Ο Κώστας Καρυωτάκης γεννήθηκε στις 11 Νοεμβρίου 1896, στην Τρίπολη και ήταν το δεύτερο παιδί της τρίτεκνης οικογένειας του Γεωργίου Καρυωτάκη και της Κατήγκως Σκάγιαννη.

Σαν παιδί πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής του στις αλλεπάλληλες οικογενειακές μετακινήσεις, λόγω εργασιακών υποχρεώσεων του πατέρα του, ο οποίος εργαζόταν στο δημόσιο ως νομομηχανικός.

Έζησε σε διάφορα μέρη της Ελλάδος, από τη Λευκάδα και τη Λάρισα, έως την Καλαμάτα και τα Χανιά. Για τον μικρό Κώστα το όπου γης και πατρίς, είχε γίνει τρόπος ζωής.

Ήταν ακόμα έφηβος όταν άρχισε να εκφράζεται μέσω της ποίησης, δημοσιεύοντας έργα του σε διάφορα παιδικά περιοδικά, ενώ συμμετείχε σε διαγωνισμό διηγήματος του περιοδικού Διάπλασις των Παίδων.

Από τα θρανία στον εργασιακό στίβο

Παράλληλα με την ένταξή του στον εργασιακό στίβο, έκανε μια απόπειρα στις εκδόσεις με την κυκλοφορία του εβδομαδιαίου, σατιρικού περιοδικού Η Γάμπα την οποία επιχείρησαν από κοινού με τον φίλο του Άγη Λεβέντη το Σεπτέμβριο του 1919.

 

Η Γάμπα προκάλεσε έντονη αίσθηση, με τολμηρά κι ερωτικά ποιηματάκια, το περιεχόμενο των οποίων ξεπερνούσε κατά πολύ τα ήθη της εποχής, γεγονός που οδήγησε στην παύση της κυκλοφορίας της μετά από 6 τεύχη.

 

Στη βιβλιοθήκη της Βουλής, υπάρχουν τα 3 τελευταία τεύχη του περιοδικού.

Αποφοιτά από το γυμνάσιο Χανίων με εξαιρετική βαθμολογία το 1913 και τον αμέσως επόμενο χρόνο πέρασε στη Νομική Σχολή Αθηνών, όπου από το δεύτερο έτος σπουδών άρχισε να δημοσιεύει ποιήματά του σε περιοδικά αλλά και σε εφημερίδες.

Τελείωσε τις σπουδές του στα 3 χρόνια και έλαβε το πτυχίο του με “λίαν καλώς” και το γεγονός ότι εκείνη την περίοδο ο πατέρας του απολύθηκε ως αντιβενιζελικός, τον ώθησε να προσπαθήσει να ασκήσει το επάγγελμα του δικηγόρου.

Δυστυχώς, αν και οι προσπάθειες ήταν φιλότιμες, ελλείψει πελατείας προχώρησε στην αναζήτηση άλλης απασχόλησης, διαγράφοντας μια μακρόχρονη καριέρα δημοσίου υπαλλήλου.

*Στο μεταξύ είχε κληθεί να παρουσιαστεί στον στρατό, αλλά πήρε απαλλαγή για λόγους υγείας.

Διορίστηκε αρχικά στη Νομαρχία Θεσσαλονίκης και εν συνεχεία τοποθετήθηκε σε άλλες υπηρεσίες, λαμβάνοντας μεταθέσεις σε πολλά μέρη της Ελλάδας.

Η φύση της εργασίας του όμως δεν τον κάλυπτε, ειδικά λόγω της κρατικής γραφειοκρατίας με την οποία ερχόταν αντιμέτωπος καθημερινά και για να αποφύγει τις μεταθέσεις, μεταπήδησε στο Υπουργείο Πρόνοιας και Κοινωνικής Αντιλήψεως και μάλιστα στην κεντρική υπηρεσία της Αθήνας.

Κατά το διάστημα που εργάστηκε στο Υπουργείο, προχώρησε σε αρκετές προτάσεις νόμων που αφορούσαν τη δημόσια υγεία, που όμως δεν υλοποιήθηκαν ποτέ λόγω της δικτατορίας του Πάγκαλου.

Η σχέση που τον σημάδεψε και η ανακάλυψη που τον συγκλόνισε

Την ίδια περίοδο ξεκίνησε η σχέση του με την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη, με την οποία συνυπήρχαν όχι μόνο στα καλλιτεχνικά τραπέζια αλλά και ως συνάδελφοι στη Νομαρχία Αττικής.

Αν και στο παρελθόν ο Καρυωτάκης είχε ερωτευτεί σφόδρα μια νεαρή στα Χανιά, η σχέση του με την Πολυδούρη εξελίχθηκε σε έντονη αλλά και ανολοκλήρωτη.

Οι δύο νέοι ερωτεύτηκαν τόσο πολύ αλλά ο δεσμός τους διήρκεσε για πολύ λίγο, μέχρι το καλοκαίρι του 1922, καθώς ο Καρυωτάκης ανακάλυψε ότι είναι φορέας σύφιλης, μια ασθένεια η οποία τότε ήταν ανίατη και αποτελούσε σοβαρό κοινωνικό στίγμα.

Στη νόσο αναφέρθηκε και ποιητικά με το έργο Ωχρά Σπειροχαίτη.
(Ωχρά Σπειροχαίτη είναι το όνομα του μικροβίου που προκαλεί τη σύφιλη)

Με αυτή την είδηση και με αυτή την αιτία ζήτησε από τη Πολυδούρη να χωρίσουν, όμως εκείνη είχε πολύ προχωρημένη αντίληψη για την εποχή της και του πρότεινε να προχωρήσουν σε γάμο χωρίς να προχωρήσουν σε τεκνοποίηση, πράγμα αδιανόητο για τα ήθη που επικρατούσαν.

Εκείνος αν και έτρεφε βαθιά συναισθήματα για εκείνη, αρνήθηκε, ενώ εκείνη αμφέβαλε για την απόφασή του, σκεπτόμενη ότι η ασθένειά του ήταν το πρόσχημα κι όχι η πηγή του κακού.

Για τα επόμενα χρόνια, η ποιήτρια τύγχανε αναγνωρισιμότητας κυρίως για την σχέση που είχε με τον Καρυωτάκη παρά για τα έργα της, καθώς το ερωτικό πάθος που έτρεφε για εκείνον το αποτύπωσε ξεκάθαρα σε όλο το έργο της.

Τελευταία φορά που συναντήθηκαν οι δυο τους ήταν το 1928 όταν η Πολυδούρη νοσηλεύθηκε στο νοσοκομείο Σωτηρία, μετά από μια διετία που πέρασε στο Παρίσι προσβεβλημένη με φυματίωση. Εκεί την επισκέφτηκε ο Καρυωτάκης κι εκεί θα αφήσει αυτή την ιστορία να σβήσει την τελευταία της σπίθα.

Από το 1924 έως το 1927

Στο ενδιάμεσο, το 1924 έλαβε αναρρωτική άδεια και έκανε μερικά ταξίδια στη Γερμανία και την Ιταλία περνώντας χρόνο σε μεγάλα αστικά κέντρα όπως το Βερολίνο και η Βενετία.

Επιστρέφοντας, το 1925 τον τοποθετούν στο Τμήμα Κοινωνικής Υγιεινής, στη  θέση του Γραμματέα του Ιατροσυνεδρίου, στο Ανώτατο Υγειονομικό Συμβούλιο και τον αμέσως επόμενο χρόνο τον μεταθέτουν στη Διεύθυνση Υγιεινής του Υπουργείου Εσωτερικών.

Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους έλαβε εκ νέου αναρρωτική άδεια και επισκέφθηκε τη Ρουμανία. Δυο μήνες μετά τοποθετήθηκε ξανά σε άλλο τμήμα, αυτή τη φορά στο Αγαθοεργών Ιδρυμάτων του υπουργείου Υγιεινής.

Οι αλλεπάλληλες αλλαγές αλλά και οι ταραγμένοι καιροί κατά τους οποίους έζησε -Βαλκανικοί πόλεμοι, Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, επέκταση των συνόρων της χώρας, Μικρασιατική καταστροφή, αποτυχία της επιχείρησης της Μεγάλης Ιδέας, μαζική εισροή προσφύγων, πολιτική διαφθορά, επιστάμενη εξαθλίωση των χαμηλών τάξεων, άθλιες συνθήκες εργασίας- τον οδήγησαν στην ενεργή συνδικαλιστική δράση.

Η τάση του προς αυτή την κατεύθυνση είχε αρχίσει να διαφαίνεται ήδη και τον Νοέμβριο του 1927, με πρόφαση κάποιο άγνωστο πειθαρχικό αδίκημα, μετακινήθηκε στο Τμήμα Λοιμοδών Νόσων και του επεβλήθη πρόστιμο ίσο με το μισό του μηνιαίου του μισθού.

Η δράση τους έφερε την αντίδραση του Καρυωτάκη που σχεδόν άμεσα άρχισε να ξεσηκώνει την ιδέα της απεργίας στους δημοσίους υπαλλήλους, μια απεργία που έφερε στο προσκήνιο των συζητήσεων τον 13ο μισθό.

Αυτή τη χρονική περίοδο εξέδωσε και την τελευταία του συλλογή, Ελεγεία και Σάτιρες

Οι αποκαλύψεις που τον έστειλαν στην Πρέβεζα

Μετά την μεγάλη απεργία της 22ας Δεκεμβρίου του 1927, εκλέγεται στις αρχές του 1928 Γενικός Γραμματέας στην Ένωση Δημοσίων Υπαλλήλων Αθήνας. Με το έντονο πάθος που τον διέκρινε για τα πράγματα που συνέβαιναν, το ίδιο διάστημα δημοσίευσε σε εφημερίδες της Αθήνας, ενυπόγραφα αλλά και με ψευδώνυμα, άρθρα με στοιχεία για τη διασπάθιση δημοσίου χρήματος και την αναξιοκρατία.

Αποκορύφωμα αυτής της δράσης του ήταν όταν στις 8 Φεβρουαρίου του ίδιου έτους δημοσίευσε ένα άρθρο με το οποίο κατήγγειλε τον σαθρό κρατικό μηχανισμό που υπολειτουργεί λόγω ασφυκτικής κομματικής πίεσης.

Η δημοσίευση μάλιστα, συμπεριλάμβανε αποκαλύψεις σε βάρος του Μιχαήλ Κύρκου, τότε υπουργού Πρόνοιας, οι οποίες περιέγραφαν την σκανδαλώδη διαχείριση των οικονομικών πόρων που αφορούσαν την αποκατάσταση των προσφύγων.

Οι έρευνες για τα δημοσιεύματα οδήγησαν στον Καρυωτάκη, ο οποίος λόγω των διαρροών παραιτήθηκε από Γενικός Γραμματέας της Ενώσεως Δημοσίων Υπαλλήλων Αθηνών και ανέλαβε υπηρεσία για πέντε μήνες στην Πάτρα.

Η απομάκρυνσή του από την πρωτεύουσα δεν ικανοποίησε πολλούς, οι οποίοι ήθελαν την οριστική του απόλυση από την υπηρεσία. Έτσι, όταν τον Απρίλιο ταξίδεψε στο Παρίσι για ιατρικές εξετάσεις και επέστρεψε στην Αθήνα, του εκδόθηκε μετάθεση στη Νομαρχία Πρέβεζας.

Οι τελευταίες μέρες

Η δυσμενής αυτή μετάθεση τον έφερε, στις 18 Ιουνίου 1928, στο Γραφείο Εποικισμού και Αποκαταστάσεως Προσφύγων, όπου -ως δικηγόρος- θα επιμελούταν τη σύνταξη και τον έλεγχο των τίτλων κυριότητας των αγροτεμαχίων που θα διανέμονταν στους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας.

Παρότι θα φαντάζεται κανείς ότι η ησυχία της επαρχιακής πόλης, θα βοηθούσε τον Καρυωτάκη να διατηρήσει μια στάση που θα έριχνε τους τόνους και θα του επέτρεπε να επανέλθει δυναμικά στην δράση του, από τα πρώτα δείγματα της αλληλογραφίας του με συγγενείς του, διαφαίνοταν ότι ήταν καταβεβλημένος.

Εξέφραζε απόγνωση, εμμέσως πλην σαφώς, για όλη την κατάσταση, για την ζωή στην επαρχία, τις μεταθέσεις, τον μικροαστισμό, την θέση εργασίας του, για όλα…Ταυτόχρονα, βίωνε και σωματικές πιέσεις καθώς βρισκόταν ήδη σε αρκετά προχωρημένο στάδιο με τη σύφιλη…

Και ενώ ήταν εντέλει αρκετά δύσκολη η μετάθεση αυτή, οι “εχθροί” του δεν τον άφησαν να ηρεμήσει. Δημιούργησαν μια σκευωρία σε βάρος του – κατά πιθανότητα με την κατηγορία της μαστροπείας- βασιζόμενοι στον άστατο βίο του και τις όποιες επαφές φέρεται να είχε με κάποιες “κοινές” (όπως τις έλεγαν τότε) γυναίκες.

Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα , οι συναισθηματικές και επαγγελματικές απογοητεύσεις ήταν αλλεπάλληλες και ακαριαίες. Δεν μπόρεσε να αντέξει όλες αυτές τις απώλειες, με πρώτη και κύρια την απώλεια της περιφάνειας και της υπόληψής του. Αξίες που είχαν ήδη πληγεί από την σύφιλη και ήρθαν να τις κατακρεμνίσουν οι ανυπόστατες κατηγορίες που εκδόθηκαν.

Μόλις ένα μήνα μετά την άφιξή του στην Πρέβεζα, η κατάσταση ήταν αφόρητη. Έτσι, στις 20 Ιουλίου πήγε στο Μονολίθι, όπου επί δεκαώρου επιχειρούσε να αυτοκτονήσει με πνιγμό στην θάλασσα. Η αποτυχία ήταν δεδομένη, νίκησε το ένστικτο…

Αλλά και πάλι ο Καρυωτάκης δεν το παράτησε. Ήθελε να γράψει ο ίδιος τον επίλογο της δικής του ζωής. Έτσι, αποφάσισε να ενεργήσει διαφορετικά και την αμέσως επόμενη μέρα αγόρασε ένα περίστροφο. Το έβαλε στην τσέπη του κι επισκέφτηκε ένα καφενείο της Πρέβεζας, όπου πέρασε λίγες ώρες μόνος του καπνίζοντας.

Από εκεί έφυγε για την τελευταία πράξη του εργου. Πήγε στην θέση Βαθύ της Μαργαρώνας, στον κόλπο του Αγίου Σπυρίδωνα, στάθηκε κάτω από έναν ευκάλυπτο και έθεσε τέλος στην ζωή του με αυτοπυροβολισμό στην καρδιά.

Στη θέση αυτή βρίσκεται σήμερα στρατόπεδο της 8ης Μεραρχίας Πεζικού και υπάρχει  αναμνηστική μαρμάρινη επιγραφή η οποία τοποθετήθηκε από την Περιηγητική Λέσχη Πρέβεζας το 1970.

 

Το πιστόλι που χρησιμοποίησε παραχωρήθηκε από την οικογένεια Καρυωτάκη στο Μουσείο Μπενάκη (κτίριο Α, Βασ. Σοφίας), όπου και εκτίθεται από το 2003, ενώ το σπίτι που έμεινε κατά τις τελευταίες μέρες της ζωής του, στην οδό Δαρδανελίων (Σεϊτάν Παζάρ) διατηρείται ανέπαφο.

 

Στο εσωτερικό του υπάρχουν ακόμη έπιπλα και αντικείμενα που χρησιμοποίησε, όσα άφησε πίσω του την τελευταία μέρα της ζωής του. Το συγκεκριμένο δωμάτιο χρησιμοποιήθηκε για ένα διάστημα από τη Νομαρχία της πόλης και παραχωρούταν σε όποιον πήγαινε να εργαστεί εκεί από άλλη περιοχή.

Έξω από αυτό τοποθετήθηκε τιμητική πλάκα ενώ λίγα μέτρα πέρα από την είσοδό του, βρίσκεται σήμερα η προτομή του .

 

Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι το σπίτι όπου γεννήθηκε ο ποιητής, στεγάζει σήμερα την έδρα της Πρυτανείας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.

Από τον θάνατο στο μυστήριο

Η αναγγελία του θανάτου του δημοσιεύθηκε αρκετές μέρες μετά, αποδίδοντας την στον υπουργό Υγιεινής και Πρόνοιας Μιχαήλ Κύρκο, ο οποίος τον μετέθεσε στην Πρέβεζα και η οποία, σύμφωνα με την οικογένεια, τον οδήγησε στη μελαγχολία.

 

Οι τίτλοι της εποχής ερμήνευσαν την αυτοκτονία του σαν πράξη δειλίας ως απόρροια της μελαγχολίας και της κατάθλιψης, μια εικόνα που επιχειρήθηκε να χαρακτηριστεί έτσι από την οικογένεια του. Διαμόρφωσαν στα μέσα το προφίλ του απαισιόδοξου και μελαγχολικού ποιητή, ως κλασική περίπτωση ψυχοπαθολογικής προσωπικότητας.

Κατά την διάρκεια των ερευνών της αστυνομίας όμως, βρέθηκε στην τσέπη ένα σημείωμα που εξηγούσε τους λόγους που τον οδήγησαν σε αυτή την πράξη, οι οποίοι ωστόσο δεν δημοσιεύτηκαν. Τόσο οι συγγενείς του όσο και ο βιογράφος, παρουσίασαν λογοκριμένη την αποχαιρετιστήρια επιστολή, αποφεύγοντας αρνούμενοι οποιαδήποτε άλλη αποκάλυψη.

Η αποχαιρετιστήρια επιστολή του προβλημάτισε και συζητήθηκε σχεδόν όσο κανένα άλλο κείμενο Έλληνα λογοτέχνη.

Σύμφωνα με διάφορες έρευνες, δεν ήταν ούτε η κατάθλιψη ούτε η μετάθεσή του αιτία για το απονενοημένο διάβημα. Πως γίνεται ένας νέος άνθρωπος που ήταν μολις 32 ετων, που έχει επιδείξει τόσο μεγάλο πάθος για την ζωή και την κοινωνία, να προέβη σε κάτι τέτοιο…

Κάποιες θεωρίες αναφέρουν πως το επιχείρησε φοβούμενος να νοσηλευτεί σε ψυχιατρική κλινική, όπως γινόταν με όλους τους πάσχοντες από σύφιλη που βρίσκονταν στο τελικό στάδιο της νόσου την περίοδο εκείνη. Ίσως ήταν μία προσπάθεια να σταθεί δυνατός απέναντι στην επερχόμενη αδυναμία του και να δώσει ο ίδιος ένα τέλος, πιο αξιοπρεπές από την λύπηση που θα δεχόταν ως νοσούντας ετοιμοθάνατος.

Άλλοι θεώρησαν πως είχε πέσει θύμα εκβιασμού, προφανώς λόγω της προγενέστερης συνδικαλιστικής του δράσης. Κυκλοφορεί άλλωστε και φήμη πως είχε έρθει σε ρήξη με τον τότε Νομάρχη, για χρηματισμό και μη ισότιμη και δίκαιη παροχή αγροτεμαχίων στους Μικρασιάτες. Κι αν υπόλογίσουμε ότι κάποιοι ήδη επεδίωκαν να τον εξοντώσουν ηθικά, ώστε να τον καταστείλουν, ίσως αυτοί οι κάποιοι έγιναν πολλοί περισσότεροι από όσους μπορούσε ο ίδιος να διαχειριστεί.

Όλο αυτό το μυστήριο εκτίναξε την φήμη του και αναγνωρίστηκε η ποίηση του.


Ο Κώστας Καρυωτάκης άφησε πίσω του πλούσιο λογοτεχνικό υλικό με ποιήματα, πεζά και μεταφράσεις ξένων λογοτεχνών. Αρκετά από τα ποιήματά του έχουν μελοποιηθεί από συνθέτες και συγκροτήματα, όπως ο Γιάννης Σπανός, ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Μίμης Πλέσσας, τα Υπόγεια Ρεύματα, ο Γιάννης Γλέζος, η Λένα Πλάτωνος και ο Νίκος Ξυδάκης.

Το έργο του επηρεάστηκε από τους καταραμένους ποιητές με θέμα το μάταιο, την παρακμή, το χαμένο, τον αντιήρωα, το ασήμαντο, αλλά όλα αυτά εκφράστηκαν με τη δική του “φωνή”, πολλές φορές σαρκάζοντας την πραγματικότητα, αμφισβητώντας πολλές φορές την κοινωνία αλλά και τον ίδιο του τον εαυτό, με σκοπό να δημιουργήσει την εντύπωση της διαμαρτυρίας.

Αυτό το κατηφές που απέπνεε έδινε πολλές φορές την εντύπωση ότι ο ποιητής περνά μια φάση κατάθλιψης κι ότι πολλές φορές έμοιαζε να μην αντέχει την ίδια την ζωή. Ήταν όμως μια τάση της εποχής αυτού του είδους η γραφή, λόγω των δυσκολιών της περιόδου. Ας μην ξεχνάμε πως μια έντονη και βαθιά κοινωνική πληγή αποτέλεσε η Μικρασιατική καταστροφή, γεγονός που χαρακτήρισε όλους τους ποιητές της δεκαρετίας του ΄20, ως χαμένη γενιά.

Το ύφος και ο τρόπος του επηρέασε αρκετά τόσο τους δημιουργούς της εποχής όσο και αρκετές από τις επόμενες γενιές των ποιητών, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ο όρος καρυωτακισμός, που αποδίδεται σε εκείνους που μιμούνται ή εμπνέονται από την ποιητική του.

Αποτέλεσε πρότυπο γραφής και έκφρασης και μέχρι σήμερα ο όρος εξακολουθεί να είναι δόκιμος, αφού θεωρείται κύριος εκφραστής της σύγχρονης λυρικής ποίησης, τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε πάνω από 30 γλώσσες και έχουν γίνει αντικείμενο μελέτης και συνεδρίων πάμπολλες φορές. Γι’αυτό και η ποίησή του συμπεριλαμβάνεται τόσο στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα όσο και στου εξωτερικού.

Μάλιστα, το 2009, γυρίστηκε και παρουσιάστηκε στην ΕΡΤ, η σειρά Καρυωτάκης, η οποία παρουσιάζει την ζωή του από την εφηβεία, με πολλές άγνωστες πτυχές της, και φτάνει ως την σχέση του με την Πολυδούρη, συνοψίζοντας εμμέσως την κοινωνική κατάσταση της εποχής.

Δημιουργός και σκηνοθέτης είναι ο Τάσος Ψαρράς, ο οποίος μετά από εκτενή έρευνα 9 ετών αποφάσισε να δημιουργήσει την βιογραφική σειρά μυθοπλασίας και να προχωρήσει στην υλοποίησή της, που αποτελεί και την τελευταία που δημιούργησε η ΕΡΤ Α.Ε. πριν την εκκαθάρισή της.

Κοινοποιήστε
Διαμαντούλα Χατζηαντωνίου
Απόφοιτη ΙΕΚ Οικονομίας & Διοίκησης και πιστοποιημένη Δημοσιογράφος διαδικτύου, με συμμετοχές σε πολλά σεμινάρια ποικίλου ενδιαφέροντος και κατευθύνσεως. Έχει λάβει το πρώτο βραβείο ποίησης στην Θεσσαλία, σε μαθητικό διαγωνισμό. Δραστηριοποιήθηκε, μεταξύ άλλων, ως ραδιοφωνική παραγωγός, αρθρογράφος καλλιτεχνικών ειδήσεων και ερασιτέχνης ηθοποιός. Θρέφει μεγάλη αγάπη για τις τέχνες, την φύση, την φιλοσοφία και την ψυχολογία ενώ αφιερώνει αρκετό χρόνο σε θέματα κοινωνικής και ιστορικής φύσεως. Αγαπημένη της ερώτηση: Γιατί; Αγαπημένο μότο: Αξίζει να βρίσκεις λόγους να γελάς