Ο Isaac Merritt Singer γεννήθηκε στις 27 Οκτωβρίου 1811 στη New York και ήταν το 6ο παιδί της οικογένειας. Μιας και ήταν παιδί μεταναστών, τα παιδικά του χρόνια ήταν δύσκολα και το σχολείο είδος πολυτελείας.
Μέσα στις κοινωνικές δυσκολίες που είχε να αντιμετωπίσει, το 1821 έζησε και την διάσπαση της οικογένειάς του όταν τους εγκατέλειψε η μετέρα τους. Έτσι, 2 χρόνια μετά, σε ηλικία 12 ετών, έφυγε από το σπίτι μαζί με έναν από τους μεγαλύτερους αδερφούς του και πήγε να ζήσει στο Rochester.
Η μάχη ανάμεσα στο ταλέντο, το πάθος και την ευφυΐα
Έχοντας μηδαμινή εκπαίδευση άρχισε να εργάζεται ως ανειδίκευτος εργάτης σε ένα μηχανοστάσιο. Μέσα σε ελάχιστα χρόνια έγινε ταλαντούχος μηχανικός και έκανε συμβόλαια για την κατασκευή μηχανημάτων τόρνου.
Ωστόσο, το 1830, ακολουθώντας το παιδικό του όνειρο να γίνει ηθοποιός, εντάχθηκε σε έναν τοπικό θεατρικό θίασο, τον Rochester Players, παίζοντας σε έργα του William Shakespeare.
Φημολογείται ότι ήταν εξαιρετικός στις ερμηνείες του, γεγονός που τον έκανε να συνεχίσει να παίζει παρότι δεν μπορούσε να ζήσει από τα έσοδα του θιάσου.
Το ίδιο έτος 1830 παντρεύτηκε την Catherine Haley, ένα δεκαπεντάχρονο κορίτσι από την Palmyra. Το νεαρό ζεύγος, έζησε για ένα διάστημα με τους γονείς της Catherine, αλλά εντέλει ο Isaac αποφάσισε να αφήσει το θέατρο και μετακόμισε με την Catherine στο Port Gibson του Manchester, όπου βρήκε δουλειά.
Παρότι το προσπάθησε εκτενώς δεν μπόρεσε να μείνει για μεγάλο χρονικό διάστημα σε κάποια θέση και επομένως συνεργάστηκε εκ νέου με κάποιον περιοδεύων θεατρικό θίασο, τον Merritt Players, που πέρασε από την περιοχή.
Τους ακολούθησε σε μια εθνική περιοδεία κατά την οποία, πέρα από ηθοποιός έγινε και θιασάρχης. Με την λήξη της περιοδείας, ο Singer αποχώρησε από την ομάδα.
Έχοντας ζήσει λίγο το όνειρό του αυτό το διάστημα, σκέφτηκε ότι αφού ο θίασος δεν απέδιδε οικονομικά και ήταν σε μεγάλη ανάγκη για χρήματα, μπορούσε πια να δοκιμάσει την τύχη του ξανά σε κάποιο τεχνικό επάγγελμα. Έτσι, το 1835 μετακόμισε, με την συζυγό του και τον γιο τους, στην New York όπου ξεκίνησε να εργάζεται σε ένα τυπογραφείο.
Οι αντιστάσεις του όπως απεδείχθη ήταν μικρές. Το επόμενο κιόλας έτος έφυγε από την πόλη, αυτή τη φορά χωρίς να το πει στη γυναίκα του, συμμετέχοντας και πάλι σε κάποιον θίασο. Περιοδεύοντας, γνώρισε τη 18χρονη Mary Ann Sponsler στην Baltimore, με την οποία ερωτεύτηκε τρελά και της πρότεινε να συνάψουν γάμο.
Επιστρέφοντας στη βάση του το 1837, βρίσκει τη σύζυγό του ετοιμόγεννη ενώ η εγκυμονούσα Sponsler που τον ακολούθησε, διαπίστωσε ότι ο Singer ήταν ήδη παντρεμένος. Ο Isaac αναχώρησε κρυφά από το σπίτι, πήρε την Sponsler και επέστρεψαν στη Baltimore, όπου παρουσιάστηκαν ως παντρεμένο ζευγάρι μέχρι την γέννηση του γιου τους.
Η πολυτάραχη ερωτική ζωή του Singer δεν σταματά εκεί. Χώρισε την πρώτη του σύζυγο Catharine, το 1860 βασιζόμενος στη μοιχεία της με τον Stephen Kent .
Εν συνεχεία συζούσε με τη Mary Ann και έμεινε μαζί της μέχρι την αποκάλυψη της σχέσης του με την Mary McGonigal, υπάλληλο της IM Singer & Co., με την οποία είχε αποκτήσει πέντε παιδιά.
Το 1863 παντρεύτηκε την Isabella Eugenie Sommerville με την οποία έμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του.
Υπολογίζεται ότι καθ’όλη την διάρκεια της ζωής του απέκτησε περισσότερα από 24 παιδιά, με διάφορες συντρόφους.
Η στροφή στις κατασκευές και τις πατέντες
Αφού διαπίστωσε ότι δεν μπορεί να χτίσει καριέρα στην υποκριτική, βρήκε δουλειά ως μηχανικός στην εταιρεία που είχε αναλάβει να χτίσει το κανάλι του Illinois και του Michigan.
Εργαζόμενος σκληρά και στην προσπάθεια να εντατικοποιήσει τις εργασίες, κατάφερε να γίνει εφευρέτης μιας μηχανής γεώτρησης σε βράχο. Το 1839, κατοχύρωσε με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας την πατέντα του την οποία πούλησε αμέσως στην κρατική κατασκευαστική I & M Canal Building Company, για 2.000$ (πάνω από 50.000$ σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα).
Χρησιμοποίησε αυτό το ποσό για τη χρηματοδότηση της Merritt Players, στην οποία παρέμεινε ενεργό μέλος, μαζί με την Mary Ann Sponsler, μέχρι το 1844 όταν και ξέμεινε από χρήματα.
Μετά το 5ετές διάλειμμα, εγκαταλείπει οριστικά το θέατρο και επιστρέφει ξανά στα τεχνικά επαγγέλματα, αυτή τη φορά ως ξυλουργός. Ήταν μια χειρονακτική δουλειά η οποία δεν τον ικανοποιούσε και άθελά του, στην προσπάθεια να την κάνει πιο εύκολη, ανακάλυψε έναν τύπο μηχανής λάξευσης.
Ανάπτυξε και κατοχύρωσε με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας τη μηχανή στις 10 Απριλίου 1849 και προσπάθησε να την κυκλοφορήσει εμπορικά μέσω χρηματοδότησης της A. B. Taylor Company.
Έχοντας δημιουργήσει ένα λειτουργικό πρότυπο, και μόλις πριν την επίσημη συμφωνία κυκλοροφίας της, η μηχανή καταστράφηκε μετά από έκρηξη λέβητα ατμού που ανατίναξε τις εγκαταστάσεις της A. B. Taylor & Co και σκότωσε 63 άτομα. Ως αποτέλεσμα αυτής της καταστροφής, η εταιρεία αναγκάστηκε να κλείσει.
Ο Singer συνεργάστηκε τον G. B. Zieber, δημιούργησαν άλλο ένα πρωτότυπο αλλά δεν μπόρεσαν να βρουν επενδυτές για να το παράγουν εμπορικά. Επομένως, το 1850, μετά από παρότρυνση του Zieber, ο Singer μετακομίζει στη Boston, με σκοπό να παρουσιάσει την εφεύρεσή του στο μηχανοστάσιο του Orson C. Phelps, ωστόσο οι παραγγελίες δεν ήταν οι αναμενόμενες και διεκόπη η παραγωγή της.
Η μηχανή που του άλλαξε τη ζωή
Στην Boston, λόγω της άνθισης των τυπογραφείων υπήρχε μεγάλη προσφορά εργασίας. Ο ίδιος βρέθηκε να εργάζεται ως μηχανικός στην Orson C. Phelps όπου κάποια στιγμή, το 1851, ο Phelps ζήτησε από τον Singer ελέγξει τις ραπτομηχανές που χρειάζονταν επισκευή.
Ο Singer αντί να τις επισκευάσει κατέληξε μέσα σε 11 μέρες να επανασχεδιάσει τα πρωτότυπα, αναπτύσσοντας έναν καινοτόμο μηχανισμό που έφτανε τις 900 ραφές ανά λεπτό. Για την ευρεσιτεχνία του κατάφερε να αποκτήσει δίπλωμα στις 12 Αυγούστου 1851.
Ένας αδιανόητος πόλεμος ξέσπασε ανάμεσα σε κατασκευαστές, εφευρέτες και κατόχους πατεντών, όπου κατηγορούν ο ένας τον άλλον για παραβίαση δικαιωμάτων. Δεδομένου όμως ότι η μηχανή Singer, όπως και όλες οι άλλες, εφάρμοσαν μερικές από τις βασικές αρχές της μηχανής του Elias Howe, ο Howe τους μήνυσε και κέρδισε. Όλοι ήταν υπόχρεοι στο να αποδίδουν δικαιώματα στον Howe, γεγονός που έκανε τον Howe τρομερά πλούσιο.
Παρόλα αυτά, επειδή η μήνυση αφορούσε μόνο το δίπλωμα, δεν υπήρχε κάτι που να τον εμπόδιζε να την παράγει. Παραιτήθηκε, ίδρυσε το 1857 τη I.M. Singer & Company και από τότε έγινε ο απόλυτος κυρίαρχος της αγοράς.
Οι ριζοσπαστικές ιδέες που τον καθιέρωσαν παγκοσμίως
Σε μια εποχή που οι ραπτομηχανές ήταν βιομηχανικές μηχανές και κόστιζαν γύρω στα 100$, η εταιρεία κατόρθωσε να μειώσει το κόστος παραγωγής στο μισό, κατασκευάζοντας η ίδια όλα τα εξαρτήματα για τη ραπτομηχανή, με αποτέλεσμα να αυξήσει το περιθώριο κέρδους του κατά 530% και να μπορεί πλέον να την πουλήσει σε ιδιώτες στην προνομιακή τιμή των 10$!
Ο Singer άρχισε και πάλι τις περιοδείες όμως αυτή τη φορά για να παρουσιάσει τη ραπτομηχανή του σε όλες τις πολιτείες των ΗΠΑ.
Καθ’όλη την περιοδεία του αντιλήφθηκε πως έπρεπε να χτυπήσει τα κακόβουλα στόματα που ισχυρίζονταν ότι οι γυναίκες δεν θα μπορούσαν με τίποτα να χρησιμοποιήσουν τη μηχανή και προχώρησε σε προλήψεις γυναικών για την προώθηση και πώλησή τους. Παράληλλα ανέπτυξε το καινοτόμο σύστημα πληρωμής με δόσεις με σκοπό να μπορέσει να βάλει την μηχανή του σε όλα τα νοικοκυριά.
Η I. M. Singer & Co κατασκεύασε 2.564 μηχανήματα το 1856 και έφτασε τα 13.000 το 1860.
Η ραπτομηχανή αποτέλεσε κίνητρο για την χειραφέτηση της γυναίκας αφού πλέον μπορούσε να παράγει στο σπίτι και αποκτά εισόδημα. Παροδικά ξεκίνησαν να αναπτύσσονται οδηγοί για τις ραφές, βιβλία με οδηγίες και ιδέες, περιοδικά με συμβουλές ακόμα και κατ’ ιδίαν μαθήματα στο σπίτι.
Ο Singer βλέποντας την ραγδαία επίδραση της μηχανής του στην κοινωνία, εξελίχθηκε σε αδίστακτο επιχειρηματία. Μέχρι το 1863 άνοιξε άλλα τρία εργοστάσια, έβγαλε από την εταιρεία τους δύο συνεταίρους του, ονόμασε την εταιρεία του Singer Manufacturing Company και έγινε ο μεγαλύτερος κατασκευαστής ραπτομηχανών στον κόσμο.
Ο ίδιος αποφασίζει να βγει στην σύνταξη, διατηρώντας την κατοχή του 40% των μετοχών και τη θέση του στο Διοικητικό Συμβούλιο.
Μέχρι την συνταξιοδότηση του Singer η εταιρεία είχε εξασφαλίσει 22 επιπλέον διπλώματα ευρεσιτεχνίας.
Η εταιρεία συνέχισε την ανοδική της πορεία με εργοστάσια σε άλλες περιοχές ενώ επεκτάθηκε στην ευρωπαϊκή αγορά, ιδρύοντας ένα εργοστάσιο στη Glasgow το 1867, καθιστώντας την μια από τις πρώτες πολυεθνικές εταιρείες με έδρα την Αμερική.
Τα τελευταία χρόνια
Η οικονομική επιτυχία έδωσε στον Singer τη δυνατότητα να αγοράσει ένα αρχοντικό στην Fifth Avenue, όμως ο έκλυτος βίος του με τις πολυάριθμες ερωμένες, τις οποίες συντηρούσε και με τις οποίες απέκτησε πολλά παιδιά, τον ώθησε να τραπεί φυγή και να εγκατασταθεί στην Αγγλία, αφού δεν ήταν πλέον σε θέση να διαχειριστεί τις διαμάχες τόσο με εκείνες όσο και με τον Τύπο που παραμόνευε τα βήματα του πιο πετυχημένου βιομήχανου του κόσμου.
Με την Isabella και τα παιδιά τους διέμειναν στο Paignton της Αγγλίας, σε μια Oldway Mansion 110 υπνοδωματίων, η οποία παρέπεμπε στο ύφος του παλατιού των Βερσαλλιών.
Η περιοχή έγινε γνωστή τοπικά ως Singerton.
Σε αυτό το χώρο άφησε την τελευταία του πνοή στις 23 Ιουλίου 1875, λίγες μέρες μετά τον γάμο της κόρης του Alice, σε ηλικία 64 ετών.
Στην κηδεία του συγκεντρώθηκαν τουλάχιστον 80 άμαξες και περίπου 2000 κόσμου ενώ ο μαρμάρινος τάφος του στο Torquay, είναι έως και σήμερα σημείο αναφοράς για την τοπική κοινωνία.
Τα 14 εκατ. δολάρια της προσωπικής του περιουσίας έγιναν φυσικά μήλο του έριδος για τα παιδιά του, που επιδόθηκαν σε χρόνιες νομικές μάχες για την κληρονομιά.