Ίσως το διασημότερο ζευγάρι κακοποιών όλων των εποχών. Μεσουράνησαν στην Αμερική του 1930 διαπράττοντας δεκάδες ληστείες και η φήμη τους γιγαντώθηκε από τα μέσα ενημέρωσης παίρνοντας διαστάσεις θρύλου.
________________________________________
Bonnie & Clyde
Η Bonnie Elizabeth Parker γεννήθηκε στο Τέξας την 1η Οκτωβρίου του 1910 και έχασε τον πατέρα της σε πολύ μικρή ηλικία. Μεγάλωσε με τη μητέρα της, Emma (Krause) Parker, και τα άλλα δύο της αδέρφια σε ένα βιομηχανικό προάστιο στη δυτική περιοχή του Ντάλλας.
Όταν ήταν ακόμη στο γυμνάσιο, στα 16 της χρόνια, γνώρισε και ερωτεύτηκε τον Roy Thornton. Μαζί εγκατέλειψαν το σχολείο και παντρεύτηκαν τον Σεπτέμβριο του 1926, όμως τα μπλεξίματα που είχε εκείνος με τον νόμο καταλήγοντας τελικά στη φυλακή, δεν άφησαν τον γάμο τους να πολυκαιρέψει. Παρόλο που δεν χώρισαν ποτέ επίσημα, δεν ξανασυναντήθηκαν και ποτέ από το 1929 και μετά.
Η Bonnie φορούσε το δαχτυλίδι από τον γάμο της με τον Thornton μέχρι και τη μέρα που πέθανε. Όπως είχε πει στην μητέρα της, δεν θεωρούσε τίμιο να τον χωρίσει ενώ εκείνος βρισκόταν στην φυλακή, παρόλο που δεν ήθελε πια να είναι μαζί του.
O Thornton έμεινε χρόνια στη φυλακή καταδικασμένος για ληστεία και σκοτώθηκε σε μια προσπάθειά του να αποδράσει το 1937. Όταν είχε μάθει για τον θάνατο της Bonnie και του Clyde σχολίασε πως καλύτερα που έγινε έτσι και δεν συνελήφθησαν.
Η μικροκαμωμένη Bonnie, που μεγάλωσε μέσα στη φτώχεια και τις στερήσεις, αγαπούσε τον χορό, το τραγούδι και ιδιαίτερα την ποίηση, ενώ μεγαλώνοντας έγραψε και δικά της ποιήματα (“The Story of Suicide Sal” και “The Trail’s End”, που αφορούσε την ιστορία της με τον Clyde). Ονειρευόταν να ζήσει μια όμορφη ζωή και πόθος της ήταν να κατακτήσει τον κινηματογράφο και να δει το όνομά της να φιγουράρει σε αφίσες. Το όνομά της πράγματι βρέθηκε σε αφίσες και έγινε γνωστό στη χώρα, αλλά με έναν τελείως διαφορετικό τρόπο…
Το περίφημο άλλο της μισό στο έγκλημα, ο Clyde Chestnut Barrow κουβαλούσε μια πιο θλιβερή και ταραγμένη προσωπική ιστορία. Γεννήθηκε στις 24 Μαρτίου του 1909 σε μια φτωχή αγροτική οικογένεια με επτά παιδιά στην περιοχή του Τέξας. Η οικογένεια του μετοίκησε στο Ντάλλας το 1920, μια περίοδο που πολλοί μετανάστευαν προς τα νέα βιομηχανικά κέντρα.
Από το 1926 και την ηλικία των 17 χρόνων ο Clyde συνελήφθη για πρώτη φορά από την αστυνομία, γιατί είχε αργήσει να επιστρέψει ένα αυτοκίνητο που είχε δανειστεί. Λίγο αργότερα συνελήφθη μαζί με τον αδερφό του, Buck, γιατί βρέθηκαν να κλέβουν γαλοπούλες. Παρόλο που έκανε και διάφορες κανονικές (και νόμιμες) δουλειές ως το 1929, ο Clyde ταυτόχρονα είχε αρχίσει τις κλοπές σε καταστήματα, αυτοκίνητα και χρηματοκιβώτια.
Από μικρός αγαπούσε τη μουσική, είχε μάθει μόνος του να παίζει κιθάρα και σαξόφωνο και σκεφτόταν ότι κάποια μέρα θα μπορούσε κι αυτός να γίνει ένας διάσημος, πετυχημένος μουσικός…
Η Bonnie και ο Clyde γνωρίστηκαν για πρώτη φορά τον Ιανουάριο του 1930 μέσω ενός κοινού τους γνωστού και η έλξη μεταξύ τους ήταν μοιραία. Ο Clyde ήταν τότε 20 χρονών και η Bonnie 19.
Δυστυχώς όμως λίγες εβδομάδες αργότερα η σχέση τους διακόπηκε ξαφνικά όταν ο Clyde συνελήφθη για ληστεία και κλείστηκε στη φυλακή. Η εμπειρία του Clyde μέσα στις φυλακές ήταν τραγική και καθοριστική για τον ψυχισμό του. Έπεσε επανειλημμένα θύμα βιασμού, ώσπου κατάφερε να σκοτώσει τον βιαστή του συνθλίβοντας το κρανίο του με έναν σωλήνα. Αυτός ήταν και ο πρώτος του φόνος.
Για να γλυτώσει τις καταναγκαστικές εργασίες, το 1932, αυτοτραυματίστηκε επίτηδες κόβοντας δύο δάχτυλα του ποδιού του. Τελικά όμως αφέθηκε ελεύθερος έξι μέρες αργότερα, καθώς η μητέρα του είχε υποβάλλει αίτηση αποφυλάκισής του. Οι άνθρωποί του έβλεπαν ξεκάθαρα ότι ο Clyde που ήξεραν ήταν πλέον πιο σκληρός, πιο επιθετικός, πιο αδίστακτος.
Η θρυλική συμμορία
Μετά την έξοδό του από τη φυλακή ο Clyde επιδόθηκε σε δεκάδες ληστείες σε βενζινάδικα και άλλα καταστήματα. Στόχος του δεν ήταν ούτε να γίνει διάσημος ούτε να αποκτήσει κάποια περιουσία από τα κλοπιμαία του. Ήταν αποφασισμένος να εκδικηθεί για την κακοποίηση που δέχτηκε στις φυλακές του Eastham.
Η Bonnie εγκατέλειψε οριστικά το σπίτι της και τον ακολούθησε ως το δεξί του χέρι στην παρανομία. Εκτός από τους δυό τους, δρούσαν ουσιαστικά ως συμμορία, τη γνωστή ως Barrow Gang, μαζί με τον σεσημασμένο αδερφό του Buck Barrow, τη γυναίκα του Blanche Barrow και τους W. D. Jones, Henry Methvin, Raymond Hamilton, Joe Palmer, Ralph Fults, S J Whatley.
Η συμμορία έδρασε από το 1932 ως το 1934 στην Κεντρική Αμερική και σε μια περίοδο που τη χώρα μάστιζε η μεγάλη οικονομική κρίση. Τα ονόματά τους δεν άργησαν να αρχίσουν να φιγουράρουν στον τύπο της εποχής και να πλάθεται γύρω τους ένας μύθος, που συχνά έφτανε σε υπερβολές και ανακρίβειες σε σχέση με την πραγματικότητα.
Η Συμμορία Barrow, αλλά κυρίως το ερωτευμένο ζευγάρι των Bonnie και Clyde, έγιναν οι διασημότεροι κακοποιοί της εποχής και μια ιστορία που πουλούσε απίστευτα.
Παρόλο που ήταν γνωστοί στον κόσμο ως ληστές τραπεζών, στόχοι τους ήταν περισσότερο μικρότερα καταστήματα, βενζινάδικα και παντοπωλεία. Συμμετείχαν φυσικά και σε ληστείες σε τράπεζες, καθώς άλλα μέλη της συμμορίας είχαν πιο μεγαλεπήβολα σχέδια ως ληστές, όμως συνήθως έφευγαν από αυτές με πολύ μικρά χρηματικά ποσά. Η Bonnie συγκεκριμένα φαίνεται πως δεν συμμετείχε σε καμία από αυτές τις ληστείες, αλλά ήταν εκείνη που οδηγούσε το αυτοκίνητο με το οποίο οι δράστες συνεργάτες της διέφευγαν.
Τον Απρίλιο του 1933 σε μια τυχαία έφοδο της αστυνομίας στο καταφύγιό τους, συμμορία και αρχές αντάλλαξαν πυρά και δύο αστυνομικοί έπεσαν νεκροί. Η συμμορία κατάφερε να ξεφύγει αφήνοντας όμως πίσω τα περισσότερα από τα πράγματά τους. Ανάμεσά τους βρέθηκε και ένα φιλμ με φωτογραφίες του ζευγαριού, που αποκάλυψε οριστικά την ταυτότητα των περιβόητων κακοποιών και οι εικόνες τους δεν άργησαν να κυκλοφορήσουν σε κάθε μέσο ενημέρωσης της εποχής.
Σε μια από τις διασημότερες πλέον φωτογραφίες η Bonnie πόζαρε δίπλα στο αυτοκίνητό τους με ένα πούρο στο στόμα, τον μπερέ της στραβά και ένα όπλο στο χέρι. Επρόκειτο για μια χιουμοριστική φωτογραφία που είχαν βγάλει με τον Clyde αναπαριστώντας εικόνες γκάνγκστερ.
Αυτή η φωτογραφία της κυκλοφόρησε στα μίντια και συνοδεύτηκε από λεζάντες για μια επικίνδυνη εγκληματία, που καταζητούταν για ληστείες και δολοφονίες. Στην πραγματικότητα η Bonnie δεν κάπνιζε ποτέ πούρα, ενώ και ο ρόλος της στις εγκληματικές πράξεις ήταν κατά κύριο λόγο συνοδευτικός.
Παρόλο που κυρίως ο Clyde, λόγω της κακοποίησής του στη φυλακή, είχε καλό λόγο να έχει μένος εναντίον των αρχών, οι δολοφονίες δεν ήταν ποτέ αυτοσκοπός της συμμορίας. Υπολογίζεται πως το ζευγάρι έχει σκοτώσει τουλάχιστον 9 αστυνομικούς, οι οποίοι όμως ήταν παράπλευρες απώλειες κατά τις συμπλοκές που είχαν μεταξύ τους όσο ήταν καταζητούμενοι.
Επίσης άτομα που είχαν κρατηθεί ως όμηροι από το ζευγάρι, δεν κακοποιούνταν και όταν αφήνονταν ελεύθεροι ανέφεραν πως είχαν δεχτεί πολύ καλή συμπεριφορά από την Bonnie και τον Clyde. Κάπως έτσι και η κοινή γνώμη είχε απομυθοποιήσει αρκετά την εικόνα των αιμοβόρων κακοποιών.
Σε αντίθεση επίσης με τις απεικονίσεις τους στη μεγάλη οθόνη, η πραγματική ζωή του περίφημου ζευγαριού δεν ήταν καθόλου λαμπερή και άνετη. Ζούσαν ουσιαστικά στο δρόμο και προσπαθώντας να κρυφτούν (ως καταζητούμενοι που ήταν), έκαναν μπάνιο σε ποτάμια και έτρωγαν σαρδέλες κονσέρβα. Ποτέ δεν είχαν πολλά χρήματα και οι κλοπές που έκαναν σε καταστήματα τους έφταναν ίσα να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες.
Σε ενέδρες των αστυνομικών που έπεφταν πολλές φορές αναγκαζόντουσαν να εγκαταλείψουν τα κλεμμένα αυτοκίνητα που είχαν και να διαφύγουν τρέχοντας, καθώς είχαν ξεμείνει από βενζίνη. Μαζί με τα αυτοκίνητα άφηναν συχνά και πράγματά τους, όπως βιβλία ποίησης της Bonnie ή κινηματογραφικά περιοδικά. Μια φορά άφησαν πίσω και την αγαπημένη κιθάρα του Clyde, γεγονός που του κόστισε ιδιαίτερα.
Τον Ιούλιο του 1933, το ζευγάρι μαζί με τον Jones, τον Buck Barrow και την γυναίκα του Blanche βρέθηκαν σε ένα πανδοχείο στην πόλη Platte του Missouri. Η συμπεριφορά τους κίνησε υποψίες και μια ομάδα αστυνομικών βρέθηκε σύντομα στο σημείο. Στην συμπλοκή που ακολούθησε ο αδερφός του Clyde, Buck Barrow, τραυματίστηκε θανάσιμα και η γυναίκα του Blanche συνελήφθη. Από τότε αναφέρεται πως οι Bonnie και Clyde έγιναν πιο αδίστακτοι σκοτώνοντας τρεις ακόμα αστυνομικούς μέχρι την Άνοιξη του 1934. Μετά και τον φόνο του 60χρονου William “Cal” Campbell, χήρου και πατέρα, η κοινή γνώμη στράφηκε οριστικά εναντίον τους ζητώντας την σύλληψη και εκτέλεσή τους.
Η τελευταία ενέδρα
Μετά από δύο χρόνια ατέλειωτου κυνηγητού χωρίς αποτέλεσμα και του θρύλου των Bonnie και Clyde να κατακλύει τα μίντια, η αστυνομία δεν ήθελε πλέον απλά να τους συλλάβει, αλλά να τους βγάλει επιτέλους εντελώς από τη μέση. Και τελικά το κατάφεραν.
Στις 23 Μαΐου του 1934, οι αρχές έστησαν ενέδρα κατά μήκος της εθνικής οδού στο Gibsland της Louisana. Αυτός ήταν ο μοναδικός δρόμος που οδηγούσε στο πατρικό του Henry Methvin, το οποίο επρόκειτο να επισκεφτεί η συμμορία εκείνη την ημέρα. Όπως ανέφεραν επίσημη έκθεσή τους, είχαν πείσει τον πατέρα του Methvin να βρίσκεται σε μια άκρη του δρόμου με το αυτοκίνητό του, ώστε να τον δει το ζευγάρι και να πέσει στην παγίδα να σταματήσει να του μιλήσει.
Λίγο μετά τις 9 το πρωί το Ford V8 έφτασε με ταχύτητα στο σημείο και βλέποντας τον πατέρα του Methvin ετοιμάστηκε να σταματήσει δίπλα του. Τότε οι αστυνομικοί που παραμόνευαν άρχισαν να πυροβολούν το αμάξι των κακοποιών γαζώνοντάς το στην κυριολεξία με πάνω από 150 σφαίρες.
Το ζευγάρι σκοτώθηκε ακαριαία, πρώτα ο Clyde και μετά η Bonnie. Μέσα στο αυτοκίνητο βρέθηκαν τα δύο όπλα του ζευγαριού, ένα σαξόφωνο κι ένα μισοφαγωμένο σάντουιτς.
Το ζευγάρι είχε εκφράσει την επιθυμία του όταν πέθαναν να θαφτούν ο ένας δίπλα στον άλλο, όμως τελικά αυτό δεν έγινε.
Η φήμη των Bonnie και Clyde δεν έμελλε πάντως να σβήσει μαζί τους. Το θρυλικό ζευγάρι ληστών απεικονίστηκε δεκάδες φορές μέσα από τον κινηματογράφο, την τηλεόραση, την λογοτεχνία και τη μουσική.