…
Η γυναίκα τραντάχτηκε ολόκληρη και σηκώθηκε κάθιδρη απ’το κρεβάτι. Ήταν σίγουρη πως είχε κάνει σεισμό. Κουλουριάστηκε στο πάτωμα, αφού κατάλαβε σχετικά σύντομα πως για άλλη μια φορά είχε κάνει λάθος. Τον τελευταίο καιρό της συνέβαινε συχνά.
Η χαμηλή θερμοκρασία του δωματίου επηρέασε κυρίως το κεφάλι της, που ήταν περισσότερο εκτεθειμένο σε σχέση με τα άλλα σημεία του κορμιού της.
Με χέρια τρεμάμενα χάιδεψε ό,τι είχε απομείνει στο άλλοτε πλαισιωμένο από πλούσιες εβένινες μπούκλες κρανίο της. Το υστερικό πάνω-κάτω των ισχνών δαχτύλων επιβεβαίωνε αυτό που ήδη γνώριζε, δεν υπήρχε πλέον ούτε μια τρίχα, ούτε ένα δείγμα της αλλοτινής στιλπνότητας και απαλής σαν μετάξι υφής τους. Ένα σκουφί πεταμένο άτσαλα στην μοναδική καρέκλα του δωματίου κάλυψε ικανοποιητικά το νέο της “απόκτημα”, ένα καραφλό κεφάλι!
Η γυαλάδα που αχνοφαινόταν κάτω από το κρεβάτι τράβηξε αμέσως την προσοχή της. Ήταν το πλαϊνό μέρος ενός πολύχρωμου κουτιού, με το οποίο την έδεναν πολλά, με το οποίο μοιραζόταν πλέον κοινά μυστικά.
Με αργές κινήσεις κατάφερε να το τραβήξει προς τα έξω. Ήταν πράγματι άκρως εντυπωσιακό, παρόλο που το είχε αγοράσει σε άκρως εξευτελιστική τιμή. Ο ανεπαίσθητος θόρυβος του καπακιού ήχησε τόσο οικείος στ’αυτιά της. Ταυτοχρόνα όμως την πλήγωνε, αφού γνώριζε πολύ καλά τι ήταν αυτό που σκέπαζε.
Η λάμψη του φεγγαριού εστίασε κατά έναν μαγικό τρόπο σ’αυτό που περιείχε το κουτί, σε δύο τούφες μαλλιών δεμένες μεταξύ τους με μια μεταξωτή κόκκινη κορδέλα.
Με δάκρυα καυτά να μαστιγώνουν το χλωμό της πρόσωπο ανέσυρε από την μνήμη εικόνες με εκείνη να πλέει σε πελάγη ευτυχίας την ώρα που παντρευόταν το άλλο της μισό. Εικόνες θριάμβου όταν γινόταν διευθύντρια, εικόνες γλυκές από την γέννηση του τετράχρονου τώρα γιού της. Μα και εικόνες από το ύφος του γιατρού όταν της ανακοίνωνε πως ο καρκίνος τα είχε βάλει ανοιχτά μαζί της. Εικόνες με φάρμακα και σύριγγες να επιχειρούν να περιορίσουν δίχως ιδιαίτερη επιτυχία την δράση της νόσου.
Κόντευε ξημέρωμα κι εκείνη βρισκόταν ακόμη καθισμένη στο πάτωμα κοιτάζοντας τις τούφες που κάποτε της ανήκαν. Μαύρες σκέψεις, σκέψεις λιγοψυχίας και απόλυτης παράδοσης στην μοίρα και τα καμώματά της άρχισαν να την περικυκλώνουν. Όχι, δεν ήθελε να βασανίζεται άλλο. Όχι, δεν θα έβρισκε το ψυχικό σθένος να παλέψει. Ήθελε να πεθάνει, ήθελε να…
«Μανούλα, έλα να μου πεις ένα παραμυθάκι, φοβάμαι τα μπουμπουνητά!». Ο γιος της στεκόταν τρομαγμένος στην πόρτα.
Η γυναίκα αποτίναξε μονομιάς οτιδήποτε αρνητικό προσπάθησε πριν λίγο να την υποτάξει. Όχι δεν θα λύγιζε. Θα έκανε ό,τι μπορούσε για να τα καταφέρει να βγει νικήτρια, όσο δύσκολος και άνισος κι αν ήταν ο αγώνας…