Ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 ήταν η σκληρή πολιορκία και τέλος η ηρωική πτώση της πόλης του Μεσολογγίου, γεγονός που ενέπνευσε τον Διονύσιο Σολωμό να γράψει το μνημειώδες έργο του “Ελεύθεροι Πολιορκημένοι”.

“Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει / λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι η μάνα το ζηλεύει. / Τα μάτια η πείνα εμαύρισε, στα μάτια η μάνα μνέει / στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει: “Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τί σ’ έχω γω στο χέρι; Οπού συ μου ’γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει.”
Διονύσιος Σολωμός, “Ελεύθεροι Πολιορκημένοι”
__________________________________

Επανάσταση και πολιορκία

Το Μεσολόγγι, πριν ακόμα την έναρξη της Επανάστασης, αποτελούσε ένα σημαντικό και πλούσιο αστικό κέντρο της Στερεάς Ελλάδας. Η γεωγραφική του θέση το καθιστούσε συνδετικό κρίκο ανάμεσα σε Πελοπόννησο και Ρούμελη και τόσο οι Έλληνες όσο και οι Τούρκοι αποζητούσαν την κυριαρχία του. Υπήρξε επίσης έδρα της διοίκησης της Δυτικής Ελλάδας.

Η επανάσταση ξεκίνησε στην ιστορική Ιερά Πόλη τον Μάιο του 1821, αλλά έγινε πρωταρχικός στόχος των οθωμανικών στρατευμάτων του Κιουταχή και του Ομέρ Βρυώνη μετά τον Ιούλιο του 1822 και την σφοδρή ήττα των Ελλήνων στη Μάχη του Πέτα.

Η πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου διήρκεσε δύο μήνες και έληξε με σοβαρές απώλειες των τουρκικών δυνάμεων και αποτυχία να κυριεύσουν το μέρος. Στα μέσα του 1823 οι Τούρκοι ξεκίνησαν ξανά εκστρατεία για την κατάληψη της πόλης, αλλά τελικά προέβησαν στην πολιορκία της κωμόπολης του Αιτωλικού, η οποία ήταν επίσης ανεπιτυχής.

“Διάφοραι πολιορκίαι του Μεσολογγίου”, Δημήτριος Ζωγράφος

Το χρονικό της πολιορκίας

Η δεύτερη και καταλυτική πολιορκία του Μεσολογγίου ξεκίνησε τέλη Απριλίου του 1825, όταν ο Κιουταχής με στρατό 30.000 Τούρκων στρατοπέδευσε στην περιοχή. Μέσα από τα τείχη της πόλης υπήρχαν αρχικά περίπου 4.000 άνδρες, μέρος των οποίων ήταν πολλοί ηλικιωμένοι, καθώς και 12.000 γυναικόπαιδα.

Ο Τούρκος αρχιστράτηγος προσπάθησε αρχικά να διαπραγματευτεί την τύχη της πόλης, όμως η ελληνική πλευρά αρνήθηκε κάθε πρότασή του. Από τότε ξεκίνησε ο αποκλεισμός της από στεριά και θάλασσα με τον στόλο των Μεχμέτ Χιουρέφ και Γιουσούφ πασά. Οι Τούρκοι βομβάρδιζαν τα τείχη ολημερίς και πραγματοποιούσαν εφόδους, όμως οι πολιορκημένοι Έλληνες αμύνονταν με αξιοσημείωτη επιτυχία προβαίνοντας και εκείνοι ανά τακτά διαστήματα σε αιφνίδιες επιθέσεις εξόδου.

Τον Ιούλιο, η αποφασιστική παρέμβαση του ελληνικού στόλου 40 πλοίων του Ανδρέα Μιαούλη και Γεωργίου Σαχτούρη κατέληξε σε ήττα και απομάκρυνση των Τούρκων από την πλευρά της θάλασσας. Η πόλη ανεφοδιάστηκε με τρόφιμα και στρατιωτικό υλικό, ενώ το ηθικό των πολιορκημένων ανέκαμψε. Αρχές Αυγούστου κατάφεραν να εισέλθουν στην πόλη ως ενισχύσεις Σουλιώτες επαναστάτες με αρχηγό τον Κίτσο Τζαβέλα.

Κάτι περισσότερο από 6 μήνες είχαν περάσει και η πόλη φαινόταν άκαμπτη. Οι πολιορκημένοι Μεσολογγίτες κατάφερναν να αναδιαρθρώνουν τις δυνάμεις τους και να αντιστέκονται με σθένος για την προστασία της πόλης τους.

Σημαντικό ρόλο στην άμυνα των πολιορκημένων έπαιξαν τα ενισχυμένα οχυρωματικά έργα, που θωράκισαν την πόλη, καθώς και η δράση των λεγόμενων “λαγουμιτζήδων”.

Ο Χιώτης μηχανικός Μιχαήλ Κοκκίνης είχε αναλάβει τα οχυρωματικά έργα της πόλης το 1823, εκβάθυνε την τάφρο και μετέτρεψε το μέρος σε ένα απόρθητο φρούριο. Το νέο τείχος είχε 1600 μέτρα μήκος και 9 πλάτος με 4 μέτρα μέγιστο βάθος. Εντυπωσιακό παραμένει το γεγονός ότι συνέχισε να κτίζεται και κατά τη διάρκεια της πολιορκίας. Κάθε βράδυ, άντρες, γυναίκες και παιδιά μάζευαν ερείπια από τα κτίρια που είχαν καταστραφεί από τους βομβαρδισμούς και ενίσχυαν με αυτά το τείχος.

Οι λεγόμενοι λαγουμιτζήδες άνοιγαν υπόγειες στοές κάτω από το τείχος και μέσα από εκεί έφταναν στο στρατόπεδο των Τούρκων και των Αιγυπτίων και ανατίναζαν τις εγκαταστάσεις και τις προμήθειές τους.

Γνωστός αγωνιστής, που πρωτοστάτησε στα λαγούμια ήταν ο Κωνσταντίνος Λαγουμιτζής ή  Παπακυριακού, όπως ήταν το πραγματικό του επίθετο. Ο ίδιος κατάφερε με την ίδια μέθοδο να αποτρέψει τα σχέδια των Τούρκων να ανατινάξουν τα αρχαία μνημεία κατά την πολιορκία της Ακρόπολης των Αθηνών τον Ιούλιο του 1826.

Η τουρκική πλευρά μετρούσε σοβαρές απώλειες και ο Κιουταχής εκνευρισμένος και μη θέλοντας ακόμα να κάνει πίσω, ζήτησε περισσότερες ενισχύσεις για τον ήδη πολυάριθμο στρατό του. Έτσι, τον Οκτώβριο του 1825 κατέφτασε στην περιοχή και ο στρατός του Ιμπραήμ με πολεμικά πλοία και στρατιωτικές δυνάμεις όλων των συμμάχων τους, Αιγυπτίων, Αλγερινών, Αράβων, καθώς και Γάλλων. Έφεραν επίσης μαζί τους μεγάλες ποσότητες τροφίμων και πολεμοφοδίων.

Η ενισχυμένη τουρκική δύναμη στένεψε ακόμα περισσότερο τον κλοιό της πολιορκίας, όμως οι Έλληνες εξακολουθούσαν να αμύνονται με επιτυχία μέχρι και τον Φεβρουάριο του 1826.

“Η Έξοδος του Μεσολογγίου”, Θεόδωρος Βρυζάκης, 1853

Η αντίστροφη μέτρηση για την Ιερή πόλη ξεκίνησε ήδη από τον Μάρτιο του 1826 όταν οι Τούρκοι κατάφεραν να κυριαρχήσουν στις νησίδες Βασιλάδι και Ντολμά της λιμνοθάλασσας του Μεσολογγίου. Ο στόλος του Αντρέα Μιαούλη που μέχρι τότε ανεφοδίαζε την πόλη δεν μπορούσε πλέον να πλησιάσει και οι πολιορκημένοι ήταν πλέον εντελώς μόνοι τους.

Η τελευταία μάχη που δόθηκε πριν την άλωση ήταν στο μικρό νησάκι Κλείσοβα απέναντι από το Μεσολόγγι στις 25 Μαρτίου. Στράτευμα 3.000 Τούρκων επιδίωξε να προσεγγίσει το νησί, στο οποίο ήταν οχυρωμένοι 131 Έλληνες πολεμιστές, Μεσολλογίτες και μη. Οι αγωνιστές είχαν φτιάξει ένα ψηλό οχύρωμα, είχαν σκάψει τάφρο και είχαν επίσης τοποθετήσει πασσάλους στη στεριά και μέσα στη θάλασσα για να δυσκολέψουν τα εχθρικά πλοία. 

Μετά από έξι επιθέσεις χωρίς αποτέλεσμα, ο τουρκικός στόλος του Κιουταχή υποχώρησε και άμεσα ανέλαβε τα ηνία της μάχης ο στόλος του Ιμπραήμ με άλλους 3.000 Αιγυπτίους. Ακολούθησαν άλλες τόσες επιθέσεις χωρίς επιτυχία και η μάχη της Κλείσοβας κερδήθηκε ηρωικά από τους Έλληνες. Σκοτώθηκαν τότε 24 από τους αγωνιστές, ενώ στον τούρκικο στρατό που επιτέθηκε έμειναν σχεδόν οι μισοί.

Αυτό που δεν κατάφεραν οι απανωτές τουρκικές επιθέσεις τόσων μηνών, το κατάφερε τελικά η πείνα. Η κατάσταση για τους ήδη εξαντλημένους πολιορκημένους έγινε τραγική, οι προμήθειες τελείωσαν, η υδροδότηση είχε κοπεί από τον εχθρό και δεκάδες άνθρωποι άρχισαν να πεθαίνουν κάθε μέρα.

Όταν τελείωσε το αλεύρι και κάθε άλλη διαθέσιμη τροφή, οι κάτοικοι έσφαξαν και έφαγαν τα κατοικίδια ζώα τους, γάτες, σκύλους, γαϊδούρια, άλογα, μέχρι και ποντίκια. Τελευταία τους τροφή ήταν τα σκόρδα, με τα οποία έφτιαχναν σκορδαλιές, και οι αρμυρήθρες της λιμνοθάλασσας, τις οποίες ο Κωστής Παλαμάς ονόμασε “το ψωμί της παλικαριάς”.

Ο κόσμος άρχισε να υποφέρει από δυσεντερίες και άλλες ασθένειες. Σύμφωνα με πηγές, έφτασαν στο έσχατο σημείο να κόψουν και να ψήσουν κομμάτια μηρών ή και εντόσθια από νεκρούς συνανθρώπους τους.

Φθάνοντας πλέον σε αυτό το σημείο οι πολιορκημένοι ήξεραν ότι δεν μπορούσαν να περιμένουν κάτι άλλο και έτσι το συμβούλιο των οπλαρχηγών της πόλης αποφάσισε για την μεγάλη έξοδο.

“Η αυτοθυσία της μάνας”, Εμίλ ντε Λανσάκ, 1827

Έξοδος και άλωση

Η Έξοδος των κατοίκων του Μεσολογγίου ορίστηκε για το βράδυ της 10ης Απριλίου, το βράδυ του Σαββάτου του Λαζάρου προς ξημερώματα της Κυριακής των Βαΐων.

Λίγο πριν την αποφασιστική ώρα, η πόλη έζησε συγκινητικές και δραματικές στιγμές. Όλοι οι κάτοικοι μετέλαβαν τη Θεία Κοινωνία, συγχωρέθηκαν μεταξύ τους και χαιρετήθηκαν γνωρίζοντας ουσιαστικά ότι ελάχιστοι από αυτούς θα αντίκριζαν την επόμενη μέρα.

Όταν έπεσε η νύχτα άρχισε η ηρωική έξοδος. Οι Μεσολογγίτες, που συμμετείχαν, οργανώθηκαν σε τρεις φάλαγγες με επικεφαλής τους Δημήτριο Μακρή, Νότη Μπότσαρη και Κίτσο Τζαβέλα και βάζοντας στο κέντρο κάθε ομάδας τις γυναίκες και τα παιδιά. Πολλές γυναίκες μάλιστα ντύθηκαν με αντρικά ρούχα και πήραν όπλα για να συμμετάσχουν εξίσου στη μάχη που θα ακολουθούσε.

Περίπου 600 κάτοικοι, ηλικιωμένοι, τραυματίες και κάποιες γυναίκες έμειναν μέσα στην πόλη και πολλοί από αυτούς οχυρώθηκαν μαζί στο σπίτι του δημογέροντα Καψάλη.

Η έξοδος του Μεσολογγίου θα μπορούσε ίσως να έχει ένα πιο αίσιο τέλος, όμως το σχέδιο των Ελλήνων προδόθηκε και οι Τούρκοι γνώριζαν το πλάνο διαφυγής περίπου τρεις ημέρες νωρίτερα. Φυσικά αυτό θα μπορούσε να συμβεί μόνο με προδοσία εκ των έσω της πόλης.

Πηγές αναφέρουν ότι αυτός που έδωσε την πληροφορία στους Τούρκους ήταν ένας επίσης Τούρκος, που είχε εκχριστιανιστεί και ζούσε μαζί με μια ελληνική οικογένεια βιώνοντας μαζί τους και την πολιορκία. Τελευταία στιγμή όμως αποφάσισε προφανώς να σώσει το κεφάλι του προδίδοντας τα σχέδια των συμπολιτών του.

Τούρκοι και Αιγύπτιοι γνωρίζοντας την ώρα της εξόδου είχαν ετοιμαστεί τοποθετώντας στρατιωτικές δυνάμεις σε διάφορα κομβικά σημεία έξω από τα τείχη της πόλης. Είχαν μάλιστα προλάβει να δημιουργήσουν χαρακώματα μέχρι 20 μέτρα απέναντι από τους προμαχώνες.

Όταν οι Μεσολογγίτες άνοιξαν τις πύλες της πόλης, η επιθυμητή αιφνιδιαστική έξοδος μετατράπηκε σε μια ανελέητη σφαγή.

Οι Τούρκοι ξεκίνησαν σφοδρή επίθεση από κάθε κατεύθυνση με συνεχείς βομβαρδισμούς και φωτιές, ενώ σύντομα μπήκαν και μέσα στην πόλη καταστρέφοντας τα πάντα στο πέρασμά τους. Η εντολή ήταν “μαχαίρι για όλους τους άνδρες άνω των δέκα ετών και ερήμωση της πόλης των γκιαούρηδων”. Οι Τουρκοαιγύπτιοι του Ιμπραήμ είχαν ήδη μπει από άλλο σημείο μετατρέποντας την πόλη σε κρανίου τόπο.

Όταν έφτασαν έξω από το σπίτι, όπου είχαν κρυφτεί οι εναπομείναντες αδύναμοι κάτοικοι, ο Χρήστος Καψάλης έβαλε φωτιά στην πυριτιδαποθήκη ανατινάσοντάς τους. Το ίδιο έκαναν και άλλοι που είχαν οχυρωθεί στα σπίτια τους, μη θέλοντας να πέσουν στα χέρια των Τούρκων που διψούσαν για αίμα και σαρκικό σαδισμό.

“Η θυσία του Καψάλη”, Θεόδωρος Βρυζάκης

Σαν πεινασμένοι λύκοι σε βαρυχειμωνιά ξεχύνονται και χυμάνε οι Τουρκαραπάδες μέσα στην πολιτεία. Με τα γιαταγάνια στα χέρια οι Τουρκαλβανοί και τις μπαγιονέτες οι Αραπάδες αρχίζουν το άγριο κυνηγητό τους μέσα στους δρόμους, στα σοκκάκια. Ψάχνουν τα σπίτια.

Ό,τι ζωντανό βρίσκουν το θανατώνουν. Λαβωμένους, αρρώστους, γέρους, γριές, το λεπίδι δουλεύει. Τις γυναίκες δέν τις σκοτώνουν, τις φυλάνες παράμερα. Έχουν το σκοπό τους. Ξεφωνητά, κλάμματα από τα γυναικόπαιδα. Κραυγές από τούς διώκτες τους, πλημμυρίζουν την πόλη. Το αίμα τρέχει μέσα στους δρόμους και φαίνονται οι πρώτες πυρκαϊές στα σπίτια.

Κόλαση σωστή το Μεσολόγγι. Γκρεμίσματα, στάχτη, καπνός, κουφάρια και τα σοκκάκια γεμάτα με αίματα. Μα ο αφανισμός των Χριστιανών δεν είναι τόσο εύκολος. Οι άντρες ταμπουρώνονται έστω και πρόχειρα στα σπίτια και αρχίζουν να αντιστέκονται. Μπόλικοι αλλόθρησκοι σκοτώνονται.”

__________________________________

“Ο μανιασμένος εχθρός αφού τελείωσε με τούς ζωντανούς, τώρα καταπιάνεται με τούς νεκρούς. Ανασκάβουν τούς τάφους τού Μάρκου Μπότσαρη, του Βύρωνα, πού έχουν θάψει τα σπλάχνα του, τού φιλέλληνα Γερμανού Νόρμαν. Πετάνε τα οστά έξω από τούς τάφους. Ο εγγλέζος πρόξενος στην Πάτρα, ο Φίλιππος Γκρήν, βρίσκεται κι αυτός κοντά στον Ιμπραήμ. Όπως περνάει από τον τάφο τού Μπότσαρη, βρίσκει τον σκελετό έξω. Απλώνει και βγάζει από το νεκροκέφαλο του ήρωα δύο δόντια. Τα παίρνει για ενθύμιο.”

Τάκη Λάππα, “Μεσολόγγι”

Χιλιάδες Έλληνες σφαγιάστηκαν και πολλά γυναικόπαιδα αιχμαλωτίστηκαν για να πουληθούν στα σκλαβοπάζαρα της Κωνσταντινούπολης και της Αλεξάνδρειας. Μόλις περίπου 1.500 κατάφεραν να επιζήσουν.

Μεταξύ των πεσόντων ήταν σημαντικές μορφές της Ελληνικής Επανάστασης, όπως ο έμπορος και αγωνιστής Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος, ο εφευρετικός μηχανικός Μιχαήλ Κοκκίνης, ο αρχιστράτηγος Αθανάσιος Ραζή-Κότσικας, ο οπλαρχηγός Νικόλαος Στορνάρης, ο επίσκοπος Ρωγών Ιωσήφ, ο Γερμανός εκδότης της εφημερίδας “Ελληνικά Χρονικά” Ιάκωβος Μάγιερ και άλλοι φιλέλληνες.

Με έναν τραγικό συνδυασμό διάφορων παραγόντων το Μεσολόγγι είχε αλωθεί καταστροφικά και τελούσε πλέον υπό οθωμανική κυριαρχία.

Ο ίδιος ο Ιμπραήμ πάντως φαίνεται πως είχε δηλώσει τότε ότι ” αν οι Έλληνες είχαν τρόφιμα για τρεις εβδομάδες ακόμα, ο τούρκικος στρατός θα είχε κατακερματιστεί και θα είχε λύσει την πολιορκία”.

Θα μπορούσε να πει κανείς ότι τουλάχιστον δεν τους το κάναμε εύκολο.

Ένας από τους επιζώντες της άλωσης του Μεσολογγίου ήταν ο αγωνιστής και ιστορικός Νικόλαος Κασομούλης, στα χρονογραφικά σημειώματα του οποίου οφείλουμε κάποιες από τις σημαντικότερες πηγές της εθνικής ιστορίας του 1821. Ήταν από τα πρόσωπα που βίωσαν την πολιορκία του Μεσολογγίου, κατέγραψαν με λεπτομέρεια τα τραγικά γεγονότα της, υπέγραψαν την απόφαση της ηρωικής εξόδου και τελικά ένας από τους λίγους τυχερούς που έζησε για να γνωστοποιήσει όλα αυτά στον υπόλοιπο κόσμο.

Απόηχος και συνέπειες

“Η Ελλάδα πάνω στα ερείπια του Μεσολογγίου”, Ευγένιος Ντελακρουά, 1826

Η άλωση του Μεσολογγίου τον Απρίλιο του 1826 αποτέλεσε μια σκληρή ήττα για τους Έλληνες, που ήδη είχαν κλονιστεί από την μάστιγα του εμφυλίου πολέμου στη χώρα. Αλλά ουδέν κακό αμιγές καλού.

Το γεγονός συγκλόνισε τους Ευρωπαίους παρατηρητές της Επανάστασης και έφερε το Ελληνικό Ζήτημα περισσότερο από ποτέ στο επίκεντρο των συζητήσεων της Ευρώπης. Τα διάφορα φιλελληνικά κινήματα αναθερμάνθηκαν και επιταχύνθηκαν οι διαδικασίες για επίτευξη συμφωνίας μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων σχετικά με την τελική λύση.

Πολλοί και σημαντικοί Έλληνες και ξένοι καλλιτέχνες αποτύπωσαν στα έργα τους την ηρωική θυσία του Μεσολογγίου.

Ο Βρετανός συγγραφέας Βίκτωρ Ουγκώ έγραψε το σχετικό ποίημα του “Τα Κεφάλια του Σαραγιού” (“Les têtes du serail”), ενώ ο Γκαίτε σε μια σκηνή του “Φάουστ” προσωποποιεί σε έναν ήρωά του την αξιομνημόνευτη φιγούρα του Λόρδου Βύρωνα. Ξεχωριστής αξίας ελληνικά ποιήματα αποτελούν φυσικά οι “Ελεύθεροι Πολιορκημένοι” του Διονύσιου Σολωμού και “Το Μεσολόγγι” του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη.

Σπουδαίους και διάσημους πίνακες ζωγραφικής με θέμα την άλωση του Μεσολογγίου φιλοτέχνησαν καλλιτέχνες, όπως ο Θεόδωρος Βρυζάκης, οι Γάλλοι Eugène Delacroix, Emile de Lansac και Alphonse de Neuville. (Έργα τους αποτελούν οι συνοδευτικές εικόνες του κειμένου.)

_______________________________

Το Μεσολόγγι παρέμεινε υπό τουρκική κυριαρχία για περίπου 3 χρόνια και προσαρτήθηκε με συνθήκη στο νεοσύστατο Ελληνικό Κράτος στις 2 Μαΐου του 1829.

Κάθε χρόνο μέχρι και σήμερα την 10η Απριλίου και ημέρα της επετείου της Εξόδου του Μεσολογγίου διοργανώνονται στην πόλη οι εκδηλώσεις Εξόδου, που προσελκύουν πλήθος κόσμου από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Από το Σάββατο του Λαζάρου πραγματοποιείται τιμητική λιτανεία της εικόνας της Εξόδου σε πένθιμο ρυθμό και συμμετέχοντες ντυμένους με παραδοσιακές φορεσιές. Η πομπή διασχίζει την πόλη και καταλήγει στον Κήπο των Ηρώων, ενώ στη συνέχεια γίνεται η αναπαράσταση της ανατίναξης του σπιτιού του δημογέροντα Χρήστου Καψάλη.

“Τα μάτια μου δεν είδαν τόπον ενδοξότερον από τούτο το αλωνάκι.”
Διονύσιος Σολωμός, “Ελεύθεροι Πολιορκημένοι”
Κοινοποιήστε
Άννα-Μαρία Κέκια
Πτυχιούχος Δημοσιογραφίας & ΜΜΕ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου με έφεση στην έκφραση μέσω του γραπτού λόγου. Στον τομέα της αρθρογραφίας έχω ασχοληθεί τόσο με γενική ειδησεογραφία, πολιτικά και κοινωνικά θέματα, όσο και με φωτορεπορτάζ, στήλες πολιτισμού, κριτικές δίσκων, αφιερώματα και συνεντεύξεις. Λάτρης της ανεξάρτητης και ερευνητικής δημοσιογραφίας με έμφαση στην ιστορία, την ψυχολογία, την εγκληματολογία και την κοινωνιολογία. Παράλληλη και αγαπημένη απασχόληση η τέχνη της φωτογραφίας.