Ο λόγος σήμερα για τον Richard Trenton Chase. Μια από τις πιο ιδιαίτερες περιπτώσεις μανιακών δολοφόνων της Αμερικής, που δραστηριοποιήθηκε -με έναν δικό του τρόπο- την δεκαετία του ’70.
Είναι ευρύτερα γνωστός με το ψευδώνυμο «Βρυκόλακας του Σακραμέντο» («The Vampire of Sacramento»), καθώς, όπως φαντάζεστε ήδη, συνήθιζε να πίνει το αίμα των θυμάτων που δολοφονούσε. Βέβαια το εύρος της παρανοϊκής του εμμονής και οι εγκληματικές πράξεις στις οποίες επιδιδόταν, ξεπερνούν το επίπεδο μιας απλής δίψας για αίμα (όσο απλό μπορεί να είναι κάτι τέτοιο τέλος πάντων).
Ας δούμε όμως λίγο τα πράγματα από την αρχή…
_______________________________
Ο Richard Chase γεννήθηκε τον Μάιο του 1950 σε μια πόλη στην περιοχή της Καλιφόρνια. Μεγάλωσε σε ένα αυστηρά αυταρχικό περιβάλλον με ένα πατέρα που τον χτυπούσε συστηματικά και μια μητέρα που μάλλον σιγοντάριζε την κατάσταση.
Μέχρι την ηλικία των 10 ετών είχε εμφανίσει όλο το τρίπτυχο των δειγμάτων, που θεωρούνται ότι προδίδουν έναν μελλοντικό δολοφόνο: «έβρεχε» συνεχώς το κρεβάτι του, ήταν πυρομανής και κακοποιούσε συστηματικά ζώα. Η κακοποίηση των ζώων από μικρή ηλικία είναι ένα από τα πιο συνηθισμένα χαρακτηριστικά των περισσότερων δολοφόνων, ασχέτως της προσωπικής τους ψυχοπάθειας.
Φτάνοντας στην εφηβεία, άρχισε η όλο και πιο στενή του σχέση με το αλκοόλ και τα ναρκωτικά.
Ο Τσέις φαίνεται πως είχε επίσης πέραση στις κοπέλες, όμως με καμία δεν μπορούσε να κρατήσει μια σταθερή σχέση. Μεταξύ των άλλων, αντιμετώπιζε μεγάλο πρόβλημα στο να ανταποκριθεί σεξουαλικά.
Ο ψυχίατρος που επισκέφτηκε, του είπε ότι η βαθύτερη αιτία αυτής της ανικανότητάς του είναι η ύπαρξη καταπιεσμένου θυμού ή κάποιας ψυχικής ασθένειας. Αργότερα ο Τσέις θα βρει έναν δικό του τρόπο να δώσει λύση στο πρόβλημά του…
Καθώς μεγάλωνε έγινε επίσης υποχόνδριος. Μονίμως τον ανησυχούσαν οι πεποιθήσεις του ότι έπασχε από κάποια ασθένεια ή ότι κάτι κακό του συνέβαινε. Έλεγε συχνά ότι η καρδιά του κάποιες φορές σταματούσε ή ότι κάποιος του είχε κλέψει μια πνευμονική αρτηρία. Πίστευε επίσης ότι τα κόκαλα του κρανίου του είχαν διαχωριστεί και άλλαζαν θέσεις, γι’ αυτό ξύρισε και το κεφάλι του, ώστε να μπορεί να τα βλέπει!
Πρώτος γύρος
Κάποια στιγμή αποφάσισε να φύγει από το σπίτι της μητέρας του, καθώς του είχε κολλήσει η ιδέα ότι εκείνη ήθελε να τον δηλητηριάσει. Αρχικά έμεινε σε ένα διαμέρισμα μαζί με κάποιους φίλους του, όμως κι αυτή η συγκατοίκηση δεν πήγε πολύ καλά…
Οι φίλοι του έκαναν παράπονα ότι ο Τσέις ήταν συχνά «φτιαγμένος», είτε από αλκοόλ, είτε από μαριχουάνα ή LSD. Πολλές φορές επίσης συνήθιζε να κυκλοφορεί γυμνός μέσα στο σπίτι, ακόμα και μπροστά στην παρέα τους. Σύντομα του ζήτησαν να φύγει από το διαμέρισμα, όμως εκείνος αρνιόταν να δεχτεί οτιδήποτε του έλεγαν. Τελικά έφυγαν εκείνοι.
Σόλο πλέον στο σπίτι, ο Τσέις άρχισε να ξεδιπλώνει ακόμα περισσότερο τις ιδιόμορφες επιθυμίες του. Κακοποιούσε και σκότωνε διάφορα ζώα και στη συνέχεια τα έτρωγε.
Κάποιες φορές έφτιαχνε σπιτικό ρόφημα αναμειγνύοντας σε ένα μπλέντερ coca cola με εγκεφάλους ή καρδιές ζώων! Πίστευε ότι η καρδιά του είχε αρχίσει σιγά σιγά να συρρικνώνεται και είχε πειστεί ότι με αυτά τα smoothies θα τη σώσει…
Για λίγο στο ψυχιατρείο
Η μανία του να καταναλώνει αίμα ζώων, είχε προχωρήσει σε τέτοιο σημείο που είχε πλέον σταματήσει να πίνει ακόμα και νερό. Ήταν 25 χρονών, το 1976, όταν βρέθηκε κλεισμένος σε ψυχιατρική κλινική, αφού είχε κάνει ενδοφλέβιες ενέσεις με αίμα κουνελιού.
Διαγνώστηκε ως παρανοϊκός σχιζοφρενής (υπερβολές), όμως παρέμεινε έγκλειστος στην κλινική μόλις για μερικούς μήνες. Συχνά μιλούσε στους γύρω του για τις φαντασιώσεις του να σκοτώνει κουνέλια. Μια μέρα τον βρήκαν με αίματα γύρω από το στόμα του ανακαλύπτοντας σύντομα ότι είχε πιάσει και στραγγαλίσει δύο πουλιά μέσα από τα κάγκελα του παραθύρου του. Εκεί του κόλλησαν και το παρατσούκλι «δράκουλας».
Για κάποιο λόγο, μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα αφέθηκε ελεύθερος, καθώς ακολουθούσε θεραπεία με ψυχοφάρμακα και οι γιατροί του δεν τον θεωρούσαν πλέον επικίνδυνο για την κοινωνία. (Πάλι καλά γενικά που έχουμε κι αυτές τις valid τοποθετήσεις των γιατρών και κοιμόμαστε ήσυχοι.)
Γυρνώντας στο πατρικό του η μητέρα του αποφάσισε ότι δεν του χρειάζονται ούτε τα ψυχοφάρμακα και έτσι σταμάτησε να του τα δίνει (αστροπελέκι κι αυτή). Επίσης οι γονείς τους τον βοήθησαν να νοικιάσει ένα σπίτι για να μένει μόνος του.
Δεύτερος γύρος
Μόνος και ανενόχλητος πλέον ο Τσέις συνέχισε τα καννιβαλίστικα τσιμπούσια του. Σκότωνε κουνέλια, γάτες και σκύλους, έπινε το αίμα τους και τα έτρωγε ωμά. Σκότωσε και έφαγε μέχρι και τα κατοικίδια του γείτονά του και μετά του τηλεφώνησε και του εξήγησε τι είχε κάνει.
Την ίδια περίοδο, ο Τσέις είχε αρχίσει να ασχολείται και με όπλα. Αγόρασε μερικά περίστροφα και άρχισε εμμονικά να εξασκείται στην χρήση τους. Ήταν επίσης πορωμένος με τις κατά συρροή δολοφονίες του Hillside Strangler, καθώς πίστευε ότι και οι δυο τους ήταν θύματα μιας ναζιστικής συνομωσίας. (…)
Μέσα σε όλη αυτή του την παράκρουση, είχε παραμελήσει πλέον εντελώς τον εαυτό του και την προσωπική του υγιεινή. Σταμάτησε να κάνει μπάνιο, να ξυρίζεται, να πλένει τα δόντια του και να τρώει οποιοδήποτε κανονικό φαγητό. Ζούσε αποκλειστικά σκοτώνοντας ζώα και πίνοντας αίμα.
Κάπου εδώ θα κάνω μια παρένθεση να πούμε δυο λόγια για το Σύνδρομο του Ρένφιλντ, ή αλλιώς την τάση του βαμπιρισμού.
Ως βαμπιρισμός ορίζεται η εμμονή ενός ατόμου να πίνει αίμα. Σαν διαταραχή δεν ανήκει επίσημα στον κατάλογο των Ψυχολογικών Διαταραχών, καθώς τα κρούσματα που έχουν καταγραφεί είναι σπάνια, όμως έχει χρησιμοποιηθεί αρκετά έστω και σαν ψευτοεπιστημονικός όρος.
Η ασθένεια της εμμονής με την κατανάλωση αίματος συναντάται κατά κύριο λόγο σε άντρες και προέρχεται από την ανάγκη για μια αίσθηση δύναμης, υπεροχής και ελέγχου.
Το Σύνδρομο του Ρένφιλντ έχει τυπικά 3 στάδια: Στο 1ο στάδιο ο ασθενής αυτοτραυματίζεται και πίνει το δικό του αίμα. Στο 2ο στάδιο περνάει στη ζωοφαγία, τρώγοντας ζώα ζωντανά ή πίνοντας το αίμα τους. Και στο 3ο στάδιο ο ασθενής ζητάει πλέον ανθρώπινο αίμα, το οποίο μπορεί να κλέβει από νοσοκομεία αρχικά ή μετά να επιτεθεί κανονικά σε άνθρωπο διαπράττοντας πλέον φόνους.
Τρίτος γύρος
Τον Δεκέμβριο του 1977 ο Τσέις σκότωσε για πρώτη φορά άνθρωπο, έτσι απλά και ασυναίσθητα. Το θύμα του ήταν ένας 51χρονος, πατέρας δύο παιδιών. Ο Τσέις τον πυροβόλησε την ώρα που μετέφερε στο σπίτι του τα ψώνια που είχε κάνει.
Αυτός ο παράλογος, random φόνος θα’ λεγε κανείς ότι ήταν μια δοκιμή, ένα ζέσταμα πριν ο Τσέις προχωρήσει στις πράξεις που είχε στο μυαλό του.
Μέσα στο επόμενο διάστημα προσπάθησε αρκετές φορές να μπει σε ξένα σπίτια. Όπως είχε πει αργότερα στην αστυνομία, ένα κλειδωμένο σπίτι του έδινε το μήνυμα ότι δεν είναι ευπρόσδεκτος εκεί, ενώ ένα σπίτι με ανοιχτές πόρτες ήταν σαν πρόσκληση για εκείνον να μπει μέσα.
Σε μια από τις προσπάθειές του βρέθηκε έξω από το σπίτι της Teresa Wallin. Εκείνη την ώρα ο άντρας της έλειπε στη δουλειά και η 3 μηνών έγκυος νεαρή κοπέλα βγήκε να πετάξει τα σκουπίδια αφήνοντας την πόρτα του σπιτιού της ανοιχτή.
Ο Τσέις βρήκε την ευκαιρία και μπήκε στο σπίτι περιμένοντας την άτυχη κοπέλα να γυρίσει. Όταν εκείνη μπήκε στο σπίτι δέχτηκε τρεις πυροβολισμούς στο κεφάλι και έπεσε νεκρή. Ο Τσέις την έσυρε μέχρι την κρεβατοκάμαρα και βίασε το νεκρό σώμα της, ενώ ταυτόχρονα το μαχαίρωνε συνεχόμενα με ένα κουζινομάχαιρο.
Όταν τελείωσε, έκοψε το σώμα αφαιρώντας πολλά από τα εσωτερικά όργανα και χρησιμοποιώντας έναν κουβά μάζεψε το αίμα και το έβαλε στην μπανιέρα για να κάνει μπάνιο… Φυσικά δεν παρέλειψε να πιει μια καλή ποσότητα πριν αποχωρήσει από την σκηνή του εγκλήματος.
Λίγες μέρες αργότερα, ο Τσέις διέπραξε και τον τελευταίο του φόνο και αυτή τη φορά ήταν μαζικός. Μπήκε στο σπίτι της 38χρονης Evelyn Miroth, η οποία πρόσεχε τον μόλις 22 μηνών ανιψιό της, David. Στο σπίτι βρισκόταν επίσης ο 6χρονος γιός της Jason και ένας γείτονας που είχε έρθει να βοηθήσει με τα παιδιά.
Αυτός ήταν και το πρώτο θύμα του Τσέις, καθώς ήταν ο πρώτος που βρέθηκε μπροστά του. Αφού σκότωσε τον άντρα, του πήρε το πορτοφόλι και τα κλειδιά του αυτοκινήτου του, και στη συνέχεια πυροβόλησε και σκότωσε και τα δύο παιδιά. Μετά πήγε στο μπάνιο, όπου βρισκόταν η Έβελιν και την σκότωσε άμεσα με έναν πυροβολισμό στο κεφάλι.
Όπως και με την προηγούμενη γυναίκα θύμα του, μετέφερε το πτώμα της στην κρεβατοκάμαρα και το βίασε πίνοντας ταυτόχρονα αίμα από τις διάφορες χαρακιές που είχε κάνει στο λαιμό της. Η ιατροδικαστική εξέταση λίγο αργότερα βρήκε μια «μη-φυσιολογική» ποσότητα σπέρματος μέσα στο νεκρό σώμα, γεγονός που δείχνει και έναν «ασυνήθιστο» αριθμό εκσπερματώσεων (πόσο μάλλον όταν μιλάμε για περίπτωση νεκροφιλίας).
Το φρικιαστικό σκηνικό πήρε τέλος όταν χτύπησε το κουδούνι ένας επισκέπτης. Ο Τσέις έφυγε τρέχοντας από το σπίτι παίρνοντας το αυτοκίνητο της οικογένειας.
Η αστυνομία ειδοποιήθηκε άμεσα και βρίσκοντας ξεκάθαρα αποτυπώματα του Τσέις στο αιματοβαμμένο σκηνικό του σπιτιού, δεν άργησε να φτάσει στην σύλληψή του (επιτέλους).
Στο σπίτι του, εκτός από τους λουσμένους στο αίμα χώρους, βρέθηκαν ανθρώπινα όργανα τυλιγμένα σε αλουμινόχαρτα, καθώς και το περίφημο μπλέντερ στο οποίο έφτιαχνε τα μακάβρια ροφήματά του.
Η καταδίκη και το τέλος
Αναμφισβήτητα ο Τσέις ήταν ένοχος για έξι δολοφονίες και το δικαστήριο απέρριψε την υπεράσπιση και το ελαφρυντικό της παραφροσύνης. Το 1979 λοιπόν καταδικάστηκε σε θάνατο σε θάλαμο αερίων.
Μέχρι τελευταία στιγμή εκείνος υποστήριζε ότι όλα όσα έκανε, τα έκανε για να κρατήσει τον εαυτό του ζωντανό και ότι ουσιαστικά ήταν αναγκασμένος να τα κάνει.
Τον Δεκέμβριο 1980 και έχοντας κλείσει τα 30 του χρόνια, ο Ρίτσαρντ αυτοκτόνησε στο κελί του απαλλάσσοντας τον τόπο από την διψασμένη του παρουσία.
Η αυτοψία του έδειξε ότι είχε καταναλώσει υπερβολική δόση αντικαταθλιπτικών, τα οποία είχε εξασφαλίσει με συνταγή γιατρών. Πιο συγκεκριμένα, συγκέντρωνε για ένα διάστημα τα ψυχοφάρμακα που του έδιναν, με σκοπό να τα καταναλώσει όλα μαζί και να δώσει τέλος στη ζωή του…