Εφήμερα όλα και ψεύτικα. Πλάνες του μυαλού. Ποτέ δεν μπόρεσα να απαντήσω με σιγουριά σε βασικά ερωτήματα της ζωής. Μαθαίνουμε πλέον να ονειρευόμαστε, πολύ και αδιάκοπα. Χωρίς όμως να μπορούμε ποτέ να υλοποιήσουμε τα όνειρα αυτά.
Όλα κάποτε μοιάζουν εχθρικά. Σαν απλωμένη κόκκινη μπογιά. Ο ήλιος σκέφτεται να μη γυρίσει τον κόσμο να αντικρίσει ξανά. Παιδικά μάτια κόκκινα και βουρκωμένα. Άγρυπνα να κοιτάζουν το κενό. Αυτοκίνητα, λεωφορεία και κόσμος γεμίζουν τους δρόμους. Πρόσωπα αδιάφορα και εχθρικά. Θαμπά φανάρια αναβοσβήνουν με τις σταγόνες της βροχής ακόμη πάνω τους.
Η μυρωδιά του πρώτου πρωινού καφέ σε περιβάλλει από παντού. Φρέσκα κουλούρια και πίτες. Φωνές, βρισιές και κορναρίσματα. Ένα μικρό βιβλιοπωλείο χωρίς πελάτες. «Τι κρίμα…» μουρμουρίζω.
Λίγο πιο πέρα στη γωνία όμορφα και διαφορετικά λουλούδια ξεπροβάλουν. Σταματάω και μυρίζω τα αγαπημένα μου κόκκινα τριαντάφυλλα. Διαλέγω δύο και μπαίνω στο μικρό, παλιό μαγαζάκι για να πληρώσω. Παρατηρώ για λίγο τα ξύλινα παραγεμισμένα ράφια και την πολυχρωμία που επικρατεί στο χώρο. Ποτέ ξανά δεν είχα σταματήσει εδώ. «Τι χαζή», σκέφτομαι.
Ο αδύνατος, ηλικιωμένος κύριος με τα γκρίζα μαλλιά, με κοιτά πίσω από τον πάγκο χαμογελώντας. Μοιάζει συμπαθητικός. Πριν προλάβω να βγάλω χρήματα και αφού τον χαιρέτισα, μου είπε «δεν θέλω τίποτα» δείχνοντας με το βλέμμα του προς τα τριαντάφυλλα που κρατούσα στα χέρια μου.
Για μερικά δευτερόλεπτα στάθηκα εκεί αναποφάσιστη και λίγο αμήχανη. Τότε μου έγνεψε καταφατικά και με χαιρέτισε ενώ έπιασε να ξανά διαβάζει την εφημερίδα που υπήρχε πάνω στο πάγκο μαζί με ένα φλυτζάνι ζεστό καφέ. Τον ευχαρίστησα και βγήκα από το μαγαζί με το καμπανάκι της πόρτας να χτυπά πίσω μου.
Τότε ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στο μαγαζάκι παρατήρησα το όνομα του… «Ανθοπωλείον το Τριαντάφυλλον», έγραφε με μεγάλα καλλιγραφικά γράμματα.
Ίσως τελικά να μην είναι όλα τόσο ψεύτικα…