“Nothing is more hopeless than a scheme of merriment.”
(Τίποτα δεν είναι πιο απελπιστικό από μια σκευωρία με σκοπό την καλοπέραση.)
Samuel Johnson
Ένας καλοζωισμένος νεαρός, που ξεχώριζε για την εξυπνάδα και την ελκυστική του εμφάνιση, κατάφερε να γίνει γνωστός ξοδεύοντας τη σύντομη ζωή του σε αυτοκαταστροφικές συνήθειες που έφεραν και τις αναίτιες δολοφονίες 5 ατόμων, μεταξύ των οποίων και του διάσημου σχεδιαστή Gianni Versace.
Ο λόγος για τον Andrew Phillip Cunanan.
___________________________________________
Γεννημένος σε ένα πλούσιο προάστιο της Καλιφόρνια, στις 31 Αυγούστου του 1969, ο Andrew Phillip Cunanan μεγάλωσε σε μια εύπορη οικογένεια απολαμβάνοντας κάθε άνεση που αυτό συνεπάγεται.
Από την σχολική του ηλικία ξεχώριζε στους γύρω του λόγω της ελκυστικής του εξωτερικής εμφάνισης, της κοινωνικότητας και της εμφανούς εξυπνάδας του. Έχει καταγραφεί ανάμεσα στους εξυπνότερους κατά συρροή δολοφόνους με δείκτη νοημοσύνης (IQ) 147. Μέχρι τα 20 του χρόνια μιλούσε επτά γλώσσες, θυμόταν απίστευτα πολλές πληροφορίες και είχε την ικανότητα να ελκύει τους συνομιλητές του με ένα βλέμμα και μια κίνηση (υποτιθέμενου) ενδιαφέροντος.
Ήταν επίσης γνωστός ως ομοφυλόφιλος από την περίοδο που μαθήτευε στο λύκειο. Δεν έκρυβε ότι προτιμούσε να συνάπτει σχέσεις με άντρες μεγαλύτερούς του και φυσικά πλούσιους.
Παράλληλα όμως η συμπεριφορά του χαρακτηριζόταν από μια έντονη προσπάθεια να επιδεικνύει συνεχώς τον εαυτό του. Προσπαθούσε να προκαλεί γύρω του όλη την προσοχή χτίζοντας τη φήμη του “σπουδαίου”. Αναφέρεται πως ήταν επίσης παθολογικός ψεύτης και συνήθιζε να λέει διάφορες φανταστικές ιστορίες για την οικογένειά του και την προσωπική του ζωή.
Το 1988, όταν ο Andrew ήταν 19 χρονών, ο πατέρας του, που τότε εργαζόταν ως χρηματομεσίτης, αναγκάστηκε να διαφύγει στις Φιλιππίνες, καθώς κατηγορήθηκε για υπεξαίρεση χρημάτων από πελάτες του. Το γεγονός άφησε την υπόλοιπη οικογένεια, την μητέρα και τα τέσσερα αδέρφια, με βαριές δυσκολίες, που άλλαξαν την ως τότε άνετη ζωή τους.
Ο νεαρός Andrew βλέποντας ότι η οικογενειακή τους κατάσταση δεν μπορούσε πλέον να εξυπηρετήσει την ανάγκη του για προβολή και “μεγάλη ζωή”, αποφάσισε να πάρει τον δικό του δρόμο. Άφησε λοιπόν τους δικούς του και μετακόμισε στο Σαν Φρανσίσκο.
Εκεί δεν άργησε να γίνει μια γνωστή και φανταχτερή φιγούρα της γκέι κοινότητας. Όσο για το πως έβγαζε τα προς το ζην, ο Andrew φρόντιζε απλά να κάνει σχέσεις με άντρες, κυρίως μεγαλύτερους του και ιδιαίτερα πλούσιους, και να τους προσφέρει τις σεξουαλικές του υπηρεσίες με αντάλλαγμα λεφτά και πλούσια δώρα.
Κάπως έτσι, κυκλοφορούσε πάντα ντυμένος στην τρίχα με επώνυμα, στυλάτα ρούχα, σύχναζε στα πιο ακριβά και hot εστιατόρια, κάπνιζε τα περίφημα πούρα Cohiba και έπινε μόνο την καλύτερη σαμπάνια. Η παρέα του τον θεωρούσε έναν σίγουρα ευχάριστο τύπο, με θετική διάθεση, ομιλητικό και πάντα ενημερωμένο. Παρόλα αυτά ακόμα και οι καλύτεροι φίλοι του διέκριναν την απεγνωσμένη του ανάγκη να επιδεικνύεται και να αποδεικνύει σε όλους ότι είναι “κάποιος”.
Στην πραγματικότητα βέβαια, πίσω από τις επιφανειακές φαμφάρες, ο Andrew Cunanan δεν ήταν καθόλου “κάποιος”. Ήταν ένας άνεργος, εξαρτημένος τύπος, που τον ζούσαν οι πλούσιοι πατρόνες του (οι sugar daddies, όπως θα τους έλεγε σήμερα). Μια “αρσενική πόρνη πολυτελείας”, όπως τον χαρακτήρισε κάποια στιγμή η μητέρα του. Όχι μόνο έπαιρνε αυτό που ήθελε με την έξυπνα μελετημένη συμπεριφορά του, αλλά είχε και τη φήμη ότι ήταν διαθέσιμος και για τις πιο ιδιαίτερες σεξουαλικές απαιτήσεις, ως και σαδομαζοχιστική πορνογραφία.
Θα έλεγε κανείς τώρα ότι οκ, ο τύπος έτσι ήθελε να ζει και ό,τι θέλει κάνει στο κρεβάτι του. Προφανώς, σε μια πρώτη ανάγνωση. Τέτοια όμως μοτίβα ζωής στην πλειοψηφία των περιπτώσεων δεν σταματούν απλά εκεί, και είναι σχεδόν εγκληματικό να αντιμετωπίζονται ως κάτι “εντάξει μωρέ και τι έγινε”. Η απελπισμένη ανάγκη γίνεται εξάρτηση, η εξάρτηση εμμονή, τα ψυχολογικά θέματα διογκώνονται και οι καταστροφικές επιλογές διαδέχονται η μία την άλλη.
Ο Andrew Cunanan μέσα στη φανταχτερή ζωή που είχε εξασφαλίσει, είχε φυσικά μπλεχτεί και με τον κόσμο των ναρκωτικών. Αναφέρεται ότι εκτός από συχνή χρήση, έκανε και διακίνηση κάνναβης και κοκαΐνης.
Η πτώση και οι δολοφονίες
Από το φθινόπωρο του 1996 η σκοτεινή πλευρά της λαμπερής ζωής του άρχισε να βγαίνει στην επιφάνεια και ξεκίνησε η αντίστροφη μέτρηση. Κάποιοι θεώρησαν ότι ο λόγος ήταν ουσιαστικά τα ναρκωτικά. Άλλοι υποστήριξαν ότι το πρόβλημα ξεκίνησε από την τελευταία του ερωτική σχέση με τον ηλικιωμένο και πάμπλουτο John Blatchford, ο οποίος τον παράτησε ξαφνικά.
Μέσα σχεδόν σε μια νύχτα ο Andrew έχασε την πολυτελή παραθαλάσσια έπαυλη του γκόμενου-χορηγού του, το ακριβό αυτοκίνητο, τα εξεζητημένα ρούχα, ποτά και φαγητά και το μηνιαίο χαρτζιλίκι των 2.500 δολαρίων που έπαιρνε (…) και κατέληξε στο τίποτα.
Όποιος κι αν ήταν ο βαθύτερος λόγος της απότομης πτώσης του, ήταν σίγουρα κάτι που ο Andrew δεν κατάφερε καθόλου να διαχειριστεί ψυχολογικά. Ο άλλοτε ψωνισμένος με την εμφάνισή του γόης, παράτησε τον εαυτό του τελείως. Σταμάτησε να γυμνάζεται, πήρε κιλά και κυκλοφορούσε ατημέλητος και με όψη κακομοίρη στα μπαρ. Γκρίνιαζε στους γύρω του για τη μοναξιά του και για το ότι δεν τον έκλεινε πλέον κανένας για “ραντεβού”.
Από τότε και μετά και σύμφωνα με αναφορές των φίλων του, ο Andrew έπινε παυσίπονα και κατανάλωνε αλκοόλ “σαν να μην υπήρχε αύριο”.
Τέλη Απριλίου του 1997, ο Andrew Cunanan έκανε ένα αποχαιρετιστήριο πάρτι με μερικούς φίλους και τους ανακοίνωσε ότι θα φύγει για τη Μινεάπολη “να τακτοποιήσει κάποια επαγγελματικά θέματα” με έναν φίλο του. Καταφέρνοντας να κερδίσει μια τελευταία πίστωση στην υπερχρεωμένη πιστωτική του, έβγαλε ένα αεροπορικό εισιτήριο πρώτης θέσης και έφτασε στη Μινεάπολη την επόμενη μέρα.
Εκεί έμεινε στο διαμέρισμα του πρώην και αγαπημένου εραστή του, David Madson. Στις 27 Απριλίου ήρθε στο διαμέρισμα ο στενός του φίλος, Jeffrey Trail. Ξεκίνησαν μια σοβαρή συζήτηση (αγνώστου περιεχομένου), που σύντομα κατέληξε σε έναν έντονο καβγά. Και τότε έγινε το μοιραίο.
Ο Andrew πήρε ένα σφυρί και άρχισε να χτυπά τον 28χρονο Trail στο κεφάλι μέχρι θανάτου… Στη συνέχεια τύλιξε το πτώμα σε ένα χαλί και το έκρυψε σε ένα σημείο του σπιτιού, όπου το βρήκε η αστυνομία δύο μέρες αργότερα.
Ο πραγματικός λόγος της αιματηρής αυτής διαφωνίας δεν έγινε ποτέ γνωστός. Αναφέρεται πως ο Jeffrey Trail ήταν ένας πετυχημένος επαγγελματικά νέος, που έπαιζε το ρόλο του “μεγάλου αδερφού” στη ζωή του Andrew και πως η ρήξη μεταξύ τους είχε να κάνει με το ότι ο Trail αποδοκίμαζε έντονα τον Andrew για το μπλέξιμό του με τα ναρκωτικά. Μια άλλη πλευρά υποστηρίζει ότι οι δυό τους είχαν κάποτε και ερωτική σχέση και ότι ο Trail είχε μπλεχτεί σεξουαλικά και με τον Madson.
Ίσως αυτή η δεύτερη εκδοχή τελικά να κρύβει ένα μέρος της αλήθειας, αφού ο 33χρονος David Madson έγινε σύντομα το δεύτερο θύμα του Andrew και σίγουρα καθόλου τυχαία. Την 1η Μαΐου οι δύο άντρες βρέθηκαν σε μια λίμνη μερικές δεκάδες μίλια μακριά από τη Μινεάπολη. Εκεί ο Andrew σκότωσε τον “έρωτα της ζωής του” πυροβολώντας τον αρκετές φορές με ένα 40άρι όπλο, που είχε πάρει από το σπίτι του Trail.
Με το τζιπ του θύματος ο Andrew Cunanan βρέθηκε στο Σικάγο, όπου με κάποιον τρόπο μπήκε στο σπίτι του γνωστού 72χρονου κτηματομεσίτη, Lee Miglin. Για άγνωστο λόγο, αφού δεν υπάρχουν στοιχεία ότι οι δυό τους είχαν ποτέ οποιαδήποτε σχέση ή γνωριμία, ο Andrew υπέβαλλε τον ηλικιωμένο σε μια σειρά φρικτών βασανιστηρίων.
Έδεσε τα χέρια και τα πόδια του, τύλιξε το πρόσωπό του με κολλητική ταινία και στη συνέχεια τον μαχαίρωσε περισσότερες από 20 φορές με ένα ψαλίδι κλαδέματος. Τέλος, του έκοψε τον λαιμό με ένα πριόνι.
Αν αναρωτιέστε γιατί αυτός ο φόνος ήταν τόσο βάναυσος σε ένα άτομο που όπως όλα δείχνουν του ήταν εντελώς άγνωστο, μια εξήγηση μπορεί να είναι η ψυχική ένταση και αδρεναλίνη που ο Andrew είχε ήδη από τις πρώτες δύο δολοφονίες. Σκοπός του τώρα δεν ήταν να εκδικηθεί, αλλά να εξασφαλίσει λεφτά και ένα αμάξι για να διαφύγει. Όπως και έκανε.
Με το -καθόλου διακριτικό- πολυτελές αυτοκίνητο του ηλικιωμένου θύματός του κατευθύνθηκε αυτή τη φορά προς το New Jersey.
Στις 9 Μαΐου πυροβόλησε και σκότωσε έναν 45χρονο επιστάτη του νεκροταφείου της περιοχής του Pennsville, τον William Reese. Ο Reese είχε βρεθεί ουσιαστικά στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή. Αυτό που ήθελε ο Andrew ήταν να πάρει το αυτοκίνητό του για να χάσουν τα ίχνη του από τον προηγούμενο φόνο.
Μέσα σε δύο εβδομάδες, το άλλοτε γοητευτικό αγόρι των πάρτι και της άπλετης καλοπέρασης είχε σκοτώσει εν ψυχρώ τέσσερις άντρες. Ως τον Ιούνιο είχε ανακηρυχθεί από το FBI ανάμεσα στους 10 τοπ καταζητούμενους. Η φάτσα του φιγουράριζε σε όλα τα μέσα ως ο “σκοτεινός, γοητευτικός Καλιφορνέζος” και “ο νέος serial killer της περιοχής”.
Η αστυνομία κυνηγούσε μανιωδώς τα ίχνη του, ενώ εκείνος φρόντιζε συνεχώς να τα καλύπτει αλλάζοντας συχνά αυτοκίνητα και μέρη διαμονής. Για δύο μήνες περνούσε τις μέρες του μέσα σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου τρώγοντας πίτσες και χαζεύοντας περιοδικά, τηλεόραση και σαδομαζοχιστικά πορνό. Τα βράδια έβγαινε στα γκέι μπαρ της περιοχής ουσιαστικά ανενόχλητος.
Γύρω στις 14 Ιουλίου βρέθηκε στο Μαϊάμι και στην εντυπωσιακή έπαυλη (Casa Casuarina) του γνωστού σχεδιαστή μόδας Gianni Versace.
Ήταν περίπου 8:30 το πρωί όταν ο 50χρονος σχεδιαστής βγήκε από το σπίτι του και επισκέφτηκε ένα κοντινό κατάστημα για να πάρει καφέ και περιοδικά. Επιστρέφοντας στο σπίτι του και ενώ ανέβαινε τη σκάλα της εισόδου, ο Andrew τον πυροβόλησε δύο φορές στο πίσω μέρος του κεφαλιού.
Ένας μάρτυρας που έτυχε να δει το σκηνικό τον κυνήγησε, αλλά ο Andrew κατάφερε να ξεφύγει. Σε ένα υπόγειο γκαράζ η αστυνομία βρήκε το αυτοκίνητο του νεκρού επιστάτη, που χρησιμοποιούσε ο δράστης, και μέσα σε αυτό μερικά ματωμένα ρούχα του, ένα διαβατήριο και αποκόμματα εφημερίδων από τους φόνους του που είχαν γίνει γνωστοί ως τότε.
Η είδηση της δολοφονίας του Versace ήταν από μόνη της σοκαριστική για τον κόσμο που τον γνώριζε. Το μεγαλύτερο σοκ όμως ήταν η αποκάλυψη ότι ο δολοφόνος του ήταν ο ίδιος “γκέι serial killer” που έψαχναν τόσο καιρό.
Τότε ήταν που ο Andrew Cunanan είχε πλέον πάνω του όλη την προσοχή και τη διασημότητα που αναζητούσε διακαώς στη ζωή του. Όλα τα μέσα ενημέρωσης ασχολούνταν με την υπόθεσή του και συζητούσαν επί ώρες για την χλιδάτη και απελπισμένη ιστορία του.
Ο Cunanan δεν ήταν ουσιαστικά η κλασσική περίπτωση ενός κατά συρροή δολοφόνου. Ήταν αυτό που ονομάζουμε “spree killer“, ένας δολοφόνος που σκοτώνει δύο ή περισσότερα θύματα σε άμεσο μεταξύ τους χρονικό διάστημα, συνήθως οδηγούμενος από κάποια έξαρση οργής και εκδίκησης. Ο Andrew δεν είχε εμφανίσει ποτέ ξανά στη ζωή του βίαιη ή παραβατική συμπεριφορά και ως δολοφόνος δεν έκανε καμία προσπάθεια να κρύψει την ταυτότητα ή τα θύματά του (όπως θα έκανε παραδοσιακά ένας serial killer).
Η αστυνομία ήξερε ποιον έψαχνε και μετά από κάθε νέο φόνο είχε και νέα στοιχεία για το που μετακινούταν ο δράστης. Το πρόβλημα ήταν ότι δεν μπόρεσαν ποτέ να τον εντοπίσουν και να τον συλλάβουν!
Η κοινή γνώμη άρχισε να του προσδίδει μέχρι και “υπερφυσικές” δυνάμεις ως έναν παμπόνηρο, παντοδύναμο τύπο, που καταφέρνει να ελίσσεται κάτω από τη μύτη της αστυνομίας. Μιας αστυνομίας που έπεσε σε λάθη και δεν κατάφερε να κινηθεί έγκαιρα και αποτελεσματικά. Δεδομένου πάντα ότι ο Andrew δεν έκανε καμία προσπάθεια να αποφύγει τη σύλληψη και εμφανιζόταν σε μέρη με κόσμο λέγοντας κανονικά και το όνομά του.
Στις 25 Ιουλίου ο Andrew Cunanan βρέθηκε νεκρός μέσα σε ένα πολυτελές σκάφος σε μια μαρίνα κοντά στον τόπο της δολοφονίας του σχεδιαστή Versace. Ο 27χρονος δολοφόνος είχε δώσει τέλος στη ζωή του με το ίδιο όπλο που σκότωσε και τα θύματά του.
Ψάχνοντας τα κίνητρα – Ψυχολογικό προφίλ
Με την σχεδόν προκαθορισμένη αυτοκτονία του ο Cunanan άφησε πίσω του μια σειρά από μυστήρια, που ίσως δεν βρουν ποτέ μια σίγουρη απάντηση, όπως το πως έφτασε να διαπράξει τις δολοφονίες.
Ένα βασικό στοιχείο κάθε δολοφόνου είναι πως πρόκειται για άτομα βαθιά απογοητευμένα, γεμάτα συσσωρευμένη οργή και δυσαρέσκεια για τη ζωή τους που καταρρέει, είτε με αφορμή κάποια ερωτική απογοήτευση, είτε κάποια επαγγελματική αποτυχία κτλ.
Εκεί που αισθάνονται ότι η ζωή τους έχει γίνει ένας ανυπόφορος εφιάλτης, μόνη τους απόδραση είναι η αυτοκαταστροφή. Αλλά πριν φύγουν θέλουν να πάρουν μαζί τους και μερικούς ακόμα, να εκδικηθούν τον κόσμο κερνώντας τον λίγη από τη φρίκη που βιώνουν και οι ίδιοι.
Ο Φρόιντ αναφέρει ότι οι δύο προϋποθέσεις για μια ουσιαστικά ικανοποιητική ζωή είναι αγάπη και εργασία. Ο Cunanan ήταν μια περίπτωση ανθρώπου -πολύ νέου ανθρώπου- που όσο λαμπερή ήταν η ζωή του εξωτερικά, τόσο κενή και μίζερη ήταν εσωτερικά, ώσπου έγινε αφόρητη.
Οι σχέσεις του δεν ήταν σχέσεις αγάπης και ενδιαφέροντος, αλλά σχέσεις συμφέροντος και σεξουαλικής εκμετάλλευσης. Μόνη πηγή εισοδήματός του ήταν τα λεφτά που του έδιναν οι εκάστοτε ερωτικοί χορηγοί του ως αντάλλαγμα στη συντροφιά του.
Όσο περισσότερο ένιωθε ένα αδύναμο, τσαλακωμένο παιχνίδι στα χέρια αυτών από τους οποίους επέλεξε να εξαρτάται, τόσο πιο απελπισμένη γινόταν η ανάγκη του να δείχνει στον έξω κόσμο ότι είναι κάποιος σπουδαίος.
Μετά την εγκατάλειψη από τον τελευταίο του “χορηγό”, φαίνεται πως η βαριά ανυπαρξία της ζωής του τον έπνιξε οριστικά. Χωρίς αγάπη, χωρίς αληθινούς φίλους, χωρίς επάγγελμα και εμπειρίες, χωρίς δικά του κατορθώματα, είχε πλέον φτάσει στο όριό της αντοχής του και ξέσπασε.
Ήθελε ο ίδιος να ξεφύγει από όλο αυτό, αλλά μέσα σε μια φρενίτιδα οργής ή ζήλιας, που τροφοδοτήθηκε και από τα ναρκωτικά, πήρε μαζί του και μερικούς ακόμα. Τους μισούς για προσωπικούς του λόγους και τους άλλους (Reese και Miglin) ουσιαστικά συγκυριακά, καθώς βρέθηκαν στο δρόμο του.
Η δολοφονία του Versace θεωρήθηκε περισσότερο συμβολική, παρά προσωπική. Οι δύο τους ναι μεν είχαν κάποτε γνωριστεί, αλλά δεν υπάρχουν στοιχεία για οποιαδήποτε μεταξύ τους σχέση. Ίσως στο πρόσωπο του διάσημου σχεδιαστή ο Cunanan να είδε ασυνείδητα όλους τους μεγαλύτερούς του γκέι και πλούσιους άντρες που τον είχαν χρησιμοποιήσει. Ίσως ταυτόχρονα να είδε όλη την προσωπική επιτυχία και χλιδάτη γοητεία που ο ίδιος δεν θα αποκτούσε πραγματικά ποτέ.
Ανάμεσα σ’ αυτά που ακούστηκαν για τον Cunanan ήταν ότι είχε κολλήσει Aids από κάποιον εραστή του και ήταν αποφασισμένος να εκδικηθεί όποιον νόμιζε ότι του τον είχε μεταδώσει. Αυτή η θεωρία φαίνεται μάλλον άλλο ένα δημιούργημα των μίντια, αφού η νεκροψία του έδειξε ότι ήταν καθαρός και κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να ισχύει.
Το κίνητρό του για τους φόνους μπορεί να μην έγινε ποτέ γνωστό, όμως το μοτίβο της σύντομης και κενόδοξης ζωής του μπορεί από μόνο του να δώσει διάφορες απαντήσεις.
Ο κόσμος πάντως, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, του έδωσε τη διαχρονική φήμη που πάντα αποζητούσε, έστω και αρνητική. Έμεινε στην ιστορία ως ο δολοφόνος του διάσημου Versace.