Στο κείμενο ακολουθούν ορισμένες σκληρές περιγραφές, που μπορεί να “γυρίσουν” και τα πιο γερά στομάχια. Όφειλα να προειδοποιήσω. Καλή ανάγνωση!
Κάθε μέρος της ιστορίας του Γερμανού κατά συρροή δολοφόνου Jürgen Bartsch αγγίζει τα πιο βαθιά επίπεδα της ανθρώπινης αισχρότητας. Τέτοια επίπεδα στα οποία κανένας άνθρωπος δεν θα έπρεπε ποτέ να βρίσκεται.
Μια ιστορία γεμάτη διαστροφή, πόνο και βασανιστικά ψυχικά τραύματα. Μια ιστορία -δυστυχώς- πέρα για πέρα αληθινή.
________________________
Ο Karl-Heinz Sadrozinski, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε ως νόθο παιδί στις 6 Νοεμβρίου του 1946 στην Γερμανία. Η μητέρα του πέθανε από φυματίωση πέντε μήνες μετά την γέννησή του και το μωρό έμεινε στην φροντίδα του νοσοκομείου.
Όταν ήταν 11 μηνών υιοθετήθηκε από έναν χασάπη (σφαγέα) και την γυναίκα του, οι οποίοι του έδωσαν και το όνομα Jürgen Bartsch.
Η μητριά του έπασχε από OCD (Ιδεοψυχαναστική διαταραχή) και ήταν άκρως εμμονική με την καθαριότητα. Η εμμονή της ξεκινούσε από το ότι δεν του επέτρεπε να παίζει με άλλα παιδιά για να μην λερωθεί, μέχρι στο ότι τον έκανε μπάνιο πάντα η ίδια μέχρι την ηλικία των 19 ετών! Σαν να μην έφτανε αυτό, ο Jurgen βίωνε από μωρό έντονη σωματική κακοποίηση έχοντας το σώμα του σχεδόν συνέχεια γεμάτο πληγές και μελανιές.
Η αρρωστημένη μητριά του τον χτυπούσε συχνά, πολλές φορές στο ίδιο δωμάτιο που ο πατριός του τεμάχιζε τα κουφάρια των ζώων, και σύμφωνα με τις δηλώσεις του ίδιου αργότερα, τον παρενοχλούσε σεξουαλικά όταν του έκανε μπάνιο.
Τον κρατούσαν σχεδόν φυλακισμένο σε ένα υπόγειο κελάρι, ενώ στα οκτώ του χρόνια δέχτηκε σεξουαλική κακοποίηση και από έναν 13χρονο ξαδερφό του. (αυτή η οικογένεια γιατί κυκλοφορούσε ελεύθερη και μπόρεσε να υιοθετήσει, είπαμε;)
Πήγε πρώτη φορά σχολείο σε ηλικία 10 ετών και καθώς οι γονείς του θεωρούσαν ότι το σχολείο του δεν ήταν αρκετά αυστηρό, τον έστειλαν σε ένα καθολικό οικοτροφείο. Εκεί ο μικρός Jurgen πέρασε ένα μεγάλο διάστημα καθηλωμένος στο κρεβάτι με πυρετό και παρενοχλήθηκε σεξουαλικά και από τον καθηγητή του, Pater Pütz.
Μια παιδική ηλικία σκέτος εφιάλτης. Ένα παιδί που αντί για αγάπη και στοργή βίωσε ωμή κακοποίηση, ξύλο και βιασμούς και ως επακόλουθο, βαριά ψυχολογικά τραύματα. Δεν είναι λοιπόν να απορεί κανείς πως κατέληξε να γίνει ένας στυγνός δολοφόνος από την τρυφερή ακόμα ηλικία των 15 ετών…
Δολοφονίες και μια παρανοϊκή φαντασίωση
Από το 1961 ως το 1966 σκότωσε με τον πιο βάναυσο και τερατώδη τρόπο τέσσερα νεαρά αγόρια, ενώ θεωρείται ότι είχε προσπαθήσει χωρίς επιτυχία να κάνει το ίδιο με τουλάχιστον άλλα 100 θύματα.
Τα επιβεβαιωμένα θύματά του ήταν αρχικά ο 8χρονος Klaus Jung, ο 13χρονος Peter Fuchs και αργότερα ακολούθησαν οι 12χρονοι Ulrich Kahlweiss και Manfred Grassmann.
Όλες οι απάνθρωπες δολοφονίες του συνέβησαν τα χρόνια που ζούσε ακόμα με τους θετούς του γονείς βιώνοντας ο ίδιος μια αρρωστημένη καθημερινότητα από την οποία έψαχνε μετά μανίας τρόπους να ξεφύγει.
Το modus operandi του Jurgen Bartsch ήταν αρκετά συγκεκριμένο έχοντας κάποιες μικρές παραλλαγές σε κάθε θύμα του. Παρέσυρε το αγόρι που έβαζε στο μάτι να τον ακολουθήσει σε ένα ορυχείο, που χρησιμοποιούταν σαν αντιαεροπορικό καταφύγιο την περίοδο του πολέμου, και εκεί το κακοποιούσε και το σκότωνε.
Για να πείθει τα παιδιά να τον ακολουθούν παρίστανε τον ντετέκτιβ ή τον υπάλληλο ασφαλιστικής εταιρείας και τους ζητούσε να τον βοηθήσουν να βρει μια βαλίτσα με διαμάντια που υποτίθεται υπήρχε στο ορυχείο. Προφανώς τα περισσότερα παιδιά δεν πίστευαν αυτή την ιστορία και τότε εκείνος προσφερόταν να τους κεράσει έναν χυμό σε μια pub, που ήταν στον ίδιο δρόμο λίγο έξω από την πόλη. Πολλές φορές τους πρόσφερε και λεφτά για να τους δελεάσει ή κατασκεύαζε μια άλλη ιστορία.
Όταν κατάφερνε να φέρει ένα παιδί στο ορυχείο, αρχικά το χτυπούσε για να το “υποτάξει” και μετά το έδενε και προσπαθούσε να το παρενοχλήσει σεξουαλικά. Και λέω “προσπαθούσε”, γιατί συνήθως δεν κατάφερνε να ολοκληρώσει την πράξη του, ούτε όταν προσπαθούσε να αυτο-ικανοποιηθεί βασανίζοντας ταυτόχρονα το άτυχο θύμα. Στο τέλος σκότωνε τα παιδιά είτε χτυπώντας τα μέχρι θανάτου, είτε στραγγαλίζοντάς τα.
Η διαστροφή του όμως δεν σταματούσε εκεί. Στη συνέχεια αποκεφάλιζε και τεμάχιζε σε διάφορα κομμάτια τα νεκρά σώματα. Άδειαζε τα όργανα από την κοιλιά και το στέρνο, αφαιρούσε τα μάτια, έκοβε τα γεννητικά τους όργανα ή και άλλα κομμάτια από το σώμα και μετά έθαβε τα απομεινάρια μέσα στο τούνελ του ορυχείου. Τουλάχιστον μια φορά είχε προσπαθήσει και να σοδομίσει ένα από τα πτώματα.
Στόχος του ήταν να τους δώσει τον πιο αργό και βασανιστικό θάνατο που μπορούσε. Όπως δήλωσε και ο ίδιος αργότερα, βασική του επιθυμία και φαντασίωση ήταν να καταφέρει να γδάρει ένα παιδί ζωντανό, ένα παιδί συγκεκριμένα “με απαλό δέρμα, λίγα μαλλιά και ήρεμη, μη επιθετική διάθεση”. (ένα παιδί σαν εκείνον…;)
Το “παράπονό” του ήταν ότι δεν μπορούσε να το καταφέρει αυτό, όσο προσεκτικός και σχολαστικός κι αν προσπαθούσε να είναι, “γιατί τα παιδιά πέθαιναν αρκετά γρήγορα”. Αποκάλυψε αργότερα στις αρχές ότι η μόνη στιγμή που κατάφερνε να εκσπερματώσει ήταν όταν τεμάχιζε τα νεκρά σώματα, γεγονός μάλιστα που του προκαλούσε πολλαπλό οργασμό…
Καθώς έπαιρνε πολύ συχνά κρυφά λεφτά από τις οικονομίες των γονιών του για να μπορεί να πραγματοποιεί τα σχέδιά του, η οικογένεια έφτασε σχεδόν σε χρεωκοπία. Κανένας όμως δεν υποπτευόταν τον Jurgen για τις κλοπές, αφού ήταν πάντα ένα πολύ ευγενικό και χαμηλών τόνων παιδί. Βοηθούσε τον πατέρα του στο σφαγείο, παρόλο που δεν του άρεσε καθόλου αυτή η δουλειά. Κυρίως κρατούσε το ταμείο του κρεοπωλείου τους, όμως αρκετές φορές είχε αναγκαστικά σφάξει και ο ίδιος ζώα.
Τελευταία απόπειρα και σύλληψη
Τον Ιούνιο του 1966 ο Jurgen κατάφερε να αιχμαλωτίσει στο μακάβριο λημέρι του τον 15χρονο Peter Frese με σκοπό να τον βασανίσει, να τον σκοτώσει και να ακρωτηριάσει το σώμα του όπως έκανε και τους προηγούμενους. Είχε μάλιστα στόχο να καταφέρει αυτή τη φορά να του αφαιρέσει το δέρμα όσο θα ήταν ακόμα ζωντανός.
Ευτυχώς όμως δεν πρόλαβε να το κάνει.
Κάθε απόγευμα στις 7 έπρεπε να τρώει με τους γονείς του και μετά να κάθονται όλοι μαζί στο κρεβάτι τους και να βλέπουν τηλεόραση. Εκείνες τις ώρες λοιπόν άφησε τον αιχμάλωτό του μόνο του στο ορυχείο. Αυτό προσπάθησε να εκμεταλλευτεί ο 15χρονος Peter και πράγματι κατάφερε να ελευθερωθεί και να δραπετεύσει καίγοντας το σχοινί με το οποίο ήταν δεμένος με το κερί που υπήρχε αναμμένο στον χώρο.
Κατέδωσε αμέσως τον Jurgen στην αστυνομία και η σύλληψη δεν άργησε να γίνει.
Ο 19χρονος ομοφυλόφιλος δολοφόνος παραδέχτηκε ανοιχτά όλες τις πράξεις του στην αστυνομία εξηγώντας με απόλυτη ειλικρίνεια πως και γιατί προέβη σε αυτές.
Η εμμονική του επιθυμία να καταφέρει στα θύματά του την απόλυτη κυριαρχία και σεξουαλική ικανοποίηση, καθώς και ο τρόπος που κάλυπτε τα ίχνη του προβλημάτισαν για καιρό τους ερευνητές της υπόθεσης, οι οποίοι μιλούσαν συνεχώς μαζί του.
Το συναρπαστικό της όλης ιστορίας είναι ότι ο 19χρονος Jurgen δεν ήταν ειλικρινής στις ομολογίες του λόγω κάποιας ναρκισσιστικής ανάγκης, όπως έχουμε συναντήσει σε άλλους στυγερούς εγκληματίες.
Μιλούσε στις αρχές για όσα έκανε και σκεφτόταν με κάθε λεπτομέρεια, γιατί ήθελε όχι μόνο να βρεθεί ένας τρόπος να καταφέρει να ελέγχει τις φονικές του τάσεις, αλλά ήθελε και να μάθει γιατί έφτασε να διαπράξει αυτά τα εγκλήματα.
Οι γενετικές, ψυχιατρικές και νευροψυχολογικές επιστήμες όμως εκείνης της εποχής δεν ήταν ακόμα σε σημείο να δώσουν όλες τις απαντήσεις.
Παρόλα αυτά ο Jurgen σε γράμματα που έγραψε ένα διάστημα στη φυλακή προς τους ψυχιάτρους του, τους ευχαριστούσε για την βοήθειά τους και επιδίωκε να συζητάει μαζί τους. Επίσης είχε εκφράσει έντονα την δυσαρέσκειά του με το γεγονός ότι είχε αρχίσει να γίνεται διάσημος λόγω της έκτασης που είχε πάρει η ιστορία του στα μίντια.
Πολλές φορές επίσης χάραζε μηνύματα στους τοίχους του κελιού του ζητώντας συγνώμη στα θύματά του και λέγοντάς τους ότι αντιλαμβάνεται το κακό που τους είχε κάνει.
Η κακοποίηση που βίωσε από την τρυφερή του ηλικία, η έλλειψη αγάπης και αληθινού ενδιαφέροντος, οι ψυχαναγκασμοί της μητριάς του και η γενικότερα καταναγκαστική του καθημερινότητα, ταλαιπώρησαν φρικτά την παιδική του ψυχή προκαλώντας του την ανάγκη για όλο και πιο βίαια ξεσπάσματα, που θα τον έβαζαν για λίγο από την θέση του αιώνιου θύματος στην θέση του ελεγκτή.
Όπως είχε δηλώσει ο ίδιος, ένιωθε ένα είδος αγάπης προς τα θύματά του και δεδομένου ότι δεν είπε κανένα ψέμα στις ομολογίες του, θεωρείται ότι πράγματι ένιωθε έτσι. Άλλωστε το δολοφονικό του ιστορικό είναι ουσιαστικά μια προσομοίωση του είδους “αγάπης” που δεχόταν και εκείνος από τους δικούς του ανθρώπους ως τότε.
Δίκες και γνωματεύσεις
Ο Jurgen Bartsch δικάστηκε για πρώτη φορά τον Δεκέμβριο του 1967 και καταδικάστηκε σε πέντε φορές ισόβια φυλάκιση για 4 δολοφονίες, 1 απόπειρα, απαγωγή και σεξουαλική κακοποίηση παιδιών. (Η ομοφυλοφιλία θεωρούταν εξίσου παράπτωμα νομικά εκείνη την εποχή, όμως μπροστά στις υπόλοιπες πράξεις του, δεν έπαιξε ρόλο στη δίκη.)
Τον Απρίλιο του 1971 δικάστηκε για δεύτερη φορά και αποφασίστηκε να αλλάξει η ποινή του και να εγκλειστεί σε ψυχιατρική κλινική. Αυτή τη φορά ήταν παρόντες στο δικαστήριο πολλοί περισσότεροι ειδικοί, όπως γενετιστές-ανθρωπολόγοι, ψυχίατροι, ψυχολόγοι και ένας εκπρόσωπος από το μοναδικό Ινστιτούτο Σεξολογίας που υπήρχε τότε στη Γερμανία. Το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξαν ήταν το εξής:
“Ο κατηγορούμενος ήταν ξεκάθαρα ακόμα υπό ανάπτυξη, αν λάβουμε υπόψιν τις κοινωνικές του ικανότητες και την ηθική του ωριμότητα όπως αυτά είχαν διαμορφωθεί από την ψυχολογική του κατάσταση, τα παιδικά του βιώματα και τις συνθήκες ανατροφής του.
Ο κατηγορούμενος δεν μπορούσε να ξεφύγει από τις σαδιστικές του φαντασιώσεις, οι οποίες τελικά ξεπερνούσαν κάθε ηθικό φραγμό και κατέληγαν στην πραγματοποίηση των σκέψεων του. Η ευθύνη του κατηγορούμενου σε επίπεδο δικαιοσύνης είναι συνεπώς σημαντικά περιορισμένη.”
Έλαβε λοιπόν την ανώτατη ποινή που όριζε ο νόμος για ανήλικους εγκληματίες, 10 χρόνια φυλάκισης, συγκεκριμένα για την περίπτωσή του σε ψυχιατρικό ίδρυμα.
Όσο ήταν έγκλειστος εκεί πάντως έδειχνε υποδειγματική συμπεριφορά και η μεταμέλειά του φαινόταν αληθινή. Παρά την κατάθλιψή του, συχνά ψυχαγωγούσε τους συγκρατούμενούς του με μαγικά κόλπα (που ήταν χόμπι του από παλιότερα) και είχε αναλάβει τον ρόλο να μιλάει εκ μέρους τους για τα θέματα του ιδρύματος. Έγινε επίσης δεκτό το αίτημα του να μπορέσει να παντρευτεί μια γυναίκα, η οποία επικοινωνούσε μαζί του δι’ αλληλογραφίας, τη Gisela Deike.
Το 1976 ζήτησε να του γίνει ευνουχισμός ελπίζοντας πως αυτό θα ηρεμούσε τις διαταραγμένες του παρορμήσεις και θα του επέτρεπε αργότερα να βγει από το ίδρυμα χωρίς να αποτελεί κίνδυνο για την κοινωνία.
Η επέμβαση ευνουχισμού μπορούσε να γίνει μόνο εάν το ίδιο το άτομο το ζητούσε, όμως αρχικά το αίτημα του απορρίφθηκε. Εκείνος όμως πείσμωνε ακόμη περισσότερο και συνέχισε να επιμένει.
Στις 28 Απριλίου του 1976 τελικά τα κατάφερε και μπήκε στο χειρουργείο για την επέμβαση. Ένα λάθος όμως του αναισθησιολόγου προκάλεσε επιπλοκή και ο Jurgen Bartsch έχασε τη ζωή του σε ηλικία τότε 30 ετών.
(ο συγκεκριμένος αναισθησιολόγος καταδικάστηκε σε 9 μήνες φυλάκιση με αναστολή, καθώς είχε σκοτώσει καταλάθος και άλλους ασθενείς στο παρελθόν. Έλεος.)
__________________________________
Ο Jurgen Bartsch υπήρξε πράγματι ένας αισχρός δολοφόνος και είναι δύσκολο κανείς να παραβλέψει τις απάνθρωπες πράξεις του. Όμως ταυτόχρονα ήταν ένα βαθιά βασανισμένο παιδί, που δεν γνώρισε ποτέ τις συνθήκες που όλοι εμείς έχουμε μάθει ως όμορφες και φυσιολογικές.
Ίσως αυτό μπορεί τελικά να του δώσει ένα σημαντικό ελαφρυντικό. Όχι μεν ικανό για να μην υπολογίσουμε τις πράξεις του, αλλά αρκετό για να συνειδητοποιήσουμε άλλη μια φορά την τεράστια ευθύνη κάθε οικογενειακού περιβάλλοντος στην ομαλή ανάπτυξη και εξέλιξη ενός παιδιού και μελλοντικού ενήλικα και μέλους της κοινωνίας.