Δεκαετία 1990, ένας νεαρός Αμερικανός βρίσκεται στο επίκεντρο της ελληνικής πραγματικότητας με μια μακρά σειρά εγκλημάτων κάθε είδους, συνεργασίες με την εγχώρια μαφία και μια κινηματογραφική απόδραση από τις φυλακές Κορυδαλλού με την βοήθεια της ψυχολόγου και ερωμένης του.

___________________________________

Γεννημένος στη Νέα Υόρκη, στις 22 Ιουλίου του 1971, ο Πίτερ Σέντομ αναφέρεται πως κουβαλούσε από μικρός το μικρόβιο της παρανομίας, χωρίς να έχουν γίνει περισσότερα πράγματα γνωστά για τα παιδικά του χρόνια και το περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσε. Όταν ήταν μόλις 11 ετών δοκίμασε για πρώτη φορά κοκαΐνη, ενώ στα 19 του διέπραξε και την πρώτη του στυγνή δολοφονία.

Πως όμως ένας Αμερικανός πολίτης συνδέθηκε με την Ελλάδα και έφτασε να είναι ένας από τους μεγαλύτερους κακοποιούς που έδρασαν στη χώρα μας κατά την δεκαετία του ’90;

Ο Πίτερ Σέντομ, όταν ακόμα βρισκόταν στην Αμερική, είχε γνωριστεί εκεί με την περιβόητη οικογένεια Γρηγοράκου, μια από τις ισχυρότερες φαμίλιες του ελληνικού υποκόσμου. Έκανε παρέα με τα παιδιά του Βασίλη Γρηγοράκου και δεν άργησε να αρχίσει παράνομες συνεργασίες με την οικογένεια αναλαμβάνοντας ουσιαστικά την διακίνηση ναρκωτικών για λογαριασμό τους από την Αμερική στην Ελλάδα.

Κάπως έτσι βρέθηκε στην χώρα μας το 1989, ενώ συνέχισε να πηγαινοέρχεται στην Αμερική. Οι αρχικά στενές του σχέσεις με την μαφιόζικη οικογένεια διαταράχθηκαν και βρέθηκε να συνεργάζεται και με “αντίπαλο στρατόπεδο”, μια περίοδο μάλιστα που γινόταν ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών μεταξύ νονών της νύχτας (γεγονός που σύντομα έφερε και τις δολοφονίες των μελών της φαμίλιας – θέμα για μελλοντικό ξεχωριστό κείμενο, δεν θα επεκταθώ εδώ).

Εισαγωγή στις δολοφονίες

Με τον ερχομό του στην Ελλάδα ο Πίτερ Σέντομ γνωρίστηκε με την 20χρονη φοιτήτρια Στεφανία Σαρδή, με την οποία ξεκίνησαν ερωτική σχέση. Η κοπέλα δεν άργησε να ανακαλύψει την παράνομη κρυφή ζωή του Σέντομ βρίσκοντας μια μέρα μέσα στο σπίτι της ένα κρυμμένο πακέτο με ναρκωτικά. Μη θέλοντας τέτοια μπλεξίματα στη ζωή της ζήτησε αμέσως από τον Σέντομ να χωρίσουν. Εκείνος όμως φοβούμενος πως η κοπέλα θα τον έδινε στην αστυνομία αποφάσισε να την βγάλει από τη μέση.

Το μεσημέρι της Δευτέρας 13 Φεβρουαρίου του 1990 πήγε στο διαμέρισμά της στη Γλυφάδα και την δολοφόνησε εν ψυχρώ με 16 μαχαιριές στο λαιμό, το κεφάλι και άλλα σημεία του σώματος.

Το κατακρεουργημένο σώμα της νεαρής Στεφανίας ανακάλυψε ο ίδιος ο πατέρας της σχεδόν μια μέρα αργότερα, αφού είχε ανησυχήσει ψάχνοντάς την και μπήκε στο διαμέρισμά της με την βοήθεια ενός κλειδαρά. Η κοπέλα βρισκόταν στο πάτωμα του δωματίου της μέσα σε μια λίμνη αίματος, χωρίς τα ρούχα της. Όπως ανέφερε αργότερα ο ιατροδικαστής Χρήστος Λευκίδης η κοπέλα έφερε πάνω της έντονα τραύματα που αποδείκνυαν πως είχε παλέψει με τον δράστη προσπαθώντας να αμυνθεί.

Ο Σέντομ βρέθηκε στην λίστα των υπόπτων για την δολοφονία της Στεφανίας και παρόλο που δεν παραδεχόταν τις πράξεις του, τα άλλοθί του δεν άργησαν να καταρριφθούν και να σχηματιστεί δικογραφία εις βάρος του. Σύντομα όμως και λόγω ενός μπερδέματος με τις αστυνομικές και δικαστικές αρχές ο Σέντομ βρέθηκε εκτός φυλακής ελεύθερος να συνεχίσει την παράνομη δράση του.

Στο επόμενο διάστημα βρέθηκε κάποια στιγμή στη γενέτειρά του τη Νέα Υόρκη, όπου διέπραξε (πέρα από τις ληστείες) άλλες δύο δολοφονίες γυναικών. Ένα από τα θύματά του, η Ρεβέκκα Πανσένσκο, βρέθηκε νεκρή κάτω από την γέφυρα του Μπρούκλιν έχοντας στραγγαλιστεί έναν μήνα νωρίτερα.

Το 1996 έχοντας επιστρέψει ξανά στην Ελλάδα κατηγορήθηκε για εμπόριο ναρκωτικών, για ένοπλη επίθεση με χειροβομβίδα στο μπαρ “Άνεσις” και εμπρησμό αυτοκινήτου στη Γλυφάδα. Αργότερα βρέθηκε επίσης να πουλάει κλοπιμαία κοσμήματα σε κοσμηματοπωλείο, ενώ επιδιδόταν σε ληστείες στο δρόμο μαζί με τον Χρήστο Λούντζη και έναν ακόμα Αμερικανό ως οργανωμένη συμμορία ληστών.

Στις 2 Μαΐου του 1997 προέβησαν σε μια σειρά ένοπλων ληστειών σε τρία πρατήρια υγρών καυσίμων. Σε ένα από αυτά σκότωσαν τον υπάλληλο Μιχάλη Δρούγκα και σε ένα άλλο τραυμάτισαν σοβαρά στο πρόσωπο τον Θωμά Αντωνίου. Παρότι είχαν μαζέψει λεία περισσότερες από 300.000 δραχμές, η συμμορία ήταν έτοιμη να επιτεθεί σε άλλο ένα βενζινάδικο στη Γλυφάδα. Οι κινήσεις τους όλη την ημέρα όμως είχαν σημάνει συναγερμό στην Άμεση Δράση και αστυνομικές δυνάμεις ήταν ήδη έξω για τον εντοπισμό τους. Πριν προλάβουν να επιτεθούν στο επόμενο πρατήριο, οι αστυνομικοί τους εντόπισαν αναγκάζοντάς τους να παραδοθούν.

Αντιμέτωπος πλέον με την δικαιοσύνη ο Πίτερ Σέντομ καταδικάστηκε για τις ένοπλες επιθέσεις, τις ληστείες και άλλα παρεμφερή εγκλήματα και δέχτηκε ποινή κάθειρξης 11 ετών.

Τον Μάϊο του 2000, έγκλειστος ήδη στον Κορυδαλλό, ο Σέντομ αποφάσισε κάποια στιγμή να μιλήσει για εγκλήματά του, τα οποία δεν ήταν γνωστά ως τότε. Αποκάλυψε την ανάμειξή του σε τρομοκρατικές επιθέσεις, καθώς επίσης και την στενή συνεργασία του με την οικογένεια Γρηγοράκου για λογαριασμό της οποίας διακινούσε τεράστιες ποσότητες κοκαΐνης. Αποκάλυψε όμως επίσης και την στυγνή δολοφονία της φίλης του Στεφανίας Σαρδή το 1990 και την δολοφονία του επιχειρηματία Θεοφάνη Σιδηρόπουλου το 1996.

Η περίπτωση του Σιδηρόπουλου επρόκειτο ουσιαστικά για μια ανθρωποκτονία κατά λάθος στα πλαίσια του ξεκαθαρίσματος λογαριασμών μεταξύ αντίπαλων οικογενειών της μαφίας. Ο 52χρονος επιχειρηματίας δέχτηκε έναν καταιγισμό πυροβολισμών έξω από το σπίτι του, στις 7 Αυγούστου του 1996, από δύο άγνωστους δράστες που επέβαιναν σε μοτοσικλέτα.

Σύμφωνα με την ομολογία του Σέντομ, είχαν σκοτώσει τον Σιδηρόπουλο κατά λάθος μαζί με τον Θόδωρο Γρηγοράκο νομίζοντας πως είναι ο ιδιοκτήτης μιας καφετέριας που ήθελαν να βγάλουν από τη μέση. Αντίστοιχα και η απόπειρα ανθρωποκτονίας εναντίον της υπαλλήλου κομμωτηρίου Βασιλικής Κωνσταντίνου ήταν μια αντίστοιχη περίπτωση λάθος συνεννόησης που είχε στόχο άλλο άτομο. Ευτυχώς η Κωνσταντίνου γλύτωσε την δολοφονική απόπειρα με σοβαρούς, αλλά ανατρέψιμους τραυματισμούς.

Ο πόλεμος μεταξύ των νονών της νύχτας έληξε τελικά με την δολοφονία και των τριών μελών της οικογένειας Γρηγοράκου από αντίπαλες φαμίλιες.

Έναν χρόνο μετά τις αποκαλύψεις του για τις μαφιόζικες συνεργασίες και τις δολοφονίες ο Σέντομ διέπραξε άλλον έναν φόνο μέσα στη φυλακή. Σκότωσε έναν 33χρονο Αλβανό κρατούμενο ξυλοκοπώντας και στραγγαλίζοντάς τον, ο οποίος βρέθηκε κρεμασμένος από ένα σεντόνι στο κελί του στις 7 Φεβρουαρίου του 2001.

Κάπως έτσι ο 30χρονος Αμερικανός εγκληματίας χρεώθηκε με πέντε σίγουρες δολοφονίες, τρεις στην Ελλάδα και δύο στην Αμερική, και μια απόπειρα ανθρωποκτονίας. Στην Αμερική είχε ήδη καταδικαστεί σε θανατική ποινή και τον περίμενε η ηλεκτρική καρέκλα, γεγονός για το οποίο θεωρούν κάποιοι πως αποφάσισε να αποκαλύψει τα γεγονότα των φόνων του στις ελληνικές αρχές. Ζητούσε να καταδικαστεί σε ισόβια για τις πράξεις του ενδεχομένως για να αποφύγει την έκδοσή του στις ΗΠΑ. Η ελληνική δικαιοσύνη τον καταδίκασε για τα εγκλήματά του στη χώρα μας σε ισόβια κάθειρξη και άλλες πολυετείς ποινές.

Ο μοιραίος έρωτας και η απόδραση

Μέσα στις πτέρυγες του Κορυδαλλού ο Σέντομ γνωρίστηκε κάποια στιγμή με την ψυχίατρο των φυλακών Όλγα Ατζαμόγλου, μια 45χρονη μητέρα δύο παιδιών, που βρισκόταν τότε σε διάσταση με τον πρώην σύζυγό της.

Ο Σέντομ άρχισε να πηγαινοέρχεται στο γραφείο της όλο και συχνότερα και στη φυλακή ήδη κρυφομιλούσαν για μια μοιραία ερωτική σχέση. Ένα μυστικό που όμως γνώριζαν πολλοί.

Οι πληροφορίες κάνουν λόγο για έναν σφοδρό έρωτα της Ατζαμόγλου για τον περιβόητο ισοβίτη εγκληματία, που φαίνεται και από τις προσπάθειές της να τον βοηθά και να τον έχει κοντά της και όταν έτυχε να χωριστούν.

Κάποια στιγμή αποφασίστηκε η μεταγωγή του στην Κέρκυρα και εκείνη βασανιζόταν για το πως θα καταφέρει να τον κάνει να επιστρέψει πίσω στον Κορυδαλλό. Τον συμβούλεψε λοιπόν να επικαλεσθεί ψυχολογικά προβλήματα στον διευθυντή των φυλακών και να φροντίσει να φαίνεται αυτό και στην συμπεριφορά του. Ο Σέντομ υπέβαλλε αίτημα να έρθει η ψυχίατρος να τον επισκεφτεί στην Κέρκυρα, καθώς ήταν εκείνη που γνώριζε το ιστορικό του, όμως αυτό το αίτημα απορρίφθηκε. Σε νέα του αίτηση ζήτησε να μεταφερθεί ξανά ο ίδιος στον Κορυδαλλό για να μπορέσει να εξεταστεί από την ψυχίατρο και πράγματι αυτό τελικά έγινε το Πάσχα του 2002.

Το αλλόκοτο ζευγάρι ξανάσμιξε και στις καθημερινές επισκέψεις στο γραφείο της 45χρονης κατάστρωναν μαζί το σχέδιο της πολυπόθητης απόδρασης του Σέντομ.

Δευτέρα 27 Μαΐου 2002

Εκείνη την ημέρα η Όλγα Ατζαμόγλου, από την ώρα που έφτασε στις φυλακές για την βάρδια της, ρωτούσε τους φύλακες αν την είχε ζητήσει ή αν είχε έρθει από εκεί ένας συνάδερφός της γιατρός. Δεν περίμενε όμως πράγματι κανέναν.

Γύρω στις 3 το μεσημέρι κάλεσε στο γραφείο της τον Σέντομ για εξέταση. Εκεί του έδωσε να φορέσει τα ρούχα που είχε φροντίσει να του φέρει για να μεταμφιεστεί σε γιατρό, όπως είχαν κανονίσει. Ο Σέντομ φόρεσε ένα ανοιχτόχρωμο κοστούμι, καφέ γραβάτα, γυαλισμένα μαύρα παπούτσια, μια καστανή περούκα, γυαλιά, μια τσάντα ώμου και στα χέρια κρατούσε ένα ντοσιέ και μια πλαστή ταυτότητα.

Περνώντας από τους ελέγχους μέχρι την έξοδο από τις φυλακές η Όλγα τον παρουσίαζε ως τον συνάδελφό της γιατρό που θα συνεργαζόντουσαν για ένα πρόγραμμα απεξάρτησης και επιδεικνύοντας κι εκείνος την πλαστή ταυτότητα κατάφερε να περάσει από όλους χωρίς να κινήσει υποψίες. Βγήκαν ανενόχλητοι από τις φυλακές, επιβιβάστηκαν στο αυτοκίνητο της ψυχιάτρου και εξαφανίστηκαν.

Η απουσία του Σέντομ έγινε αντιληπτή στην καταμέτρηση των κρατουμένων που έγινε το βράδυ της ίδιας ημέρας, ενώ και τα στοιχεία στο κλειδωμένο γραφείο της ψυχιάτρου δεν άργησαν να αποκαλύψουν το τι είχε συμβεί. Στις αστυνομικές έρευνες αργότερα βρέθηκε το αυτοκίνητο της απόδρασης σε ένα σημείο της Πέτρου Ράλλη. Το ζευγάρι είχε διαφύγει στο εξωτερικό.

Τέλος

Το 2006, η Όλγα Ατζαμόγλου βρέθηκε νεκρή σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου στην Κολομβία, χωρίς να γίνουν ποτέ γνωστές στην ελληνική αστυνομία οι συνθήκες θανάτου της. Λεγόταν όμως πως στο ξενοδοχείο έμενε με έναν άντρα, ο οποίος εξαφανίστηκε και δεν εξετάστηκε ποτέ από τις τοπικές αρχές. Πολλοί θεωρούν πως πρόκειται φυσικά για τον Σέντομ.

Την ίδια τύχη με την πρώην ερωμένη και βοηθό του είχε τελικά και ο ίδιος δύο χρόνια αργότερα. Στις 11 Ιανουαρίου του 2008, σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείο στη νήσο Μαργαρίτα της Βενεζουέλας βρέθηκε το νεκρό σώμα ενός άντρα αγνώστων στοιχείων. Μέσα από διαδικασίες που κινήθηκαν μεταξύ ελληνικών αρχών, Αμερικής και Βενεζουέλας εξετάστηκαν τα δακτυλικά του αποτυπώματα και διαπιστώθηκε πως επρόκειτο για τον καταζητούμενο ισοβίτη Πίτερ Σέντομ. Οι συνθήκες και του δικού του θανάτου δεν διευκρινίστηκαν, αν και έγινε λόγος για υπερβολική δόση ναρκωτικών.

Έτσι έληξε η ζωή του αδίστακτου ισοβίτη που έγινε εκτελεστής και dealer του ελληνικού υπόκοσμου, έζησε χρόνια μεταξύ Ελλάδας και Αμερικής χωρίς να είναι γνωστά τα μεγαλύτερα εγκλήματά του και τέλος δραπέτευσε θεαματικά από τις φυλακές Κορυδαλλού καταδεικνύοντας τα χρόνια προβλήματα του σωφρονιστικού συστήματος της χώρας.

Κοινοποιήστε
Άννα-Μαρία Κέκια
Πτυχιούχος Δημοσιογραφίας & ΜΜΕ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου με έφεση στην έκφραση μέσω του γραπτού λόγου. Στον τομέα της αρθρογραφίας έχω ασχοληθεί τόσο με γενική ειδησεογραφία, πολιτικά και κοινωνικά θέματα, όσο και με φωτορεπορτάζ, στήλες πολιτισμού, κριτικές δίσκων, αφιερώματα και συνεντεύξεις. Λάτρης της ανεξάρτητης και ερευνητικής δημοσιογραφίας με έμφαση στην ιστορία, την ψυχολογία, την εγκληματολογία και την κοινωνιολογία. Παράλληλη και αγαπημένη απασχόληση η τέχνη της φωτογραφίας.