Το φωτογραφικό έργο του Henri Cartier-Bresson συνοψίζεται εύκολα μέσα στην δική του χαρακτηριστική φράση: “η αποφασιστική στιγμή” (“the decisive moment”). Στις εικόνες του καταγράφηκαν αυθόρμητες στιγμές της ανθρώπινης καθημερινότητας με οπτική αρμονία και γεωμετρία και τον δικό του ποιητικό τρόπο.
Θεωρείται από τους κορυφαίους φωτογράφους του 20ου αιώνα και το φωτογραφικό του στυλ έγινε έμπνευση και αντικείμενο μίμησης από πολλούς φωτογράφους.
“To photograph is to put on the same line of sight the head, the eye and the heart.”
_______________________________
Ο Henri Cartier-Bresson γεννήθηκε στο Chanteloup της Γαλλίας στις 22 Αυγούστου του 1908 σε μια μεγαλοαστική οικογένεια και ήταν ο μεγαλύτερος από τα τέσσερα αδέρφια του.
Ο πατέρας του διηύθυνε μια επιχείρηση κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων και το νήμα Cartier-Bresson αποτελούσε βασικό στοιχείο των γαλλικών κιτ ραπτικής. Ο επιχειρηματίας φιλοδοξούσε πως ο γιός του θα συνέχιζε μεγαλώνοντας την πετυχημένη επιχείρηση, όμως ο Henri είχε διαφορετικά και πιο καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα.
Μετά την φοίτησή του στο καθολικό σχολείο École Fénelon, προσπάθησε για λίγο να μάθει μουσική και σύντομα ξεκίνησε μαθήματα ζωγραφικής με τον ζωγράφο θείο του Louis. Δυστυχώς ο θείος του σκοτώθηκε σύντομα στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και το 1927 ο Henri μπήκε σε μια ιδιωτική σχολή τέχνης και ταυτόχρονα έκανε μαθήματα με τον ζωγράφο και γλύπτη André Lhote και τον δημοφιλή καλλιτέχνη πορτραίτων Jacques Émile Blanche.
Το ενδιαφέρον του για την μοντέρνα ζωγραφική της εποχής του συνδυαζόταν και με την αγάπη του για τα έργα καλλιτεχνών της Αναγέννησης, όπως ο Uccello και ο della Francesca μεταξύ άλλων. Ο ίδιος είχε χαρακτηρίσει τον Lhote ως τον δάσκαλό του στη “φωτογραφία χωρίς κάμερα”. Παρόλο που δεν συμφωνούσε με τους πολλούς κανόνες που έθετε εκείνος στην τέχνη, τον βοήθησαν αργότερα στην φωτογραφία όσον αφορά την καλλιτεχνική της σύνθεση.
Από τα διάφορα φωτογραφικά κινήματα που αναπτύχθηκαν την δεκαετία του 1920 ο Henri Cartier-Bresson ταυτίστηκε περισσότερο με τους σουρεαλιστές του 1924 και την τεχνική τους, ενώ συναναστράφηκε και με κορυφαίους εκπροσώπους του κινήματος συχνάζοντας στο Café Cyrano της Place Blanche.
Από το 1928 ως το 1929 ο Henri σπούδασε λογοτεχνία, τέχνη και αγγλική γλώσσα στο Πανεπιστήμιο του Cambridge, όπου έγινε δίγλωσσος. Μετά το πέρας των σπουδών του, το 1930, στρατολογήθηκε στον Γαλλικό Στρατό.
Εκεί γνώρισε και τον Αμερικανό ομογενή του, Harry Crosby, με τον οποίο ανακάλυψαν την κοινή τους αγάπη για την φωτογραφία αποκτώντας έτσι και την πρώτη του φωτογραφική μηχανή. Εκτός από τον χρόνο που περνούσαν μαζί φωτογραφίζοντας, οι δύο άντρες μοιράστηκαν και την ίδια γυναίκα, την γυναίκα του Crosby, Caresse, με την οποία φαίνεται πως υπήρχε μια ανοιχτή σεξουαλική σχέση. Ο Henri κράτησε μαζί της μια έντονη σχέση μέχρι το 1931. Ο φίλος του, ο Crosby, αυτοκτόνησε και η Caresse άφησε και τον Bresson, γεγονός που του στοίχισε συναισθηματικά.
Μετά από αυτό και αφού άφησε και τον στρατό, απέδρασε στις γαλλικές αποικίες της Αφρικής. Ήταν τότε 24 ετών. Εκεί ζούσε κυνηγώντας και πουλώντας τα θηράματά του στους ντόπιους χωρικούς. Παράλληλα η φωτογραφική του μηχανή, η περίφημη Leica με έναν φακό 50mm, είχε γίνει πια προέκταση του ματιού του, όπως και ο ίδιος είχε δηλώσει. Δυστυχώς ελάχιστες φωτογραφίες του επέζησαν από εκείνη την περίοδο.
Στην Αφρική, ο Bresson προσβλήθηκε και από τον πυρετό του μαύρου νερού (blackwater fever), μια επιπλοκή της ελονοσίας, γεγονός που τον ταλαιπώρησε αρκετά. Έφτασε μάλιστα να στείλει οδηγίες για την κηδεία του στην οικογένειά του στη Γαλλία αναμένοντας πως θα πέθαινε. Σύντομα αποφάσισε να επιστρέψει στην πατρίδα του για να αναρρώσει.
Επιστρέφοντας στην Γαλλία, η φωτογραφία έγινε πλέον η επίσημη και σοβαρή του απασχόληση. Έκανε ατελείωτες βόλτες και ταξίδια και φωτογράφιζε συνεχώς. Βερολίνο, Βρυξέλλες, Βαρσοβία, Πράγα, Βουδαπέστη, Μαδρίτη και πολύ αργότερα και στην ίδια την έδρα του, την Γαλλία.
Οι φωτογραφίες του βρέθηκαν για πρώτη φορά σε έκθεση το 1933 στην γκαλερί Julien Levy της Νέας Υόρκης δίπλα σε δουλειές του Walker Evans και του Manuel Álvarez Bravo. Μέχρι να καταφέρει να πουλήσει τις πρώτες του δουλειές, είχε οικονομική βοήθεια από την οικογένειά του.
“I suddenly understood that a photograph could fix eternity in an instant.” (“Ξαφνικά κατάλαβα πως μια φωτογραφία μπορεί να κλειδώσει την αιωνιότητα σε μια στιγμή.”)

Από την επιστροφή του στη Γαλλία δούλευε και δίπλα στον διάσημο Γάλλο σκηνοθέτη Jean Renoir και έπαιξε και τον ρόλο ενός μπάτλερ στην ταινία του “La Règle du jeu”. Αργότερα τον βοήθησε και στην σκηνοθεσία ενός ντοκιμαντέρ υποστήριξης προς το γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα την περίοδο του Ισπανικού Πολέμου. Από το 1937 ως το 1939 εργαζόταν και ως φωτορεπόρτερ στην εφημερίδα των Γάλλων κομμουνιστών “Ce soir”. Παρότι ποτέ δεν έκρυψε τις πολιτικές του απόψεις, δεν εντάχθηκε ποτέ ο ίδιος στο κόμμα που υποστήριζε.
Με το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου το 1939, ο Henri Cartier Bresson βρέθηκε ξανά στον στρατό και εντάχθηκε στην κινηματογραφική και φωτογραφική μονάδα. Το 1940 έπεσε αιχμάλωτος των Γερμανών και έμεινε σχεδόν για 3 χρόνια σε στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας. Μετά από δύο αποτυχημένες προσπάθειες, κατάφερε να δραπετεύσει και να επιστρέψει στη Γαλλία.
Στη Γαλλία, εργάστηκε με μυστικές ομάδες που βοηθούσαν άλλους δραπέτες αιχμαλώτους και συνεργαζόταν κρυφά με άλλους φωτογράφους για να καλύψουν τα γεγονότα της Κατοχής και αργότερα της απελευθέρωσης της χώρας τους.
Προς το τέλος του πολέμου, κυκλοφόρησε στην Αμερική η φήμη πως ο Bresson είχε πεθάνει στον πόλεμο και το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης ετοίμασε μια έκθεση προς τιμήν του. Τελικά βοήθησε και ο ίδιος στην διοργάνωσή της, που πραγματοποιήθηκε το 1947. Τότε εκδόθηκε και το πρώτο του βιβλίο “The Photographs of Henri Cartier-Bresson”.
Ίδρυση του Magnum και η φωτογραφική εκτόξευση
Το 1947, ο Henri Cartier Bresson μαζί τους Robert Capa, David Seymour, George Rodger, William Vandivert, Rita Vandivert και την Maria Eisner ίδρυσαν το μέχρι σήμερα κορυφαίο διεθνές φωτο-ειδησεογραφικό πρακτορείο Magnum. Στόχος του πρακτορείου ήταν μέσω της φωτογραφίας να καταγραφεί ο “παλμός της εποχής” και να χρησιμοποιηθεί για την υπηρεσία και τις ανάγκες της ανθρωπότητας.
Στα πλαίσια των εργασιών που ανατέθηκαν στα μέλη του πρακτορείου, ο Bresson ανέλαβε την κάλυψη στην Ινδία και την Κίνα. Κατέγραψε φωτογραφικά την κηδεία του Mahatma Gandhi το 1948 και την τελευταία φάση του κινεζικού εμφυλίου πολέμου το 1949, δουλειές που του πρόσφεραν και την διεθνή αναγνώριση.
Φωτογράφισε τους τελευταίους αυτοκρατορικούς ευνούχους του Πεκίνου πριν την επικράτηση των Κομμουνιστών, τις στιγμές της Ανεξαρτησίας των Ανατολικών Ινδιών από τους Ολλανδούς και πλήθος ακόμα ιστορικών στιγμιότυπων. Στη Σαγκάη συνεργάστηκε ως φωτορεπόρτερ και στην εταιρεία του φίλου του και φωτογράφου, Sam Tata.
Το 1952, ο Bresson δημοσίευσε το δεύτερο βιβλίο του “Images à la sauvette”, σε αγγλική μετάφραση “The Decisive Moment”. Η “αποφασιστική στιγμή” έγινε και το μότο του δημοφιλούς φωτογράφου, το οποίο εμπνεύστηκε αρχικά από τον Καρδινάλιο de Retz του 17ου αιώνα: “Il n’y a rien dans ce monde qui n’ait un moment decisif” (“Δεν υπάρχει τίποτα σε αυτόν τον κόσμο που να μην είναι μια αποφασιστική στιγμή”).
“Από όλα τα εκφραστικά μέσα, η φωτογραφία είναι το μόνο που παγιώνει μια συγκεκριμένη στιγμή. Παίζουμε με πράγματα που εξαφανίζονται και που, μετά την εξαφάνισή τους, είναι αδύνατο να τα επαναφέρουμε στη ζωή.”
“Η φωτογραφία δεν είναι όπως η ζωγραφική. Υπάρχει ένα δημιουργικό κλάσμα του δευτερολέπτου όταν τραβάμε μια φωτογραφία. Το μάτι μας πρέπει να δει μια σύνθεση ή μια έκφραση που η ίδια η ζωή μας προσφέρει, και πρέπει να ξέρουμε με διαίσθηση πότε να κάνουμε το κλικ στην κάμερα. Αυτή είναι η στιγμή που ο φωτογράφος είναι δημιουργικός. Αν χάσεις τη στιγμή, χάνεται για πάντα.”
Παρότι ο ίδιος δήλωνε όχι και τόσο μεγάλος λάτρης των ταξιδιών, ταξίδεψε σχεδόν όλο τον κόσμο φωτογραφίζοντας και αποτυπώνοντας με τον φακό του μερικές από τις πιο καθοριστικές στιγμές της ιστορίας του 20ου αιώνα. Η πρώτη του έκθεση στη Γαλλία πραγματοποιήθηκε στο Pavillon de Marsan το 1955.
Λόγω της κοινωνικής και επαγγελματικής του αναγνώρισης είχε την ευκαιρία να αποδώσει φωτογραφικά και τα πορτραίτα προσώπων της παγκόσμιας ελίτ, πολιτικών, καλλιτεχνών και διανοούμενων. Η ικανοποίηση της στιγμής της λήψης ήταν το φωτογραφικό του φετίχ, με τις εκτυπώσεις και τις εμφανίσεις τους δεν ασχολήθηκε ποτέ ιδιαίτερα.
Το 1966 αποσύρθηκε από διευθυντής του Magnum και επικεντρώθηκε σε πορτραίτα και τοπία, ενώ το 1968 άφησε σχεδόν εντελώς την φωτογραφία και ασχολήθηκε ξανά με το σχέδιο και την ζωγραφική. Κατά δήλωσή του, θεώρησε πως είχε μάλλον ήδη πει όσα μπορούσε να πει μέσω της φωτογραφίας. Είχε φυλάξει την αγαπημένη του κάμερα σε ένα χρηματοκιβώτιο στο σπίτι του και σπάνια την έβγαζε έξω.
Ο Henri Cartier Bresson έκανε δύο γάμους στη ζωή του. Το 1937 παντρεύτηκε την Ratna “Elie” Mohini, μια χορεύτρια από την Ιάβα, με την οποία έμειναν μαζί για 30 χρόνια ως το 1967. Το 1970 παντρεύτηκε την κατά 30 χρόνια νεότερή του Βρετανίδα φωτογράφο του Magnum, Martine Franck και το 1972 απέκτησαν την μοναδική τους κόρη, Mélanie.
Ο εμβληματικός φωτογράφος πέθανε στο σπίτι του στο Céreste της Γαλλίας στις 3 Αυγούστου του 2004, σε ηλικία 95 ετών.
_______________________________
Το φωτογραφικό του στυλ υποδηλώνει έναν αυθεντικό καλλιτέχνη της εικόνας, που με έναν τρόπο κατάφερνε να βρίσκεται στο κατάλληλο σημείο την κατάλληλη στιγμή. Αυτή την “αποφασιστική στιγμή” που έδινε στις λήψεις του μια διαχρονική ζωντάνια και στην λεγόμενη φωτογραφία δρόμου (street photography) μια ποιητική ματιά.
Μέσα από τις εικόνες του είναι αρκετά προφανής και η επιρροή του από την ζωγραφική με τα σύνθετα πάντα κάδρα του να ξεφεύγουν από το τυχαίο του αυθόρμητου και να αποδίδονται με μια καλλιτεχνική γεωμετρία. Το σίγουρο είναι πως αποδείχθηκε κορυφαίος εκπρόσωπος του απαιτητικού χώρου του φωτορεπορτάζ έχοντας καλύψει ιστορικά στιγμιότυπα με υποδειγματικό για την εποχή του τρόπο.
Ο Bresson εργάστηκε σχεδόν αποκλειστικά στο ασπρόμαυρο φιλμ. Δεν φωτογράφιζε ποτέ με φλας, καθώς το θεωρούσε μια “αγενή πρακτική”, ενώ συχνά τύλιγε την μηχανή με μαύρη ταινία για να είναι λιγότερο εμφανής και να μπορεί να “πιάνει” στιγμές πιο απαρατήρητα.