Η λίστα των Αμερικανών δολοφόνων φαίνεται ατελείωτη με πολλούς από αυτούς να φιγουράρουν στις λίστες των πιο διάσημων εγκληματιών παγκοσμίως. Λίγοι όμως έχουν χαρακτηριστεί τόσο σατανικά διεστραμμένοι όσο ο Albert Fish.
Ένας φαινομενικά συμπαθητικός γεροντάκος, ευγενικός και υπεράνω κάθε υποψίας, που τελικά αποδείχτηκε μια περίπτωση “απαράμιλλης διαστροφής, μοναδικής στα χρονικά της ψυχιατρικής και της εγκληματολογίας”.
Η ιστορία του ξεπερνά την πιο καλπάζουσα ανθρώπινη φαντασία και επιβεβαιώνει για άλλη μια φορά τη φράση “άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου”. Του δόθηκαν δικαίως διάφορα παρατσούκλια, όπως: “The Gray Man”, “Βρικόλακας του Μπρούκλιν”, “Werewolf of Wysteria”, “The Moon Maniac” και “Boogeyman”.
Αν είναι ένα πράγμα σίγουρο για μια τόσο ιδιάζουσα περίπτωση ανθρώπου, αυτό είναι ότι δεν θα μπορούσε να έχει ζήσει και τα πιο ευχάριστα παιδικά χρόνια. Τουλάχιστον.
*Προειδοποίηση: το κείμενο περιλαμβάνει ορισμένες αποκρουστικές περιγραφές, που ενδέχεται να επηρεάσουν δυσάρεστα τους αναγνώστες.
________________
Ένα καταδικασμένο παιδί
Εύκολα θα μπορούσε κανείς να πει ότι ο Albert Fish ήταν ένα παιδί εκ γενετής καταδικασμένο να καταστραφεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.
Γεννήθηκε στις 19 Μαΐου του 1870 στην Washington και το πραγματικό του όνομα ήταν Hamilton Howard Fish, ενώ ήταν το τελευταίο από τα τέσσερα παιδιά της οικογένειας. Ο πατέρας του, Randall Fish, ήταν ένας 75χρονος πλέον καπετάνιος ποταμόπλοιου και η μητέρα του, Helen Fish, ήταν περίπου 30.
Στην οικογένειά του υπήρχε ένα αρκετά μακρύ ιστορικό ψυχικών διαταραχών, που μέχρι ένα σημείο εξηγεί σίγουρα και την κατάληξη του ίδιου του Albert. Πολλοί συγγενείς του έπασχαν από διάφορες διαταραχές. Η μητέρα του βασανιζόταν από έντονες παραισθήσεις, ενώ και τα τρία υπόλοιπα αδέρφια του έπασχαν από μορφές ψυχασθένειας. Η αδερφή του μάλιστα είχε νοσηλευτεί σε ψυχιατρικό άσυλο και πέθανε εκεί.
Τα χειρότερα όμως για τον μικρό Albert ήρθαν στα 5 του χρόνια, όταν πέθανε ο πατέρας του. Η μητέρα του δεν μπορούσε να θρέψει όλα τα παιδιά της και έτσι έδωσε τον Albert στο Ορφανοτροφείο St. John’s της πόλης του.
(Κανονικά δεν θα’πρεπε, αλλά όταν ακούτε ιστορία να ξεκινάει με παιδί που δόθηκε σε ορφανοτροφείο δεν είστε λίγο έτοιμοι να ακούσετε τα χειρότερα;)
Ο Albert έζησε στο Ορφανοτροφείο από τα 5 ως τα 9 του χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων αντιμετώπισε υπερβολικά βίαιες και αρρωστημένες συμπεριφορές.
Ως το μικρότερο παιδί του ιδρύματος έπεφτε συχνά θύμα εξευτελισμού, ξυλοδαρμών και σεξουαλικής κακοποίησης, ενώ οι σαδιστικές και βίαιες πρακτικές ήταν γενικότερα μέρος της “φροντίδας” του ορφανοτροφείου. Οι δάσκαλοί του συνήθιζαν για τιμωρία να τον γδύνουν και να τον μαστιγώνουν μπροστά στα υπόλοιπα παιδιά.
“Ήμουν εκεί σχεδόν μέχρι τα εννιά μου και εκεί ήταν που ξεκίνησα λάθος. Μας χτυπούσαν ανελέητα. Είδα παιδιά να κάνουν πράγματα που δεν έπρεπε να κάνουν.”
Λίγο λόγω της οικογενειακής προδιάθεσης, λίγο λόγω των σοκαριστικών για την ηλικία του βιωμάτων ο Albert Fish ανακάλυψε πως ο πόνος -ο δικός του ή των άλλων- του προκαλεί μια μοναδική ηδονή.
Το 1880 η μητέρα του κατάφερε να τον πάρει από το φρικτό ίδρυμα, αλλά το κακό είχε ήδη γίνει. Στα 12 του χρόνια είχε σχέση με ένα αγόρι μεγαλύτερό του, με το οποίο γνώρισε νέους δρόμους σεξουαλικής “ικανοποίησης” (όπως κοπρολαγνεία και ουρολαγνεία).
Κάποιες μέρες της εβδομάδας πήγαινε σε δημόσιες τουαλέτες και παρακολουθούσε κρυφά τα αγόρια που έμπαιναν μέσα. (Κάπου τότε άλλαξε και το όνομά του σε Albert, για να μην τον κοροϊδεύουν πια ως “ham and eggs” όπως τον φώναζαν μικρό.)
Ταυτόχρονα απέκτησε την συνήθεια να στέλνει περίεργες, σαδιστικές επιστολές σε άγνωστες γυναίκες. Αυτές οι επιστολές θεωρήθηκαν μάλιστα τόσο ανατριχιαστικές, που δεν δημοσιεύτηκαν ποτέ εκτός της δίκης του.
Το 1890, σε ηλικία 20 ετών, ο Albert πήγε να ζήσει στη Νέα Υόρκη, όπου έβγαζε λεφτά αρχικά πουλώντας το κορμί του. Λίγο αργότερα κάλεσε και την μητέρα του να έρθει να μείνει μαζί του, η οποία μετά από λίγα χρόνια τον προξένεψε με την εννέα χρόνια νεότερη του Anna Mary Hoffman. Ο Albert παντρεύτηκε μαζί της το 1898 και μέσα στα επόμενα 19 χρόνια που ήταν μαζί απέκτησαν έξι παιδιά (Albert, Anna, Gertrude, Eugene, John, Henry).
Το πρωί οικογενειάρχης, το βράδυ “ζιγκολό”
Ο Albert Fish είχε το προφίλ ενός καλοσυνάτου τύπου, ευγενικού και σωστού οικογενειάρχη, που για τα προς τα ζην έκανε διάφορες χειρωνακτικές δουλειές, κυρίως ως ελαιοχρωματιστής. Παράλληλα όμως είχε και μια κρυφή και πολύ πιο σκοτεινή ζωή. Οι διαστροφικές του τάσεις δεν μπορούσαν εύκολα να χαλιναγωγηθούν.
Διατηρούσε κρυφές σεξουαλικές σχέσεις με άλλους άντρες, ενώ συχνά παρενοχλούσε σεξουαλικά και μικρά παιδιά, κυρίως αγόρια. Προτιμούσε παιδιά με κάποια αναπηρία ή αφρο-αμερικανούς, καθώς θεωρούσε ότι δεν θα γινόταν και πολύ μεγάλο θέμα η κακοποίηση τους ή η τυχόν εξαφάνισή τους.
Σύχναζε επίσης και σε BDSM πορνεία, όπου ζητούσε από τις ιερόδουλες να τον μαστιγώνουν μέχρι να ματώσει το σώμα του. Το 1903 συνελήφθη για μια μεγάλη ληστεία και φυλακίστηκε για λίγο στις φυλακές Sing Sing της Νέας Υόρκης.
Το 1910, στα 40 του χρόνια, μπλέχτηκε σε μια σαδομαζοχιστική σχέση με τον 19χρονο Thomas Kedden, ο οποίος ήταν νοητικά καθυστερημένος. Αφού πέρασαν μερικές μέρες μαζί -σχεδόν κοινή συναινέσει- ο Albert Fish υπέβαλλε τον νεαρό σε διάφορα βασανιστήρια για δύο ολόκληρες εβδομάδες, με αποκορύφωμα να του κόψει στο τέλος τα γεννητικά του όργανα!
“Δεν θα ξεχάσω ποτέ τις κραυγές του και τον τρόπο που με κοίταξε.”
Όπως αποκάλυψε αργότερα ο Fish είχε σκοπό να σκοτώσει και να φάει τον νεαρό, όμως λόγω της έντονης ζέστης που είχε εκείνη τη μέρα, φοβήθηκε ότι η μυρωδιά θα τον πρόδιδε. Του έριξε υπεροξείδιο στην πληγή και τον παράτησε εκεί. Πήρε το πρώτο τρένο για το σπίτι του και δεν προσπάθησε να μάθει ποτέ ξανά τι απέγινε εκείνο το παιδί.
_________________________________________________
Το 1917 η γυναίκα του τον εγκατέλειψε για έναν άλλον άντρα, τον John Straube. Φεύγοντας πήρε μαζί της όλα τα χρήματα και τα έπιπλα του σπιτιού και άφησε πίσω τα παιδιά της στον Albert. Ευτυχώς για’κείνα δεν εκδήλωσε ποτέ πάνω τους τις αρρωστημένες του τάσεις (που για τόσο βαθιά διεστραμμένο άτομο, αυτή είναι μια αρκετά συνειδητοποιημένη πράξη).
Όπως όμως αποκάλυψαν αργότερα και τα ίδια τα παιδιά, από τότε που έφυγε η μητέρα τους ο Albert άρχισε να παρουσιάζει αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά που δεν υπήρχε παλιότερα. Το αίσθημα της προδοσίας και της εγκατάλειψης από την γυναίκα του φαίνεται πως ήρθε και έριξε λάδι στην ήδη αναμμένη φωτιά της σκοτεινής του πλευράς. Οι κινήσεις και οι επιθυμίες του έμελλε πλέον να γίνουν ακόμα πιο παρανοϊκές.
Πήρε τα παιδιά του και εγκαταστάθηκαν στο εξοχικό τους, το “Wysteria cottage” στην επαρχία Westchester. Εκεί συνήθιζε να τραυματίζει τον εαυτό του και να του προκαλεί εγκαύματα, ενώ συχνά ζητούσε από τα παιδιά του ή τα γειτονόπουλα να τον μαστιγώνουν εκείνα. Κάποιες φορές τον είχαν πετύχει να χτυπάει τον εαυτό του με μια σανίδα με μυτερά σκουριασμένα καρφιά.
Απολάμβανε την βίαιη σωματική τιμωρία και τρεφόταν μέσα από τον φρικτό πόνο που προκαλούσε στους άλλους ή στον εαυτό του. Οι αυτοτραυματισμοί και τα μαστιγώματα ήταν ένας τρόπος να τιμωρεί τον εαυτό του για τις ειδεχθείς πράξεις που ο ίδιος έκανε. Ή τουλάχιστον κάπως έτσι πήγαινε ο φαύλος κύκλος των ψυχωτικών αναγκών στο μυαλό του.
Μία από τις ακραίες μαζοχιστικές του συνήθειες ήταν επίσης να τρυπάει τον εαυτό του με βελόνες. Συγκεκριμένα έμπηγε βελόνες στην περιοχή του όσχεου και του ορθού και τις ξαναέβγαζε. Κάποιες τις είχε βάλει τόσο βαθιά που δεν μπόρεσε να τις ξαναβγάλει. Όταν αργότερα που συνελήφθη ένας γιατρός του έκανε ακτινογραφία, βρέθηκαν μέσα στο σώμα του περίπου 30 μεγάλες βελόνες!
Άρχισε επίσης να καταναλώνει συστηματικά ωμό κρέας. Και αυτή ήταν μόνο η αρχή, που δεν άργησε να πυροδοτήσει την μεγαλύτερη ανάγκη του, τον κανιβαλισμό.
Οι φόνοι
Εκτός από τους βιασμούς αγοριών που ποτέ δεν σταμάτησαν, πλέον χρησιμοποιούσε και τα αγαπημένα του φονικά εργαλεία για την κακοποίηση τους, χασαπομάχαιρο, πριόνι και μπαλτά. Ο πρώτος του φόνος ήταν το 1919, όταν βίασε, βασάνισε, σκότωσε και ακρωτηρίασε ένα ανάπηρο αγόρι στην Georgetown.
Από την δεκαετία του 1920 η αρρώστια του ήταν εκτός ελέγχου και επιχείρησε αρκετές φορές να απαγάγει παιδιά, όμως αρκετά από αυτά του γλύτωσαν. Είχε, βλέπετε, και το νου του να κρατάει κάπως τα προσχήματα, να μην εκδηλώνεται έντονα. Είχε την υπομονή να περιμένει και να σχεδιάζει στρατηγικά το πως θα πλησιάσει το επόμενο θύμα του.
Francis McDonnell
Στις 2 Ιουλίου του 1924 απήγαγε τον 8χρονο Francis McDonnell, που έπαιζε στην γειτονιά του έξω από το σπίτι του. Η μητέρα του είχε δει νωρίτερα έναν ηλικιωμένο τύπο με πυκνά γκρίζα μαλλιά και μακρύ γκρίζο μουστάκι να τριγυρνάει κοντά στα παιδιά. Την επόμενη μέρα και μετά από έρευνα που ξεκίνησε για την εξαφάνισή του ο μικρός Francis βρέθηκε κρεμασμένος σε ένα δέντρο από τις τιράντες του παντελονιού του. Είχε κακοποιηθεί και στραγγαλιστεί.
Ο Fish αποκάλυψε αργότερα ότι είχε σκοπό να ακρωτηριάσει το σώμα του παιδιού, όμως κάποιος έτυχε να περνάει από εκεί κοντά και αναγκάστηκε να το παρατήσει.
Billy Gaffney
Στις 11 Φεβρουαρίου του 1927 εξαφανίζεται άλλο ένα παιδί, αυτή τη φορά από το Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης. Ο 4χρονος Billy Gaffney δεν βρέθηκε ποτέ. Ένας οδηγός λεωφορείου θυμήθηκε και κατέθεσε ότι είχε δει τον Albert Fish να κάθεται στο λεωφορείο μαζί με τον μικρό Bill εκείνη την ημέρα.
Όταν αργότερα συνελήφθη ο Fish ομολόγησε με την χαρακτηριστική του απάθεια ότι ήταν εκείνος που απήγαγε και σκότωσε τον Billy Gaffney, ενώ με ένα γράμμα στον δικηγόρο του έδωσε μια λεπτομερή και ανατριχιαστική περιγραφή του πως μαγείρεψε και έφαγε το σώμα του.
Δεν θα παραθέσω εδώ ολόκληρη την επιστολή, όμως μεταξύ άλλων ανέφερε: “τύλιξα με μπέικον τα κομμάτια από τα οπίσθια και τα έψησα στον φούρνο. Τα αφτιά, τη μύτη και μερικά άλλα κομμάτια τα έβαλα στην κατσαρόλα με κρεμμύδια, καρότα, σέλινο και αλατοπίπερο. Δεν έχω φάει ποτέ κάτι τόσο νόστιμο (…)”
Grace Budd
Παρόλο που ο Fish είχε ήδη διαπράξει τους πρώτους φόνους του και μια μακάβρια σειρά βιασμών και κακοποιήσεων, κανείς ακόμα δεν μπορούσε να συνδέσει τον τόσο συμπαθητικό γεροντάκο ελαιοχρωματιστή με τον φρικιαστικό εγκληματία. Μέχρι που διέπραξε τον τελευταίο του φόνο, αυτόν της 10χρονης Grace Budd.
Την άνοιξη του 1928, η οικογένεια Budd είχε βάλει αγγελία στην εφημερίδα ζητώντας δουλειά για τον 18χρονο γιό τους Edward. Ο Albert Fish παριστάνοντας τον ιδιοκτήτη μιας φάρμας στο Long Island και με το ψεύτικο όνομα Frank Howard παρουσιάστηκε στο σπίτι τους για να μιλήσει με το παιδί ως υποψήφιος “εργοδότης” του.
Ο Fish σκόπευε με την πρόφαση της δουλειάς να πάρει τον 18χρονο μαζί του και να τον κακοποιήσει με τις συνήθεις πρακτικές του. Τα σχέδιά του όμως άλλαξαν όταν στο σπίτι γνώρισε το κοριτσάκι της οικογένειας, την 10χρονη Grace. Ήταν ένα όμορφο, χαριτωμένο και έξυπνο κοριτσάκι.
Ο Fish πρότεινε στους γονείς της να τη συνοδέψει εκείνος σε ένα πάρτυ που είχε μια (υποτιθέμενη) ανιψιά του κάπου στη γειτονιά και οι γονείς της δεν άργησαν να δεχτούν (για κάποιο λόγο). Δεν μπορούσαν να φανταστούν ότι αυτός ο ευγενέστατος παππούλης θα τους στερούσε την κόρη τους για πάντα.
Πράγματι ο Albert Fish πήρε την ανυποψίαστη Grace και εξαφανίστηκαν. Από την επόμενη μέρα ξεκίνησαν έρευνες για τον εντοπισμό της μικρής, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Η μοναδική ανακάλυψη που έγινε και αναστάτωσε ακόμα περισσότερο την άτυχη οικογένεια ήταν ότι δεν υπήρχε κανένας Frank Howard και καμία φάρμα του στο Long Island. Όλα ήταν ψέματα και η κόρη τους ήταν στα χέρια ενός εντελώς άγνωστου ανθρώπου.
Πέρασαν 6 ολόκληρα χρόνια και δεν βρέθηκε κανένα ίχνος της Grace ή του μυστηριώδη απαγωγέα της. Η υπόθεση παρέμενε ανοιχτή, αν και κανείς δεν πίστευε πλέον ότι θα εξιχνιαζόταν.
Η φρικτή αποκάλυψη
Στις 11 Νοεμβρίου του 1934 έφτασε στα χέρια της οικογένειας Budd ένα ανώνυμο γράμμα. Ένα σοκαριστικά γκροτέσκο γράμμα, στο οποίο ο Fish περιέγραφε πως δοκίμασε πρώτη φορά παιδικό κρέας σε ένα καράβι που ταξίδευε με έναν φίλο του και βρέθηκαν σε χώρες όπου “κάθε είδος κρέατος πωλούταν από $1 και κανένα παιδί δεν ήταν ασφαλές στους δρόμους”.
Σαν μια μακάβρια συνταγή μαγειρικής αναφερόταν σε όλη την διαδικασία προετοιμασίας και μαγειρέματος του ανθρώπινου κρέατος, καθώς και στο πόσο νόστιμο ήταν.
Στη συνέχεια περιέγραψε με κάθε λεπτομέρεια τον τρόπο που απήγαγε, σκότωσε και έφαγε και την 10χρονη Grace.
“Την Κυριακή 3 Ιουνίου του 1928 σας επισκέφτηκα στην οδό 406 W 15 St. Σας έφερα τυρί και φράουλες. Φάγαμε μαζί. Η Grace κάθησε στην αγκαλιά μου και με φίλησε. Αποφάσισα τότε να τη φάω. Σας είπα να την πάω σε ένα πάρτυ και εσείς δεχτήκατε. Την πήγα σε ένα άδειο σπίτι που είχα στο Westchester. Όταν φτάσαμε, της είπα να περιμένει έξω. Εκείνη μάζευε αγριολούλουδα. Εγώ πήγα πάνω και έβγαλα όλα τα ρούχα μου για να μην τα λερώσω με αίμα. Όταν ήμουν έτοιμος πήγα στο παράθυρο και την φώναξα. Μετά κρύφτηκα στην ντουλάπα. Όταν ήρθε πάνω και με είδε γυμνό, άρχισε να κλαίει και πήγε να φύγει. Την κράτησα και μου είπε ότι θα το πει στη μαμά της. Πρώτα της έβγαλα όλα τα ρούχα. Πόσο με κλωτσούσε, με δάγκωνε και με γρατζουνούσε. Την στραγγάλισα και μετά την τεμάχισα σε μικρά κομμάτια ώστε να μπορώ να πάρω το κρέας στο δωμάτιό μου. Το μαγείρεψα και το έφαγα. Πόσο γλυκά και τρυφερά ήταν τα οπίσθια της ψημένα στο φούρνο. Μου πήρε 9 μέρες να φάω όλο το σώμα της. Δεν την γαμ@σα, παρόλο που θα μπορούσα. Πέθανε παρθένα.”
Το ανατριχιαστικό γράμμα παραδόθηκε αμέσως στον αστυνόμο William F. King και στην αρχή όλοι νόμιζαν ότι επρόκειτο για μια κακόγουστη φάρσα. Ή αυτό ήλπιζαν. Τα στοιχεία όμως δεν άργησαν να συνδεθούν και να ταυτοποιηθεί και ο γραφικός χαρακτήρας με εκείνον που απάντησε στην αγγελία της οικογένειας έξι χρόνια νωρίτερα. Η σφραγίδα επίσης πάνω στο γράμμα αποκάλυψε και το μέρος από το οποίο είχε σταλεί και μέσα σε λίγες μέρες ο King έφτασε στο σπίτι του Albert Fish.
Έγιναν επίσης έρευνες στο Wysteria cottage, όπου βρέθηκαν μερικά οστά και το κρανίο της μικρής Grace, καθώς και όλη η μακάβρια εργαλειοθήκη του Albert Fish.
Ομολογία και δίκη
Χωρίς ιδιαίτερη αντίσταση ο Fish συνεργάστηκε με τους αστυνομικούς και με ιδιαίτερη άνεση και απάθεια ομολόγησε με κάθε λεπτομέρεια όλες του τις φρικτές πράξεις.
Ομολόγησε τον φόνο του Francis McDonnell, του Billy Gaffney και φυσικά της Grace Budd, καθώς και τον βιασμό και την κακοποίηση τουλάχιστον 100 ακόμα παιδιών.
Σύμφωνα με τον ίδιο, είχε ζήσει περίπου στις μισές πολιτείες της Αμερικής, λόγω της δουλειάς του ως ελαιοχρωματιστής, και σε καθεμία από αυτές είχε σκοτώσει τουλάχιστον ένα παιδί. Ποτέ δεν επέστρεφε στην ίδια γειτονιά. Λόγω όμως του χρόνου που είχε περάσει και των μπερδεμένων πληροφοριών που μπορούσε να δώσει ο 60χρονος πλέον Fish, του χρεώθηκαν επίσημα μόνο οι 3 φόνοι που αναφέραμε και δικάστηκε μόνο για εκείνον της Grace Budd.
Οι ιστορίες που περιέγραφε με το τόσο ήρεμο και δαιμονικό χαμόγελό του σόκαραν όσους συμμετείχαν στις ανακρίσεις του. Δεν μπορούσαν να δεχτούν εύκολα ότι όλα αυτά ήταν αλήθεια, ώσπου ένα-ένα όλα τα στοιχεία αποδεικνύονταν πραγματικά. Η καλοσυνάτη γεροντίστικη όψη του δεν τους κολλούσε με τα όσα τους αποκάλυπτε για εκείνον.
“Η πνευματική του κατάσταση όταν περιέγραφε αυτά τα πράγματα με λεπτομέρεια λεπτό προς λεπτό ήταν ένας αλλόκοτος συνδυασμός. Μιλούσε με ένα ρεαλιστικό τρόπο, σαν μια νοικοκυρά που περιγράφει τις αγαπημένες της μεθόδους μαγειρικής… Αλλά κάποιες φορές η φωνή του και οι εκφράσεις του προσώπου του έδειχναν μια ικανοποίηση και έναν ενθουσιασμό. Είπα στον εαυτό μου: όπως και να ορίζει κανείς τα ιατρικά και νομικά όρια της λογικής, αυτό εδώ σίγουρα είναι μακρυά από αυτά τα όρια.” (Dr. Wertham)
Οι ψυχίατροι που τον εξέτασαν υποστήριξαν ότι δεν ήταν απλά ψυχικά άρρωστος, αλλά ήταν ένα ψυχιατρικό φαινόμενο. Πρώτη φορά συναντούσαν περίπτωση ανθρώπου να συγκεντρώνει ταυτόχρονα τόσες σεξουαλικές διαστροφές και παραφιλίες. Σαδισμός, μαζοχισμός, κανιβαλισμός, κοπροφαγία, ουρολαγνεία, παιδοφιλία, ομοφυλοφιλία, οφθαλμολαγνεία, επιδειξιομανία, ακρωτηριασμός/αγκτηριασμός.
“Πάντα είχα την επιθυμία να προκαλώ πόνο στους άλλους και να προκαλούν και άλλοι πόνο σε μένα. Πάντα απολάμβανα οτιδήποτε είχε να κάνει με πόνο.”
Από τότε που ήταν περίπου 55 ετών ο Fish είχε αρχίσει να βιώνει και παραισθήσεις θρησκοληπτικού περιεχομένου. Έλεγε ότι έβλεπε τον Χριστό και τους αγγέλους Του και άρχισε να πιστεύει ότι ο αυτοτραυματισμός του και οι ανθρωποθυσίες ήταν ένας τρόπος κάθαρσης από τις αμαρτίες του. Ανέφερε εδάφια της Βίβλου ανακατεμένα με δικές του “ατάκες”, που μόνο λόγια του Θεού δεν μπορούσαν να θυμίζουν.
Έφτασε να πιστεύει ότι ήταν εντολή Θεού να βασανίζει και να κακοποιεί νεαρά αγόρια και ότι, αν εν τέλει ήταν πράγματι κακό αυτό, ο Θεός θα τον σταματούσε όπως σταμάτησε στην Βίβλο τον Αβραάμ από την θυσία του γιού του.
______________________________________
Η δίκη του για την φρικτή δολοφονία της Grace Budd ξεκίνησε στις 11 Μαρτίου του 1935 και κράτησε μόλις 10 μέρες. Οι αντίδικοι του, καθώς και η πλειοψηφία των πολιτών που έμαθαν για την περίπτωσή του ζητούσαν την παραδειγματική του τιμωρία. Η υπεράσπισή του, από την άλλη, προσπάθησε να αποδείξει ότι ήταν ένας βαθιά άρρωστος ψυχοπαθής, που θα έπρεπε να εγκλειστεί σε ψυχιατρικό άσυλο για την υπόλοιπη ζωή του.
Ο ψυχίατρος Dr. Wertham χαρακτήρισε την προσωπικότητά του ως “εσωστρεφή και υπερβολικά παιδαριώδη” και τον διέγνωσε με παρανοϊκή ψύχωση.
Τα βιώματά του και οι ψευδαισθήσεις του ως προς τις έννοιες της τιμωρίας, της αμαρτίας και της εξιλέωσης δημιούργησαν στο κεφάλι του μια σύγχυση, μια διαστρεβλωμένη και παρανοϊκή εικόνα για το τι είναι σωστό και τι λάθος.
Ένα στοιχείο που κατατέθηκε υπέρ του και αποτελεί και μεγάλο παράδοξο στην ιστορία του ήταν το γεγονός ότι υπήρξε όντως ένας πολύ καλός πατέρας. Δεν πείραξε ποτέ τα παιδιά του ούτε για να τα χτυπήσει ούτε για κανέναν άλλο λόγο. Αυτό το γεγονός επιβεβαίωσαν και τα ίδια, παρόλο που κατά τα άλλα είχαν αντιληφθεί ότι υπάρχει πρόβλημα με τον πατέρα τους και σχεδόν δεν απόρησαν όταν έμαθαν τις φρικιαστικές του πράξεις.
Αν και η διάγνωση της ψυχικής του κατάστασης δεν αμφισβητήθηκε, το δικαστήριο αποφάσισε να τον κρίνει ως “υγιή”, με την έννοια ότι παρά την σεξουαλική του διαστροφή είχε πλήρη επίγνωση των πράξεών του. Η ιδιαίτερα καλή μνήμη του για τα γεγονότα και ο σχεδιασμός των απαγωγών και των επιθέσεών του μεταξύ άλλων ήταν στοιχεία που αποδείκνυαν ότι ήξερε πολύ καλά τι έκανε και αν αυτό ήταν καλό ή κακό. Ούτως ή άλλως όμως θα έπρεπε να τιμωρηθεί.
Μετά από σύσκεψη που διήρκεσε λιγότερο από μία ώρα οι ένορκοι έκριναν τον Albert Fish ένοχο για κάθε κατηγορία και καταδικάστηκε σε άμεση θανατική ποινή.
Την επόμενη μέρα, στις 16 Ιανουαρίου του 1936 εκτελέστηκε στην ηλεκτρική καρέκλα και τάφηκε στο κοιμητήριο των φυλακών Sing Sing.
Ο Albert Fish είναι ο γηραιότερος άνθρωπος που έχει εκτελεστεί ποτέ στην ηλεκτρική καρέκλα και συγκεκριμένα σε ηλικία 66 ετών. Και ίσως ήταν και ο μοναδικός που ανυπομονούσε τόσο να νιώσει τα θανατηφόρα βολτ να τον διαπερνούν, όχι για να πεθάνει, αλλά για να γουστάρει. Οι παρευρισκόμενοι στην εκτέλεση τον είδαν να υποδέχεται τον θάνατό του με ένα πλατύ, παρανοϊκό χαμόγελο ενθουσιασμού…
“Πόσο συναρπαστικό θα είναι να πεθάνω στην ηλεκτρική καρέκλα. Θα είναι η μεγαλύτερη έξαψη. Και η μόνη που δεν έχω ήδη δοκιμάσει.”
________________