Ο 13χρονος Nicholas Barclay εξαφανίστηκε τον Ιούνιο του 1994 και εμφανίστηκε τρία χρόνια αργότερα υποστηρίζοντας πως είχε πέσει θύμα απαγωγής και σκληρής κακοποίησης. Μόνο που όλα έδειχναν πως ήταν ένας εντελώς διαφορετικός τύπος…

Η απίστευτη και μυστήρια υπόθεσή του παραμένει μέχρι σήμερα ανεξιχνίαστη, αν και τα στοιχεία φαίνεται πως μαρτυρούν την ενοχή της οικογένειάς του, σε μια ιστορία που μοιάζει με κινηματογραφικό σενάριο φαντασίας…

_____________________________________

Βρισκόμαστε στο San Antonio του Τέξας στις 10 Ιουνίου του 1994. Ο 13χρονος Nicholas Barclay, ο μικρότερος γιός της οικογένειάς του, βγήκε να παίξει μπάσκετ με τους φίλους του σε ένα γήπεδο της περιοχής του.

Όταν βράδιασε και η παρέα άρχισε να αποχωρεί, ο μικρός Nicholas τηλεφώνησε στο σπίτι του και μίλησε με τον 24χρονο αδερφό του Jason ζητώντας του να πάει να τον πάρει με το αυτοκίνητο.

Ο Jason δεν είχε καμία όρεξη να κάνει την διαδρομή και αρνήθηκε, ενώ δεν υπήρχε περίπτωση και να ξυπνήσει τη μητέρα τους γι’ αυτό τον λόγο. Έτσι άφησε τον μικρό να γυρίσει μόνος του με τα πόδια. Ο Nicholas όμως δεν επέστρεψε σπίτι του ποτέ.

Κάπου ανάμεσα στο γήπεδο του μπάσκετ και το σπίτι του, μια απόσταση 1μιση χιλιομέτρου περίπου, κάτι συνέβη και το νεαρό αγόρι εξαφανίστηκε χωρίς να αφήσει πίσω του κανένα ίχνος.

Ο Nicholas ήταν ένα αρκετά ατίθασο παιδί, που είχε συχνά μπλεξίματα με τις αρχές για μικροκλοπές και βανδαλισμούς. Η οικογένεια Barclay ήταν επίσης γνωστή στη γειτονιά για τις φασαρίες και τους καβγάδες που γινόντουσαν στο σπίτι τους.

Ο αδερφός του Jason ήταν ναρκομανής, χρήστης κοκαΐνης, και ένας δύστροπος χαρακτήρας, που έμεινε για ένα διάστημα μακριά από την οικογένεια προσπαθώντας να απεξαρτηθεί. Ωστόσο επιστρέφοντας στο σπίτι φαίνεται πως κύλησε ξανά στα ναρκωτικά, ενώ παρόμοια μπλεξίματα με ηρωίνη λέγεται πως είχε και η ίδια η μητέρα τους. Οι σχέσεις λοιπόν στην οικογένεια δεν ήταν σίγουρα καλές.

Ο έφηβος Nicholas έλειπε συχνά για ώρες από το σπίτι, ενώ υπήρχαν φορές που δεν επέστρεφε για μια και δύο μέρες μετά από καβγάδες με την μητέρα του. Γι’ αυτό τον λόγο κανένας δεν ανησύχησε αρχικά για την εξαφάνισή του.

Ακόμα και η αστυνομία, όταν λίγο αργότερα ειδοποιήθηκε από την οικογένεια για το συμβάν, αρχικά πίστεψε πως ο μικρός, ο συνήθης ύποπτος, το είχε απλά σκάσει και κάποια στιγμή θα επέστρεφε, όπως είχε ξανακάνει. Μάλιστα, σε δύο ημέρες από την εξαφάνισή του ήταν προγραμματισμένο ένα δικαστήριο για μια υπόθεση μικροκλοπής, στο οποίο θα αποφασιζόταν αν ο μικρός θα έπρεπε να μπει σε αναμορφωτήριο για νεαρούς παραβάτες. Θεώρησαν λοιπόν όλοι πως εξαφανίστηκε επίτηδες για να το αποφύγει.

Τόση ήταν η σιγουριά τους που το γεγονός της εξαφάνισης δεν αναφέρθηκε καν στα τοπικά νέα. Εξαιρετικά βολικό για όποιον βρισκόταν πίσω από αυτήν…

Οι μέρες όμως περνούσαν και ο Nicholas παρέμενε άφαντος. Κανένα στοιχείο δεν βρέθηκε ποτέ για το τι μπορεί να του είχε συμβεί ή που μπορεί να βρισκόταν. Κάποιους μήνες αργότερα, ο ναρκομανής αδερφός κάλεσε την αστυνομία λέγοντάς τους πως είχε δει τον Nicholas να προσπαθεί να ανοίξει την γκαραζόπορτα του σπιτιού τους. Οι αρχές δεν μπόρεσαν να διασταυρώσουν την αναφορά του, ούτε βρήκαν κάποιο σημάδι παραβίασης του σπιτιού.

Πέρασαν έτσι τρία ολόκληρα χρόνια, ώσπου η ήδη μυστήρια υπόθεση του Nicholas Barclay πήρε μια νέα και εντελώς αναπάντεχη τροπή.

Μια εφιαλτική απαγωγή στην Ισπανία

Τον Οκτώβριο του 1997, το αστυνομικό τμήμα της περιοχής δέχτηκε ένα τηλεφώνημα από την Ανδαλουσία της Ισπανίας, στο οποίο δηλώθηκε πως είχε βρεθεί ένας νεαρός με το όνομα Nicholas Barclay. Το αγόρι είχε βρεθεί ταραγμένο και ζαλισμένο και έδειχνε πως δεν θυμόταν καν ποιός ήταν, ώσπου τελικά υποστήριξε πως ήταν το χαμένο παιδί από το Τέξας.

Ως εκ θαύματος το παιδί είχε βρεθεί στην άλλη άκρη του Ατλαντικού και η οικογένειά του έδειχνε ενθουσιασμένη που θα τον έβλεπε ξανά. Οι ισπανικές αρχές βέβαια τους ενημέρωσαν πως το αγόρι ήταν φανερά τραυματισμένο από τις σκληρές εμπειρίες που είχε τα χρόνια που μεσολάβησαν.

Όπως ο ίδιος τους αποκάλυψε, είχε πέσει θύμα απαγωγής από κάποιο ευρωπαϊκό στρατιωτικό προσωπικό. Ανέφερε πως κρατούνταν αιχμάλωτος μαζί με πολλά άλλα παιδιά και ζούσαν όλα μαζί μια κόλαση από τους στρατιώτες με καθημερινούς βιασμούς, ξύλο, ασιτεία και διάφορα βασανιστήρια. Τους απαγορευόταν να μιλήσουν μεταξύ τους, ενώ κάθε βράδυ τους υποχρέωναν να ακούν μέσα από ακουστικά τη φράση “δεν είσαι εσύ”.

Με αυτά τα δεδομένα κανένας δεν απορούσε για την κατάσταση του 16χρονου πλέον νεαρού που ήταν στα χαμένα μην μπορώντας να ανακτήσει στοιχεία της ταυτότητας και της προηγούμενης ζωής του.

Η 31χρονη αδερφή του Carey ήταν εκείνη που προθυμοποιήθηκε με εμφανή θέληση να ταξιδέψει στην Ισπανία για να φέρει τον μικρό αδερφό της πίσω στην Αμερική. Όταν τον πρωτοσυνάντησε, τον χαιρέτησε και τον αγκάλιασε με περισσή χαρά και επιβεβαίωσε αμέσως στους αστυνομικούς πως, ναι, αυτός ήταν ο Nicholas τους. Είχε πάρει επίσης μαζί της και διάφορες οικογενειακές φωτογραφίες, τις οποίες του έδειχνε ξανά και ξανά σε μια προσπάθειά της να τον κάνει να θυμηθεί τα πρόσωπα της οικογένειας και κοινές στιγμές τους.

Η στιγμή που επέστρεψαν μαζί στην Αμερική και έγινε η επανένωσή του με την οικογένεια φαινόταν να χαρακτηρίζεται από ανάμεικτα συναισθήματα. Τα μέλη της οικογένειας έδειχναν χαρούμενοι που τον συναντούσαν ξανά μετά από τόσο καιρό, αν και όχι τόσο συγκινημένοι, ενώ η μητέρα του είχε παράλληλα και μια συγκρατημένη στάση.

Ο Nicholas, παρόλο που επέστρεψε σύντομα στο σχολείο και στην καθημερινότητά του, αδυνατούσε να θυμηθεί οτιδήποτε αφορούσε την προηγούμενη ζωή του. Τρία χρόνια τραυματικής κακοποίησης μακριά από το σπίτι του ήταν σίγουρα ένα κενό και μια πληγή που δεν θα έκλεινε εύκολα και η οικογένεια έδειχνε πως έκανε ό,τι μπορούσε για να τον βοηθήσει να θυμηθεί ποιός ήταν. Αυτό τουλάχιστον φαινόταν στα μάτια όλων.

Το περίεργο και ύποπτο της υπόθεσης, που έγινε άμεσα αντιληπτό, ήταν πως ο νεαρός είχε αλλάξει πολύ από το αγόρι που όλοι ήξεραν. Ο Nicholas ήταν ένα ξανθό αγόρι με γαλάζια μάτια, γέννημα θρέμμα Αμερικάνος και είχε τρία μικρά τατουάζ με γράμματα πάνω του. Ο Nicholas που επέστρεψε μετά από τρία χρόνια έδειχνε μεγαλύτερος από 16 χρονών, ήταν καστανός με καστανά μάτια, έντονη τριχοφυΐα και είχε μια γαλλική προφορά.

Όταν ρωτήθηκε γι’ αυτή την αλλαγή στην εμφάνισή του, υποστήριξε πως του είχαν βάψει τα μαλλιά οι απαγωγείς για να μην μπορεί να αναγνωριστεί και του έριχναν και σταγόνες στα μάτια, όπως και σε άλλα παιδιά, με τις οποίες άλλαζε το χρώμα τους. Όσο για την γαλλική του προφορά, ανέφερε πως οι απαγωγείς μιλούσαν κυρίως γαλλικά και ανάγκαζαν και τα αιχμάλωτα παιδιά να τους απαντούν σε αυτή τη γλώσσα, κι έτσι εκείνος συνήθισε την προφορά τους.

Η οικογένεια έδειχνε συνεχώς την σιγουριά της πως είχαν ξανά τον γιό τους κοντά τους και έδειχναν να πιστεύουν όσα τους απαντούσε σχετικά με τις αλλαγές πάνω του. “Τι μπορεί να κάνει ένα ισχυρό τραύμα σε ένα άτομο”, αναφερόταν για εκείνον στα μέσα ενημέρωσης. Η αστυνομία όμως ήταν πολύ καχύποπτη και δύσπιστη για την μεγάλη αλλαγή του νεαρού…

Η τρομερή αποκάλυψη

Περίπου ένα μήνα μετά την επιστροφή του χαμένου Nicholas στην Αμερική, η ιστορία του φυσικά κυκλοφόρησε και τράβηξε το ενδιαφέρον και της τηλεοπτικής εκπομπής Hard Copy, που θέλησε να κάνει μια συνέντευξη μαζί του. Προσέλαβαν γι’ αυτή την δουλειά τον ιδιωτικό ντεντέκτιβ Charlie Parker.

Όταν συναντήθηκαν οι δυό τους και άρχισαν την συνέντευξη, ο Parker παρατηρούσε πως όλο και περισσότερα στοιχεία της ιστορίας ήταν περίεργα και δεν ταίριαζαν μεταξύ τους. Ο Nicholas, παρά τις εξαιρετικά τραγικές και τραυματικές εμπειρίες που διηγούταν πως είχε ζήσει, δεν έδειχνε επηρεασμένος συναισθηματικά από αυτές και τις περιέγραφε σαν να μιλούσε για κάποιον άλλο.

Αυτό όμως που έκανε εξαρχής την μεγαλύτερη εντύπωση στον Parker ήταν η τεράστια αλλαγή στην εμφάνιση και τα επιμέρους χαρακτηριστικά του. Θεωρούσε απίθανο ένα άτομο να έχει αλλάξει τόσο πολύ σε ένα χρονικό διάστημα τριών χρόνων, ενώ και το σενάριο να τον άλλαξαν τόσο οι απαγωγείς δεν ήταν ρεαλιστικό. Το χρώμα των ματιών μας π.χ. είναι σχεδόν αδύνατο να αλλάξει, πόσο μάλλον με κάποιες σταγόνες.

Ενδιαφέρον είχε και το γεγονός της γαλλικής του προφοράς, καθώς ένα άτομο που έχει γεννηθεί και μεγαλώσει σε μια χώρα μέχρι την εφηβεία του, δεν μπορεί μέσα σε τρία χρόνια που απλά ακούει μια άλλη γλώσσα να αποκτήσει προφορά σαν να είναι η μητρική του.

Καθώς συζητούσαν, ο ντετέκτιβ άρχισε να παρατηρεί πιο λεπτομερώς τον Nicholas και να τον συγκρίνει με μια φωτογραφία του πριν εξαφανιστεί, που υπήρχε στον τοίχο πίσω του. Τότε διαπίστωσε πως τα αυτιά του ατόμου που είχε μπροστά του με το αγόρι της φωτογραφίας ήταν διαφορετικά! Ήταν σίγουρος πλέον πως αυτός που είχε μπροστά του δεν ήταν ο πραγματικός Nicholas.

Όπως και τα δακτυλικά αποτυπώματα, έτσι και το σχήμα των αυτιών του κάθε ανθρώπου είναι μοναδικό και διαφορετικό και δεν αλλάζει όσο περνούν τα χρόνια, αποτελώντας έτσι ένα αδιάσειστο στοιχείο της ταυτότητάς του.

Ο Parker επικοινώνησε με τις αρχές αναφέροντας τα όσα είχε δει και διαπιστώσει. Οι πράκτορες της αστυνομίας είχαν φυσικά ήδη τις ίδιες σκέψεις, όμως δεν είχαν κινηθεί ως τότε βλέποντας την έκδηλη σιγουριά της οικογένειας ότι είχαν βρει τον γιό τους. Η οικογένεια, όπως και ο ίδιος ο Nicholas, αρνούνταν κάθε αίτημα των αρχών να δώσει δείγμα αίματος και αποτυπώματα ώστε να γίνει ταυτοποίησή του, καθώς έλεγαν πως ήταν σίγουροι και δεν ήθελαν να τον βάλουν στην διαδικασία…

Πραγματικά πως θα μπορούσαν οι γονείς ή τα αδέρφια του να μην τον αναγνωρίσουν; Πως θα μπορούσε μια μητέρα να μην καταλάβει αν είναι το παιδί της και να δεχτεί έναν άγνωστο να το παριστάνει και να μένει στο σπίτι της;

Κι όμως. Αυτή τη φορά το δικαστήριο διέταξε να ληφθούν δείγματα DNA και αναγκαστικά η οικογένεια το δέχτηκε. Τα αποτελέσματα σόκαραν τους πάντες, αλλά και δικαίωσαν πολλούς.
Ο τύπος που είχε επιστρέψει στην οικογένεια Barclay δεν ήταν ο Nicholas!!

Όπως και ο ίδιος τους επιβεβαίωσε, επρόκειτο για τον γαλλικής καταγωγής Frédéric Bourdin. Ήταν 23 χρονών και καταζητούταν από την Interpol.

Ο Frederic είναι βασικά μια ολόκληρη ιστορία από μόνος του. Ήταν γνωστός στις αρχές ως ο “Χαμαιλέοντας”. Δεκάδες φορές στο παρελθόν είχε προσποιηθεί πως ήταν κάποιος άλλος γυρνώντας σε διάφορες χώρες της Ευρώπης, συνήθως κάποιος χαμένος ανήλικος, και έλεγε παρόμοιες ιστορίες περί απαγωγής και κακοποίησης. Δεν ήταν κακοποιός ή επικίνδυνος, απλά ένας μοναχικός τύπος που ζούσε όλη του τη ζωή σε ένα ψέμα.

Ένας εισαγγελέας είχε πει χαρακτηριστικά γι’ αυτόν: “Είμαι σ’ αυτή τη δουλειά 22 χρόνια και δεν έχω δει άλλη περίπτωση σαν αυτή. Συνήθως οι άνθρωποι εξαπατούν για λεφτά. Το κέρδος αυτού όμως φαίνεται πως είναι εντελώς συναισθηματικό”.

Ο Frederic είχε μια ταραγμένη παιδική ηλικία. Από τότε που τον είχε εγκαταλείψει ο πατέρας του, ζούσε στο δρόμο σαν ζητιάνος και σύντομα άρχισε να πλάθει φανταστικές ζωές για να τραβήξει πάνω του προσοχή. Εθίστηκε στην αίσθηση να του δίνουν σημασία και στοργή, να τον παίρνουν από τον δρόμο και να τον φροντίζουν.

Προσποιούταν πως ήταν κάποιο χαμένο και κακοποιημένο παιδί κι έτσι έβρισκε για ένα διάστημα ένα φιλόξενο σπίτι, μια αγκαλιά, ένα κρεβάτι να κοιμηθεί κι ένα πιάτο να φάει μέχρι να τον πάρουν χαμπάρι και να βρεθεί ξανά κυνηγημένος. Φαντάζει ψυχοφθόρο, αλλά σίγουρα προκαλεί μια συμπόνια μια τέτοια περίπτωση ανθρώπου, παρά την προφανή παραβατική του δραστηριότητα εξαπάτησης.

Έτσι έγινε και εκείνη την ημέρα του 1997, που οι αρχές τον μάζεψαν από τον δρόμο στην Ισπανία. Ζητούσαν να τους πει ποιός είναι, αλλιώς θα του έπαιρναν αποτυπώματα κι εκείνος για να το αποφύγει (αφού έτσι θα αποκαλυπτόταν), αποφάσισε να κάνει την πιο τολμηρή του προσπάθεια απάτης. Αποφάσισε αρχικά να το παίξει Αμερικάνος, ώστε να μην ασχοληθούν και πολύ μαζί του και κρατήθηκε προσωρινά σε ένα άσυλο παιδιών, για να ηρεμήσει και να μπορέσει να τους πει ποιός είναι.

(Σε κάθε περίπτωση νομίζω η αστυνομία μπορούσε και ίσως έπρεπε να πάρει αποτυπώματα εξαρχής από ένα αγνώστου ταυτότητας άτομο, παρά να περιμένει να μάθει από το ίδιο, αλλά τότε θα χάναμε αυτή την εξαιρετική και πραγματικά κινηματογραφικού επιπέδου ιστορία:P)

Κάποια στιγμή που βρέθηκε στο τμήμα και έμεινε μόνος στο γραφείο, τηλεφώνησε στο Εθνικό Κέντρο για εξαφανισμένα παιδιά της Βιρτζίνια και υποδυόμενος τον αστυνομικό έδωσε την περιγραφή ενός παιδιού που υποτίθεται είχε βρει στο δρόμο. Φυσικά έδωσε την περιγραφή του εαυτού του. Ο υπάλληλος στην άλλη άκρη του τηλεφώνου τον εξυπηρέτησε και του έδωσε μια λίστα με ονόματα αγνοούμενων παιδιών που έμοιαζαν στην περιγραφή, με πρώτο αυτό του Nicholas Barclay. Ζήτησε να του σταλεί με φαξ μια φωτογραφία του παιδιού και τα διαθέσιμα στοιχεία που υπήρχαν για εκείνο.

Για καλή του τύχη πρόλαβε να κάνει αυτή την παράτολμη διαδικασία πριν κάποιος επιστρέψει στο γραφείο και έτσι πλέον είχε ένα όνομα και τα στοιχεία που χρειαζόταν για να χρησιμοποιήσει. Ωστόσο η φωτογραφία που έλαβε ήταν ασπρόμαυρη και προς στιγμήν θεώρησε πως είχε τα πάντα υπό έλεγχο. Μια μέρα αργότερα όμως είδε με χρώμα την φωτογραφία του παιδιού και διαπίστωσε πως είχε εμφανείς διαφορές με το αγνοούμενο παιδί.

"Nicholas Barclay" when he arrived in the US

Δεν μπορούσε όμως να εγκαταλείψει το σχέδιό του τόσο εύκολα. Όσο τρελό κι αν ακούγεται, έβαψε -ή μάλλον ξέβαψε- ο ίδιος τα μαλλιά του και με τη βοήθεια μιας φίλης του στο άσυλο, με μια βελόνα και μελάνι από στυλό, χτύπησε τα μικρά τατουάζ που είχε ο χαμένος Nicholas. Αποκάλυψε λοιπόν στους αστυνομικούς πως ήταν ο Nicholas Barclay και ξεκίνησαν οι διαδικασίες ενημέρωσης της υποτιθέμενης οικογένειάς του, που αναφέραμε παραπάνω.

Μετά την αποκάλυψη της πραγματικής του ταυτότητας, ο Frédéric Bourdin παραδόθηκε στην Ιντερπόλ που τον έψαχνε και απελάθηκε πίσω στην Γαλλία, όπου καταδικάστηκε σε 6 χρόνια φυλάκιση για απάτη και πλαστοπροσωπία.

Τι συνέβη στον αγνοούμενο Nicholas Barclay;

Το ερώτημα που παρέμενε και πλέον διέγειρε τεράστια ερωτηματικά και υποψίες στις αρχές ήταν: τι απέγινε ο πραγματικός Nicholas που είχε εξαφανιστεί από το Τέξας και γιατί η οικογένεια Barclay είχε δεχθεί έναν άγνωστο ως το παιδί της δηλώνοντας τόση σιγουριά και χαρά ότι ήταν αυτός;

Υπήρχε περίπτωση να εξαπάτησε μέχρι και την ίδια την μητέρα με τόση μαεστρία ή κάτι άλλο κρυβόταν πίσω από την δυναμική υποστήριξη που του έκανε η οικογένεια όταν άλλοι αμφισβητούσαν πως ήταν όντως το παιδί τους;

Αυτό που σίγουρα συνέβη είναι πως η οικογένεια τον βοήθησε εξαιρετικά, όπως ούτε εκείνος δεν περίμενε ποτέ, στην εξαπάτηση που τους έστησε. Από την αρχή δεν τον αμφισβήτησαν σε τίποτα, ενώ και όταν συναντήθηκε με την υποτιθέμενη αδερφή του, εκείνη έκανε έντονες προσπάθειες να του “θυμίσει” ποιος ήταν χωρίς καν να χρειαστεί εκείνος να ρωτήσει. Έφερε μαζί της δεκάδες φωτογραφίες και του επαναλάμβανε συνέχεια πληροφορίες για την οικόγενειά του σαν να ήθελε να του τις μάθει. Από τότε εκείνος είχε καταλάβει πως κάτι περίεργο συνέβαινε με την οικογένεια.

“Δεν πίστευαν ούτε μια λέξη από αυτά που έλεγα”, είχε δηλώσει στις αρχές. “Αλλά ήταν καλοί στο να μην το δείχνουν. Θυμάμαι στην Ισπανία, η Carey τα έκανε όλα για μένα. Όταν δεν ήξερα κάτι, μου το έλεγε (…) Ήθελε να μου βάλει στο μυαλό τις πληροφορίες ώστε να μην τις ξεχάσω. Αν με ρωτάτε, όχι. Δεν με πίστεψε ούτε στιγμή πως ήμουν ο αδερφός της. Αποφάσισε απλά πως θα ήμουν αυτός.”
Τα αδέρφια του, Carey και Jason.

Όσο για τον άλλο αδερφό, τον Jason, εκείνος δεν βρέθηκε στην επανένωση της οικογένειας στο αεροδρόμιο και ήταν ο μόνος που δεν προσπάθησε κιόλας να προσποιηθεί απέναντί του. Τον συνάντησε αρκετές μέρες αργότερα και τον χαιρέτησε ψυχρά λέγοντάς του μόνο ένα αινιγματικό “καλή τύχη”.

“Όταν ήρθε να με δει, δεν με κοίταξε σαν τον Nicholas. Δεν προσποιήθηκε να με κοιτάζει σαν να ήμουν ο Nicholas. Μου είπε “καλή τύχη” και έφυγε.”

Καλή τύχη και τέτοια υποδοχή στον επί τρία χρόνια χαμένο μικρό του αδερφό, που λίγο πολύ έφταιξε που τον είχε αφήσει μόνο εκείνο το βράδυ; Κι αν αναγνώρισε ότι επρόκειτο για κάποιον άλλο, γιατί το προσπέρασε και του είπε απλά “καλή τύχη”; “Καλή τύχη με το θέατρο, είμαι μαζί σου, αλλά δεν μπλέκω” τύπου;

Σίγουρα κάτι βρωμούσε στην όλη υπόθεση, κάτι δεν πήγαινε καλά.

Ο Frédéric Bourdin, σε δηλώσεις που έκανε και όταν ήταν στη φυλακή, υποστήριζε πως πίσω από την εξαφάνιση του Nicholas βρισκόταν η ίδια η οικογένειά του, ή έστω ότι ήξεραν πολλά περισσότερα γι’ αυτό από όσα αποκάλυπταν.

Όσο βρισκόταν μαζί τους του φερόντουσαν διαφορετικά όταν ήταν μαζί με άλλους και διαφορετικά όταν ήταν μεταξύ τους. Κάποια στιγμή μάλιστα ανέφερε πως η μητέρα τον ρώτησε εκνευρισμένη “ποιός είσαι και τι θέλεις;”. Εκείνος της απάντησε πως είναι ο γιός της κι εκείνη του είπε “Δεν γίνεται να είσαι ο γιός μου, γιατί τον γιό μου τον σκότωσα”. Ο Frederic ήταν λοιπόν πεπεισμένος πως ο Nicholas είχε δολοφονηθεί και συγκεκριμένα ήταν μπλεγμένοι σε αυτό η μητέρα και ο αδερφός του, ενώ η αδερφή του προφανώς γνώριζε και τους κάλυπτε.

Όπως γνωρίζουμε ήδη, η αστυνομία υποπτευόταν ήδη την οικογένεια μετά και την αποκάλυψη της όλης ιστορίας, όμως δεν μπορούσε να βασιστεί και στις μαρτυρίες ενός ατόμου που ειδικευόταν στις απάτες. Ωστόσο άνοιξε εκ νέου την υπόθεση προσπαθώντας να βρει στοιχεία για το τι απέγινε το χαμένο παιδί.

Πέρασαν τη μητέρα από συνεχείς ανακρίσεις και τρεις φορές από τεστ ανιχνευτή ψεύδους. Την τρίτη φορά ο ανιχνευτής έδειξε πως όλα όσα υποστήριζε ήταν ψέματα. Αναφέρεται πως τότε εκείνη εκνευρίστηκε με τις ερωτήσεις και έφυγε πετώντας τα καλώδια από πάνω της. Ανάλογες καταθέσεις έδωσε και ο αδερφός Jason, ο οποίος όμως αρνούνταν να απαντήσει σε οτιδήποτε. Λίγες μέρες αργότερα βρέθηκε νεκρός από υπερβολική δόση ναρκωτικών.

Το παράξενο εδώ είναι πως, όπως ανέφεραν φίλοι και συγγενείς, ο Jason είχε απεξαρτηθεί καιρό πριν και δεν θα το έκανε αυτό με την θέλησή του. Ίσως το στρες των ανακρίσεων και της συνεχούς έρευνας γύρω από την οικογένεια να τον έκανε να ξανακυλήσει. Ίσως τον οδήγησαν σε αυτό οι τύψεις του για όσα πραγματικά ήξερε. Ίσως και κάποιος να ήθελε να του κλείσει το στόμα και το έκανε να φανεί σαν αυτοκτονία.

Φυσικά, η οικογένεια υποστήριζε μέχρι τέλους πως δεν είχε ιδέα τι είχε συμβεί στο παιδί τους και πως είχαν πειστεί πως ο Frederic ήταν ο Nicholas δηλώνοντας πως η αποκάλυψη της απάτης τους ξάφνιασε και τους γέμισε εκ νέου με θλίψη που τελικά δεν είχε βρεθεί…

Το πόσο λογικό και φυσιολογικό είναι να μην αναγνώρισαν πως είχαν μπροστά τους έναν άγνωστο και όχι το ίδιο τους το παιδί παραμένει ένα μεγάλο και αξιοσημείωτο ερώτημα.

Δυστυχώς, όσες έρευνες κι αν έκανε η αστυνομία, όλες ήταν χωρίς αποτέλεσμα και κανένα στοιχείο για το χαμένο παιδί δεν μπόρεσε να βρεθεί. Ο Nicholas παραμένει μέχρι σήμερα εξαφανισμένος και η υπόθεσή του ανοιχτή με την αστυνομία να ελπίζει πως κάποια στιγμή θα μπορέσει να εξιχνιαστεί.

Ο απατεώνας “χαμαιλέοντας” Frederic Bourdin σήμερα πλέον έχει παντρευτεί, έχει κάνει οικογένεια και ζει μια κανονική ζωή υποστηρίζοντας ακόμα πως η οικογένεια Barclay ευθύνεται για τον χαμό και πιθανόν την δολοφονία του γιού της.

_____________________________________

Για όποιον ενδιαφέρεται να δει λίγα περισσότερα, υπάρχει ένα εκτενές και εξαιρετικά ενδιαφέρον ντοκιμαντέρ του 2012 για την υπόθεση με τίτλο “The Imposter”, στο οποίο μιλάνε οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές της ιστορίας, μεταξύ αυτών η μητέρα, η αδερφή και ο Frederic Bourdin, ενώ παρουσιάζονται και πλάνα από την επίμαχη επανένωση της οικογένειας με τον Nicholas-Frederic στο αεροδρόμιο.

Κοινοποιήστε
Άννα-Μαρία Κέκια
Πτυχιούχος Δημοσιογραφίας & ΜΜΕ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου με έφεση στην έκφραση μέσω του γραπτού λόγου. Στον τομέα της αρθρογραφίας έχω ασχοληθεί τόσο με γενική ειδησεογραφία, πολιτικά και κοινωνικά θέματα, όσο και με φωτορεπορτάζ, στήλες πολιτισμού, κριτικές δίσκων, αφιερώματα και συνεντεύξεις. Λάτρης της ανεξάρτητης και ερευνητικής δημοσιογραφίας με έμφαση στην ιστορία, την ψυχολογία, την εγκληματολογία και την κοινωνιολογία. Παράλληλη και αγαπημένη απασχόληση η τέχνη της φωτογραφίας.