Το ελληνικό δημοτικό τραγούδι αποτελεί τεράστιο κεφάλαιο της πολιτιστικής μας κληρονομιάς και προφανώς είναι πολύ δύσκολο να αναπτυχθεί πλήρως μέσα από ένα μόνο αφιέρωμα.

Η αξία του έχει αναγνωριστεί παγκοσμίως από κορυφαίους μελετητές, λογοτέχνες και διανοούμενους, με τους ευρωπαίους να είναι οι πρώτοι που την διέκριναν, όταν μεταξύ 18ου και 19ου αι. άρχισαν να εκφράζουν ενδιαφέρον και ξεκίνησαν τις πρώτες καταγραφές.

Ήταν ένα ιδιαίτερο μέσο ποιητικής και μουσικής έκφρασης του λαού που σε βάθος αιώνων κατέκτησε ξεχωριστή θέση στην πνευματική δημιουργία. Μέσα από αυτό διασώθηκαν και πέρασαν από γενιά σε γενιά όλοι οι πόνοι και οι καημοί, οι πόθοι κι οι χαρές, καθώς και τα ιστορικά γεγονότα.

Το δημοτικό τραγούδι κάλυπτε ένα ευρύ φάσμα της ζωής των Ελλήνων που, εκτός από καλλιτεχνική και λογοτεχνική αξία, εκφράζει και ηθικές αξίες, όπως η δικαιοσύνη, η αμεροληψία και η τιμιότητα.

Είναι αυτή η αυθεντικότητα της έκφρασης, όπως αυτή δομήθηκε από την δημιουργία του, αφού στο δημοτικό τραγούδι η μουσική και κείμενο συντίθενται ταυτόχρονα, πολλές φορές συνοδεία χορού.

Παρότι απευθύνεται και εκφράζει ένα ευρύτερο σύνολο, δεν είναι δημιούργημα του λαού αλλά ατόμων ή ομάδων με ανεπτυγμένο μουσικό αίσθημα. Το δημιούργημα καθιερώνονταν ως δημοτικό τραγούδι μόνο εφόσον είχε γίνει αποδεκτό από το κοινωνικό σύνολο της περιοχής και, εν συνεχεία, μπορούσε να εξαπλωθεί στην υπόλοιπη Ελλάδα.

Κάπως έτσι, προέκυψαν και οι διάφορες παραλλαγές αφού ο καθένας το προσάρμοζε σύμφωνα με το δικό σου γλωσσικό και μουσικοχορευτικό ύφος.

Σύμφωνα με τους ειδικούς, η δημοτική μουσική αποτελεί συνέχεια και εξέλιξη της μουσικής της Αρχαιότητας και του Βυζαντίου, όπως αναδεικνύουν οι ομοιότητες των τρόπων, των ρυθμών κλπ.

Τα κλέφτικα

Τα κλέφτικα τραγούδια συνιστούν την τελευταία δημιουργική άνθιση του δημοτικού τραγουδιού, τα οποία αποτελούν λαϊκές δημιουργίες με συγκεκριμένα χρονικά, γεωγραφικά και θεματολογικά χαρακτηριστικά. Ωστόσο οι μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί δεν μπορούν να αποσαφηνίσουν την ακριβή περίοδο που ξεκίνησαν να υπάρχουν.

Δεδομένων των συνθηκών, όμως, με τον εσωτερικό αναβρασμό που επικρατούσε στον ελλαδικό χώρο πολύ πριν την επανάσταση του 1821, κάποιοι θεωρούν ότι ξεκίνησαν, αν όχι γύρω στον 15ο-16ο αι., τον 17ο αι. όταν οι κλέφτες (ζορμπάδες κατά τους Τούρκους) άρχισαν να καταφεύγουν στα βουνά, με σκοπό να ξεφύγουν από την οικονομική και κοινωνική καταπίεση των Τούρκων και των κοτζαμπάσηδων.

Οι κλέφτες, οι πρωταγωνιστές αυτών των τραγουδιών, ήταν μια διαρκή απειλή για την Οθωμανική αυτοκρατορία και ήταν ηρωικές φιγούρες για τους υποταγμένους Έλληνες.

Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι κλέφτες έγιναν άνθρωποι αγράμματοι, αγρότες και κτηνοτρόφοι, οι οποίοι δεινοπαθούσαν υπό τις εντολές κατακτητών και εκμεταλλευτών, κι ότι αυτοί ήταν ουσιαστικά οι πρώτοι τολμηροί ανυπότακτοι, που στάθηκαν ικανοί να επιβιώσουν κάτω από εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες, μακριά από όλους και όλα.

Ωστόσο, για να μπορέσουν να επιβιώσουν συχνά είχαν παραβατική συμπεριφορά. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι λειτουργούσαν όπως οι πειρατές. Αν και αναγκάζονταν να μετακινούνται συνεχώς και να βρίσκονται διαρκώς σε επιφυλακή, όταν εγκαθίσταντο σε κάποια περιοχή έκλεβαν περαστικούς, απειλούσαν με ομηρίες για να πάρουν λύτρα, λήστευαν χωριά της περιοχής τους και γενικότερα τρομοκρατούσαν τους προύχοντες οιασδήποτε εθνικότητας και θρησκείας.

Έτσι, τα πρώτα κλέφτικα είναι δημιουργήματα των ίδιων κλεφτών που μιλούσαν για τις δυσκολίες που περνούσαν στα βουνά αλλά ταυτόχρονα για την αίσθηση ελευθερίας που δεν συγκρίνεται με τίποτα άλλο και δεν μπορεί να επισκιαστεί από κανέναν φόβο.

Αυτά τα τραγούδια άρχισαν να διαδίδονται στον πληθυσμό των καταπιεσμένων κοινωνικών στρωμάτων και να ξεσηκώνουν συχνά πυκνά πολλές αναταραχές στα πεδινά.

Τα συγκεκριμένα τραγούδια, ενώ ήταν τα πρώτα που δημιουργήθηκαν, διασώθηκαν από κάποιους πολεμιστές, οι οποίοι, όταν άλλαζαν λημέρι, τα μετέφεραν στους άλλους κλέφτες όπως τα θυμόντουσαν και πολλές φορές συμπλήρωναν τα “κενά” τους αυτοσχεδιάζοντας.

Αυτός είναι και ο λόγος παρουσιάζουν μεγάλες παραλλαγές από τόπο σε τόπο.

Όταν αυτές οι μεμονωμένες περιπτώσεις άρχισαν να γίνονται μικρές κοινωνίες, οι οποίες απαρτίζονταν από 30 έως 50 κλέφτες, τα πράγματα πήραν άλλη τρόπη. Οι κλέφτες κατέχοντας άψογο χειρισμό των όπλων και με την υποστήριξη των χωρικών, άρχισαν να έχουν μεγαλύτερη επιρροή στα δρώμενα.

Οι Οθωμανοί διοικητές δεν άφησαν αυτές τις ενέργειες αναπάντητες. Δημιούργησαν τα γνωστά αρματολικά σώματα, τα οποία είχαν επανδρώσει με ντόπιους ελληνικούς πληθυσμούς. Αυτά τα σώματα ξεκίνησαν να δρουν αρχικά στην περιοχή των Αγράφων και του Ολύμπου ενώ αργότερα επεκτάθηκαν σε όλη την ηπειρωτική Ελλάδα.

Οι αρματολοί δεν αμοίβονταν για τις υπηρεσίες τους, είχαν όμως φοροελαφρύνσεις και τους παρείχαν κατ΄εξαίρεση το δικαίωμα να φέρουν στρατιωτικό εξοπλισμό, αφού κατά τον ισλαμικό νόμο απαγορευόταν ρητά η κατοχή όπλων από απίστους.

Παρότι τα σώματα δημιουργήθηκαν για την καταστολή των κλεφτών, μια ομάδα κλεφτών μπορούσε, κατόπιν συμφωνίας με τους Οθωμανούς διοικητές, να πάρει ένα αρματολίκι υπό την διαχείρισή της, με τους κλέφτες πλέον να γίνονται επίσημα όργανα της τάξης και της τήρησης των νόμων. Αν όμως για κάποιον λόγο η συμφωνία χαλούσε, η ίδια ομάδα μπορούσε να επιστρέψει και πάλι στην κλέφτικη ζωή.

Από την άλλη, ο σουλτάνος φρόντιζε να εκτοπίζει τους αρματολούς που αποκτούσαν περισσότερη εξουσία με αποτέλεσμα αυτοί να καταφεύγουν σε ομάδες κλεφτών. Ως συνέπεια, οι ρόλοι και οι θέσεις των κλεφτών και των αρματολών εναλλάσονται συνεχώς, καθώς επίσης οι πρακτικές και οι στρατηγικές αυτών των ομάδων.

Κάπως έτσι άρχισαν να δημιουργούνται από το περιβάλλον των αρματολών τα τραγούδια που αναφέρονται στους κλέφτες και τους αρματολούς, αυτές τις δύο ομάδες που, ενώ φαινομενικά ήταν αντικρουόμενες, είχαν αναπτύξει εξαιρετικές σχέσεις και πολλές φορές συνεργάστηκαν για το κοινό καλό επιφέροντας μεγάλες νίκες.

Αυτά τα τραγούδια άκμασαν κυρίως στις περιοχές όπου έδρασαν οι αρματολοί αλλά διαδόθηκαν από στόμα σε στόμα σε όλες τις περιοχές που μιλούσαν ελληνικά κι υπήρχαν ορθόδοξοι, ακόμα και μέχρι την Κύπρο.

Φτάνοντας όμως στα τέλη του 17ου αιώνα, ανατρέπονται οι εξελίξεις. Τα παιχνίδια εξουσίας σταματούν όταν η διοίκηση των αρματολικών σωμάτων περνάει αποκλειστικά και μόνο στα χέρια εξισλαμισθέντων χριστιανών κι αυτό ώθησε όλους τους πρώην αρματολούς να στραφούν ενάντια στην Οθωμανική διοίκηση.

Έχοντας χάσει όλα τα προνόμιά τους, συντάσσονται επίσημα με τους κλέφτες και αρχίζουν να συντονίζουν με εθνική πλέον υπόσταση κι όχι εξουσιαστική, την θέση τους απέναντι στον κατακτητή. Αυτή την περίοδο οι λέξεις κλέφτης και αρματολός γίνονται ταυτόσημες και ξεκινά η οργάνωση των δράσεών τους, οι οποίες αποτέλεσαν τα πρώτα επαναστατικά κινήματα.

Αυτή είναι η ακμάζουσα περίοδος του κλέφτικου από την οποία υπάρχουν τα περισσότερα σωζώμενα τραγούδια.

Τα κλέφτικα της προεπαναστατικής φάσης του αγώνα, αρχικά τονίζουν το αδούλωτο πνεύμα των κλεφτών που αποφάσισαν να αντιταχθούν στη σκλαβιά και στην καταπίεση του Οθωμανού κατακτητή.  Στην πορεία όμως αλλάζουν ύφος και στρέφουν το επίκεντρο του ενδιαφέροντος από τα βουνά στα λαγκάδια, εστιάζοντας γενικότερα στο επαναστατικό φρόνημα και την αφύπνιση του λαού.

Φημολογείται ότι αυτά τα τραγούδια δημιουργήθηκαν από την καταπιεσμένη πλειοψηφία που στο πρόσωπο του κλέφτη είδε τον ήρωα που θα τον απελευθερώσει. <

Μέχρι το 1821, την επίσημη έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα, οι κλέφτες και αρματολοί ήταν η μόνη συντονισμένη και ενεργή στρατιωτική δύναμη η οποία μπορούσε να ανταποκριθεί πολεμικά απέναντι στον κατακτητή, μέσω του κλεφτοπολέμου. Οι ληστρικές ομάδες, ενώ αρχικά αντιμετωπίζονταν με επιφύλαξη, αυτή την περίοδο γίνονται αντικείμενα θαυμασμού και δέους.

Μερικοί από τους πιο γνωστούς ήρωες που διαδραμάτισαν σπουδαίο ρόλο στις εξελίξεις της επανάστασης ήταν κλέφτες και αρματολοί.

Η ζωή τους ούτως ή άλλως είχε ταυτιστεί με την ανεξαρτησία και η σκλαβιά με τον θάνατο. Η επανάσταση για αυτούς ήταν κάτι οικείο αφού κάθε στιγμή ήταν κατά κανόνα σε θέση άμυνας για να υπηρετήσουν το συγκεκριμένο μοντέλο. Αυτό το μοντέλο που οι ίδιοι ξεκίνησαν, κατάφεραν να το ριζώσουν στην συνείδηση του λαού και οι ίδιοι τώρα μπορούσαν πλέον να το κλείσουν.

Έτσι και έγινε. Οι μάχες που έδωσαν κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου ήταν ιστορικά οι πιο θαρραλέες και αιματηρές. Ο αγώνας που ξεκίνησε στα βουνά βρήκε ανταπόκριση σε όλη την επικράτεια. Το αίσθημα της κοινής γνώμης, ότι αυτοί οι άνθρωποι τελικά ήταν οι σωτήρες τους, δικαιώθηκε και η επανάσταση πλέον ήταν γεγονός.

Για την περίοδο της επανάστασης έως και την απελευθέρωση, εκτιμάται ότι δημιουργήθηκαν πάνω από 400 κλέφτικα τραγούδια, τα οποία αναφέρονται σε πραγματικά γεγονότα, εκφράζοντας κυρίως την ιδεολογική τους υπόσταση και όχι την εξιστόρησή τους.

Βασικό τους θέμα αποτελούν οι πολεμικές μάχες των κλεφτών που είτε νικούν πέρα από κάθε προσδοκία τις υπέρτερες δυνάμεις ή αφήνουν την τελευταία τους πνοή στο πεδίο της μάχης. Μάλιστα, σε αυτά οφείλεται η απονομή τιμών σε πρόσωπα που ενώ συνέβαλαν στην απελευθέρωση, δεν αναφέρονται επίσημα στα ιστορικά αρχεία.

Τα τραγούδια αυτά, αποτέλεσαν πηγή ιστορικής πληροφόρησης και γι’αυτό διαδόθηκαν γρήγορα μέχρι και την Ευρώπη, και κατόρθωσαν να αναζωπυρώσουν το ενδιαφέρον για την Ελλάδα, δημιουργώντας κύμα φιλελλήνων που στήριξαν τη χώρα σε διάφορες φάσεις του Αγώνα.

Η επιρροή των κλέφτικων

Ο ρόλος των κλέφτικων ήταν σημαντικός και καθοριστικός, κάτι που εντοπίζεται ξεκάθαρα στα απομνημονεύματα των πρωταγωνιστών της Επανάστασης του 1821, οι οποίοι καταγράφουν μεταξύ άλλων αρκετά τραγούδια. Αν και η πλειοψηφία των κλεφτών είναι για εμάς σήμερα άγνωστα πρόσωπα, αυτό που μένει τελικά είναι η βάσιμη ιστορική υποδομή αυτών των τραγουδιών.

Τα κλέφτικα τραγούδια ήταν ο σπόρος που φύτεψε στα μυαλά του λαού την ιδέα της ελευθερίας. Όχι φυσικά ότι δεν υπήρχε και νωρίτερα, αλλά ότι κάποιος, κάπου, την κατέκτησε και την διατηρεί. Ότι είναι εφικτό να την αποκτήσεις, ότι έχεις την δύναμη να φτάσεις εκεί, αρκεί να αρνηθείς την βολή σου, τους φόβους σου και τον εξουσιαστή σου.

Αν και συχνά είχαν την μορφή παραβολής με την χρήση συμβατικών και υπερβατικών εικόνων, οι χρήση απλών λέξεων και ο χορευτικός ρυθμός, έκαναν εύκολη τόσο την διάδοση όσο και την κατανόησή τους.

Σε αντίθεση με άλλα δημοτικά τραγούδια τα κλέφτικα δεν παρουσιάζουν χαρακτήρες με υπερφυσικές ικανότητες αλλά απλούς θνητούς που μάχονται κάθε μέρα και υπερασπίζονται το δικαίωμα στην ζωή, όπως αυτοί θέλουν να την ζήσουν, με ρωμαλέο ύφος και άγρια τόλμη.

Αυτή η άγρια τόλμη των κλέφτικων επηρέασε πρώτον απ’ όλους τον Διονύσιο Σολωμό. Όπως προκύπτει από πολλές διαφορετικές πηγές, ο εθνικός μας ποιητής έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη συγκέντρωση όσο το δυνατόν περισσότερων τραγουδιών από διάφορα μέρη της Ελλάδας.

Το ίδιο ίσχυσε και για άλλους λογοτέχνες, όπως ο Παλαμάς, ο Μαλακάσης, ο Κρυστάλλης, ο Βαλαωρίτης, ο Σεφέρης, ο Ελύτης και ο Ρίτσος, οι οποίοι στάθηκαν με ιδιαίτερο σεβασμό απέναντι στο κλέφτικο τραγούδι, το ύμνησαν και το έκαναν σημείο αναφοράς στην πνευματική τους δημιουργία.

Δείτε επίσης
» Κωστής Παλαμάς – Ο κορυφαίος ποιητής με τις 14 υποψηφιότητες για Νόμπελ
» Γιάννης Ρίτσος – Ο ποιητής με τον βαθυστόχαστο επαναστατικό λόγο

Χαρακτηριστικά γνωρίσματα των κλέφτικων

Ένα από τα πράγματα που χαρακτηρίζουν το κλέφτικο τραγούδι είναι η αμεροληψία του, η οποία διατηρείται ακέραια έως και τα μετέπειτα χρόνια της Επανάστασης. Ο δημιουργός εκτός από την εξύμνηση των ανδραγαθημάτων των ηρώων για την ελευθερία, δεν αποφεύγει να αναφερθεί στις εμφύλιες συγκρούσεις, στο πόνο του εχθρού, τις προσωπικές διαφορές και τις προδοσίες.

Στο στόχαστρο των στίχων δεν έμπαιναν μόνοι οι Τούρκοι και οι κοτζαμπάσηδες αλλά και τα μοναστήρια. Ενώ δεν απουσιάζει το θρησκευτικό βίωμα, απουσιάζει το χριστιανικό δόγμα, ασκείται αυστηρή κριτική στα θεία για τα κακώς κείμενα και τις αδικίες και όλες οι θείες οντότητες αποχαρακτηρίζονται, παύουν να είναι πανάγαθες, πάνσοφες, παντογνώστες και παντοδύναμες.

Στην αμερόληπτη κατάθεσης ψυχής συμπεριλαμβάνονται και τα τραγούδια που αναφέρονται αποκλειστικά στο ρόλο των γυναικών εκείνης της εποχής. Πολλά είναι λοιπόν τα τραγούδια που υμνούν τις γυναίκες που πήγαν στα βουνά και βρέθηκαν στα κλέφτικα καθώς και όλες εκείνες τις μάνες, αδελφές και συζύγους των αγωνιστών που συμμετείχαν με όποιον τρόπο μπορούσαν στον αγώνα.

Ακόμα ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα των κλέφτικων είναι πως αναφέρονται κατά βάση στη στιγμή. Ο στίχος τους δεν απλώνεται στον χρόνο, εκφράζει κυρίως ένα συγκεκριμένο γεγονός, με μεγαλύτερη έμφαση στην προθανάτια στιγμή του κεντρικού προσώπου.

Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι δεν είναι τυχαία η απουσία της χρήσης της εθνικής ταυτότητας με τον τίτλο του Έλληνα. Έλληνες, από την εποχή του Βυζαντίου ακόμα, θεωρούνταν οι μη χριστιανοί, οι παγανιστές και οι ειδωλολάτρες, αυτοί οι αρνητικοί χαρακτηρισμοί δεν είχαν χώρο στα κλέφτικα τραγούδια, όπως επίσης και η λέξη πατρίδα.

Ειδικά στα πρώτα κλέφτικά, η λέξη αυτή δεν έχει θέση. Σκεφτείτε απλά ότι μιλάμε για ένα έθνος που βρίσκεται υπό κατοχή για αιώνες και προσπαθεί διακαώς να διατηρήσει μια ταυτότητα, μια γλώσσα, μια σύνδεση με τις ρίζες και το παρελθόν. Αυτό που του λείπει δεν είναι η πατρίδα, ζει στην γη που γεννήθηκε και μεγάλωσε. Αυτό που του λείπει είναι η ηθική, κοινωνική και πολιτισμική ελευθερία.

Μερικά από τα πιο γνωστά και χαρακτηριστικά κλέφτικα είναι:
Της Δέσπω Μπότση, Μαύρη ζωή που κάνουμε εμείς οι μαύροι κλέφτες, Του Διάκου, Τι έχεις καημένε πλάτανε, Ξύπνα ραγιά, Ήταν η μέρα βροχερή, Μωρ’ περδικούλα του Μοριά, Εσείς βουνά ψηλά, Σαράντα παλικάρια, Παιδιά της Σαμαρίνας, Όλες οι καπετάνισσες, Τι έχεις καημένε κόρακα, Τα χιόνια στα βουνά, Ο χορός του Ζαλόγγου, Ο γεροκλέφτης, Χορεύουν τα κλεφτόπουλα, Τα κλεφτόπουλα, Μια κόρη μια ξανθιά κορή, Κλέφτικη ζωή, Τα ευζωνάκια, Του Μπραϊμη, Του Δράμαλη, Του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, Ο Ζήδρος, Ο γέρος του Μοριά, Γλυκοχαράζει η χαραυγή, Του Δήμου, Τρεις περδικούλες, Θρήνος των Ηπειρωτών, Αφήνω γεια στις όμορφες, Ο Όλυμπος κι ο Κίσαβος, Του Κίτσου η μάνα

Η διάδοση και διάσωση των κλέφτικων μέχρι σήμερα

Μετά τη σύσταση του νέου Ελληνικού κράτους, κατά την διάρκεια του 19ου έως και τις αρχές του 20ου αι., συνεχίστηκε η παράδοση του κλέφτικου τραγουδιού στα λεγόμενα ληστρικά, πειρατικά και τραγούδια της φυλακής, τα οποία έχουν ως θέμα τους πια τη λειτουργία μιας παρακοινωνίας που επιμένει να εναντιώνεται στην επίσημη εξουσία.

Όμως η επιτυχής συμβολή των κλεφτών στην Επανάσταση έδωσε την αφορμή για να αλλάξει σημασία η λέξη κλέφτης, γιατί κολάκευε το παρελθόν των Ελλήνων, συνδέοντας τους κλέφτες με την εθνικιστική ιδεολογία. Σύμφωνα με μελετητές, το κλέφτικο τραγούδι αναδιαμορφώθηκε από λόγιους της εποχής με σκοπό την κατασκευή ενός εξιδανικευμένου μοντέλου του κλέφτη, με σκοπό να αποτελέσει υπόδειγμα για τον νεοέλληνα και την εθνική του ταυτότητας.

Οι επεμβάσεις προκάλεσαν σοβαρές αλλοιώσεις και οδήγησαν μετέπειτα στην δημιουργία πλαστών και νόθων τραγουδιών, μέσα από τα οποία κυριάρχησαν στη συνείδηση του κόσμου ως πραγματικά γεγονότα πολλοί και διάφοροι αστικοί μύθοι του 1821. Το Κούγκι, το κρυφό σχολείο, ο χορός των Σουλιωτισσών και αρκετές ακόμα ιστορίες, συγκαταλέγονται στις παραποιημένες ιστορικές αναφορές, οι οποίες παρόλα αυτά συνεχίζουν ακόμα να διδάσκονται ως αλήθειες.

Σε γενικές γραμμές το κλέφτικο συνέχισε να περνά από γενιά σε γενιά, συντροφεύοντας κι εμψυχώνοντας τους Έλληνες και στις μετέπειτα δύσκολες εποχές, όπως ο Κρητικός Αγώνας, ο Ελληνοτουρκικός 1897 και οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, με αποκορύφωμα την περίοδο του Ελληνοϊταλικού πολέμου και της γερμανικής κατοχής, όπου το κλέφτικο τραγούδι ξαναγεννήθηκε δημιουργικά.

Έκτοτε, το κλέφτικο, όπως και όλα τα δημοτικά, χρησιμοποιήθηκαν τόσο για τους εθνικούς εορτασμούς όσο και σε διάφορες εκδηλώσεις. Παρότι συχνά οι τάσεις της σύγχρονης εποχής εκτοπίζουν το δημοτικό τραγούδι από την ζωή μας, αυτό θα συνεχίσει να ζει μες στις καρδιές μας.

Μέχρι και σήμερα, αυτά τα τραγούδια εγείρουν αισθήματα νοσταλγίας, υπερηφάνειας και ηθικής ανάτασης. Είναι οι κρίκοι που μας δένουν στο παρελθόν το οποίο, ασχέτως από το πόσο ένδοξο ή άδοξο ήταν, είναι η ρίζα μας και οφείλουμε να την διατηρούμε ζωντανή.

Κοινοποιήστε