Το νησί Ellis από τα τέλη του 19ου αιώνα έως και το πρώτο μισό του 20ου, αποτέλεσε κύριο σταθμό υποδοχής μεταναστών στην Αμερική, όπου αναρίθμητα υπερωκεάνια άφηναν πλήθος κόσμου. Είναι επίσης γνωστό ως το νησί των δακρύων ή Heartbreak Island, αφού ήταν το πρώτο και τελευταίο μέρος του Αμερικανικού ονείρου για όσους μετανάστες απελάθηκαν.
Λειτούργησε για 62 χρόνια και υποδέχτηκε εκατομμύρια μετανάστες, των οποίων οι απόγονοι αποτελούν γύρω στο 40% όλων των σημερινών πολιτών των ΗΠΑ.
Εκεί, σφραγιζόταν το μέλλον εκατομμυρίων ψυχών που έφταναν στην Αμερική και πολλοί έχουν εκφράσει την άποψη ότι λόγω της ιστορίας και του συμβολισμού του, στο νησί Ellis έπρεπε να βρίσκεται και το Άγαλμα της Ελευθερίας.
Από τους αυτόχθονες, στους μετανάστες
Το νησί αρχικά ονομαζόταν Kioshk, δηλαδή Gull Island (νησί των γλάρων), μια ονομασία την οποία του είχαν προσδώσει οι αυτόχθονες Ινδιάνοι Mohegan λόγω του μεγάλου πληθυσμού γλάρων που ζούσαν στο νησί.
Οι Ινδιάνοι δεν το χρησιμοποίησαν ποτέ για διαμονή, ήταν τόπος ψαρέματος και αλίευσης στρειδιών.
Το 1603, οι Ολλανδοί αγόρασαν από τους Ινδιάνους να νησιά Liberty, Black Tom και Gull και τα δώρισαν στον τοπικό κυβερνήτης του Νέου Άμστερνταμ (Νέας Υόρκης), υπό την ονομασία Oyster Islands.
Λίγο καιρό μετά πωλήθηκε στον Captain William Dyre, κατόπιν στον Thomas Lloyd και από εκεί πέρασε από πολλά χέρια μέχρι τη δεκαετία του 1760, όπου στο νησί γίνονταν οι δημόσιες εκτελέσεις πειρατών, χρησιμοποιώντας ένα συγκεκριμένο δέντρο το Gibbet Tree.
Το 1774 αποκτήθηκε από τον Samuel Ellis, από τον οποίο πήρε το τελικό του όνομα.
Μετά τον θάνατο του Ellis το νησί πέρασε στην κατοχή των απογόνων έως τις 21 Απριλίου 1794 που επιτάχθηκε από το κράτος για λόγους δημόσιας άμυνας και εντέλει εξαγοράστηκε από τις Ηνωμένες Πολιτείες, στις 30 Ιουνίου 1808, για 10.000 δολάρια.
Στο νησί δημιουργήθηκε το φρούριο Crown Fort, το οποίο αργότερα ονομάστηκε Fort Gibson προς τιμήν του συνταγματάρχη James Gibson που σκοτώθηκε στον πόλεμο κατά τη διάρκεια της πολιορκίας του Fort Erie. Αν και το φρούριο δεν χρησιμοποιήθηκε κατά τη διάρκεια του πολέμου, χρησίμευσε ως στρατώνας για το 11ο σύνταγμα και ως φυλακή για τους Βρετανούς αιχμαλώτους πολέμου.
Με τη λήξη του Αγγλοαμερικανικού πολέμου το 1814, το Fort Gibson χρησιμοποιήθηκε σε μεγάλο βαθμό ως αποθήκη στρατολόγησης. Παράλληλα ο στρατός είχε προσπαθήσει ανεπιτυχώς να χρησιμοποιήσει το νησί για την ανάρρωση των μεταναστών του πολέμου ήδη από το 1847 και χρησιμοποιήθηκε εντέλει το Castle Clinton στο λιμάνι της New York, από το 1855.
O αριθμός των ανθρώπων που μετανάστευσαν στην Αμερική, η οποία προσπαθούσε να χειριστεί το φαινόμενο χωρίς οργανωμένο σχέδιο, ήταν μεγάλος. Περισσότερα από 8 εκατομμύρια μετανάστες πέρασαν την συγκεκριμένη περίοδο.
Χωρίς επίσημη εθνική πολιτική επί του θέματος, ο έλεγχος γινόταν στις Πολιτείες, οι οποίες εφάρμοζαν ξεχωριστούς νόμους μέχρι το 1875, και το μόνο που έκαναν ήταν να ενημερώνουν την κυβέρνηση για τον αριθμό των αφιχθέντων.
Ωστόσο, οι πολλές καταγγελίες για κακοδιαχείριση, κατάχρηση μεταναστών και αποφυγή των νόμων στο Castle Clinton έκαναν την κυβέρνηση να αναζητά άλλη καλύτερη θέση για το νέο σταθμό μετανάστευσης.
Έτσι, φτάνουμε στις αρχές του 1890 όταν και διαπιστώθηκε πως το νησί Ellis είναι το πλέον κατάλληλο μέρος για να λειτουργήσει ένας σταθμός υποδοχής και προχώρησαν στην κατασκευή προκυμαιών, διαμόρφωση κτηρίων και εγκαταστάσεων (κοιτώνες, χώρους αποσκευών, νοσοκομεία, καραντίνες, τραπεζαρίες, χώρους αναμονής, κ.α.)
Από την πρώτη μέρα λειτουργίας του σταθμού έως την τελευταία μέρα λειτουργίας του νησιού ως κέντρο κράτησης
Ο σταθμός υποδοχής μεταναστών να λειτουργεί στη 1 Ιανουαρίου 1892 και ανοίγοντας τις πύλες του, άνοιξε ένα νέο κεφάλαιο για την Αμερική, με τα εκατομμύρια ανθρώπων που κατέφθαναν.
μοναδικές προϋποθέσεις για να τους επιτραπεί η είσοδος στην χώρα: η καλή υγεία, το καθαρό ποινικό μητρώο και η κατοχή 25 δολαρίων, ποσό που θεωρούνταν ικανό για να επιβιώσει κάποιος μέχρι να βρει εργασία.
Δεδομένου ότι τα περισσότερα υπερατλαντικά πλοία δεν μπορούσαν να αποβιβαστούν στο νησί Ellis εξαιτίας ρηχών υδάτων, άφηναν τους μετανάστες στο λιμάνι της New York ή του New Jersey.
Όσοι είχαν εισιτήρια των δύο πρώτων θέσεων -εκτός του ότι τους αντιμετώπιζαν με πιο λεπτούς χειρισμούς- είχαν το πλεονέκτημα της ιατρικής εξέτασης μέσα στο καράβι και επομένως, έχοντας περάσει επιτυχώς τον έλεγχο, ήταν ελεύθεροι να φύγουν σχεδόν αμέσως για τον προορισμό τους. Τους υπόλοιπους επιβάτες τους μετέφεραν με φορτηγίδα, μαζί με τις αποσκευές τους, στο νησί Ellis όπου τους υπέβαλαν σε ιατρικό και νομικό έλεγχο.
Όσοι δεν περνούσαν με επιτυχία τους ελέγχους, έχαναν την δυνατότητα να λάβουν άδεια παραμονής, τους έβαζαν ξανά στο πλοίο με το οποίο ήρθαν και τους έστελναν πίσω στην πατρίδα τους.
Από το 1900 έως το 1924, υπολογίζεται ότι πέρασαν 12 εκατομμύρια μετανάστες, με το μεγαλύτερο μεταναστευτικό κύμα να είναι μεταξύ 1905 και 1914, όπου κατά μέσο όρο 1 εκατομμύριο μετανάστες έφταναν ετησίως και περίπου 5.000 εξετάζονταν ημερησίως στο νησί Ellis. Υπολογίζεται ότι -εκ του συνόλου των μεταναστών- μόλις το 2% απέτυχε στους έλεγχους και γύρισε πίσω στην πατρίδα του.
Καθώς περνούσαν τα χρόνια και οι συνθήκες στην υφήλιο ήταν ποικίλες, το μεταναστευτικό κύμα δεν κόπασε ιδιαίτερα, γεγονός που προκάλεσε αλλαγές στον τρόπο εισαγωγής και εξαγωγής πολιτών από το κράτος.
Σύμφωνα με το Immigrant Quota Act του 1921 και το National Origins Act του 1924, θεσπίστηκαν αυστηρές ποσοστώσεις μετανάστευσης και το νησί Ellis υποβαθμίστηκε από ένα κεντρικό κέντρο επιθεώρησης σε ένα κέντρο κράτησης μεταναστών, φιλοξενώντας μόνο εκείνους που έπρεπε να κρατούνται ή να απελαθούν.
Η συντριβή της Wall Street του 1929, μείωσε ακόμα περισσότερο τη μετανάστευση, καθώς οι άνθρωποι αποθαρρύνονταν να μεταναστεύσουν στις ΗΠΑ ενώ ένα χρόνο μετά σταμάτησε να λειτουργεί το νοσοκομείο του νησιού.
Με την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου το 1939, το νησί Ellis χρησιμοποιήθηκε και πάλι από το στρατό, αυτή τη φορά ως βάση της ακτοφυλακής των Ηνωμένων Πολιτειών και οι εγκαταστάσεις χρησιμοποιήθηκαν ταυτόχρονα για μετανάστες και αιχμαλώτους, και το νοσοκομείο χρησιμοποιήθηκε για τους τραυματισμένους Αμερικανούς στρατιώτες.
Οι αιχμάλωτοι ήταν τόσοι πολλοί που τα διοικητικά γραφεία μεταφέρθηκαν στο Manhattan και το 1943 το νησί Ellis χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά για τους κρατούμενους.
Από την λήξη του Β’ Παγκοσμίου πολέμου και μέχρι το 1947, υπήρχαν προτάσεις για το κλείσιμο του Ellis λόγω των τεράστιων δαπανών που απαιτούνταν για τη συντήρησή του. Έτσι γύρω στο 1950-1951 η Υπηρεσία Δημόσιας Υγείας των Ηνωμένων Πολιτειών έκλεισε το νοσοκομείο και έμειναν στο νησί μόνο 30 με 40 κρατούμενοι.
Ο νόμος περί μετανάστευσης και πολιτογράφησης του 1952 (επίσης γνωστός ως νόμος McCarran-Walter), σε συνδυασμό με μια απελευθερωμένη πολιτική κράτησης, άλλαξε τον επιτρεπόμενο αριθμό των κρατουμένων στο νησί.
Έτσι, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση με ανακοίνωση της κατασκευής νέων εγκαταστάσεων στο Manhattan έκλεισε το Ellis στις 12 Νοεμβρίου 1954, με την αναχώρηση του τελευταίου κρατούμενου, ενώ το ferryboat Ellis Island, το οποίο είχε λειτουργήσει από το 1904, σταμάτησε να λειτουργεί δύο εβδομάδες αργότερα.
Από το 1924 έως το 1954, από το νησί πέρασαν μόνο 2,35 εκατομμύρια μετανάστες.
Ο ιατρικός έλεγχος
Από το 1890 μέχρι και την επίσημη έναρξη λειτουργίας του σταθμού, οι αρχικές ιατρικές επιθεωρήσεις διεξάγονταν από τις πλοιοκτήτριες εταιρίες στα λιμάνια επιβίβασης και σε δεύτερη φάση περαιτέρω εξετάσεις και οι εμβολιασμοί πραγματοποιούνταν επί του πλοίου, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού.
Όταν ο σταθμός υποδοχής άρχισε να λειτουργεί, οι γιατροί πραγματοποιούσαν τους ελέγχους με το σύστημα των 6 δευτερολέπτων, ένα σύστημα που επικρατούσε εκείνη την εποχή στον ιατρικό κλάδο και σύμφωνα με αυτό ένας έμπειρος ειδικός μπορούσε σε μόλις 6 δευτερόλεπτα να διαπιστώσει την κατάσταση της υγείας ενός ατόμου και να βγάλει διάγνωση.
Κάθε μετανάστης περνούσε από 2 επιθεωρήσεις, την μια για τις σωματικές αναπηρίες και την άλλη για οποιεσδήποτε άλλες ασθένειες που δεν παρατηρήθηκαν στην πρώτη.
Η επιθεώρηση χρησιμοποίησε αρκετές μη συμβατικές μεθόδους ιατρικής εξέτασης.
Παρακολουθούσαν ακόμη και το πως περπατούσαν, για να προσδιορίσουν τυχόν προβλήματα στο βάδισμά τους, τους ζητούσαν να ρίξουν τις αποσκευές τους από τον δεύτερο όροφο και να κατεβούν τις σκάλες, για να διαπιστώσουν την σωματική τους αντοχή και τους υπέβαλλαν ακόμα και σε ψυχολογικά τεστ που είχαν σχεδιαστεί για άτομα που δεν γνώριζαν την Αμερικάνικη κουλτούρα.
Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι έλεγχοι ήταν επιτυχείς, οι μετανάστες έπαιρναν ιατρικό πιστοποιητικό ή ένορκη πράξη και περνούσαν από τον νομικό έλεγχο για να λάβουν την πολυπόθητη άδεια.
Όταν όμως υπήρχαν ενδείξεις ασθενείας, οι γιατροί έγραφαν με κιμωλία στο πανωφόρι τους ένα γράμμα και τους έστελναν για ακόμα έναν έλεγχο. Αν και αυτές οι εξετάσεις έβγαιναν αρνητικές, τότε απαγορευόταν η είσοδος του εκάστοτε μετανάστη στις ΗΠΑ και επέστρεφε στη χώρα του.
Το γράμμα ήταν διαφορετικό ανάλογα με την ασθένεια που εντόπιζαν: Ν για το λαιμό, H για την καρδιά, Χ για νοητική καθυστέρηση και FT για τα πόδια, το Β για προβλήματα στην πλάτη, Pg εγκυμοσύνη, E παθήσεις στα μάτια, κ.ο.κ.
Λέγεται πως πολλοί επιχείρησαν κρυφά να σκουπίσουν ή να φορέσουν ανάποδα το πανωφόρι τους για να αποφύγουν την ταλαιπωρία.
Πολλοί παρέμειναν στο Ellis περισσότερο από μία εβδομάδα μέχρι να βγει η ετυμηγορία για την περίπτωσή τους, μεταξύ των οποίων οι έγκυες γυναίκες που κρατούνταν στο νησί, ώστε να μην γεννήσουν τα παιδιά τους στις ΗΠΑ και πάρουν υπηκοότητα.
Σύμφωνα με στοιχεία, πάνω από 350 παιδιά γεννήθηκαν στο νησί και 3.500 πέθαναν κατά την περίοδο αναμονής των αποτελεσμάτων.
Το ποσοστό των ασθενών αυξήθηκε την περίοδο της Ισπανικής γρίπης (1918-1919) και υπολογίζεται ότι πάνω από 3.000 μετανάστες πέθαναν στο νοσοκομείο του νησιού.
Δείτε περισσότερα για την Ισπανική γρίπη εδώ:
Ισπανική γρίπη: Η φονική πανδημία του 20ου αιώνα
Τα κριτήρια ευγονικής
Όταν οι εισροές μεταναστών κορυφώθηκαν, τα ιδεώδη της ευγονικής είχαν κερδίσει ευρεία δημοτικότητα και επηρέασαν σημαντικά τα κριτήρια αποκλεισμού, προκειμένου οι εγκριθέντες να βοηθήσουν στη δημιουργία μιας ανώτερης φυλής στην Αμερική.
Έτσι, οι επιθεωρήσεις έγιναν πιο αυστηρές και με βάση ηθικά, νομικά, σωματικά, ψυχικά έως και φυλετικά κριτήρια.
Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας επιθεώρησης εξετάστηκαν για: κληρονομική ή αποκτώμενη σωματική αναπηρία (όπως παραμόρφωση, έλλειψη άκρων), ψυχική ή νοητική αναπηρία (όπως υποστήριξη του φεμινισμού, κατάθλιψη, επιληψία και η εγκεφαλική παράλυση) και ηθική αναπηρία (όπως ομοφυλοφιλία, παράνομη σεξουαλικότητα, υποστήριξη της αναρχίας, εγκληματικότητα και φτώχεια).
Τα άτομα με ηθική, ψυχική ή διανοητική αναπηρία ήταν εκείνα που ανησυχούσαν περισσότερο τους υπαλλήλους και όχι τόσο εκείνα με τις σωματικές αναπηρίες καθώς η ευγονική υποστήριζε ότι τα ελαττώματα που είναι κληρονομικά είναι εκείνα που έχουν ηθική και ψυχική φύση.
Απόρριψη έδιναν και στην πλειοψηφία των εισερχόμενων Κινέζων, ανεξάρτητα από την ιδιότητά τους, καθώς οι περισσότεροι από αυτούς δεν φαίνονταν αρκετά εύρωστοι ώστε να εργαστούν στις θέσεις που προσφέρονταν εκείνο το διάστημα, δηλαδή στις βαριές βιομηχανικές δουλειές και τα ορυχεία.
Ο νομικός έλεγχος
Με την επιτυχή ολοκλήρωση των ιατρικών εξετάσεων, όλοι περνούσαν στην αίθουσα μητρώου για να υποβληθούν στον νομικό έλεγχο ώστε να καθοριστεί και να εγκριθεί η καταλληλότητα του μετανάστη για είσοδο στην χώρα.
Ο κύριος έλεγχος περιλάμβανε δίλεπτες ανακρίσεις από τους Επιθεωρητές Μετανάστευσης των ΗΠΑ -οι οποίοι εξέταζαν τα ιατρικά πιστοποιητικά που είχαν λάβει από τον ιατρικό έλεγχο- καθώς και συνεντεύξεις με το γραφείο της εργατικής δύναμης του Προξενείου, παρουσία διερμηνέων, αστυνομικών, γραμματέων και στενογράφων.
Σύμφωνα με αρχεία από το 1907, οι μετανάστες περνούσαν 2-5 ώρες μέχρι να περάσουν από αυτές τις συνεντεύξεις καθώς Οι ουρές εφταναν μεχρι και τουσ 5.000 ανθρώπους.
Οι βασικές ερωτήσεις αφορούσαν το όνομα, το επάγγελμα και το ποσό των χρημάτων που διαθέτουν, ενώ μερικοί πέρασαν και από τεστ αλφαβητισμού (στις μητρικές τους γλώσσες), ένα τεστ από το οποίο απαλλάσσονταν τα παιδιά κάτω των 16 ετών.
Ο προσδιορισμός του παραδεκτού ήταν σχετικά αυθαίρετος και αυτό είχε ως αποτέλεσμα να ορίζεται αποκλειστικά και μόνο από τον εκάστοτε επιθεωρητή. Αν ο επιθεωρητής δεν ήταν σίγουρος, ο μετανάστης έπρεπε να μείνει στο νησί για περαιτέρω έρευνα.
Τους περισσότερους ανειδίκευτους τους απέρριπταν υπό τον φόβο των μεταναστευτικών αρχών, μήπως γίνουν δημόσιο βάρος εφόσον δεν ανταποκριθούν στις ανάγκες της αγοράς των ΗΠΑ. Δέχτηκαν μόνο εκείνους που αποδείχτηκε πως είχαν στενούς οικογενειακούς δεσμούς με μόνιμο κάτοικο ή πολίτη των ΗΠΑ.
Δυσκολία, επίσης, στην έκδοση άδειας παραμονής είχαν οι ασυνόδευτες γυναίκες καθώς οι αρχές έκριναν ότι θα πέσουν θύματα εκμετάλλευσης και επομένως ήταν σπάνιες οι περιπτώσεις των γυναικών που κατάφεραν να περάσουν από το νησί νόμιμα.
Όσοι περνούσαν επιτυχώς από τον νομικό έλεγχο, έπαιρναν την πράσινη κάρτα, πήγαιναν στο ταμείο του νησιού για να κάνουν συνάλλαγμα και έπαιρναν τον δρόμο προς New York ή New Jersey.
Η αλλαγή των ονομάτων
Πολλοί απ’όσους πέρασαν από το νησί Ellis και πήραν την πράσινη κάρτα, απέκτησαν -εκτός από μια ευκαιρία για μια καλύτερη ζωή- καινούριο όνομα κι αυτό οφείλεται στη δυσκολία συνεννόησης μεταξύ των αρχών και των μεταναστών. Ειδικά, όταν ο μετανάστης δεν γνώριζε Αγγλικά και οι υπάλληλοι δεν μπορούσαν να εκφέρουν το όνομα, τότε του το άλλαζαν είτε κατά προσέγγιση είτε σε κάτι πιο σύντομο και απλό.
Μια τέτοια συνθήκη παρουσιάζεται στα πρώτα λεπτά της ταινίας Ο Νονός, όπου ο μικρός Vito Andolini από το χωριό Corleone της Σικελίας, κατεγράφη ως Vito Corleone.
Οι Έλληνες μετανάστες
Οι πρώτοι Έλληνες μετανάστες έφτασαν στο νησί Ellis στις 11 Απριλίου του 1890.
Χιλιάδες Ελλήνων, ανάμεσά τους και πολλοί από τις αλύτρωτες ακόμα περιοχές, μετανάστευαν στις ΗΠΑ για πολιτικούς και θρησκευτικούς λόγους. Σχεδόν όλοι ταξίδευαν με εισιτήρια τρίτης θέσης και επί έναν μήνα ήταν στοιβαγμένοι στα αμπάρια ή στα καταστρώματα των πλοίων, υπό άθλιες συνθήκες!
Δεν ήταν λίγοι αυτοί που από -τις κακουχίες κατά τη διάρκεια του ταξιδιού- έχαναν τη ζωή τους ή έφταναν άρρωστοι και αποδυναμωμένοι.
Το υπερατλαντικό ταξίδι ήταν πολύ ακριβό και αρκετοί αναγκάστηκαν να πουλήσουν ή να υποθηκεύσουν τα υπάρχοντά τους, γεγονός που εκμεταλλεύτηκαν πολλοί τοκογλύφοι, οι οποίοι έσπευσαν να δώσουν λύσεις για το πως θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν τα χρήματα για το εισιτήριο.
Κάποιοι άλλοι έπεσαν θύμα εκμετάλλευσης των εταιρειών που αναλάμβαναν το ταξίδι, οι οποίοι τους έδιναν μια θέση στο πλοίο με την προϋπόθεση να δεχτούν να ενοικιαστούν από την εταιρεία στους εν δυνάμει εργοδότες μέχρι να αποσβέσουν το ποσό.
Το 1910 στην New York είχαν εγκατασταθεί πάνω από 12.000 Έλληνες
Το 90% των Ελλήνων μεταναστών την περίοδο 1918-1922, ήταν νέοι άντρες από αγροτικές περιοχές, αγράμματοι, οι οποίοι εκτός από την φυσική τους δύναμη και την σωματική τους ικανότητα δεν διέθεταν αλλά πιο εξειδικευμένα προσόντα. Μάλιστα, οι πιο πολλοί από αυτούς επειδή πήγαιναν στις ΗΠΑ με την πρόθεση να μείνουν προσωρινά, να βγάλουν μερικά χρήματα και να γυρίσουν πίσω στην πατρίδα τους, δεν είχαν μάθει ούτε λέξη από την αγγλική γλώσσα.
Υπολογίζεται ότι οι Έλληνες μετανάστες, την περίοδο 1900-1930 έστειλαν πισω στην Ελλάδα περίπου 330 εκ δολάρια.
Σε αυτούς που δόθηκε άδεια παραμονής, η ζωή δεν ήταν εύκολη, οι ευκαιρίες που φαντάζονταν ότι θα βρουν ήταν διαφορετικές από αυτές που συνάντησαν. Ειδικά από το 1917, με το εχθρικό περιβάλλον που επικρατούσε και τις εκδηλώσεις φυλετικών διακρίσεων, όλοι οι μετανάστες αντιμετωπίζονταν ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας.
Οι Αμερικανοί δεν έτρεφαν ιδιαίτερη συμπάθεια για τους Έλληνες, Δεν τους άρεσε που η δική τους χώρα θα έκανε αφέντες τους ταλαίπωρους που έβλεπαν μπροστά τους και τους αποκαλούσαν υποτιμητικά λιγδιάρηδες (greaseballs), βρωμοέλληνες (dirty Greeks) ενώ η φράση NoGreeksnoRats χρησιμοποιούνταν συχνά εκείνη την εποχή.
Βρέθηκαν ακόμα και στο στόχαστρο της Ku Klux Klan, αφού οι νόμοι που ίσχυαν για τους μαύρους ίσχυαν και για τους Έλληνες, γιατί δεν θεωρούσαν ότι ανήκουν στους λευκούς.
Το 1921 οι μετανάστες του Ευρωπαϊκού νότου άρχισαν να θεωρούνται ανεπιθύμητοι και υπό την πίεση της κοινής γνώμης ψηφίστηκε ένας νόμος σύμφωνα με τον οποίο έπρεπε να περιοριστούν τα μεταναστευτικά ρεύματα που έρχονται από αυτές τις περιοχές και έτσι θα μπορούσαν πλέον να γίνονται δεκτοί μόνο 100 Έλληνες τον χρόνο.
Η απόγνωση και η ανάγκη για μια καλύτερη ζωή -ειδικά μετά τις συνθήκες που επικρατούσαν στην Ελλάδα εκείνη την περίοδο (τέλος Βαλκανικών & Μικρασιατική καταστροφή)- οδήγησε δεκάδες ανθρώπους στο να τολμήσουν να κάνουν το μακρύ ταξίδι υπερβαίνοντας τον επιτρεπόμενο αριθμό.
Αυτοί οι άνθρωποι, έχοντας ζήσει φτώχεια, πόλεμο και φόβο, με όσο θάρρος και θράσος τους είχε απομείνει, προκειμένου να αποφύγουν τους ελέγχους και την απέλαση, πηδούσαν στην θάλασσα -πριν το πλοίο φτάσει στο λιμάνι- κολυμπούσαν μέχρι την στεριά και ύστερα ως λαθρομετανάστες προσπάθησαν να φτιάξουν την μοίρα τους.
Από την έναρξη του σταθμού υποδοχής στο Ellis έως το 1924, υπολογίζεται ότι πάνω από μισό εκατομμύριο Έλληνες πέρασαν και οι μισοί εξ αυτών, κάποια στιγμή, επέστρεψαν μόνιμα.
Αξίζει να σημειωθεί πως στα μεταναστευτικά ρεύματα μετά το 1924, υπήρξαν και πολλές ανύπαντρες κοπέλες που τις έστελναν οι οικογένειές τους στις ΗΠΑ για να παντρευτούν και να φτιάξουν την ζωή τους μακριά από την ταλαίπωρη και φτωχή Ελλάδα που είχε χτυπηθεί από πολλές αναταραχές.
Σε αυτές αναφέρεται η ταινία του Παντελή Βούλγαρη, Νύφες
Το νησί από το κλείσιμο του σταθμού υποδοχής μέχρι σήμερα
Τον Μάρτιο του 1955, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση δήλωσε το νησί ως πλεόνασμα περιουσίας και τέθηκε υπό τη δικαιοδοσία της Γενικής Διεύθυνσης Υπηρεσιών και έμεινε αναξιοποίητο για 10 χρόνια, όταν και πέρασε στη δικαιοδοσία της Υπηρεσίας Εθνικού Πάρκου στο πλαίσιο του Εθνικού Μνημείου του Αγάλματος της Ελευθερίας.
Έτσι, το Ellis ανοίγει για το κοινό το 1976, με πολύωρες περιηγήσεις στο κτήριο των αφίξεων, ένα εγχείρημα που απεδείχθη επιτυχημένο αφού περισσότεροι από 50.000 άνθρωποι επισκέφθηκαν το νησί.
Το 1982, κατόπιν αιτήματος του Προέδρου Ronald Reagan, ο Lee Iacocca (της Chrysler Corporation) τίθεται επικεφαλής του Statue of Liberty-Ellis Island Foundation με σκοπό τη συγκέντρωση κεφαλαίων από ιδιώτες επενδυτές για την αποκατάσταση και συντήρηση του νησιού Ellis και του Αγάλματος της Ελευθερίας.
Μέχρι το 1984, όταν και άρχισαν οι εργασίες αποκατάστασης, ο ετήσιος αριθμός επισκεπτών στο νησί Ellis έχει φτάσει τους 70.000.
Η αποκατάσταση του νησιού του Ellis κόστισε 156 εκατομμύρια δολάρια, ολοκληρώθηκε 2 χρόνια νωρίτερα από το χρονοδιάγραμμα και άνοιξε εκ νέου τις πύλες του για το κοινό στις 10 Σεπτεμβρίου 1990. Στο κεντρικό κτήριο στεγάστηκε το Μουσείο Μετανάστευσης του Ellis, το οποίο αντικατέστησε το Αμερικανικό Μουσείο Μετανάστευσης στο νησί Liberty.
Από το 1990 έχουν περάσει τουλάχιστον 30 εκατομμύρια επισκέπτες από το νησί Ellis για να εντοπίσουν τα βήματα των προγόνων τους.
Το μουσείο περιέχει αρκετά εκθέματα στους 3 ορόφους του κεντρικού κτηρίου.
Ο πρώτος όροφος στεγάζει την αίθουσα αποσκευών, το Κέντρο Ιστορίας της Οικογενειακής Μετανάστευσης και τις εκθέσεις Peopling of America και New Eras of Immigration. Ο δεύτερος όροφος περιλαμβάνει την αίθουσα μητρώου, την αίθουσα συνεδριάσεων και τις εκθέσεις Through America’s Gate και Peak Immigration Years. Ο τρίτος όροφος περιλαμβάνει ένα κοιτώνα, βιβλιοθήκη, αίθουσα ανάγνωσης, κέντρο προφορικής ιστορίας και τις εκθέσεις Restoring a Landmark, Silent Voices, Treasures from Home και Ellis Island Chronicles, καθώς επίσης και περιοδικές εκθέσεις.
Υπάρχουν επίσης αμφιθέατρα σε όλους τους ορόφους που χρησιμοποιούνται για ταινίες και ζωντανές εμφανίσεις ενώ στο ισόγειο υπάρχει κατάστημα δώρων, βιβλιοπωλείο και σταθμός ακουστικών περιηγήσεων.
Το 2008, η βιβλιοθήκη του μουσείου , παρά τισ αντιδράσεισ του NPS, μετονομάστηκε επίσημα σε Bob Hope Memorial Library προς τιμήν ενός από τους πιο διάσημους μετανάστες του σταθμού, τον κωμικό Bob Hope.
Από τότε έως σήμερα το NPS προσφέρει πολλές εκπαιδευτικές ευκαιρίες, όπως περιηγήσεις με ξεναγό και συναρπαστικές δραστηριότητες role-play. Αυτά τα εκπαιδευτικά προγράμματα καλύπτουν πάνω από 650.000 σπουδαστές ετησίως και αποσκοπούν στην προώθηση της συζήτησης με παράλληλη δημιουργία κλίματος ανοχής και κατανόησης.
Τόσο το νοσοκομείο όσο και άλλα εγκαταλελειμμένα κτήρια του νησιού φιλοξενούν, εδώ και τουλάχιστον 5 χρόνια, τη μόνιμη έκθεση του καλλιτέχνη JR.
O JR επίσης, το 2015 κυκλοφόρησε την ταινία μικρού μήκους Ellis.
Για την ταινία, χρησιμοποίησε τα installations της έκθεσής του -που κατασκεύασε με φωτογραφίες πραγματικών προσώπων που πέρασαν από το νησί- ως φυσικό σκηνικό για την πλοκή του φιλμ ενώ ο πρωταγωνιστής Robert De Niro ως αφηγητής, ενσαρκώνει έναν από τους εκατομμύρια μετανάστες που βρέθηκαν στο νοσοκομείο του Ellis και μας διηγείται τα βάσανα και τις περιπέτειες των μεταναστών στο νησί.
Wall of Honor & Medal of Honor
Το Wall of Honor βρίσκεται έξω από το κεντρικό κτίριο και ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του ’80, ως μέσο πληρωμής για την ανακαίνιση του Ellis -αφού το Statue of Liberty-Ellis Island Foundation απαιτούσε από τους δυνητικούς τιμητές να πληρώσουν ένα τέλος για επιγραφή.
Άρχισε να εκτίθεται κανονικά από το 1990, περιλάμβανε 75.000 ονόματα, αποτελούταν από χάλκινους πίνακες και λίγα χρόνια αργότερα έγινε ανακατασκευή του σε 2 φάσεις: ένα κυκλικό τμήμα που ξεκίνησε το 1993 και ένα γραμμικό τμήμα που χτίστηκε μεταξύ του 1998 και του 2001.
το Wall of Honor eχει σήμερα εκταση 770 πανελ τα οποια διεθεταν κατάλογο 775.000 ΕΓΓΕΓΡΑΜΜΕΝΩΝ ονομάτων, συμπεριλαμβανομένων σκλάβων, ιθαγενών Αμερικανών και μεταναστών που δεν περασαν από το νησί.
Όσον αφορά το Medal of Honor του Ellis απονέμεται ετησίως από το 1984, σε Αμερικανούς πολίτες, τόσο γηγενείς όσο και πολιτογραφημένους, οι οποίοι έχουν διακριθεί μέσα στις εθνικές τους ομάδες και παράλληλα αποτελούν παραδείγματα των αξιών του Αμερικανικού τρόπου ζωής. Στους μεταλλιούχους συμπεριλαμβάνονται 7 Αμερικανοί πρόεδροι, αρκετοί νικητές του Βραβείου Νόμπελ, διάφοροι ηγέτες και πρωτοπόροι, όπως και αρκετοί ομογενείς.
Μέσω της ψηφιοποίησης των αρχείων, ο καθένας πλέον μπορεί να εντοπίσει τους συγγενείς του που πριν χρόνια πέρασαν από το Ellis μέσω της πλατφόρμας του ιδρύματος: www.libertyellisfoundation.org.