Η Irena Stanisława Sendler‎ γεννήθηκε στην πόλη Otwock της Πολωνίας, στις 15 Φεβρουαρίου 1910 και μεγάλωσε σε μια εβραϊκή κοινότητα, γεγονός που καθόρισε την μετέπειτα ανθρωπιστική της πράξη.

Ο άνθρωπος που της εμφύσησε την ευσυνειδησία ήταν ο πατέρας της, Stanisław Krzyżanowski, ο οποίος ήταν γιατρός και βοηθούσε πολλούς άπορους ασθενείς, μεταξύ των οποίων και πολλοί Εβραίοι. Το έργο του όμως έληξε άδοξα καθώς προσβλήθηκε από τύφο, τον οποίο κόλλησε από ασθενείς που περιέθαλπε, και πέθανε τον Φεβρουάριο του 1917 όταν η Irena ήταν μόλις 7 χρονών.

Μετά το θάνατό του, η εβραϊκή κοινότητα της περιοχής, τιμώντας την προσφορά του πατέρα της, προσφέρθηκε να ενισχύσει οικονομικά την οικογένειά της όμως η μητέρα της, απέρριψε κάθε βοήθεια.

Η Irena το 1927 ξεκίνησε τις σπουδές της στην νομική αλλά μετά από 2 χρόνια μεταπήδησε στην πολωνική λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας, απ’όπου εκδιώχθηκε την περίοδο 1932-1937. Ο λόγος ήταν ότι αντιτάχθηκε στο σύστημα των διακρίσεων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, σύμφωνα με το οποίο οι Εβραίοι φοιτητές έπρεπε να κάθονται σε συγκεκριμένες θέσεις στα αμφιθέατρα και στις αίθουσες, και αφαίρεσε την αναφορά «μη-Εβραίος» από την καρτέλα της.

Παράλληλα, εργάστηκε στο Τμήμα Βοήθειας Μητέρας και Παιδιού της Επιτροπής Πολιτών για τη Βοήθεια των Ανέργων, και δημοσίευσε το 1934 δύο κείμενά της με θέμα τα παιδιά που γεννήθηκαν εκτός γάμου και την οικογενειακή τους εξέλιξη.

Δραστηριοποιήθηκε κυρίως στις φτωχές γειτονιές της Βαρσοβίας όπου υπήρχαν ανίσχυρες γυναίκες.

Όταν το 1935 η κυβέρνηση κατάργησε το τμήμα, πολλά από τα μέλη του έγιναν υπάλληλοι στο Υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας και Δημόσιας Υγείας της Βαρσοβίας, μεταξύ αυτών και η Irena η οποία παρέμεινε σε αυτόν τον οργανισμό έως τον Οκτώβριο του 1943.

Κατά την Γερμανική κατοχή

Με το ξέσπασμα του Β ‘Παγκοσμίου Πολέμου υπέβαλε τη μεταπτυχιακή της διατριβή, αλλά δεν έλαβε μέρος στις τελικές εξετάσεις και αρνήθηκε επανειλημμένως να απασχοληθεί στο σχολικό σύστημα της Βαρσοβίας λόγω των αρνητικών συστάσεων που εξέδωσε το πανεπιστήμιο.

Λίγο μετά τη γερμανική εισβολή στην Πολωνία, οι γερμανικές αρχές διέταξαν τους Εβραίους να απομακρυνθούν από το προσωπικό του τμήματος κοινωνικής πρόνοιας και απαγόρευσε στο τμήμα να παρέχει οποιαδήποτε βοήθεια στους Εβραίους πολίτες. Η Sendler με συναδέλφους της και ακτιβιστές από το PPS συμμετείχαν στην βοήθεια τραυματιών και άρρωστων Πολωνών στρατιωτών.

Με πρωτοβουλία της, άρχισε να δημιουργεί ψεύτικα ιατρικά έγγραφα, τα οποία έδιναν στους στρατιώτες και τις φτωχές οικογένειες ώστε να λάβουν βοήθεια.

Οι συναγωνιστές της όμως, αγνοούσαν πως επέκτεινε αυτή τη δράση και στους Εβραίους, οι οποίοι μέχρι εκείνη την στιγμή εξυπηρετούνταν επίσημα μόνο από τους θεσμούς της εβραϊκής κοινότητας. Με τους Jadwiga Piotrowska, Jadwiga Sałek-Deneko και Irena Schultz, η Sendler δημιούργησε ψευδείς αναφορές, εφαρμόζοντας έξυπνα σχέδια για να βοηθήσει τις εβραϊκές οικογένειες και τα παιδιά που αποκλείστηκαν από την προστασία της κοινωνικής πρόνοιας του τμήματος.

Μετά τους περιορισμούς και τις απαγορεύσεις, οι γερμανικές αρχές συσσώρευσαν περίπου 400.000 Εβραίους σε ένα μικρό τμήμα της πόλης που χαρακτηρίστηκε ως Γκέτο της Βαρσοβίας και σφράγισαν την περιοχή το Νοέμβριο του 1940.

Στο γκέτο επικρατούσαν άθλιες συνθήκες διαβίωσης και όσοι δεν πέθαιναν από ασθένειες και ασιτία, μεταφέρονταν σταδιακά στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Η Sendler έβλεπε περίπου 5.000 ανθρώπους να χάνουν τη ζωή τους κάθε μήνα.

Ως υπάλληλοι του Τμήματος Κοινωνικής Ευημερίας, η Sendler και η Schultz απέκτησαν πρόσβαση με ειδικές άδειες εισόδου στο γκέτο για να ελέγχου την κατάσταση της υγείας των εγκλείστων και γενικότερα τις συνθήκες υγιεινής που επικρατούσαν. Με το πρόσχημα, λοιπόν, της διενέργειας υγειονομικών επιθεωρήσεων, πήγαιναν φάρμακα και είδη καθαριότητας ενώ παράνομα μετέφεραν ρούχα, τρόφιμα και άλλα είδη πρώτης ανάγκης.

Όταν έμπαινε στο γκέτο, φορούσε ένα αστέρι του Δαβίδ ως ένδειξη αλληλεγγύης στον Εβραϊκό λαό.

Εκείνη και οι άλλοι κοινωνικοί λειτουργοί βοήθησαν τελικά πολλούς Εβραίους που διέφυγαν και μερίμνησαν για το λαθρεμπόριο μωρών και νηπίων από το γκέτο χρησιμοποιώντας διάφορα διαθέσιμα μέσα.

Αυτό το έργο έγινε με τεράστιο κίνδυνο, καθώς από τον Οκτώβριο του 1941 η παροχή οποιασδήποτε βοήθειας στους Εβραίους στην κατεχόμενη Πολωνία τιμωρούνταν με θάνατο, όχι μόνο για το άτομο που παρείχε τη βοήθεια αλλά και για ολόκληρη την οικογένεια ή το νοικοκυριό του.

Το γκέτο, παρά τους περιορισμούς και τον φόβο, ήταν μια λειτουργική κοινότητα και σε πολλούς Εβραίους φαινόταν το ασφαλέστερο διαθέσιμο μέρος για εκείνους και τα παιδιά τους. Επιπλέον, η επιβίωση στο εξωτερικό ήταν μια βιώσιμη λύση μόνο για όσους είχαν πρόσβαση σε οικονομικούς πόρους. Αυτό όμως, έπαψε να ισχύει τον Ιούλιο του 1942, όταν οι Γερμανοί προχώρησαν στην εκκαθάριση του γκέτο και την εξόντωση των κατοίκων του.

Η Sendler και οι συνεργάτες της μπορούσαν να πάρουν μόνο έναν μικρό αριθμό παιδιών, όπως επίσης λίγα μπορούσαν να γίνουν δεκτά και να υποστηριχθούν από τα ιδρύματα, λόγω έλλειψης πόρων. Τα αρχικά κονδύλια για τη μεταφορά και τη συντήρηση των παιδιών του γκέτο δόθηκαν κρυφά από διασωθέντα μέλη της εβραϊκής κοινότητας σε συνεργασία με άτομα από το Τμήμα Πρόνοιας.

Από την στιγμή που τα άτομα από το Τμήμα Πρόνοιας λειτουργούσαν μεμονωμένα, η Irena μαζί με κάποιους άλλους, εξακολουθούσαν να δρουν σύμφωνα με την αποστολή τους και επιχείρησαν πρώτα να βοηθήσουν τα πιο φτωχά και απροστάτευτα παιδιά. Συνέχισε να προσπαθεί να μπει στο γκέτο και έκανε απεγνωσμένες απόπειρες να σώσει όσους περισσότερους μπορούσε.

Εκείνη την περίοδο αναπτύχθηκε η Żegota, μια υπόγεια οργάνωση που ξεκίνησε στις 27 Σεπτεμβρίου 1942 ως Προσωρινή Επιτροπή για την Εβραϊκή Βοήθεια, με επικεφαλής τη Zofia Kossak-Szczucka, και ιδρύθηκε επίσημα στις 4 Δεκεμβρίου 1942, με πρόεδρο τον Julian Grobelny.

Δουλεύοντας στην Żegota από τον Ιανουάριο του 1943, η Sendler λειτούργησε ως συντονιστής του δικτύου του Τμήματος Πρόνοιας. Διένειμε επιχορηγήσεις από την Żegota οι οποίες αύξησαν την ικανότητα βοήθειας στους κρυμμένους Εβραίους.

Κατά τη διάρκεια της εξέγερσης στο γκέτο, δημιουργήθηκε ένα δίκτυο καταφυγίων έκτακτης ανάγκης από την ομάδα της Sendler, κάποιες ιδιωτικές κατοικίες όπου οι Εβραίοι μπορούσαν να στεγαστούν προσωρινά, ενώ παράλληλα η Żegota εργάστηκε για την παραγωγή εγγράφων και την εύρεση νέων τοποθεσιών για αυτούς.

Τον Αύγουστο του 1943, η Żegota δημιούργησε το τμήμα παιδιών, υπό την διεύθυνση της Aleksandra Dargiel, η οποία ήταν επίσης διευθύντρια στο Κεντρικό Συμβούλιο Πρόνοιας (RGO). Η Dargiel, συγκλονισμένη από τα καθήκοντά της RGO, παραιτήθηκε τον Σεπτέμβριο και πρότεινε να γίνει αντικατάσταση με τη Sendler και της παρέδωσαν το τμήμα τον Οκτώβριο του 1943.

Αφού ήρθε σε συνεννόηση με Εβραίους γονείς που ζούσαν μέσα στο Γκέτο, έβγαλε κρυφά, μαζί με τους συνεργάτες της 2.500 παιδιά (η ίδια μόνη της υπολογίζεται ότι έβγαλε περίπου 400).

Για να βγάλουν τα παιδιά από το Γκέτο τα έκρυβαν μέσα σε βαλίτσες, καλάθια, καρότσια τα οποία ήταν φορτωμένα και με άλλα υλικά, σε φορτηγά και εργαλειοθήκες ενώ σε κάποια άλλα έδιναν υπνωτικά, για να μοιάζουν νεκρά, και τα έβγαζαν εκτός ως θύματα του τύφου.

Ο σκύλος ενός συνεργάτη της, τους βοηθούσε με τον τρόπο του, καθώς γάβγιζε και κάλυπτε τα κλάματα των μωρών.

Τους έδιναν συνήθως χριστιανικά ονόματα και διδάσκονταν χριστιανικές προσευχές σε περίπτωση που περνούσαν από δοκιμασίες. Επειδή ωστόσο ήθελε να διατηρήσει τις πραγματικές εβραϊκές ταυτότητες των παιδιών, απαριθμούσε προσεκτικά τα έγγραφα με τα χριστιανικά τους ονόματα και τις τρέχουσες τοποθεσίες.

Αυτή και οι συνάδελφοί έκρυψαν τις αριθμημένες λίστες των κρυμμένων παιδιών σε βάζα, τα οποία τα έθαψαν για να μην τα βρει κανείς. Σκοπός τους ήταν μετά τον πόλεμο να βρουν τα παιδιά και να τα επιστρέψουν στις πραγματικές τους οικογένειες.

Τα Εβραιόπουλα τοποθετήθηκαν από το δίκτυο της Sendler σε πολωνικές οικογένειες, στο ορφανοτροφείο Sisters of the Family of Mary, σε ρωμαιοκαθολικά μοναστήρια όπως στο Little Sister Servants of the Blessed Virgin Mary Conceived Immaculate και στις φιλανθρωπικές εγκαταστάσεις για παιδιά Boduen Home.

Τόσο οι οικογένειες όσο και οι μοναχές στο ορφανοτροφείο και τα μοναστήρια γνώριζαν ότι τα παιδιά ήταν Εβραιόπουλα και συνεργάζονταν με την οργάνωση Żegota.

Στις 18 Οκτωβρίου 1943, η Sendler συνελήφθη από τη Γκεστάπο και λεηλάτησαν το σπίτι της αναζητώντας τις λίστες. Μετά την μετάβασή της στα αρχηγεία τους, την βασάνισαν και την χτύπησαν αλύπητα, σπάζοντας τα χέρια και τα πόδια της. Εκείνη όμως δεν λύγισε, αρνήθηκε να προδώσει τους συντρόφους της ή τα παιδιά που διεσώθησαν και την έβαλαν στη φυλακή του Pawiak, όπου υποβλήθηκε σε επιπλέον ανακρίσεις και ξυλοδαρμούς. Από εκεί στις 13 Νοεμβρίου μεταφέρθηκε σε άλλη τοποθεσία με σκοπό να εκτελεστεί.

Η ζωή της σώθηκε σχεδόν την τελευταία στιγμή, κι αυτό κατόπιν δωροδοκίας από μέλη της Żegota στους Γερμανούς φρουρούς που τη συνόδευαν προς τον τόπο της εκτέλεσης.

Στις 30 Νοεμβρίου, ο δήμαρχος της Βαρσοβίας, Julian Kulski, ζήτησε από τις γερμανικές αρχές την άδεια να επαναπροσλάβουν την Sendler στο Τμήμα Πρόνοιας με αποπληρωμή για την περίοδο της φυλάκισης. Ήδη από τα μέσα Δεκεμβρίου 1943, ανέλαβε και πάλι τα καθήκοντά της στο παιδικό τμήμα της Żegota, ως Klara Dąbrowska και στις 14 Απριλίου 1944 που έλαβε έγκριση για το Τμήμα Πρόνοιας, η ίδια θεώρησε συνετό να συνεχίσει να ενεργεί κρυφά.

Κατά τη διάρκεια της εξέγερσης της Βαρσοβίας, εργάστηκε ως νοσοκόμα σε ένα νοσοκομείο, όπου ένας αριθμός Εβραίων ήταν κρυμμένοι μεταξύ άλλων ασθενών, και παρέμεινε σε αυτή τη θέση έως ότου οι Γερμανοί έφυγαν από τη Βαρσοβία.

Μετά την Γερμανική κατοχή

Μετά την απελευθέρωση της Πολωνίας, εξακολούθησε να βοηθάει γυναίκες και παιδιά, ενώ διατηρούσε ακόμα επαφή με μερικές απ’ τις οικογένειες των 2.500 παιδιών που είχε σώσει.

Το νοσοκομείο του Okęcie στο οποίο βρισκόταν, ενώ είχε προηγουμένως υποστηριχθεί από την Żegota πλέον δεν είχε πόρους. Έτσι, αναγκάστηκε να παρεισφρήσει σε στρατιωτικά φορτηγά στο Lublin για να λάβει χρηματοδότηση από την κομμουνιστική κυβέρνηση που είχε καθιερωθεί εκεί και στη συνέχεια βοήθησε τη Maria Palester στην αναδιοργάνωση του νοσοκομείου.

Ανέλαβε ξανά δραστηριότητες κοινωνικής εργασίας και γρήγορα προχώρησε στις νέες δομές, τον Δεκέμβριο του 1945, όταν και έγινε επικεφαλής του Υπουργείου Κοινωνικής Πρόνοιας στη δημοτική κυβέρνηση της Βαρσοβίας και διαχειρίστηκε το τμήμα της με ριζοσπαστικές για εκείνη την εποχή πρακτικές, όπως είχε μάθει από την Helena Radlińska στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο.

Κατόπιν, η Sendler και οι συνάδελφοί της συγκέντρωσαν όλα τα αρχεία με τα ονόματα και τις τοποθεσίες των κρυμμένων παιδιών και τα έδωσαν στον συνάδελφό τους Adolf Berman και το προσωπικό του στην Κεντρική Επιτροπή Πολωνών Εβραίων.

Από τις αναζητήσεις προέκυψε ότι σχεδόν όλοι οι γονείς των παιδιών είχαν σκοτωθεί στο στρατόπεδο εξόντωσης της Treblinka ή είχαν εξαφανιστεί.

Παρόλα αυτά, ο Berman και η Sendler θεώρησαν ότι τα παιδιά έπρεπε να επανενωθούν με το «έθνος τους», αλλά διαφώνησαν έντονα ως προς τις μεθόδους που έπρεπε να ακολουθήσουν μιας και τα περισσότερα παιδιά βρίσκονταν πλέον εκτός Πολωνίας.

Με τα χρόνια, μεταξύ των κοινωνικών και επίσημων καθηκόντων της Sendler ήταν η ένταξη στο Δημοτικό Συμβούλιο της Βαρσοβίας, η ανάληψη της προεδρίας της Επιτροπής Χηρών και Ορφανών και της Επιτροπής Υγείας, η ενεργή συμμετοχή στο League of Women καθώς και στα διοικητικά συμβούλια της Εταιρείας Φίλων Παιδιών και της Κοινωνία των Σχολών Lay.

Η πολιτική δράση

Έγινε μέλος της Ένωσης Δημοκρατικής Νεολαίας της Πολωνίας (Związek Polskiej Młodzieży Demokratycznej) το 1928 και κατά τη διάρκεια του πολέμου εντάχθηκε στο Πολωνικό Σοσιαλιστικό Κόμμα (PPS). Η Sendler ήταν γνωστή εκεί με το ψευδώνυμο Klara και μεταξύ των καθηκόντων της ήταν σύνδεσμος που καθοδηγούσε τους ακτιβιστές σε μυστικές συναντήσεις, την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου πολέμου.

Το Πολωνικό Σοσιαλιστικό Κόμμα εξελίχθηκε στο Πολωνικό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα (RPPS), το οποίο συνεργάστηκε με το κομμουνιστικό Πολωνικό Εργατικό Κόμμα (PPR).

Η Sendler προσχώρησε στο κομμουνιστικό Πολωνικό Εργατικό Κόμμα τον Ιανουάριο του 1947 και παρέμεινε μέλος του διαδόχου του, Πολωνικού Ενωμένου Εργατικού Κόμματος, μέχρι τη διάλυση του κόμματος το 1990.

Tο 1947 έγινε μέλος του Τμήματος Κοινωνικής Πρόνοιας στο Τμήμα Κοινωνικής-Επαγγελματικής Κεντρικής Επιτροπής και έκτοτε κατείχε διαδοχικά υψηλόβαθμες διοικητικές θέσεις -καθ’ όλη τη σταλινική περίοδο και πέραν αυτής- συμπεριλαμβανομένων των καθηκόντων διευθυντή τμήματος στο Υπουργείο Παιδείας από το 1953 και διευθυντή τμήματος στο Υπουργείο Υγείας το 1958-1962.

Ειδικά πριν από το 1950, συμμετείχε σε μεγάλο βαθμό στο έργο της Κεντρικής Επιτροπής και στον ακτιβισμό των κομμάτων, που περιελάμβανε την εφαρμογή κοινωνικών κανόνων και τη διάδοση ιδεών που υπαγορεύονται από το σταλινικό δόγμα και την επιβολή πολιτικής. Συμμετέχοντας σε τέτοιες αναζητήσεις, εγκατέλειψε ορισμένες από τις προηγούμενες απόψεις της και έχασε κάποιες σημαντικές γνωριμίες.

Μετά την πτώση του κομμουνισμού, ισχυρίστηκε ότι το 1949 φυλακίστηκε και ανακρίθηκε βάναυσα από την κομμουνιστική μυστική αστυνομία της Πολωνίας, Urząd Bezpieczeństwa, κατηγορούμενη για απόκρυψη μεταξύ των υπαλλήλων της πολιτικά ενεργών πρώην μελών της Armia Krajowa –AK, μιας αντιστασιακής οργάνωσης η οποία έδρασε κατά τη διάρκεια των επιθέσεων στην εξόριστη Πολωνική κυβέρνηση.

Απέδωσε μάλιστα, την πρόωρη γέννηση του γιου της Andrzej σε αυτές τις ενέργειες.

Μαρτυρίες ανέφεραν ότι η ίδια δεν σχετίστηκε ποτέ με τέτοια μέλη καθώς και ότι η συνεχιζόμενη απασχόλησή της σε υψηλού επιπέδου κρατικές θέσεις αντιτίθεται στο ενδεχόμενο να αποτελέσει αντικείμενο σοβαρής έρευνας.

Από το 1962, εργάστηκε ως αναπληρώτρια διευθύντρια σε διάφορες ιατρικές σχολές της Βαρσοβίας.

Σε κάθε στάδιο της καριέρας της, εργάστηκε πολλές ώρες και συμμετείχε έντονα σε διάφορα προγράμματα κοινωνικής εργασίας. Χαρακτηριστικές της ενέργειες ήταν η παροχή βοήθειας στις έφηβες πόρνες στα ερείπια της μεταπολεμικής Βαρσοβίας ώστε να ανακάμψουν και να επιστρέψουν στην κοινωνία όπως και η οργάνωση ορφανοτροφείων και κέντρων φροντίδας για παιδιά, οικογένειες και ηλικιωμένους. Ήταν γνωστή για την αποτελεσματικότητά της ακόμα και όταν αντιμετώπιζε εμπόδια ή αδιαφορία.

Παραιτήθηκε από το Ενωμένο Εργατικό Κόμμα Πολωνίας, μετά τα γεγονότα του Μαρτίου του 1968 στην Πολωνία και εξαναγκάστηκε πρόωρη συνταξιοδότηση λόγω της δημόσιας υποστήριξης στο Ισραήλ, για τον πόλεμο των Έξι Ημερών του 1967 ενώ το 1980 εντάχθηκε στο κίνημα Αλληλεγγύης.

Η οικογενειακή της κατάσταση

To 1931, η Irena παντρεύτηκε τον Mieczysław Sendler, ο οποίος ξεκίνησε τις κινητοποιήσεις για τον επερχόμενο πόλεμο, συνελήφθη ως στρατιώτης τον Σεπτέμβριο του 1939 και παρέμεινε σε γερμανικό στρατόπεδο πολέμου μέχρι το 1945. Δύο χρόνια μετά χώρισαν.

Στην πορεία, παντρεύτηκε τον Stefan Zgrzembski, έναν Εβραίο φίλο και πολεμικό σύντροφο, με τον οποίο απέκτησαν τρία παιδιά, τη Janina, τον Andrzej (που πέθανε όταν ήταν ακόμα βρέφος) και τον Adam.

Δεν είπε ποτέ στα παιδιά της την εβραϊκή καταγωγή του πατέρα τους, καθώς για εκείνη δεν θα είχε καμία διαφορά στον τρόπο με τον οποίο μεγάλωσαν, η φυλή ή η καταγωγή τους.

Σύμφωνα με την Janina Zgrzembska, την κόρη της, κανένας από τους γονείς της δεν έδωσε ιδιαίτερη προσοχή στα παιδιά της οικογένειας. Η Sendler καταναλώθηκε εξ ολοκλήρου από το πάθος της κοινωνικής εργασίας και την καριέρα της, εις βάρος των απογόνων της, που μεγάλωσαν με μια οικονόμο. Μάλιστα, γύρω στο 1956, ήταν έτοιμη να μεταναστεύσει στο Ισραήλ με Εβραιόπουλα τα οποία δεν ήταν ασφαλή στην Πολωνία, αλλά της απέκλεισαν αυτό το εγχείρημα.

Ο σύζυγός της δεν μοιράστηκε ποτέ τον ενθουσιασμό της για την πραγματικότητα μετά το 1945, έτσι το 1957 ο σύζυγός της αντιτιθέμενος σε αυτές τις σκέψεις, τους εγκατέλειψε και το 1961 απεβίωσε.

Η Irena αργότερα ξαναπαντρεύτηκε τον πρώτο σύζυγό της, Mieczysław Sendler, με τον οποίο έμειναν μαζί 10 χρόνια, πριν χωρίσουν και πάλι.

Το 1967 η κόρη της αφαιρέθηκε από τον ήδη δημοσιευμένο κατάλογο φοιτητών που έγινε δεκτός στο Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας, στα πλαίσια της Πολωνικής αντισημιτικής εκστρατείας του 1967–68.

Τα τελευταία χρόνια

Την άνοιξη του 1967, υποφέροντας από διάφορα προβλήματα υγείας -συμπεριλαμβανομένης μιας καρδιοπάθειας και μιας διαταραχής άγχους- υπέβαλε αίτηση για σύνταξη αναπηρίας και απολύθηκε από τη θέση της αναπληρώτριας διευθύντριας του σχολείου, λίγο πριν από τον Αραβο-Ισραηλινό πόλεμο.

Από το φθινόπωρο του ίδιου έτους μέχρι και το 1983, εργάστηκε και πάλι στο ίδιο σχολείο ως δασκάλα, διευθύντρια εργαστηρίων και βιβλιοθηκονόμος.

Έζησε στη Βαρσοβία για το υπόλοιπο της ζωής της, πέθανε στις 12 Μαΐου 2008, σε ηλικία 98 ετών και ο τάφος της βρίσκεται στο νεκροταφείο Powązki της Βαρσοβίας.

ΚΑΘΕ ΠΑΙΔΙ ΠΟΥ ΣΩΘΗΚΕ ΜΕ ΤΗ ΒΟΗΘΕΙΑ ΜΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΔΙΚΑΙΩΣΗ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ ΜΟΥ ΣΤΗ ΓΗ ΚΑΙ ΟΧΙ ΕΝΑΝ ΤΙΤΛΟ ΔΟΞΑΣ.

Η Irena Sendler κατόρθωσε το ακατόρθωτο και διακινδίνευσε την ζωή της για να μπορέσει να το φέρει εις πέρας. Οι πράξεις της αποτελούν πηγή έμπνευσης μέχρι και σήμερα και θεωρείται μια από τις πιο σπουδαίες προσωπικότητες του πλανήτη.

Δίχως εκείνη μεγάλο μέρος της ιστορίας και της ανθρωπότητας δεν θα ήταν το ίδιο….


Διακρίσεις και αναγνώριση

Έλαβε πολλές διαρίσεις, συμπεριλαμβανομένου του Χρυσού Σταυρού της Αξίας (Złoty Krzyż Zasługi) για την φυγάδευση των Εβραίων κατά το πόλεμο, τον Χρυσό Σταυρό Αξίας και τον Σταυρό του Ιππότη του Τάγματος της Πολωνικής αποκατάστασης.

Μεταξύ άλλων έλαβε το Τάγμα του Λευκού Αετού, την υψηλότερη τιμή της Πολωνίας, που της απονεμήθηκε σε μεγάλη ηλικία, για τις ανθρωπιστικές της προσπάθειες κατά τη διάρκεια του πολέμου.

Επίσης, αναγνωρίστηκε από τον Yad Vashem ως έναν από τους Πολωνούς Δικαίους Μεταξύ των Εθνών και έλαβε το βραβείο της στην πρεσβεία του Ισραήλ στη Βαρσοβία το 1965, μαζί με την Irena Schultz, ενώ το 1983 ταξίδεψε στο Ισραήλ, προσκεκλημένη από το Ινστιτούτο Yad Vashem για την τελετή φύτευσης δέντρων προς τιμήν της και το 1991 έγινε επίτιμος πολίτης του Ισραήλ.

Ενώ είχε δημοσιευτεί υλικό με τις δραστηριότητες της Sendler κατά τη διάρκεια του πολέμου, εκείνη έγινε γνωστή προσωπικότητα σε ηλικία ενενήντα ετών.

Το 1999, οι μαθητές σε ένα γυμνάσιο στο Uniontown του Κάνσας, με επικεφαλής τον δάσκαλό τους Norman Conard, δημιούργησαν το θεατρικό έργο Life in a Jar, το οποίο ήταν βασισμένο στην έρευνά τους για την ιστορία της ζωής της. Το έργο έκανε εκπληκτική επιτυχία, παρουσιάστηκε πάνω από 200 φορές στις Ηνωμένες Πολιτείες και στο εξωτερικό, και συνέβαλε σημαντικά στη δημοσιοποίηση της ιστορίας της Sendler.

Τον Μάρτιο του 2002, ο Temple B’nai Jehudah της Πόλης του Κάνσας παρουσίασε στhν Sendler, τον Conard και στους μαθητές και της παρέδωσαν το ετήσιο βραβείο Tikkun olam, για την συνεισφορά της στη διάσωση του κόσμου.

Το έργο των μαθητών προσαρμόστηκε για τον κινηματογράφο και κυκλοφόρησε ως ταινία το 2009 με τίτλο The Courageous Heart of Irena Sendler, σε σκηνοθεσία του John Kent Harrison και με πρωταγωνίστρια την Anna Paquin.

Το 2003, ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β ‘έστειλε στην Sendler μια προσωπική επιστολή που επαινεί τις προσπάθειές της στον πόλεμο.

Το 2006, οι πολωνικές ΜΚΟ Centrum Edukacji Obywatelskiej και Stowarzyszenie Dzieci Holocaustu, το Υπουργείο Εξωτερικών της Πολωνίας και το Ίδρυμα Life in a Jar ίδρυσαν το βραβείο Irena Sendler “For Repairing the World” το οποίο μέχρι σήμερααπονεμήθηκε σε Πολωνούς και Αμερικανούς δασκάλους.

Το Life in a Jar Foundation είναι ένα ίδρυμα αφιερωμένο στην προώθηση της στάσης και του μηνύματος της Irena Sendler. 

Στις 14 Μαρτίου 2007, τιμήθηκε από τη Γερουσία της Πολωνίας και ένα χρόνο αργότερα, στις 30 Ιουλίου, από το Κογκρέσο των Ηνωμένων Πολιτειών, ενώ στις 11 Απριλίου 2007, έλαβε το Τάγμα του Χαμόγελου κι έγινε η παλαιότερη αποδέκτης του βραβείου της εποχής.

Το 2007 έγινε επίτιμος πολίτης των πόλεων της Βαρσοβίας και του Tarczyn και προτάθηκε για το Νόμπελ Ειρήνης, το οποίο τελικά έλαβε ο Al Gore για την κλιματική αλλαγή.

Τον Απρίλιο του 2009, της απονεμήθηκε μετά θάνατον το βραβείο Ανθρωπιστής της Χρονιάς από το The Sister Rose Thering Endowment και τον Μάιο του 2009 το Ανθρωπιστικό Βραβείο Audrey Hepburn.

Το 2010 προστέθηκε μια αναμνηστική πλάκα για εκείνη στον τοίχο της οδού 2 Pawińskiego στη Βαρσοβία – ένα κτίριο στο οποίο εργάστηκε από το 1932 έως το 1935, και Το 2015 τιμήθηκε με μια άλλη αναμνηστική πινακίδα στην οδό Ludwiki 6, όπου έζησε από τη δεκαετία του 1930 έως το 1943.

Αρκετά σχολεία στην Πολωνία έχουν πάρει το όνομά της. 

Η αμερικανίδα σκηνοθέτης Mary Skinner δημιούργησε ένα ντοκιμαντέρ, Irena Sendler, In the Name of Their Mothers (Dzieci Ireny Sendlerowej), με τις τελευταίες συνεντεύξεις που έδωσε η Sendler πριν από το θάνατό της. Η ταινία έκανε την εθνική της πρεμιέρα εκπομπής στις ΗΠΑ μέσω του KQED Presents στο PBS τον Μάιο του 2011 προς τιμήν της Ημέρας Μνήμης του Ολοκαυτώματος και συνέχισε να λαμβάνει αρκετά βραβεία, συμπεριλαμβανομένου του Βραβείου Gracie το 2012 στην κατηγορία τηλεοπτικά ντοκιμαντέρ.

Μπορείτε να το δείτε εδώ: Irena Sendler, In the Name of Their Mothers

Το 2013 ο διάδρομος μπροστά από το μουσείο POLIN της Ιστορίας των Πολωνών Εβραίων στη Βαρσοβία πήρε το όνομά του από εκείνη και το 2016, μια μόνιμη έκθεση δημιουργήθηκε για να τιμήσει τη ζωή της στο Lowell Milken Center for Unsung Heroes Museum, στο Fort Scott, KS.

Κοινοποιήστε
Διαμαντούλα Χατζηαντωνίου
Απόφοιτη ΙΕΚ Οικονομίας & Διοίκησης και πιστοποιημένη Δημοσιογράφος διαδικτύου, με συμμετοχές σε πολλά σεμινάρια ποικίλου ενδιαφέροντος και κατευθύνσεως. Έχει λάβει το πρώτο βραβείο ποίησης στην Θεσσαλία, σε μαθητικό διαγωνισμό. Δραστηριοποιήθηκε, μεταξύ άλλων, ως ραδιοφωνική παραγωγός, αρθρογράφος καλλιτεχνικών ειδήσεων και ερασιτέχνης ηθοποιός. Θρέφει μεγάλη αγάπη για τις τέχνες, την φύση, την φιλοσοφία και την ψυχολογία ενώ αφιερώνει αρκετό χρόνο σε θέματα κοινωνικής και ιστορικής φύσεως. Αγαπημένη της ερώτηση: Γιατί; Αγαπημένο μότο: Αξίζει να βρίσκεις λόγους να γελάς