Μια ζεστή μέρα αρχές του Οκτώβρη, βρέθηκα με τους γονείς μου στην όμορφη Θεσσαλονίκη για κάτι δουλειές. Πρέπει να ήταν γύρω στις δώδεκα το πρωί. Ψάχναμε να παρκάρουμε και ως συνήθως σε μια μεγάλη πόλη αυτό ποτέ δεν είναι τόσο εύκολο. Βρήκαμε μετά από λίγη ώρα ένα πάρκινγκ λίγο παράμερα. Αποφάσισα να μείνω στο αυτοκίνητο αφού μου είπαν ότι δεν θα αργούσαν να γυρίσουν.
Δέκα λεπτά αργότερα και ενώ όλα ήταν ήσυχα, άκουσα μια μελωδία από μακριά. Ένα μουσικό όργανο και μια φωνή. Ή μάλλον όχι. Δύο φωνές, ήταν δύο αντρικές φωνές. Όσο πλησίαζαν, η μουσική ακουγόταν όλο και πιο δυνατά, παίρνοντας το βλέμμα μου από την εξαρτηκή οθόνη του κινητού μου και κάνοντάς με να περιμένω και να κοιτώ αδημονώντας από τον καθρέφτη του συνοδηγού.
Καθώς περίμενα να δω επιτέλους τους μουσικούς του δρόμου που μου είχαν τραβήξει την προσοχή, παρατήρησα την παλιά, ταλαιπωρημένη πολυκατοικία απέναντί μου με τα περισσότερα από τα παράθυρά της ανοιχτά, να τη λούζει ένα φως παράξενα μαγικό από τα πολλά του ήλιου.
Ένας κύριος μόλις έβγαινε από την μεγάλη καφέ πόρτα της, η οποία φαινόταν το πιο καινούριο και ασφαλές πράγμα σε ολόκληρη την πολυκατοικία. Είχε αφήσει τη πόρτα να κλείνει μόνη της καθώς απομακρυνόταν και το μόνο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό είναι «να πως μπαίνουν μέσα οι κλέφτες..». Μα τι σκεφτόμουν…
Επανέρχομαι απότομα από τις σκέψεις ενός μυαλού που πάντα τρέχει. Ένας άλλος νεαρός τώρα, που μόλις φαίνεται να ξύπνησε, πίνει τον καφέ του και βγαίνει στο μικρό μπαλκόνι με τα φθαρμένα σκαλιστά κάγκελα για να μιλήσει στο τηλέφωνο ενώ η λευκή κουρτίνα πίσω του ανεμίζει στο απαλό αεράκι. Τον παρατηρώ για λίγο και έπειτα στρέφω το βλέμμα μου αλλού. Υπήρχαν γλάστρες με λουλούδια σε μερικά από τα μπαλκόνια. Γενικά μου θύμιζε για κάποιο λόγο γειτονιά του 90΄το συγκεκριμένο μέρος.
Η μουσική τώρα ακούγεται πεντακάθαρα. Ένα παλιό λαϊκό τραγούδι ερμηνευόταν και στη συνέχεια ένα ακόμη. Τα γνώριζα. Σκέφτηκα «όχι κι άσχημα» για τις φωνές τους. Τότε εμφανίστηκαν δύο άντρες γύρω στα 25, όχι παραπάνω. Ο ένας κρατούσε ένα μαύρο κι ο άλλος ένα κόκκινο ακορντεόν. Τραγούδησαν για λίγο με εμένα πιθανώς το μοναδικό κοινό να τους ακούει. Ύστερα, άφησαν κάτω τα πράγματά τους και μέτρησαν τα ψιλά που είχαν μαζέψει.
Και να ήθελα δεν μπορούσα να τους δώσω κάποια χρήματα αφού το αμάξι ήταν κλειδωμένο και τα κλειδιά στην τσέπη του πατέρα μου. Έκατσα εκεί, βουλιαγμένη στο κάθισμά μου με ένα αίσθημα εκνευρισμού και λύπης αφού δεν μπορούσα να κάνω τίποτα για τους δύο αγνώστους που μου έφτιαξαν τη μέρα χωρίς καν να το ξέρουν. Μου χάρισαν μια ανάμνηση..
Τους είδα στεναχωρημένη να απομακρύνονται, με τα κεφάλια κατεβασμένα, καθώς οι σιλουέτες τους χάνονταν πίσω από ένα τοίχο μιας άλλης γκρίζας πολυκατοικίας. Η μουσική δεν ξανά ακούστηκε κι εγώ ευχήθηκα να είχαν μείνει λίγο ακόμη..
Μισή ώρα είχε ήδη περάσει. Οι δικοί μου επέστρεψαν. Το αμάξι ξεκίνησε και πάλι. Είχε έρθει η ώρα της επιστροφής.
Υ.Γ.: Σε αυτά τα παιδιά!