“Αυτός ο Σουλιώτης που δεν βγάζει μιλιά, έχει να φάει πολύ Τουρκιά μια μέρα.”

Ένας από τους σπουδαιότερους Έλληνες ήρωες της Επανάστασης, ο Σουλιώτης οπλαρχηγός Μάρκος Μπότσαρης, αγωνίστηκε και θυσιάστηκε ανιδιοτελώς για την ελευθερία της Πατρίδας και έμεινε στην ιστορία για την ανδρεία του και την συμβολή του σε σημαντικές μάχες του απελευθερωτικού αγώνα.

Οι Σουλιώτες άλλωστε αποτελούν αποδεδειγμένα ίσως την πιο σκληροπυρηνική και αφοσιωμένη ομάδα Ελλήνων αγωνιστών με ιστορική και χρόνια αντι-οθωμανική δράση και εξαιρετικά καθοριστικό ρόλο στην έναρξη, θεμελίωση και έκβαση του εθνικού αγώνα. Δεινοί και γενναίοι πολεμιστές, με πειθαρχία, μεγαλοψυχία, ισχυρές ηθικές αρχές και μεγάλη αγάπη για την πατρίδα και το αγαθό της ελευθερίας.

__________________________________________

Ο Μάρκος Μπότσαρης γεννήθηκε το 1790 στο ιστορικό Σούλι της Θεσπρωτίας και ήταν ένας από τους γιούς του Κίτσου Μπότσαρη και της Χριστίνας Παπαζώτου-Γιώτη. Η οικογένειά του, οι Μποτσαραίοι, ήταν μαζί με τους Τζαβελαίους οι επιφανέστερες και πιο ιστορικές οικογένειες της Ηπείρου.

Κάπως έτσι και ο νεαρός Μάρκος δεν άργησε να λάβει μέρος στις πολεμικές επιχειρήσεις της περιοχής του, που είχαν ήδη γίνει αρκετά σφοδρότερες από τότε που είχε αναλάβει Πασάς των Ιωαννίνων ο τυραννικός Αλή Πασάς.

Οι προσπάθειες και εκστρατείες του μουσουλμάνου Πασά και των Τουρκαλβανών του εναντίον των Σουλιωτών μετρούσαν ήδη από το 1789 με τους ικανότατους Έλληνες αγωνιστές να καταφέρνουν μοναδική αντίσταση επί χρόνια διατηρώντας την κυριαρχία των περιοχών τους. Μετά το 1800 ο κλοιός γύρω από τους Σουλιώτες γινόταν πλέον πιο σφιχτός, αφού ο Αλή Πασάς επένδυε σε πολιορκητικά κάστρα και υπεράριθμες στρατιωτικές δυνάμεις από αυτές των Ελλήνων.

Η σκληρότερη φάση των συγκρούσεων πραγματοποιήθηκε τον Δεκέμβριο του 1803 γύρω από το Κούγκι και την Κιάφα, όπου οι δυνάμεις των Σουλιωτών μετά από σειρά μαχών και χωρίς καμία εξωτερική βοήθεια βρέθηκαν χωρίς τρόφιμα και πυρομαχικά και αναγκάστηκαν τελικά σε συνθηκολόγηση. Η συμφωνία με τον Αλή Πασά ήταν να εγκαταλείψουν τα πατρώα εδάφη τους παίρνοντας μαζί τους τις οικογένειές τους και όλη την κινητή τους περιουσία. Μετά από δεκάδες χρόνια επήλθε τελικά η οριστική πτώση του Σουλίου από τους Οθωμανούς.

Ο τελευταίος αντιστασιακός αυτής της συμφωνίας παράδοσης ήταν τότε ο καλόγερος Σαμουήλ, που μαζί με μερικούς τελευταίους Σουλιώτες είχαν ταμπουρωθεί στο οχυρό μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής στο Κούγκι αρνούμενοι να παραδοθούν και να δώσουν τα τρόφιμα και πολεμοφόδιά τους στον εχθρό. Όταν οι στρατιώτες του Αλή Πασά έφτασαν στο μέρος, ο Σαμουήλ ανατίναξε την πυριτιδαποθήκη τινάζοντας το οχυρό στον αέρα μαζί με όλους όσους ήταν μέσα.

 

Εκείνες τις ημέρες χτυπήθηκε στο Ζάλογγο μια άλλη ομάδα Σουλιωτών, με επικεφαλής τον Κίτσο Μπότσαρη, που όμως είχε ως αποτέλεσμα τον χαμό πολλών Ελλήνων αγωνιστών. Περίπου 60 Σουλιώτισσες γυναίκες, μεταξύ των οποίων πολλές εγκυμονούσες και μαζί με τα παιδιά τους, πραγματοποίησαν τον περίφημο Χορό του Ζαλόγγου. Επέλεξαν να σκοτωθούν πέφτοντας από τον κακοτράχαλο γκρεμό για να μην πέσουν στα ανήθικα χέρια των κατακτητών.

 

Αντίστοιχα γεγονότα έλαβαν χώρα και στην περίφημη Μάχη του Σέλτσου τον Απρίλιο του 1804, κατά την οποία σφαγιάστηκαν πάρα πολλοί Σουλιώτες αγωνιστές και τουλάχιστον 200 ακόμα γυναίκες επέλεξαν τον δρόμο της αυτοθυσίας από την υποδούλωση, αντίστοιχα με εκείνες του Ζαλόγγου.

Dupré - Ali Pasha.jpgΦθάνοντας στον Δεκέμβριο του 1820, ο Αλή Πασάς επεδίωξε μια συνεργασία με τους επαναπατριζόμενους Σουλιώτες με σκοπό να εδραιώσει την κυριαρχία του στην Ήπειρο αντιμετωπίζοντας με τη βοήθειά τους τις δυνάμεις του ομόθρησκου αντιπάλου του, Σουλτάνου Μαχμούτ Β’. Ο Αλβανός πασάς τελικά σκοτώθηκε κατά την κατάληψη των Ιωαννίνων, τον Φεβρουάριο του 1822.

Μεταξύ των Σουλιωτών που ηγήθηκαν των ελληνικών δυνάμεων εναντίον των Τούρκων ήταν και ο 30χρονος τότε Μάρκος Μπότσαρης. Μαζί με 400 περίπου άντρες απέκρουσε με επιτυχία τις δυνάμεις του Σουλτάνου, κατέλαβε αρχικά το φρούριο των Βαριάδων και στη συνέχεια τη θέση Πέντε Πηγάδια κατατροπώνοντας και μια ομάδα 5.000 Αλβανών που εστάλη εναντίον τους.

Τον Μάρτιο του 1821 οι Σουλιώτες ενημερώθηκαν για την επικείμενη επανάσταση από τον απεσταλμένο της Φιλικής Εταιρείας, Χριστόφορο Περραιβό, και φυσικά αποφάσισαν να συμβάλλουν δυναμικά στην στήριξή της. Μάρκος Μπότσαρης, Κίτσος ΤζαβέλαςΛάμπρος Βέικος υπήρξαν από τους πιο γνωστούς Σουλιώτες οπλαρχηγούς, που συνέβαλαν με τους άντρες τους σε σημαντικές μάχες και κατακτήσεις εκείνης της περιόδου.

Οι μάχες του Μπότσαρη ως οπλαρχηγός

Ο Μάρκος Μπότσαρης και οι άντρες του πέτυχαν μια σειρά καθοριστικών επιχειρήσεων κατατροπώνοντας τους Τούρκους στη Βογόρτσα, τα Δερβίζιανα, τα Λέλοβα, τη Καντσά, στο παραθαλάσσιο φρούριο της Ρηνιάσας, το μοναστήρι της Ραψίνας, καθώς και άλλα σημεία γύρω από τα Ιωάννινα. Τον Ιούλιο του 1821 πραγματοποιήθηκαν και οι νικηφόρες μάχες στο Κομπότι της Άρτας, τους Βαριάδες και την Πλάκα στοιχίζοντας στους Τούρκους εκατοντάδες νεκρούς.

Flag of Botsaris
Η σημαία του Μάρκου Μπότσαρη

Στη συνέχεια οι άντρες του Μπότσαρη, μαζί με αυτούς του Καραϊσκάκη και του Μπακόλα, συμμετείχαν στην πολιορκία της Άρτας, η οποία κατέληξε σε μια άδοξη ήττα των Ελλήνων τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς.

Την Άνοιξη του 1822 οι Τούρκοι προχώρησαν σε πολιορκία του Σουλίου και ο Μάρκος Μπότσαρης ζήτησε την βοήθεια των οπλαρχηγών της Στερεάς Ελλάδας για να ελευθερώσει τη γενέτειρά του. Μια νέα μάχη δόθηκε στην Πλάκα υπό τους Μάρκο Μπότσαρη, Καρατάσσο Γάτζο, Ανδρέα Ιάσκο, Αλέξη Βλαχόπουλο και 1.200 άντρες εναντίον περισσότερων από 8.000 Τούρκων. Δυστυχώς η μάχη κατέληξε με αποχώρηση των ελληνικών δυνάμεων.

Στις 4 Ιουλίου του 1822 πραγματοποιήθηκε η σημαντική και ολέθρια για τους αγωνιστές Μάχη του Πέτα ανατολικά της Άρτας. Το στρατιωτικό σώμα του Μπότσαρη και άλλων οπλαρχηγών βρέθηκε στις κορυφογραμμές γύρω από την περιοχή, ενώ στην πρώτη γραμμή βρισκόταν το Τάγμα των Φιλελλήνων εναντίον διπλάσιου αριθμού Τουρκαλβανών με επικεφαλής τους πασάδες Μεχμέτ Ρεσίτ Κιουταχή και Ισμαήλ Πλιάσα.

Η έλλειψη συνεννόησης λόγω διαφορών στην πολεμική μέθοδο που γνώριζαν και ακολουθούσαν Έλληνες και Ευρωπαίοι Φιλέλληνες ουσιαστικά έφερε τους αγωνιστές σε δεινή θέση καταλήγοντας οικτρά για την ελληνική πλευρά. Στη συνέχεια, ο Μπότσαρης προχώρησε με τους εναπομείναντες άντρες του προς ενίσχυση στην πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου, όπου κάνοντας αντιπερισπασμό στους Τούρκους με πλαστές συνομιλίες (τα λεγόμενα “καπάκια”) κατάφερε να δώσει χρόνο στους πολιορκημένους να ενισχύσουν τα οχυρά τους.

Διαβάστε επίσης: 10 Απριλίου 1826: Η ηρωική έξοδος και πτώση του Μεσολογγίου

Τα Χριστούγεννα του 1822, ο Μάρκος Μπότσαρης υπερασπίστηκε μόνο με 35 άντρες το τείχος της πόλης σταματώντας τα στρατεύματα του Ομέρ Βρυώνη. Γι’ αυτή του την πράξη, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, που ήταν τότε σε σύγκρουση με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, του έδωσε τον τίτλο του Στρατηγού της Δυτικής Στερεάς Ελλάδας.

Το γεγονός ενόχλησε ορισμένους άλλους οπλαρχηγούς, που δεν είχαν καλές επαφές με τους Σουλιώτες, και εξοργισμένος ο Μπότσαρης προέβη τότε σε μια πράξη που έμεινε στην ιστορία αποδεικνύοντας την ανιδιοτελή αφοσίωσή του στον αγώνα για την πατρίδα. Έσκισε μπροστά σε όλους το χαρτί του διορισμού του λέγοντας “Όποιος είναι άξιος παίρνει το δίπλωμα με το σπαθί του από τον πασά!”.

Μάχη του Κεφαλόβρυσου και ο θάνατος του ήρωα

Το καλοκαίρι του 1823 ο 33χρονος τότε Σουλιώτης αγωνιστής επεδίωκε με τα στρατεύματά του να ανακόψει την πορεία των τουρκικών, που πραγματοποιούσαν επιδρομές στη δυτική Ρούμελη. Τη νύχτα της 8ης προς 9ης Αυγούστου έλαβε χώρα η Μάχη του Κεφαλόβρυσου, όπου συμμετείχαν μόλις 450 Σουλιώτες υπό τον Μάρκο Μπότσαρη και τον Κίτσο Τζαβέλα εναντίον τουλάχιστον 8.000 Τουρκαλβανών του Μουσταή Πασά.

Ενώ η μάχη προχωρούσε με θετική έκβαση για τους Έλληνες αγωνιστές και πολυάριθμες απώλειες στην πλευρά των Αλβανών, μια τεράστια απώλεια έμελλε να κάμψει το ηθικό των ελληνικών δυνάμεων και να προκαλέσει την αποχώρησή τους. Ο Μάρκος Μπότσαρης δέχθηκε σφαίρα στο δεξί του μάτι και άφησε την τελευταία του πνοή στο πεδίο της μάχης. “Αδέλφια, με βάρεσαν”, ήταν οι τελευταίες του λέξεις.

Οι Έλληνες αποχώρησαν από την μάχη, όπου είχαν σημαντικό προβάδισμα, για να σώσουν τον νεκρό αρχηγό τους παίρνοντας μαζί τους και πάρα πολλά λάφυρα.

Καθώς μετέφεραν το σώμα του Μπότσαρη στο Μεσολόγγι, έκαναν μια στάση στη Μονή Προυσσού, όπου βρισκόταν κατάκοιτος ο φίλος του Γεώργιος Καραϊσκάκης. Με έναν τελευταίο ασπασμό στον νεκρό ήρωα, εκείνος είπε: “Άμποτε ήρωα Μάρκο, κι’ εγώ από τέτοιο θάνατο να πάω”. Και πράγματι με έναν αντίστοιχο θάνατο “πήγε” και ο ίδιος το 1827.

Ο Μάρκος Μπότσαρης μεταφέρθηκε στο Μεσολόγγι, όπου θάφτηκε με μεγάλες τιμές και με συνοδεία μιας πομπής με αιχμάλωτους Τούρκους στρατιώτες και πλήθος πολεμικών λαφύρων μεταξύ άλλων. Η κηδεία του έγινε στον ναό του Αγίου Νικολάου των προμαχώνων.

Μεταξύ της πληθώρας των έργων τέχνης που φιλοτεχνήθηκαν στην μνήμη του Μπότσαρη, ο Διονύσιος Σολωμός σε ένα ποίημα του παρομοίασε την επικήδειο πομπή του νεκρού ήρωα με αυτή του Έκτορα στην Τροία κατά την αρχαιότητα, όπου συμμετείχαν και Τρώες αιχμάλωτοι.

Μετά την ιστορική άλωση του Μεσολογγίου, οι Τουρκαλβανοί βεβήλωσαν τον τάφο του Μάρκου Μπότσαρη ψάχνοντας για τα πολύτιμα όπλα του.

Η μνήμη του λεβέντη Σουλιώτη εθνικού ήρωα τιμήθηκε και από πολλούς Φιλέλληνες, που έγραψαν επαινετικά ποιήματα για εκείνον. Αξιοσημείωτη είναι και η όπερα “Marco Bozzari” του Ιταλού ποιητή Giovanni Caccialupi, που γνώρισε μεγάλη επιτυχία σε όλα τα γνωστά ελληνικά θέατρα του 19ου αιώνα. Προς τιμήν του ήρωα έχει ονομασθεί και ένας σταθμός στο μετρό του Παρισιού (Botzaris).

Οικογένεια και απόγονοι

Ο Μάρκος Μπότσαρης ήταν παντρεμένος με την Χρυσούλα Καλόγερου, με την οποία απέκτησαν πέντε παιδιά, που μόνο δύο από αυτά κατάφεραν να επιβιώσουν όσο ακόμα ζούσε ο Μπότσαρης.

Botzaris D M.jpgΟ γιος του, Δημήτριος Μπότσαρης, γεννήθηκε το 1814 και υπήρξε γνωστός Συνταγματάρχης του ελληνικού στρατού. Διετέλεσε επίσης δύο φορές Υπουργός των Στρατιωτικών, επί κυβερνήσεως Αθανάσιου Μιαούλη και αργότερα επί Βασιλείας Γεωργίου του Α’ και κυβέρνησης Αλέξανδρου Κουμουνδούρου.

Εκείνος οργάνωσε το Μετοχικό Ταμείο Στρατού, που έφερε την δημιουργία της Ελληνικής Χωροφυλακής και του Στρατιωτικού Αρτοποιείου, που έθεσε τα θεμέλια στα ζητήματα διοικητικής μέριμνας στον ελληνικό στρατό.

Η κόρη του, Κατερίνα “Ρόζα” Μπότσαρη (αργότερα Καρατζά) γεννήθηκε το 1818 και την περίοδο της Επανάστασης αιχμαλωτίστηκε στα Ιωάννινα και μεταφέρθηκε μαζί με άλλες κοπέλες στο Σεράι του Μαχμούτ Πασά Δράμαλη στη Δράμα. Εκεί βρέθηκε υπό την προστασία των αριστοκρατών Οθωμανών γυναικών.

Σε μια ανταλλαγή αιχμαλώτων η Κατερίνα κατάφερε να απελευθερωθεί και να επιστρέψει στην οικογένειά της και στη συνέχεια να βρεθεί προστατευόμενη της βασίλισσας Αμαλίας και να γίνει “κυρία επί των τιμών” της βασιλικής αυλής.

Όντας στη συνοδεία της βασίλισσας έγινε γνωστή σε ευρωπαϊκούς βασιλικούς κύκλους, που την αντιμετώπιζαν με τιμή και σεβασμό ως κόρη του φημισμένου ήρωα Μάρκου Μπότσαρη. Η ομορφιά της προκάλεσε τον Γερμανό ζωγράφο Josef Karl Stieler να φιλοτεχνήσει το πιο γνωστό πορτραίτο της.

Η Αικατερίνη “Ρόζα” παντρεύτηκε τον στρατιωτικό Γεώργιο Καρατζά, της γνωστής φαναριώτικης οικογένειας, με τον οποίο απέκτησαν τέσσερα παιδιά, δύο από τα οποία πέθαναν σε νεαρή ηλικία.

Κοινοποιήστε
Άννα-Μαρία Κέκια
Πτυχιούχος Δημοσιογραφίας & ΜΜΕ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου με έφεση στην έκφραση μέσω του γραπτού λόγου. Στον τομέα της αρθρογραφίας έχω ασχοληθεί τόσο με γενική ειδησεογραφία, πολιτικά και κοινωνικά θέματα, όσο και με φωτορεπορτάζ, στήλες πολιτισμού, κριτικές δίσκων, αφιερώματα και συνεντεύξεις. Λάτρης της ανεξάρτητης και ερευνητικής δημοσιογραφίας με έμφαση στην ιστορία, την ψυχολογία, την εγκληματολογία και την κοινωνιολογία. Παράλληλη και αγαπημένη απασχόληση η τέχνη της φωτογραφίας.