Ένας από τους πιο δυναμικούς, θρυλικούς, αλλά πιο τραγικούς ήρωες της Επανάστασης του 1821, που ηγήθηκε της εξέγερσης στη Στερεά Ελλάδα και δολοφονήθηκε κατόπιν σκευωρίας από τους προδοτικούς συμπατριώτες του, πολιτικούς και κοτζαμπάσηδες.
______________________________________
Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος γεννήθηκε μεταξύ του 1788-1790 στην Ιθάκη από τον σκληροτράχηλο Ρουμελιώτη Ανδρέα/Ανδρίτσο Μουτσανά (για άλλους Βερούση) και την Ακριβή Τσαρλαμπά, κόρη του προεστού της Πρέβεζας. Νονά του έγινε η χήρα του συνταγματάρχη Λάμπρου Κατσώνη, που ήταν στενοί οικογενειακοί φίλοι. Το όνομα Οδυσσέας του δόθηκε από τον ομηρικό ήρωα, προφητικά θα έλεγε κανείς.
Ο πατέρας του συμμετείχε στην επανάσταση του Λάμπρου Κατσώνη, όπου τελικά συνελήφθη από τους Βενετούς και παραδόθηκε στους Τούρκους, οι οποίοι τον θανάτωσαν με αποκεφαλισμό στην Κωνσταντινούπολη. Ο Οδυσσέας βρέθηκε λοιπόν ορφανός στα επτά του περίπου χρόνια, ενώ αργότερα, από δεύτερο γάμο της μητέρας του, απέκτησε άλλα πέντε ετεροθαλή αδέρφια.
Η παιδική του ζωή ήταν αρκετά φτωχική και στερημένη. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, έφυγαν με την μητέρα του στα Επτάνησα, όπου έμειναν για ένα διάστημα πριν επιστρέψουν ξανά στην Πρέβεζα. Εκεί ο Ανδρούτσος μορφώθηκε αρκετά για τα δεδομένα της εποχής του. Γνώριζε άπταιστα αρβανίτικα και ιταλικά, ενώ είχε μεγάλη αγάπη για την ιστορία της αρχαιότητας και τους Έλληνες φιλοσόφους.
Γύρω στο 1806, όταν ο Αλή Πασάς έγινε ο απόλυτος κύριος της Πρέβεζας, έμαθε πως βρισκόταν εκεί ο ορφανός γιός του παλιού του φίλου Ανδρούτσου (του πατέρα) και ζήτησε να τον πάρει μαζί του στα Γιάννενα.
Τα Γιάννενα τότε είχαν τέτοια οικονομική και μορφωτική σημασία, που ο Άγγλος διπλωμάτης David Urquhart τα είχε χαρακτηρίσει ως το “Μάντσεστερ και Παρίσι της Ρούμελης”. Η αυλή επίσης του Αλή Πασά ήταν μια πραγματική Ακαδημία πολέμου, στην οποία είχαν εκπαιδευτεί πολλοί από τους πολέμαρχους της Ελληνικής Επανάστασης, όπως ο Καραϊσκάκης, ο Διάκος, ο Ανδρούτσος, ο Μάρκος Μπότσαρης, ο Βαρνακιώτης, ο Γρίβας και άλλοι.
Στην αυλή λοιπόν του πασά, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος διδάχθηκε την τέχνη του πολέμου, ενώ έμαθε και τις μεθόδους και τεχνικές του “υποτάσσεσθαι εις τους Μουσουλμάνους” (“καπάκια”). Οικειοποιήθηκε επίσης αρκετά στοιχεία της νοοτροπίας των Οθωμανών που του διδάχθηκαν, όπως η σκληρότητα απέναντι στον εχθρό, η αχαριστία, η φιλαργυρία, η ιδιοτέλεια, η εκδικητικότητα, η καχυποψία και μια γενικότερη μοχθηρία.
Όπως ο ίδιος ανέφερε στον παιδικό φίλο του Ιωάννη Ζαμπέλιο (που συνέταξε και μια σύντομη βιογραφία του) στην αυλή του πασά έμαθε κυρίως “να μισεί την τυραννία, να αγαπά την ελευθερία, να ελπίζει για την απελευθέρωση της Ελλάδος και να εξασκείται γι’ αυτό τον σκοπό στα όπλα, την σκληραγώγηση και το να γίνει γρήγορος και καλός στην ιππασία”.
Ο Αλή Πασάς από τη μεριά του δεν άργησε να δει τις ιδιαίτερες ιδιότητες του Ανδρούτσου. Ο νεαρός Έλληνας είχε τόλμη, ορμητικότητα και αποφασιστικότητα σε όσα έβαζε στόχο, ήταν ατίθασος και περήφανος ως προσωπικότητα και έμφυτα πολυμήχανος.
Όσον αφορά την εμφάνισή του, ο Οδυσσέας ήταν ο ορισμός του αντρειωμένου. Ψηλός, γεροδεμένος, με μεγάλο μέτωπο, πλούσια καστανά μαλλιά και μουστάκι. Χαρακτηριστική ήταν η όψη του όταν θύμωνε, καθώς και η φυσική του δύναμη και η ταχύτητα των ποδιών του. Λέγεται πως είχε καυχηθεί στον Αλή πως μπορεί να συναγωνιστεί στο τρέξιμο ένα άλογο, αγώνισμα το οποίο έγινε και ο Οδυσσέας όντως κέρδισε το ζώο λαμβάνοντας δώρο από τον Πασά τρεις πολύτιμους, κεχριμπαρένιους “ιμαμέδες”. Στην πάλη επίσης δεν τον συναγωνιζόταν κανείς.
Δεν δίστασε κάποια στιγμή να τα βάλει με τζοχανταραίους του Αλή Πασά, ακόμα και τον αρχιαστυνόμο του Ταχήρ Αμπάζη, προκαλώντας την οργή του Αλή και την απόφασή του να τον εκτελέσει. Από την κρεμάλα τον γλύτωσε τότε ο Αλέξης Νούτσος, πολιτικός, αγωνιστής και έμπιστος του Πασά. Στη συνέχεια ο Ανδρούτσος ξεχώρισε με την παρουσία του στις μάχες στο Βεράτι, το Αργυρόκαστρο και το Γαρδίκι.
Πολλές φορές ο Οδυσσέας Ανδρούτσος είχε δημιουργήσει ταραχές με τους άντρες της αυλής προκαλώντας τον θυμό του Αλή πασά, όμως εν τέλει κάθε φορά εκείνος τον συγχωρούσε.
Με δεδομένη την εκτίμησή του στο πρόσωπό του, ο Αλής αργότερα αποφάσισε να του αναθέσει τα λημέρια του πατέρα του και τον έθεσε επικεφαλής στο αρματολίκι της Λιβαδειάς, μια επαρχία σημειωτέον αρκετά πολυπληθή και πλούσια σε φορολογικά έσοδα, που ήταν στρατηγικό πέρασμα προς τον Μοριά και την Εύβοια.
Πριν αποχωρήσει από την αυλή, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος αρραβωνιάστηκε την όμορφη Ελένη Καρέλη, που ήταν θαλαμηπόλος της κυρά-Βασιλικής, συζύγου του Αλή πασά. Μαζί της απέκτησε τον γιό του Λεωνίδα το 1824, ένα χρόνο πριν χάσει άδοξα την ζωή του.
Φθάνοντας πλέον στη Λιβαδειά το 1816 η δράση του Ανδρούτσου δεν άργησε να κερδίσει την αγάπη των κατοίκων και να διεγείρει το μίσος των αρχόντων και κοτζαμπάσηδων. Ο λόγος ήταν η αντιπαλότητα που είχε μαζί τους και η έμπρακτη υποστήριξη που έδινε στους φτωχούς πολίτες και όσους για κάποιο λόγο αδικούνταν. Επίσης ασφάλισε την περιοχή από τις κλέφτικες ομάδες καταφέρνοντας τον σπουδαίο κλέφτη Δημήτριο Πανουργιά να μείνει κοντά του. Πήρε επίσης ως πρωτοπαλίκαρό του τον Αθανάσιο Διάκο, με τον οποίο έγιναν αδελφικοί φίλοι.
Έλληνες και Τούρκοι είχαν δει πλέον την δυναμική και θαρραλέα του προσωπικότητα και του είχαν δώσει το προσωνύμιο Γκιαούρ πασάς.
Το 1818 μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία και άρχισε να ετοιμάζεται για τον απελευθερωτικό αγώνα μαζεύοντας και φυλάσσοντας πολεμοφόδια και χρήματα σε διάφορα μέρη.
Το 1820 ο Αλή Πασάς ήρθε σε σύγκρουση με τον Σουλτάνο. Τότε ο Ανδρούτσος αποφάσισε να φύγει από την Λιβαδειά αφήνοντας στην θέση του τον Αθανάσιο Διάκο. Ο ίδιος κατέφυγε στην Αράχωβα, όπου μαζί με κάποιους ακόμα αγωνιστές αποπειράθηκε να δημιουργήσει μια ελληνοαλβανική συμμαχία. Ο Ομέρ Βρυώνης όμως αρνήθηκε και η επιχείρηση απέτυχε.
Μάχη της Τατάρνας – Μάχη της Γραβιάς
Στη συνέχεια, ο Ανδρούτσος βρέθηκε ξανά στην Λευκάδα, όπου συναντήθηκε με σημαντικούς οπλαρχηγούς του Μοριά και της Ρούμελης, όπως ο Καραϊσκάκης, ο Τσόγκας, ο Βαρνακιώτης και ο Μαυρομιχάλης. Σε κοινές συσκέψεις συζητούσαν τις προετοιμασίες για την επανάσταση της Στερεάς Ελλάδας και αποφασίστηκε η αρχηγία της ανατολικής Στερεάς να δοθεί στον Ανδρούτσο και τον Πανουργιά.
Ο 31χρονος τότε Οδυσσέας Ανδρούτσος με τους άντρες του έφτασαν στο μοναστήρι της Τατάρνας, όπου ενημερώθηκαν από τον ηγούμενο Κυπριανό πως επρόκειτο να περάσει από εκεί μια τουρκική χρηματαποστολή με τον τουρκαρβανίτη Χασάνμπεη Γκέκα. Ο Οδυσσέας αποφάσισε να χτυπήσει. Τότε έγραψε και έστειλε στο Γαλαξίδι την περίφημη επαναστατική του διακήρυξη, μια από τις πιο χαρακτηριστικές των οπλαρχηγών του 1821. Ανέφερε μεταξύ άλλων πως εκείνος και οι άντρες του είχαν μπει πλέον στον Αγώνα και καλούσε όλους “στ’ άρματα / Ή να ξεσκλαβωθούμε ή όλοι να πεθάνουμε!”.
*απόσπασμα της επιστολής προς Γαλαξιδιώτες*
“Δεν τηράτε, που τίποτα δεν μας απόμεινε; Οι εκκλησίες μας γενήκανε τζαμιά και αχούρια των Τούρκων. Κανένας δεν μπορεί να πει πως τάχα έχει τίποτε ιδικό του. γιατί το ταχύ βρίσκεται φτωχός σα διακονιάρης στη στράτα. Οι φαμίλιες μας και τα παιδιά μας είναι στα χέρια και στη διάκριση των Τούρκων. Τίποτα αδέρφια δεν μας έμεινε. Δεν είναι πρέπον να σταυρώσομε τα χέρια κα ι να τηράμε τον ουρανό.
Ο θεός μας έδωσε χέρια, γνώση και νου. Ας ρωτήσουμε την καρδιά μας και ότι μας απαντυχαίνει, ας το βάλουμε γρήγορα σε πράξη κι ας είμεθα αδέρφια βέβαιοι το πώς ο Χριστός μας ο πολυαγαπημένος θα βάλει το χέρι του απάνω μας. Ότι θα κάμομε πρέποντας είναι να το κάμομε μια ώρα αρχύτερα, γιατί ύστερα θα χτυπάμε το κεφάλι μας. Τώρα η Τουρκιά είναι μπερδεμένη σε πολέμους και δεν έχει ασκέρια να στείλει κατ’ επάνου μας. Ας ωφεληθώμεν από την περίσταση, όπου ο θεός ακούοντας τα δίκαια παράπονά μας έστειλε δια ελόγου μας.
Στα άρματα αδέρφια, ή να ξεσκλαβώσουμε ή να πεθάνουμε. Και βέβαια καλύτερο θάνατο δεν μπορεί να προτιμήσει κάθε Χριστιανός και Έλληνας.”
Στις 22 Μαρτίου του 1821 έστησαν καρτέρι στη γέφυρα της Τατάρνας μαζί με τον Ηγούμενο Κυπριανό και τους μαχητές καλόγερους. Κάθε ομάδα είχε σταθεί σε διαφορετική πλευρά ετοιμάζοντας μια παγίδα θανάτου. Πράγματι, οι Τούρκοι έπεσαν στην ενέδρα, αιφνιδιάστηκαν και δέχτηκαν τα συντονισμένα πυρά των Ελλήνων αγωνιστών. Μετά την επιτυχή επιχείρηση οι Έλληνες έφυγαν αφήνοντας άθικτα τα χρήματα του εχθρού, ώστε να γίνει εμφανές πως η επίθεση ήταν μια επαναστατική πράξη και όχι πλιάτσικο.
Η νικηφόρα μάχη της Τατάρνας άναψε τη φωτιά της Επανάστασης στη Ρούμελη. Λίγο αργότερα, στις 8 Μαΐου έλαβε χώρα η περίφημη και εξίσου νικηφόρα Μάχη στο Χάνι της Γραβιάς.
Ο Ανδρούτσος με μόλις 120 άντρες ταμπουρώθηκαν μέσα στο χάνι, ενώ οι άλλοι οπλαρχηγοί δεν συμφώνησαν με το σχέδιό του και έπιασαν τα υψώματα του γύρω δρόμου. Χαρακτηριστικό συμβάν πριν υποδεχθούν τα εχθρικά στρατεύματα ήταν ο τσάμικος που χόρεψαν με προτροπή του Ανδρούτσου για να εμψυχωθούν οι αγωνιστές.
Η στρατιά του Ομέρ Βρυώνη κατέφτασε με δυναμικό 9.000 αντρών και τα υψώματα δεν κατάφεραν να κρατήσουν για πολύ. Το χάνι με τους 120 Έλληνες αγωνιστές με επικεφαλής τον Ανδρούτσο έμειναν μόνοι απέναντι στον πολυάριθμο μουσουλμανικό στρατό, αλλά ήταν αποφασισμένοι να πολεμήσουν μέχρι τέλους. Κατάφεραν να αποκρούσουν όλες τις επιθέσεις των Τούρκων αφήνοντάς τους σημαντικές απώλειες. Τόσο σθεναρή ήταν η αντίστασή τους, που ο Ομέρ Βρυώνης διέταξε να φέρουν κανόνια για να ανατινάξουν το χάνι.
Το βράδυ, όσο οι Τούρκοι περίμεναν τα κανόνια για την επόμενη επίθεση, ο Ανδρούτσος και οι άντρες του εγκατέλειψαν κρυφά το χάνι περνώντας με επιτυχία μέσα από τις γραμμές του εχθρού. Οι Τούρκοι είχαν απώλειες τουλάχιστον 300 στρατιωτών (και 600 τραυματίες), ενώ οι Έλληνες μόλις 6.
Η ήττα και η ντροπή που δέχτηκε ο Ομέρ Βρυώνης στο Χάνι της Γραβιάς τον έκανε να αναβάλει για λίγο την εκστρατεία του και να υποχωρήσει προς την Εύβοια. Έτσι εμποδίστηκε η κάθοδος του πολυάριθμου στρατού του στην εξεγερμένη Πελοπόννησο.
Η ψυχή, η αντρεία και η στρατηγική εξυπνάδα του Οδυσσέα Ανδρούτσου φυσικά διαδόθηκαν στους κύκλους των επαναστατών και ο ίδιος ανακηρύχθηκε αρχιστράτηγος της Βοιωτίας και επικεφαλής έτσι της Επανάστασης στην ανατολική Στερεά Ελλάδα για τα επόμενα χρόνια. Γνωρίστηκε επίσης με πολλούς φιλέλληνες, οι οποίοι θαύμασαν την προσωπικότητά του και τον υποστήριξαν ως το τέλος.
Η πολιτική σκευωρία και δολοφονία του μεγάλου ήρωα
Δυστυχώς όμως, μέσα στους μεγάλους άντρες του Αγώνα, τους αληθινούς επαναστάτες που έδιναν τα πάντα για την ιδέα και τα ιδανικά μιας ελεύθερης πατρίδας, υπήρχαν πάντα και οι προδότες, οι πολιτικοί και διάφοροι άρχοντες και κοτζαμπάσηδες, που έμπαιναν εμπόδιο εξυπηρετώντας τα προσωπικά τους συμφέροντά.
Ο Ιωάννης Κωλέττης, ένας από τους ισχυρούς και πιο αμφιλεγόμενους ιστορικά πολιτικούς (και αργότερα και πρωθυπουργός του νεοσύστατου ελληνικού κράτους φυσικά), είχε γίνει προσωπικός εχθρός του Ανδρούτσου, όπως και άλλων μεγάλων οπλαρχηγών.
Ο Ανδρούτσος ήταν ανεπιθύμητος από τους τοπικούς κοτζαμπάσηδες, γιατί περιόριζε την δύναμή τους και ήταν πολύ αγαπητός στον λαό, γεγονός που έβλαπτε την δική τους απολυταρχία.
Ο Κωλέττης κατηγόρησε αυθαίρετα στους κύκλους του τον Ανδρούτσο για συνεργασία με τους Τούρκους. Οι “καλαμαράδες”, όπως ο Ανδρούτσος έλεγε τους πολιτικούς, τον έβαλαν στο μάτι και σύντομα με τις ψευδείς τους κατηγορίες τον φυλάκισαν στην Ακρόπολη. Φυσικά δεν τον πέρασαν ποτέ από δίκη, καθώς έτσι θα αποκαλυπτόταν η σκευωρία εναντίον και θα προκαλούσαν την κατακραυγή του λαού προς στήριξη του μεγάλου ήρωα. “Η διοίκησις είχε αποφασίσει τον θάνατο του Ανδρούτσου”.
Μια από τις στρατηγικές του Ανδρούτσου, όπως και άλλων οπλαρχηγών, ήταν τα περίφημα “καπάκια”. Έκανε κάποιες ψεύτικες διαπραγματεύσεις με τους Τούρκους πως δήθεν επρόκειτο να τους παραδοθεί με σκοπό να τους καθυστερήσει ή να τους οδηγήσει σε κάποια μάχη με τους δικούς του κανόνες. Αυτό είχε κάνει και στο Χάνι της Γραβιάς.
Αυτό το γεγονός χρησιμοποίησαν για να τον συκοφαντήσουν οι κοτζαμπάσηδες διαδίδοντας πως ήταν προδότης και συνεργαζόταν με τους Τούρκους…
Στον ενετικό πύργο της Ακρόπολης κρατήθηκε υπό άθλιες συνθήκες και βασανίστηκε, σύμφωνα με κάποιες πηγές, για να αποκαλύψει στον Ιωάννη Γκούρα (πρώην πρωτοπαλίκαρό του) που είχε κρυμμένο έναν υποτιθέμενο θησαυρό.
Τα μεσάνυχτα της 5ης Ιουνίου του 1825 ήρθαν στον πύργο της φυλακής τέσσερις άντρες, ο αντιφρούραρχος Γιάννης Μαμούρης (ξάδελφος του Γκούρα), ο Μήτρος Τριανταφυλλίνας, ο Παπακώστας Τσαμάρας κι ένας ακόμα στρατιώτης. Είπαν στον φύλακα, Κωνσταντίνο Καλατζή, να φύγει, όμως εκείνος τους παρακολούθησε κρυφά και μπόρεσε να βγάλει αργότερα στο φως την αλήθεια για το τέλος του Ανδρούτσου.
Μπήκαν στο κελί. Ο Ανδρούτσος τους είπε πως ξέρει γιατί πήγαν εκεί και ποιος τους έστειλε και τους προκάλεσε να τον λύσουν και να αναμετρηθούν στα ίσια. “Δε μ’ λύνετε τόνα χέρι να σας δείξω ποιος είμαι και πώς με λένε; Αυταίς εδώ τις σαπιοκοιλιαίς δεν τις συνερίζομαι.” Μετά εκείνοι του επιτέθηκαν. Ο φύλακας από εκεί που ήταν κρυμμένος άκουσε για λίγο τα χτυπήματα και τα βογγητά του μεγάλου ήρωα και μετά επικράτησε σιωπή.
Την επόμενη μέρα, το νεκρό σώμα του Οδυσσέα Ανδρούτσου βρέθηκε πεσμένο στο λιθόστρωτο μπροστά στον ναό της Απτέρου Νίκης, κάτω από τον πύργο όπου είχε φυλακιστεί. Διαδόθηκε πως είχε προσπαθήσει να δραπετεύσει και έπεσε από τον πύργο πάνω στην προσπάθεια, όμως η αλήθεια για την δολοφονία του δεν άργησε να αποκαλυφθεί.
Όλοι οι οπλαρχηγοί γνώριζαν το μένος του Κωλέττη εναντίον του και την αναίτια φυλάκισή του. “Ο Κωλέττης ηθέλησε ν’ άρη εκ του μέσου οπλαρχηγόν μεγίστην εξασκούντα επί των Ρουμελιωτών επιρροήν, ήν ήθελε να έχη προνόμιον ο ίδιος.” Ακόμα και η ιατροδικαστική εξέταση στο σώμα του διέψευσε τις φήμες των αρχόντων και σύντομα η μαρτυρία του φρουρού Καλατζή επισφράγησε την αλήθεια.
Άλλος ένας μεγάλος εθνικός αγωνιστής, ένας άντρας γενναίος, οξυδερκής και εμπειροπόλεμος “έπεσε” από τα χέρια όχι των εχθρών, αλλά συμπατριωτών, των πιο σιχαμερών και προδοτικών εξ’ αυτών, των πολιτικών του τόπου.
Έμεινε όμως το όνομά του και η εθνική του δράση γραμμένα με χρυσά γράμματα στην ιστορία της Ελλάδας και στα χρονικά του απελευθερωτικού αγώνα από τον μουσουλμανικό ζυγό. Μια φήμη και ένα όνομα που πολλοί θα ζήλευαν, αλλά λίγοι θα μπορούσαν να έχουν.
______________________________
Όπως αναφέραμε νωρίτερα, έναν χρόνο πριν δολοφονηθεί, το 1824, ο Ανδρούτσος είχε αποκτήσει έναν γιο, τον Λεωνίδα. Μετά την άδοξη δολοφονία του, η γυναίκα του Ελένη Καρέλη έκρυβε τον μικρό σε διάφορα φιλικά σπίτια ή και σε σπηλιές, καθώς ο Κωλέττης είχε διατάξει να βρουν το παιδί του Ανδρούτσου και να το σκοτώσουν.
Όταν έφτασε στην Ελλάδα ο Όθωνας, έστειλε τον μικρό Λεωνίδα στο Μόναχο της Βαυαρίας να μεγαλώσει ασφαλής στην αυλή του βασιλιά Λουδοβίκου Α’. Το 1836 όμως, όταν ξέσπασε η επιδημία της χολέρας, το παιδί αρρώστησε βαριά και τελικά πέθανε σε ηλικία μόλις δώδεκα ετών. Θάφτηκε με τιμές από τον βασιλιά, που συμπαθούσε τόσο τον ίδιο, όσο και τον ήρωα πατέρα του.