεινα μοναδική με τη μαμά μου. Έτρωγα διπλές σοκολάτες, αλλά ώρες ώρες έβλεπα το μωρό στο φερετράκι του. Το’θαψαν στην Πόλη (…)
Όλος ο κόσμος τα’βαλε με την απροσεξία του καθενός: “Πετάν φλούδες κάτω; Χάθηκε η θάλασσα;”. Μόνο εγώ ήξευρα πως δεν ήτο ατύχημα και είχα τύψεις συνειδήσεως πολύ καιρό.”

Στην σύντομη διαμονή τους στην Κωνσταντινούπολη, όπου θάφτηκε και ο άτυχος αδερφός της, η Γαβριέλλα απέκτησε και την πρώτη της εμπειρία με τον “πληρωμένο έρωτα” ή όπως θα έλεγε αλλιώς κανείς, την πρώτη της σεξουαλική κακοποίηση, που όμως η ίδια δεν αντιλήφθηκε καθόλου έτσι.

Έτυχε να δει μπροστά της έναν Νεότουρκο, ένα “ωραίο παιδί που το λιγουρεύτηκε”, όπως αναφέρει η ίδια, παρά τη μικρή της ηλικία. Ταυτόχρονα “λιγουρεύτηκε” και ένα πεντόλιρο που εκείνος κρατούσε και του έπιασε κουβέντα για το πως μπορούσε να το αποκτήσει. Ο Τούρκος, χωρίς κανένα ενδοιασμό προς το ανήλικο παιδί, της ζήτησε να τον ικανοποιήσει σεξουαλικά για να το κερδίσει. Και πράγματι αυτό έγινε…

“Εγώ δε παιδούλα ακόμα, τον λιγουρευόμουνα, άσε που είχε στο ρολόι του ένα πεντόλιρο με την Αγία Σοφία. Το λιμπίστηκα τόσο, κι ας ήμουν ακόμη τόση δα. Ήξερα ρωσικά, γερμανικά και γαλλικά που ήξευρε και ο Νεότουρκος. Τον ζυγώνω με το γαλανό φουστανάκι μου. Φιόγκο στα μαλλιά και καλτσάκια άσπρα, γαλανά παπούτσια ασορτί με το φόρεμα και το φιόγκο.

“Τι είναι αυτό;”, ερωτώ δείχνοντας το πεντόλιρο.

“Μ’ αυτό”, λέει, “αγοράζεις πολλά, λόγου χάρη σαν την κούκλα που βαστάς παίρνεις πέντε (…) Αλλά για να το αποκτήσεις πρέπει πρώτα να δουλέψεις.”

“Τι, να σου βάψω το βαπόρι;”

“Όχι, αλλά να κάνεις το πουλάκι μου να κλάψει πιπί, να έτσι…” Τον βγάζει από το παντελόνι και τον περιεργάζομαι.

“Ένα μάτι έχει; Κύκλωψ είναι;”

“Ναι, Κύκλωψ, απ’ εδώ θα κλάψει και σαν κλάψει θα πάρεις το πεντόλιρο. Έχεις τον λόγο μου.”

Και αρχίζω που λέτε να τον παλεύω πρώτα με το ένα χέρι, μετά και με τα δύο, χαμπάρι δεν παίρνει, ρίχνω μια ματιά στα πέριξ, ησυχία, ο κόσμος αναπαύεται. Συνεχίζω να τον πασπατεύω, με συμβουλεύει να το βάζω στο γόνατο από κάτω, τίποτα.

“Βαλ’το στα μπουτάκια, που είναι τόσο τραγανά και άσπρο ροζέ“. Τότε έγινε το θαύμα, εκπυρσοκρότησε ο μάγκας και με γέμισε κυριολεκτικά πηκτάδια.

“Να έκλαψε”, του λέω, “Δωσ’μου το πεντόλιρο.” (…)

Το γεγονός ότι έλαβε αμοιβή για να κάνει τη συγκεκριμένη πράξη φαίνεται πως της έδωσε υποσυνείδητα το μήνυμα πως το σεξ συνδέεται με το χρήμα. Αυτός άλλωστε υπήρξε και ο μόνος τρόπος που η ίδια έζησε τον έρωτα σε όλη τη ζωή της.

“Έγινα ιερόδουλος διότι εγεννήθην έτσι”

Χαρακτηριστική είναι η φράση της Γαβριέλλα που έγινε και υπότιτλος της αυτοβιογραφίας της: “έγινα ιερόδουλος διότι εγεννήθην έτσι”. Και πράγματι όλη της η πορεία από νεαρή ηλικία δείχνει ακριβώς αυτό.

Από το 1929 η 13χρονη πλέον Γαβριέλλα και η μητέρα της έφτασαν στην ελληνική πρωτεύουσα. Η μητέρα της παντρεύτηκε ξανά και η νέα τους οικογένεια είχε αρκετά μεγάλη οικονομική άνεση. Η Γαβριέλλα σπούδασε στην ελληνογαλλική σχολή του Saint Joseph, έμαθε πιάνο και χορό και μιλούσε πέντε γλώσσες. Για ένα διάστημα εργάστηκε ως καθηγήτρια γαλλικών, όμως σύντομα εγκατέλειψε αυτόν τον δρόμο και μπήκε σιγά σιγά στον κόσμο της ερωτικής τέχνης.

Αρχικά εργάστηκε σε καμπαρέ και γύρισε με περιοδείες την Ελλάδα ως χορεύτρια. Σύντομα δεν άργησε να καταλήξει στην πορνεία. Με χρήματα που κατάφερε να μαζέψει αγόρασε και έφτιαξε ένα σπίτι στα Εξάρχεια, στο οποίο θα εργαζόταν πλέον ως πόρνη. Το νεοκλασσικό σπίτι στη Μάρκου Ευγενικού 14 έγινε μια από τις πιο δημοφιλείς και πολυσύχναστες διευθύνσεις της Αθήνας.

Η Γαβριέλλα δεχόταν ως πελάτες της τους πάντες, άντρες κάθε ηλικίας και κοινωνικής τάξης, από απλούς μεροκαματιάρηδες ως επιφανή πρόσωπα, πολιτικούς και καλλιτέχνες. Διακρίσεις δεν έκανε, αλλά χρέωνε τον καθένα διαφορετικά, σύμφωνα με την κατάσταση και τις δυνατότητές του, ώστε να είναι δίκαιη με όλους.

Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ως ιερόδουλη ήταν πως της άρεσε να προσφέρει στους άντρες στοργή, δεν τους μιλούσε άσχημα, δεν τους ειρωνευόταν και δεν ήταν ποτέ βιαστική μαζί τους. Είχε μάλιστα μαζί τους μια φιλική σχέση, της μιλούσαν για τα προσωπικά τους και την εμπιστεύονταν.

“Τους περιποιόμουνα γιατί σεβόμουνα τα λεφτά που μου δίνανε. Το σπίτι μου δεν το βλέπανε σαν μπουρδέλο, αλλά σαν καταφύγιο παρηγοριάς”.

Γνωστή είναι και η δράση της Γαβριέλλα την περίοδο της γερμανικής κατοχής. Δεχόταν στο σπίτι της ως πελάτες από στρατιώτες μέχρι διοικητές Γερμανούς με πολλούς από τους οποίους είχε αναπτύξει στενές σχέσεις και αναφέρεται πως κατάφερνε συχνά να αποσπάσει πληροφορίες, τις οποίες μετέφερε σε μέλη της Αντίστασης. Με τα λεφτά που έβγαζε αγόραζε τρόφιμα, τα οποία άφηνε στις πόρτες των κατοίκων τις γειτονιάς της για να τους βοηθήσει.

Για τις υπηρεσίες που προσέφερε εκείνη την περίοδο έλαβε αργότερα τιμητική διάκριση στο Προεδρικό Μέγαρο και έγινε έτσι η πρώτη και μοναδική ιερόδουλη στην Ελλάδα που πέρασε ποτέ τις πόρτες του.

Εκτός όμως από την περίοδο της Κατοχής, η Γαβριέλλα ήταν γενικότερα γνωστή για την ευαισθησία της απέναντι στους άλλους ανθρώπους και το φιλανθρωπικό της έργο. Βοήθησε με την περιουσία της να σπουδάσουν παιδιά από φτωχές οικογένειες, πλήρωνε τα έξοδα νοσηλείας απόρων γειτόνων της και γενικότερα βοηθούσε όποιον ήξερε ότι βρισκόταν σε ανάγκη. Αυτά τα στοιχεία της ήταν και ο λόγος που η Γαβριέλλα ήταν ιδιαίτερα αγαπητή σε όλους όσους την γνώριζαν, είτε μέσω του επαγγέλματός της είτε απλά σαν την γενναιόδωρη γειτόνισσά τους. Κακό λόγο για εκείνη δεν έλεγε κανείς.

Η Γαβριέλλα Ουσάκοβα δεν σταμάτησε ποτέ να εργάζεται ως πόρνη, αντιθέτως υποστήριζε και αγαπούσε για διάφορους λόγους την δουλειά που είχε επιλέξει. Γι’ αυτά που πρόσφερε και γι’ αυτά που και η ίδια προφανώς αποκόμιζε από αυτή.

“Κανένα απολύτως παράπονο δεν έχω, ούτε από την κοινωνία ούτε από κανέναν. Πώς να το εξηγήσω, από μικρή τον ήθελα τον άντρα, τον λιγουρευόμουνα.”

Σαν γυναίκα ήταν ιδιαίτερα μορφωμένη από μικρή, βαθιά θρησκευόμενη, ανεξάρτητη και λάτρης της τέχνης. Σύχναζε στο θέατρο και αγαπούσε πολύ τη μουσική. Η εμφάνισή της ήταν πάντα προσεγμένη μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια και όταν κυκλοφορούσε στον δρόμο δεν μπορούσε κανείς να μαντέψει το επάγγελμά της αν δεν την γνώριζε ήδη.

Δούλευε πάντα μόνη της, χωρίς άλλα κορίτσια ή προστάτες-νταβαντζήδες και, παρά τις ευαισθησίες που την χαρακτήριζαν, δεν επέτρεψε ποτέ στον εαυτό της να ερωτευτεί κάποιον άντρα από τους πελάτες της ή γενικότερα.

Κατά τη δεκαετία του ’60 η Γαβριέλλα έγινε η πρώτη συνδρομήτρια του ΟΤΕ που χρησιμοποίησε αυτόματο τηλεφωνητή. “Μάρκου Ευγενικού 14, δίπλα από την κολώνα της ΔΕΗ, η πόρτα με το λαμπάκι, χτυπήστε και θα σας ανοίξω”, έλεγε το περίφημο ηχογραφημένο μήνυμά της, που πολλοί τότε γνώριζαν κρυφά ή φανερά.

Το 1981, κυκλοφόρησε την αυτοβιογραφία της με τίτλο “Γαβριέλλα, Η ζωή μου – Έγινα ιερόδουλος διότι εγεννήθην έτσι”, όπου εξιστορεί με γλαφυρό τρόπο την πορεία της ιδιαίτερης ζωής της. Το 1988, ο μύθος της “πλανεύτρας των Αθηνών” ενέπνευσε τον μουσικοσυνθέτη Κώστα Καλδάρα να γράψει για εκείνη το τραγούδι του “Η Γαβριέλλα”, που ερμήνευσε ο Κώστας Χατζημιχάλης (Δίσκος: Νυχτερινή κυβέρνηση, 1988).

Η ανεξιχνίαστη δολοφονία

Στις 25 Αυγούστου του 1991 η Γαβριέλλα, στα 75 της χρόνια πλέον, βρέθηκε δολοφονημένη σε ένα από τα δωμάτια του σπιτιού της.

Μέσα στο βράδυ άγνωστοι είχαν έρθει στο σπίτι της, πιθανώς ως πελάτες και όπως φαίνεται με κίνητρο τη ληστεία, την φίμωσαν, την έδεσαν και κατέληξαν να τη στραγγαλίσουν. Η ηλικιωμένη γυναίκα έφερε εμφανείς κακώσεις στον πρόσωπο και τον λαιμό που υποδείκνυαν τον τρόπο που αφαιρέθηκε η ζωή της.

Το σπίτι της βρέθηκε αναστατωμένο, όμως κανείς δεν γνωρίζει τι ακριβώς μπορεί να πήραν από αυτό οι δράστες, αφού η θρυλική πόρνη έμενε πάντα μόνη της και γενικότερα δεν μιλούσε σε κανέναν για το τι είχε και τι δεν είχε. Το σίγουρο πάντως είναι πως η περιουσία που άφησε πίσω της ήταν τεράστια με καταθέσεις εκατομμυρίων δραχμών σε τράπεζες και δεκάδες ακίνητα, όπως ανέφεραν και τα δημοσιεύματα της εποχής.

Αντικειμενικά, η Γαβριέλλα, πέραν της όποιας άλλης ιδιότητάς της, ήταν μια γυναίκα ηλικιωμένη και μόνη, που είχε πάντα την πόρτα της ανοιχτή για κάθε περαστικό και είχε την φήμη της πλούσιας. Ήταν λοιπόν ένας εύκολος στόχος για επίδοξους ληστές και εγκληματίες και η εποχή πλέον δεν ήταν αυτή που ο κόσμος “κοιμόταν με ανοιχτές τις πόρτες”.

Οι γείτονές της και όλοι όσοι την γνώριζαν μιλούσαν για εκείνη με τα καλύτερα λόγια και ζητούσαν να εξιχνιαστεί η δολοφονία της, αφού δεν μπορούσαν να φανταστούν ποιος μπορεί να ήθελε να κάνει κακό σ’ αυτή τη γυναίκα. Κάποιοι την χαρακτήριζαν ως “αγία πόρνη” εξαιτίας του καλοσυνάτου χαρακτήρα της και της βοήθειας που πρόσφερε στους συνανθρώπους της. Κυκλοφορούσε η άποψη ότι αυτοί που την σκότωσαν ήταν αλλοδαποί, αφού οι Έλληνες, γείτονες, γνωστοί και άγνωστοι την σεβόντουσαν σαν άνθρωπο και την αγαπούσαν.

Πράγματι την είδηση του θανάτου της ακολούθησε μια διάχυτη θλίψη στην ελληνική κοινή γνώμη, ενώ δημοσιεύματα για την ζωή και το άδοξο τέλος της γέμισαν σελίδες και σελίδες στα μέσα της εποχής.

Παρά όμως τις όποιες έρευνες της αστυνομίας οι δράστες της άγριας δολοφονίας της περίφημης Γαβριέλλα δεν βρέθηκαν ποτέ και η υπόθεσή της παραμένει μέχρι σήμερα ανεξιχνίαστη.

Δεν ήταν λίγοι πάντως αυτοί που αμφισβήτησαν την θεωρία περί ληστείας και υποστηρίζουν μέχρι σήμερα πως η δολοφονία της μπορεί να είχε άλλα κίνητρα. Μπορεί, λένε, κάποιος να ήθελε για κάποιο λόγο να της κλείσει το στόμα, αν και η εχεμύθειά της ως προς τους πελάτες της δεν αμφισβητήθηκε ποτέ. Ίσως οι εναλλακτικές θεωρίες για τον λόγο της δολοφονίας της να εξηγούσαν και το γεγονός ότι ο δολοφόνος ή οι δολοφόνοι δεν πιάστηκαν ποτέ…

________________________________________

Η ζωή της θρυλικής Γαβριέλλα Ουσάκοβα έγινε δύο φορές θεατρικό έργο: στην μουσικοθεατρική παράσταση “Γαβριέλα & Ζουζού: Οι γαλαζοαίματες πόρνες των Αθηνών” με πρωταγωνίστρια την Πωλίνα Γκιωνάκη και στην παράσταση της Κίρκης Καραλή “Γκάμπυ (Μείνατε ευαίσθητοι)”, όπου η κεντρική ηρωίδα ενσαρκώνεται από τρεις ηθοποιούς, τη Λίλα Μπακλέση, τη Γωγώ Μπρέμπου και τον Χρήστο Σιμαρδάνη.

Πληροφορίες από τα βιβλία: “Γαβριέλλα, Η ζωή μου”, εκδόσεις Κάκτος (αυτοβιογραφία της Γαβριέλλα Ουσάκοβα) και “Τα εγκλήματα που συγκλόνισαν την Ελλάδα, όπως τα έζησα” του Πάνου Σόμπολου, εκδόσεις Πατάκη.

Κοινοποιήστε
Άννα-Μαρία Κέκια
Πτυχιούχος Δημοσιογραφίας & ΜΜΕ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου με έφεση στην έκφραση μέσω του γραπτού λόγου. Στον τομέα της αρθρογραφίας έχω ασχοληθεί τόσο με γενική ειδησεογραφία, πολιτικά και κοινωνικά θέματα, όσο και με φωτορεπορτάζ, στήλες πολιτισμού, κριτικές δίσκων, αφιερώματα και συνεντεύξεις. Λάτρης της ανεξάρτητης και ερευνητικής δημοσιογραφίας με έμφαση στην ιστορία, την ψυχολογία, την εγκληματολογία και την κοινωνιολογία. Παράλληλη και αγαπημένη απασχόληση η τέχνη της φωτογραφίας.