Με βάση ιστορικά γεγονότα, που συνέβησαν μετά την οριστική κατάληψη του Σουλίου από τα στρατεύματα του Αλή πασά, έλαβε χώρα η πασίγνωστη πράξη αυτοθυσίας, στις 18 Δεκεμβρίου του 1803.

Συγκεκριμένα, κατά τα τέλη του 1803, ο Αλή Πασάς ήθελε να κλείσει το πρόβλημα του Σουλίου που ήταν ανυπότακτο και δημιουργούσε αναταράξεις στην του εξουσία στην Ήπειρο. Έτσι, το πολιόρκησε τόσο στενά που εξανάγκασε τους Σουλιώτες να δεχθούν την συνθηκολόγηση στις 12 Δεκεμβρίου 1803, με βασικό όρο της συμφωνίας την εκκένωση των χωριών. Στις 16 Δεκεμβρίου, οι Σουλιώτες χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες και άφησαν πίσω τους την γη και την ζωή τους.

Μετά από 2 μέρες, η μια από τις ομάδες δέχθηκε επίθεση στο Ζάλογγο, κατά τη διάρκεια της οποίας, κάποιοι εγκλωβίστηκαν από τον εχθρό.


Περίπου 60 γυναίκες, πολλές από αυτές σε κατάσταση εγκυμοσύνης, και αρκετά παιδιά είχαν περικυκλωθεί και ζούσαν στιγμές αγωνίας και τρόμου.
Προκειμένου να μην υποδουλωθούν, έριξαν τα παιδιά τους στον γκρεμό του Ζαλόγγου και στη συνέχεια έπεσαν και ίδιες, μετατρέποντας το Ζάλογγο σε σύμβολο απόλυτου ηρωισμού.

Η μοναδική και συγκεκριμένη μαρτυρία για το συμβάν προέρχεται από τον αυτόπτη μάρτυρα του περιστατικού και αξιωματικό του Αλή πασά, Σουλεϊμάν αγά που το αφηγήθηκε στον Γάλλο μισθοφόρο Ιμπραήμ Μανσούρ Εφέντι. Εκείνος με την σειρά του, το συμπεριέλαβε στο βιβλίο του «Απομνημονεύματα από την Ελλάδα και την Αλβανία στα χρόνια της διακυβέρνησης του Αλή πασά», που εκδόθηκε στο Παρίσι το 1827.

Ο πρώτος, όμως, που κατέγραψε το γεγονός αυτό, ήταν ο Πρώσος περιηγητής και διπλωμάτης Ιάκωβος Μπαρτόλντυ, που έτυχε την εποχή εκείνη να βρίσκεται στα Ιωάννινα. 

Το 1815, δημοσιεύεται από τον Χριστόφορο Περραιβό
η πρώτη ελληνική αναφορά στο περιστατικό που περιλαμβάνεται στη δεύτερη έκδοση «Ιστορία του Σουλίου και της Πάργας» .

Ο ερευνητής του δημοτικού τραγουδιού, Αλέξης Πολίτης, απέρριψε τον θρύλο για το τραγούδι και τον χορό των γυναικών που έπεσαν στο Ζάλογγο. Εξετάζοντας τις διαθέσιμες ελληνικές και ξένες πηγές για το γεγονός, διαπίστωσε πως το περιστατικό έχει μεν ιστορικό πυρήνα, αλλά εμπλουτίστηκε με λεπτομέρειες από φήμες που δεν ελέγχθηκαν αυστηρά.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα για εκείνον αποτέλεσε το δημοτικό τραγούδι
«Έχε γεια καημένε κόσμε», που αναφέρεται στο περιστατικό αλλά θεωρείται αμφίβολης γνησιότητας, αφού η πρώτη καταγραφή του έγινε το 1908.

Το ίδιο έτος, ο συγγραφέας της «Γκόλφως», Σπυρίδων Περεσιάδης, παρουσίασε για πρώτη φορά το θεατρικό έργο «Ο Χορός του Ζαλόγγου», που έτυχε ευρείας διάδοσης στον ελλαδικό χώρο, μέσα από παραστάσεις «μπουλουκιών» και ερασιτεχνικών τοπικών θιάσων. Το γεγονός αυτό προκαλεί ερωτήματα για το αν ίσως σε αυτό οφείλεται η διάπλαση και η αναφορά του «Χορού του Ζαλόγγου» ως ιστορικού γεγονότος.

Είτε είναι αλήθεια είτε ψέμα, ο θρύλος αυτός συγκίνησε και προκάλεσε δέος σε όλο τον κόσμο, με μεγάλους καλλιτέχνες, ακόμα και χρόνια μετά, να αποτυπώνουν στιγμιότυπα της φριχτής εκείνης ημέρας στον καμβά τους.

Κι ενώ έχουν περάσει πάνω από 2 αιώνες, ο πόλεμος εξακολουθεί να είναι στην επικαιρότητα.
Υπάρχουν οι σύγχρονες Σουλιώτισσες που θαλασσοπνίγονται με τα παιδιά τους προκειμένου να βρουν την ελευθερία, που πεθαίνουν κάθε μέρα γύρω μας στην προσπάθειά τους να αντισταθούν σε κάθε είδους υποδούλωση και προτιμούν να πεθάνουν από επιλογή δική τους και όχι από τις επιλογές των άλλων…

Κι ενώ η ιστορία επαναλαμβάνεται, κάποιοι ακόμα μιλούν μόνο για τον ηρωισμό στον  Ζάλογγο του 1803. Παρόλο που σήμερα, ο Ζάλογγος μπορεί να είναι οπουδήποτε γύρω μας, ίσως να είμαστε κι εμείς οι ίδιοι.

Κοινοποιήστε
Διαμαντούλα Χατζηαντωνίου
Απόφοιτη ΙΕΚ Οικονομίας & Διοίκησης και πιστοποιημένη Δημοσιογράφος διαδικτύου, με συμμετοχές σε πολλά σεμινάρια ποικίλου ενδιαφέροντος και κατευθύνσεως. Έχει λάβει το πρώτο βραβείο ποίησης στην Θεσσαλία, σε μαθητικό διαγωνισμό. Δραστηριοποιήθηκε, μεταξύ άλλων, ως ραδιοφωνική παραγωγός, αρθρογράφος καλλιτεχνικών ειδήσεων και ερασιτέχνης ηθοποιός. Θρέφει μεγάλη αγάπη για τις τέχνες, την φύση, την φιλοσοφία και την ψυχολογία ενώ αφιερώνει αρκετό χρόνο σε θέματα κοινωνικής και ιστορικής φύσεως. Αγαπημένη της ερώτηση: Γιατί; Αγαπημένο μότο: Αξίζει να βρίσκεις λόγους να γελάς