Ένας από τους διασημότερους ληστές τραπεζών στα ελληνικά αστυνομικά χρονικά, αλλά και παράλληλα ο πιο ιδιαίτερος και αγαπητός στο ευρύ κοινό, κυρίως στις γυναίκες, γνωστός και ως ο “ρομαντικός ληστής”.
Ο λόγος για τον Θεόδωρο Βενάρδο. Έναν άντρα που έζησε μια πολυτάραχη ζωή, πραγματοποίησε την πρώτη μεγαλύτερη ληστεία τράπεζας στη χώρα, φυλακίστηκε, απέδρασε, φυλακίστηκε ξανά και τελικά πέθανε στη φυλακή μετά από δεκάδες απόπειρες αυτοκτονίας.
Ένας “διαφορετικός” κακοποιός, που αναμείχθηκε με έναν δικό του τρόπο με το έγκλημα και μετά την πιο διάσημη ληστεία του τη δεκαετία του ’70, έμεινε γνωστός με τον χαρακτηρισμό “ο ληστής με τις γλαδιόλες”.
______________________________________
Τα πρώτα χρόνια
Ο Θεόδωρος Βενάρδος ήρθε αντιμέτωπος με το σκληρό πρόσωπο της ζωής από την παιδική του ηλικία. Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 13 Μαΐου του 1949 και όταν ήταν ακόμη τεσσάρων ετών, οι γονείς του χώρισαν και ο πατέρας του έφυγε για τη Βραζιλία.
Ένα χρόνο μετά τον ακολούθησε εκεί η μητέρα του, Φώτω, μαζί με εκείνον και την μικρότερη αδερφή του, Αννίτα. Η ζωή τους όμως εκεί δεν υπήρξε καλύτερη. Ο πατέρας του αναφέρεται αρκετά βίαιος και χτυπούσε συχνά τον μικρό Θόδωρο.
Τέσσερα χρόνια αργότερα, η μητέρα και τα δύο παιδιά επέστρεψαν οριστικά στην Ελλάδα, μην έχοντας ποτέ ξανά καμία επαφή με τον βιολογικό τους πατέρα. Η νεαρή μητέρα παντρεύτηκε ξανά, όμως και με τον πατριό του οι σχέσεις δεν ήταν καθόλου καλές. Για κάποιο λόγο, η μητέρα του αποφάσισε να δώσει τον μικρό Θόδωρο στην φύλαξη των πεθερικών της, όπου η κακή του μοίρα δυστυχώς δεν άλλαξε.
“Τους το ‘δωσα γιατί μου είχανε πει πως αφού το άφησε ο πατέρας του θα μπορούσαν εκείνοι να το κάμουν άνθρωπο. Και είπα, σας το δίνω αφού έως τώρα δεν του προσφέρατε τίποτα. Τους το ‘δώσα αλλά η γιαγιά του το ‘ρίχνε σε ένα υπόγειο να κοιμάται. Μία φορά πήγε ο Θοδωρής να φύγει με καθαρό πουκάμισο και τον έριξε εκείνη από το ποδήλατο για να βάλει το βρώμικο. Εκείνη την ημέρα είδα το παιδί μου στην Ομόνοια, “πως σε έχουν έτσι αγόρι μου;”… Μπήκαμε σε ένα μαγαζί και του αγόρασα ένα μπλε μπλουζάκι. Έκανε πως και τι.”
Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά ένας από τους νευροψυχιάτρους που τον παρακολούθησαν αργότερα, “το οικογενειακό περιβάλλον εις το οποίον έζησεν (ο Βενάρδος) δεν ήτο το ενδεδειγμένον. Εγνώρισε τρεις πατέρες και δύο μητέρες.” Και τι πατέρες και μητέρες…
Παρά την έλλειψη αγάπης και παιδικής ανεμελιάς, ο Θόδωρος Βενάρδος αναφέρεται πως ήταν ένα καλό και ευγενικό παιδί, που δεν δημιουργούσε προβλήματα και μάλιστα είχε αρκετά καλή απόδοση στα μαθήματα του σχολείου του. Μεγαλώνοντας σπούδασε μηχανικός του Εμπορικού Ναυτικού και βρέθηκε για δύο χρόνια να ταξιδεύει στη θάλασσα. Η ενασχόληση όμως αυτή δεν του άρεσε και δεν άργησε να την εγκαταλείψει.
Το 1972 κατατάχθηκε στο στρατό, όμως η σύντομη θητεία του επιφύλασσε κάποια παρατράγουδα. Κατηγορήθηκε για την ανατίναξη μιας πυριτιδαποθήκης, συνελήφθη και βασανίστηκε για την πράξη του. Σύντομα απολύθηκε οριστικά από τον στρατό για λόγους ψυχικής νόσου, που του διέγνωσαν πρώτοι οι στρατιωτικοί γιατροί της δικτατορίας.
Τον Ιούνιο του 1973 παντρεύτηκε την 17χρονη Δήμητρα Σπηλιώτη, όμως ο γάμος τους κράτησε μόλις τρεις μήνες. Ο 24χρονος τότε Βενάρδος με το γοητευτικό παρουσιαστικό φαίνεται πως είχε διαφορετικές βλέψεις από το να δημιουργήσει μια σταθερή σχέση και οικογένεια και δήλωνε πως ήταν “γεννημένος για μεγάλη ζωή”. “Υπάρχει καλός κόσμος που πληρώνει πολλά λεφτά για “λουλούδια” σαν εμένα”, έλεγε στην γυναίκα του.
Παράλληλα και κρυφά βέβαια από εκείνη διατηρούσε και μια ερωτική σχέση με μια τρανσέξουαλ, την γνωστή ως Μπελίντα. Παρόλο που υπήρξαν ζευγάρι επί δύο χρόνια, εκείνη αναφέρεται πως δεν γνώριζε, ούτε είχε καταλάβει τίποτε για την εγκληματική δραστηριότητα του Βενάρδου.
Οι μεγάλες ληστείες και η περίφημη απόδραση
Ο Βενάρδος έχει μερικές δεκάδες ληστείες στο ιστορικό του, όμως δύο από αυτές ξεχώρισαν, τόσο για το σημαντικό μέγεθος των κλοπιμαίων, όσο και για τον ιδιαίτερο και ευφυή τρόπο που διεξήχθησαν.
16 Νοεμβρίου 1973
Μια μέρα πριν τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, ο Θόδωρος Βενάρδος έβαλε στο μάτι την Εθνική Τράπεζα στην οδό Πρατίνου στο Παγκράτι. Καθώς και ο ίδιος έμενε στην περιοχή, είχε μάθει πολύ καλά τα ωράρια του υποκαταστήματος, τους εργαζόμενους και τη ροή της κίνησης στους δρόμους καταστρώνοντας έτσι ένα καλοστημένο σχέδιο.
Από την προηγούμενη μέρα είχε κλέψει ένα αυτοκίνητο μάρκας Jaguar από το Κολωνάκι (ιδιοκτησία του Ευάγγελου Συρίγου) και είχε αντικαταστήσει τις ελληνικές του πινακίδες με ξένες, ώστε να μην εντοπιστεί εύκολα από την αστυνομία. Φόρεσε μια μακριά μαύρη καμπαρντίνα, μαύρο καπέλο, ένα λευκό μαντήλι και γυαλιά ηλίου, πήρε μια κοντόκανη καραμπίνα και οδήγησε με το κλεμμένο πολυτελές αυτοκίνητο ως την τράπεζα.
Χωρίς να σβήσει τη μηχανή, άφησε το αμάξι έξω από την είσοδο και μπήκε στο υποκατάστημα, που εκείνη την ώρα είχε αρκετό κόσμο. Τράβηξε το μαντήλι από το λαιμό κρύβοντας το πρόσωπό του και κατευθύνθηκε προς το γραφείο του διευθυντή Νίκου Χατζόκου βγάζοντας έξω το όπλο του. Πέταξε πάνω στο γραφείο μια μαύρη πλαστική σακούλα και απειλώντας τους γύρω με την καραμπίνα σηκωμένη ζήτησε από τον διευθυντή να του δώσει ό,τι υπήρχε μέσα στο χρηματοκιβώτιο.
Μόλις τα χρήματα μπήκαν στη σακούλα, ο Βενάρδος βγήκε γρήγορα από την τράπεζα και αφού μπήκε στο αυτοκίνητο, απομακρύνθηκε με μεγάλη ταχύτητα. Κατευθύνθηκε μέσα σε λίγα μόλις λεπτά προς τα Σπάτα μέσω παραδρόμων, όπως είχε ήδη σχεδιάσει, και έθαψε τα χρήματα και την καραμπίνα σε μια αγροτική περιοχή. Κάπου κοντά εγκατέλειψε και το κλεμμένο αυτοκίνητο.
Αυτή ήταν η πρώτη μεγαλύτερη ένοπλη ληστεία τράπεζας στην Ελλάδα με λεία το υπέρογκο για εκείνη την εποχή ποσό των 2.375.000 δραχμών.
Η τάση του Βενάρδου να φλυαρεί και να ξοδεύει επιδεικτικά τα λεφτά “του” δεν θα μπορούσε να τον αφήσει να περάσει απαρατήρητος. Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα είχε ξοδέψει πάνω από 1 εκατομμύριο δραχμές σε νυχτερινά κέντρα, καζίνο, πολυτελή ξενοδοχεία σε χώρες του εξωτερικού και παιχνίδια στον ιππόδρομο.
Η αστυνομία κατάφερε να τον εντοπίσει και να τον συλλάβει στις 20 Ιανουαρίου του 1974 έξω από ένα οπλοπωλείο μαζί με την τρανσέξουαλ σύντροφό του. Η παραπάνω μεγάλη του ληστεία, καθώς και άλλες μικρότερες που είχε διαπράξει (σε περίπτερα, σπίτια, φαρμακεία, αυτοκίνητα, βενζινάδικα) τον καταδίκασαν σε ποινή φυλάκισης 20 χρόνων και βρέθηκε έγκλειστος στις φυλακές Κορυδαλλού.
Πέρα από τα έξοδα για απολαύσεις και νυχτερινή καλοπέραση, ή δώρα σε γυναίκες, ο Βενάρδος αποδεδειγμένα έδωσε μέρος των κλεμμένων χρημάτων ύψους σχεδόν 500.000 δραχμών στην αδερφή του. Εκείνη με αυτά αγόρασε ένα πολυτελές αυτοκίνητο μάρκας Όστιν και ένα ακριβό στερεοφωνικό συγκρότημα. Και οι δύο αυτές ιδιοκτησίες κατασχέθηκαν μετά την καταδίκη του ως προϊόντα εγκλήματος.
Μόλις τρεις μήνες στη φυλακή αργότερα, στις 24 Απριλίου του 1974, ο 25χρονος Βενάρδος πραγματοποίησε τη γνωστή κινηματογραφική του απόδραση.
Γύρω στις 4 το απόγευμα, οι φυλακισμένοι έπαιζαν ποδόσφαιρο στο προαύλιο της φυλακής, όταν η μπάλα τους έπεσε έξω από την περίφραξη (μάλλον επίτηδες). Ένας από τους φρουρούς έφυγε από τη θέση του και κατέβηκε να τους τη φέρει πίσω. Ο Βενάρδος τότε άδραξε αμέσως την ευκαιρία και με περισσή αποφασιστικότητα πήδηξε τη μάντρα ύψους περίπου πέντε μέτρων και εξαφανίστηκε τρέχοντας πριν τον εντοπίσουν τα περιπολικά.
Να σημειώσουμε κάπου εδώ ότι εκείνη την εποχή μια απόδραση από τις φυλακές δεν ήταν γενικά και τόσο ακατόρθωτο να συμβεί, τουλάχιστον για κάποιον που είχε αρκετά καλή φυσική κατάσταση, ώστε να ελίσσεται γρήγορα και αποτελεσματικά. Δεν υπήρχαν ακόμα ούτε κάμερες, φωτοκύτταρα και ηλεκτροφόρα συρματοπλέγματα, ούτε απροσπέλαστοι ψηλοί τοίχοι.
Η απόδρασή του διάσημου ληστή έγινε πρώτο θέμα στις εφημερίδες και η αστυνομία άρχισε εντατική έρευνα για τον εντοπισμό του. Όσο καιρό κατάφερε να μείνει ελεύθερος ο Βενάρδος συνέχισε τις κλοπές, αλλά και τον σπάταλο και έκλυτο βίο. Η ζωή που επεδίωκε ήταν ληστεία και καλοπέραση. Και πολλές γυναίκες, στις οποίες είναι γνωστό ότι ασκούσε πολύ μεγάλη γοητεία.
Εκείνο το διάστημα πραγματοποίησε και τη δεύτερη μεγάλη και γνωστή ληστεία του, αυτή που του έδωσε και το προσωνύμιο “ο ληστής με τις γλαδιόλες”.
17 Μαΐου 1974
Αυτή τη φορά ο Βενάρδος έβαλε στο μάτι την Εθνική Τράπεζα της οδού Βορείου Ηπείρου στα Σεπόλια και φυσικά, για άλλη μια φορά, είχε προετοιμαστεί πολύ καλά. Χρησιμοποίησε και πάλι δύο κλεμμένα αυτοκίνητα, ένα Fiat 124 (ιδιοκτησίας του Γιώργου Γαβαλά, που κατοικούσε στο Γαλάτσι) και ένα Ρόβερ (ιδιοκτησίας του Θόδωρου Αγναντόπουλου από την Εκάλη).
Οδηγώντας αρχικά το κλεμμένο Ρόβερ έφτασε έξω από την τράπεζα και βγήκε από το αυτοκίνητο ντυμένος στην τρίχα και κρατώντας μια μεγάλη ανθοδέσμη με γλαδιόλες. Ανάμεσα στα λουλούδια είχε κρυμμένη την καραμπίνα του.
Μπαίνοντας στο κατάστημα εμφάνισε το όπλο και ζήτησε από τον ταμία να του δώσει όσα χρήματα είχε πετώντας του μια πλαστική σακούλα. Όπως και την προηγούμενη φορά, μόλις η σακούλα γέμισε, ο Βενάρδος “εξηφανίσθη με ιλιγγιώδη ταχύτητα”. Η λεία του αυτή τη φορά ήταν 550.000 δραχμές.
Ακολουθώντας το προκαθορισμένο του δρομολόγιο έφτασε σε περιοχή του Μπουρναζίου, όπου επιβιβάστηκε στο κλεμμένο Φιατ και οδήγησε και πάλι σε μια απομακρυσμένη αγροτική περιοχή για να κρύψει το όπλο της ληστείας και τα κλοπιμαία.
Η συγκεκριμένη ληστεία με τις γλαδιόλες παραμένει ιστορική, καθώς πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε η συγκεκριμένη και πρωτότυπη μέθοδος της ανθοδέσμης-καμουφλάζ για την πραγματοποίησή της. Έκτοτε βέβαια μιμήθηκαν την “ευρεσιτεχνία” του Βενάρδου και άλλοι ληστές τραπεζών.
“Ήταν δική μου έμπνευση. Της τελευταίας στιγμής. Νομίζω ότι υπήρξα ευγενικός. Πήγα στην Τράπεζα, τους πρόσφερα λουλούδια και μου πρόσφεραν χρήματα.”
Η επιστολή-απόπειρα εκβιασμού
Το βράδυ της 20ης Μαΐου ο Βενάρδος τηλεφώνησε στον δημοσιογράφο της εφημερίδας “Τα Νέα”, Νίκο Καμπάνη, και του είπε ότι σε λίγη ώρα θα βρισκόταν στο σπίτι του για να του δώσει μια επιστολή. Πράγματι σε μισή ώρα ένας ασπρομάλλης γεράκος με μπαστούνι βρέθηκε στην πολυκατοικία που διέμενε ο δημοσιογράφος και άφησε την επιστολή στο χρηματοκιβώτιό του φεύγοντας μετά μακριά με αυτοκίνητο. “Σας έφερα το γράμμα που σας είπα στο τηλέφωνο για να το παραδώσετε σε αρμόδιους κυβερνητικούς παράγοντες”, του είχε πει.
Επρόκειτο για μια επιστολή εκβιασμού, μέσω της οποίας παραδεχόταν αρχικά ότι αυτός βρισκόταν πίσω από τη ληστεία με τις γλαδιόλες (γεγονός που οι αρχές ήδη γνώριζαν) και στη συνέχεια απαιτούσε από την δικτατορική κυβέρνηση να σταματήσει τη δίωξη του ίδιου και της αδερφής του Αννίτας. Ζητούσε επίσης να αποφυλακιστούν όλοι οι κρατούμενοι της χώρας και ο ίδιος να αφεθεί να φύγει για χώρα της Λατινικής Αμερικής.
Μετά από αυτό, το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης επικήρυξε τον Βενάρδο με αμοιβή 300.000 δραχμές για τη σύλληψη και 200.000 δραχμές για την αποτελεσματική πληροφορία κατάδοσής του.
“Η νέα αυτή ενέργεια του Θεόδωρου Βενάρδου μαρτυρεί θρασύτητα, αλλά και προδίδει αδυναμία ύστερα από τη δύσκολη θέση στην οποία περιήλθε από τα μέτρα της αστυνομίας. Ο Βενάρδος έχει συνειδητοποιήσει ότι έχασε οριστικά το παιχνίδι και προσπαθεί να επέση μαλακά.” (είχε δηλώσει αξιωματικός της Γενικής Ασφάλειας)
Βλέποντας τις εκτενείς κινητοποιήσεις της Χωροφυλακής και τον άμεσο κίνδυνο της σύλληψής του, ο Βενάρδος αποφάσισε να φύγει στο εξωτερικό για να γλυτώσει. Στις 27 Μαΐου του 1974 επιβιβάστηκε στο νορβηγικό πλοίο “ΤΑΚΑΡΑ” ως λαθρεπιβάτης με προορισμό την Αμερική. Όταν μάλιστα τον εντόπισε το πλήρωμα, τους έδειξε την ταυτότητα του ποδοσφαιριστή Νίκου Σιδέρη, που είχε κλέψει πριν κάποιες μέρες.
Προφανώς ο καπετάνιος τον “μυρίστηκε” και μόλις αγκυροβόλησαν στην Αμερική παρέδωσε στις αρχές τον Έλληνα λαθρεπιβάτη. Αποδείχθηκε πως η ταυτότητα που έφερε δεν ήταν δική του και τον απέλασαν πίσω στην Ελλάδα με πτήση της Ολυμπιακής Αεροπορίας. Στο αεροδρόμιο του Ελληνικού τον περίμεναν οι αστυνομικοί της Ασφάλειας, που τον οδήγησαν άμεσα πίσω στις φυλακές Κορυδαλλού.
Τον Ιούλιο του 1975 πραγματοποιήθηκε η δίκη του. Ο Βενάρδος προσπάθησε να υποστηρίξει πως μέρος των χρημάτων που έκλεβε δινόταν για τον αντιστασιακό αγώνα κατά της δικτατορίας. Η Δικτατορία όμως είχε περάσει και αυτές οι θεωρίες δεν συγκινούσαν πλέον κανέναν.
Το δικαστήριο δεν δέχθηκε τους ισχυρισμούς του. Του αναγνώρισε όμως το ελαφρυντικό του μειωμένου καταλογισμού σύμφωνα με την γνωμάτευση του νευροψυχιάτρου για ύπαρξη ψυχικής ανωμαλίας λόγω των οικογενειακών και προσωπικών του αποτυχιών. Καταδικάστηκε σε 21 χρόνια φυλάκιση.
Απεγνωσμένες απόπειρες για αποφυλάκιση
Ο Βενάρδος δεν άντεχε στη φυλακή ούτε για μια μέρα. Ο καιρός περνούσε κι εκείνος έκανε πολύ συχνά αιτήσεις να του παραγραφούν κάποια χρόνια κράτησης, ενώ είχε ζητήσει επίσης πολλές φορές να μην τον μεταφέρουν στις φυλακές της Κέρκυρας, αλλά να παραμείνει στις ψυχιατρικές φυλακές Κορυδαλλού ή έστω οπουδήποτε αλλού.
Για να πείσει για τα συγκεκριμένα αιτήματά του προέβη αρκετές φορές σε περίεργες και αυτοκαταστροφικές πράξεις. Είχε καταπιεί επίτηδες ένα κουταλάκι του γλυκού, ένα θερμόμετρο, βίδες και άλλα μικροεξαρτήματα βάζοντας σε σοβαρό κίνδυνο την υγεία του.
Έκανε επίσης απεργία πείνας για 26 ημέρες και στο τέλος έφαγε τέσσερα κουταλάκια και γυαλιά από δύο λαμπτήρες. Ο χειρούργος Γιώργος Λεωτσάκος του Γενικού Κρατικού Νοσοκομείου Νίκαιας προειδοποίησε πως αν ο Βενάρδος δεν χειρουργηθεί άμεσα, θα κινδύνευε η ζωή του.
Όσο νοσηλευόταν στο νοσοκομείο της Νίκαιας, ο Βενάρδος προσπάθησε και πάλι να αποδράσει χωρίς επιτυχία. Εκεί όμως έμελλε να γνωριστεί και με την τελευταία και μεγάλη του αγάπη, την 29χρονη Άννα Βαρδάκη, την “Αννούλα του”, όπως την αποκαλούσε. Η γυναίκα τον επισκέφτηκε τότε, τον Σεπτέμβριο του 1981, από περιέργεια να δει τον περίφημο “ληστή με τις γλαδιόλες”. Ήταν χωρισμένη και μητέρα δύο μικρών παιδιών.
Ο έρωτας όμως φαίνεται πως τους χτύπησε απρόσμενα την πόρτα. Οι δυό τους αγαπήθηκαν και σύντομα αρραβωνιάστηκαν. Σχεδίαζαν μάλιστα να παντρευτούν και να ζήσουν την υπόλοιπη ζωή τους μαζί μετά την αποφυλάκισή του. Ο Βενάρδος μιλούσε συνέχεια για την Άννα κι εκείνη βρισκόταν δίπλα του σε κάθε επισκεπτήριο για τα τρία επόμενα χρόνια μέχρι τον θάνατό του.
Ο Βενάρδος ήταν από τους κακοποιούς, που έγιναν πασίγνωστοι για το γοητευτικό τους παρουσιαστικό, πέρα από τα εγκληματικά τους “κατορθώματα”. Πολλές γυναίκες είχαν κόλλημα μαζί του ξεχνώντας την παραβατική του ταυτότητα και αναζητώντας ευκαιρίες να τον δουν από κοντά. Δεκάδες θαυμάστριες κάθε ηλικίας του έστελναν ερωτικά γράμματα, λουλούδια και φωτογραφίες στη φυλακή και τον επισκέφτηκαν και όσο βρισκόταν στο νοσοκομείο.
Φυσικά, σημαντικό ρόλο σε αυτή την “υστερία” έπαιξε και μέρος των μέσων ενημέρωσης, που δεν έχανε ευκαιρία να τονίζει την γοητεία και το ιδιαίτερο στυλ του σε κάθε είδηση που αφορούσε τον κακοποιό.
“Σε παρακαλώ και πάλι να κάνεις το ταχύτερο δυνατόν τα δέοντα να βρεθώ κοντά σου, στην αγκαλιά σου, μακρυά από φυλακές, χωροφύλακες κλπ… γιατί έχει φτάσει ο κόμπος στο χτένι. Εσύ και η αγάπη μας με κρατά από εξτρεμιστικές ενέργειες και αποφάσεις. Και αν παρελπίδα αισθάνεσαι και εσύ κάτι για μένα και δεν υποκρίνεσαι γιατί έλυσες το πρόβλημα και καθάρισες το στάρι από την βρώμα και δεν μου έρχεσαι εδώ για φιλανθρωπικούς σκοπούς να δης το ιδρυματιζόμενο παιδάκι σαν κάποια άλλη…! Και τελικά αν με ξεχώρισες από την σέσουλα σαν Θόδωρο και όχι σαν Βενάρδο.”
(απόσπασμα από γράμμα του στην Άννα τον Απρίλιο του 1982)
Παρά όμως την στήριξη της αγαπημένης του και τα ευοίωνα σχέδιά τους, ο Βενάρδος πραγματικά δεν άντεχε να βρίσκεται στη φυλακή. Όπως είχε πει ο συγκρατούμενός του και επίσης διάσημος ληστής, Βαγγέλης Ρωχάμης, ο Βενάρδος τα τελευταία χρόνια είχε γίνει πλέον σκιά του εαυτού του, “σαν ζώο που περιμένει την σφαγή του”.
Τα πρώτα χρόνια είχε υπάρξει ένας υποδειγματικός φυλακισμένος. Όλοι μέσα είχαν να πουν τα καλύτερα για εκείνον, δεν δημιουργούσε προβλήματα και αντιθέτως βοηθούσε τους συγκρατούμενούς του. Επίσης έτρωγε επιλεκτικά, διάβαζε πολλά βιβλία και φρόντιζε πάντα τον εαυτό του, ενώ δεν άγγιξε ποτέ του ναρκωτικές ουσίες. Μάλωνε μάλιστα συχνά και τους υπόλοιπους που έκαναν καταχρήσεις και δεν πρόσεχαν την υγεία τους, επαναλαμβάνοντας χαρακτηριστικά ότι η ζωή είναι ωραία.
Αυτά όμως τα τελευταία χρόνια άλλαξαν, η φιγούρα της ζωντάνιας πάνω του άρχισε να ξεθωριάζει και, όπως έγινε γνωστό από αναφορές των φίλων του, έπεσε τελικά και στην πρέζα μέσα στις φυλακές. Οι απανωτές αιτήσεις του για αποφυλάκιση ή μείωση της ποινής δεν εισακούστηκαν από καμία κυβέρνηση και δικαστήριο μέσα στα 10 χρόνια που πέρασαν. Είχε καταλάβει ότι δεν πρόκειται να τον ελευθερώσουν και είχε πλέον παραιτηθεί.
Η ψυχολογική του κατάσταση ήταν πραγματικά κρίσιμη και όπως ο ίδιος ανέφερε στους δικούς του αν έμενε κι άλλο μέσα θα τρελαινόταν.
Σημείωσε μάλιστα ρεκόρ σε απόπειρες αυτοκτονίας έχοντας προσπαθήσει να βάλει τέλος στη ζωή του σχεδόν 70 φορές. Μια φορά έφαγε ένα σύρμα μήκους ενάμιση μέτρου, αλλά επιβίωσε.
“Μάνα, δεν μπορεί…κάτι από αυτά που καταπίνω θα με σκοτώσει και θα ησυχάσω.”
Τελικά αυτή η ώρα της λύτρωσης για τον Θεόδωρο Βενάρδο ήρθε την Τρίτη, 10 Ιουλίου του 1984. Ο φύλακας βρήκε τον 35χρονο “ρομαντικό ληστή” κρεμασμένο με ένα σεντόνι στο κελί του. Ο ιατροδικαστής επιβεβαίωσε την -επιτυχημένη αυτή τη φορά- αυτοκτονία.
Ο Βενάρδος ήταν ίσως από τους ελάχιστους κακοποιούς, που θρηνήθηκε τόσο πολύ όταν έφυγε από την ζωή, όχι μόνο από τους δικούς του ανθρώπους, αλλά και από μεγάλο μέρος του κόσμου, που τον έβλεπε με ιδιαίτερη συμπάθεια. Υπήρξε άλλωστε ένας αναίμακτος ληστής, χωρίς βίαιες και δολοφονικές πράξεις, και με ένα γοητευτικό στυλ συμπεριφοράς, που τον “έσωζε”, τουλάχιστον όσον αφορά τη φήμη του στο ευρύ κοινό σε σχέση με άλλους κακοποιούς.
Πίσω από την τιμητική εικόνα που του έπλαθαν συνήθως τα μίντια, ήταν ένας εκκεντρικός παραβατικός τύπος με μια δική του μίξη ψυχολογικών θεμάτων, που εν τέλει φαίνεται ότι τον βασάνιζαν σε ολόκληρη τη διαδρομή της ζωής του. Η περίπτωσή του αποτέλεσε πάντως αφορμή να ανοίξει ένας διάλογος σχετικά με τις συνθήκες κράτησης στις ελληνικές φυλακές.