Ο Edward Teach (Thatch ή Thack) γεννήθηκε κάπου στο 1680 στην Αγγλία όπου και έζησε τα παιδικά του χρόνια. Ελάχιστα είναι γνωστά για την πρώιμη ζωή του, αφού η φήμη που ανέπτυξε αργότερα επισκίασε κάθε λεπτομέρεια και πληροφορία. Οι απόψεις και οι πηγές διίστανται ως προς το περιβάλλον που μεγάλωσε και τις επιρροές που είχε.

Εικάζεται πως εγκατέλειψαν την Αγγλία οικογενειακώς για να μετακομίσουν στην Jamaica, όπου άκμαζε η παραγωγή ζάχαρης -ο λευκός χρυσός, όπως λεγόταν τότε- γεγονός που θα μπορούσε να εξασφαλίσει μια καλύτερη ζωή.

Εκεί, φαίνεται πως κατορθώνουν να αποκτήσουν υψηλή κοινωνική θέση και να αποκτήσουν μέχρι και σκλάβους.

Ο Edward, ως νεαρός άνδρας πλέον, γύρω στα 20, ξεκινά την ναυτική του καριέρα, αρχικά σε ένα εμπορικό πλοίο και μετά στο Βασιλικό Ναυτικό της Αγγλίας, όπου υπηρέτησε ως ιδιώτης στον πόλεμο της Queen Anne (ή της Ισπανικής Διαδοχής) μέχρι τη λήξη του, το 1713.

Οι πειρατικές επιδρομές

Μέχρι και τις πρώτες καταγραφές για τον πειρατή Blackbeard, δεν υπάρχουν ιδιαίτερες αναφορές για το τι έκανε, πέρα από το ότι μετακόμισε στις Μπαχάμες. Εικάζεται πως είχε συνεργασίες όλο αυτό το διάστημα με τους πειρατές Benjamin Hornigold και Stede Bonnet, αλλά δεν είχε ακουστεί το ονομά του κάπου.

Το 1716 κάνει το ντεμπούτο του στις θάλασσες ως καπετάνιος, χάρη στον Hornigold που τον έχρισε κυβερνήτη του γαλλικού δουλεμπορικού και -λόγω της τρομακτικής εικόνας του- ο Edward έγινε Blackbeard και άρχισε να αποκτά φήμη, καθώς πολλοί καπετάνιοι εγκατέλειπαν χωρίς μάχη τις επιθέσεις του.

Στις 28 Νοεμβρίου 1717, περνώντας από το νησί St. Vincent, κατέλαβε το Concorde, μια φρεγάτα με πλήρωμα 70 ανδρών, την οποία μετονόμασε σε Queen Anne’s Revenge και την έκανε τη θρυλική ναυαρχίδα του.

Με το Queen Anne’s Revenge απέκτησε πλήρωμα 300 ανδρών και άρχισε να σπέρνει το φόβο στην Καραϊβική και τις ακτές της Βόρειας Αμερικής. Συγκρότησε μια συμμορία πειρατών και απέκλεισε το λιμάνι του Charlestown στο State of North Carolina, εξαγοράζοντας τους κατοίκους του λιμανιού.

Ο θρύλος του Blackbeard (Μαυρογένη)

Ο Blackbeard κατάφερε να αποκτήσει τη φήμη της απάνθρωπης δύναμης, ωστόσο απέφευγε τη χρήση βίας με το παραμικρό, βασιζόταν περισσότερο στην τρομακτική του όψη για να θεωρείται άγριος αντίπαλος, κάτι που ενίσχυσε και η εικόνα του, τόσο η προσωπική όσο και του πλοίου του.

Δεν θα μπορούσε φυσικά να γίνει κι αλλιώς, καθώς το Queen Anne’s Revenge ήταν οπλισμένο με 250.000 κομμάτια μολύβδου, 400 οβίδες, πολλές χειροβομβίδες και όπλα, καθώς επίσης διέθετε 40 κανόνια!

Οι φήμες μιλούσαν για αυτόν τον σκληρό άνδρα με τα άγρια μάτια που κρατούσε τρία πιστόλια σε μια θήκη στο στήθος του, φορούσε ένα μεγάλο γούνινο καπέλο στο κεφάλι του, με τη μαύρη γενειάδα του που έφτανε μέχρι τα γόνατα να βγάζει καπνούς σαν να είχε βγει μόλις από την κόλαση.

Ο ίδιος ήταν εκ φύσεως μεγαλόσωμος, φορούσε μαύρα ρούχα και κόκκινο πανωφόρι. Σαν παρουσία ήταν ήδη επιβλητικός, ωστόσο, για να προκαλεί φόβο επί τη εμφανίσει είχει τυλίξει πηνία στα μαλλιά και τα γένια του, τα οποία πύρωνε κατά την διάρκεια των μαχών, ενώ η σημαία του Queen Anne’s Revenge απεικόνιζε έναν σκελετό διαβόλου, που στο ένα χέρι κρατά ένα δόρυ με το οποίο διαπερνά μια καρδιά ενώ στο άλλο χέρι κρατά μια κλεψύδρα.

Οι ιστορίες που διαδόθηκαν για τα γεγονότα και η μυθοπλασία της φήμης έγιναν ένα. Οι ιστορίες βασανισμού αιχμαλώτων, ακόμη και του δικού του πληρώματος χωρίς προειδοποίηση, ήταν πολλές και παρείχαν στον Blackbeard μια ασφάλεια για την διατήρησης της τάξης και παράλληλα ενίσχυαν την δυναμική του στην συγκεκριμένη περιοχή, κάνοντας ισχυρή την κυριαρχία του.

Παρόλα αυτά, φαίνεται πως δεν ήταν ο πιο επιτυχημένος πειρατής. Η φήμη του ξεπερνούσε την πραγματικότητα αφού εκείνος ήταν πιο λογικός από τους πειρατές της εποχής. Εκμεταλλεύτηκε κάθε δυνατή ευκαιρία που προέκυψε από τη φήμη του και σε διάστημα ενός χρόνου είχε καταφέρει να φτιάξει έναν τεράστιο στόλο.

Η καταστροφή του Queen Anne’s Revenge και η συμμαχία με τον Eden

Ενώ βρισκόταν στο Charlestown, ο Blackbeard έμαθε ότι ο Woodes Rogers είχε λάβει αποστολή από την Αγγλία να μεταβεί στις Δυτικές Ινδίες και να τις “καθαρίσει” από τους πειρατές.

Ο Blackbeard τότε στράφηκε στο Topsail Inlet (γνωστό ως Beaufort Inlet), στα ανοικτά των ακτών του State of North Carolina και τον περίμενε, αλλά στις 10 Ιουνίου 1718 το Queen Anne’s Revenge προσάραξε, με αποτέλεσμα να υποστεί σοβαρές ζημιές σε πολλά σημεία, οπότε και εγκαταλείφθηκε.

Ο Blackbeard, αφού λεηλάτησε το πλοίο του Bonnet, κατευθύνθηκε προς το Bath για να ανασυνταχθεί και ενημερώθηκε ότι μπορούσε να λάβει άφεση εκ του βασιλέως για τα εγκλήματα που είχε διαπράξει. Η εν λόγω χάρη μπορούσε να αποδοθεί σε όλους τους πειρατές που είχαν σκοπό να παραδοθούν έως τις 5 Σεπτεμβρίου 1718, αλλά με την επιφύλαξη ότι η άφεση αφορούσε μόνο τα εγκλήματα που έγιναν πριν από τις 5 Ιανουαρίου.

Αν και θεωρητικά αυτό είχε τον κίνδυνο απαγχονισμού για τις πράξεις του στο Charlestown, οι περισσότερες αρχές παρέβλεπαν τέτοιους όρους και δεδομένου ότι πίστευε πως ο κυβερνήτης του State of North Carolina, Charles Eden, ήταν έμπιστος, δέχτηκε την άφεση που του δόθηκε, πούλησε τα λάφυρα του Bonnet και αγόρασε ένα σπίτι.

Με βάση του το State of North Carolina και σε συμφωνία με τον Charles Eden για τον διαμοιρασμό των κερδών, πήρε άδεια για να γίνει κουρσάρος μιας και το συγκεκριμένο σημείο, χρησιμοποιούνταν συχνά από εμπορικά πλοία για μπορέσουν να προσεγγίσουν τα λιμάνια, αλλά η πόλη δεν είχε ναυτική προστασία.

Όμως, αυτό δεν το κράτησε μακριά από την πειρατεία! Άρχισε να εισπράττει -με ολους τους πιθανούς τρόπους- διόδια από τα διερχόμενα πλοία που ήθελαν να περάσουν τη λιμνοθάλασσα του Pamlico Sound. Υπέταξε ένα πλοίο και το πλήρωμά του και το παρουσίασε ως “εγκαταλειμμένο” το οποίο βρήκε τυχαία και γύρω στα τέλη Αυγούστου επέστρεψε για να δαμάσει τα κύματα της περιοχής.

Τον ίδιο μήνα ο κυβερνήτης της Pennsylvania εξέδωσε ένταλμα σύλληψης για τον Blackbeard, αλλά εκείνος είχε απομακρυνθεί από την περιοχή του καθώς είχε βρει τον επόμενο ιδανικό στόχο, στο Ocracoke Inlet.

Μόλις στις 6 πρώτες μέρες, κατάφερε να αποκτήσει 9 πλοία στο Ocracoke Inlet.

Η υπεροχή της φήμης και η στρατηγική

Αποφάσισε να προχωρήσει σε αιχμαλωσία των επιβαινόντων σε ένα από αυτά τα πλοία. Δεδομένης της φήμης του, φάνηκε σαν μια απάνθρωπη ενέργεια αλλά ο ίδιος το έκανε για ένα σεντούκι φάρμακα.

Οπότε, το πρότεινε ως αντάλλαγμα για τους ομήρους, υπό την απειλή ότι, αν δεν είχε στην διάθεσή του την προκαθορισμένη ώρα, θα τους σκότωνε όλους, θα έστελνε τα κεφάλια τους στον κυβερνήτη και θα έκαιγε τα πλοία.

Όταν διαπίστωσε πως δεν ήταν συνεπείς, πλησίασε με τα πλοία στην πόλη και οι πολίτες , στην ιδέα του τι θα δέχονταν επίθεση, άρχισαν να λεηλατούν και να εγκαταλείπουν την πόλη.

Ο Blackbeard δεν είχε σκοπό να πραγματοποιήσει τις απειλές του, απλά μετακίνησε τα πλοία του στρατηγικά.

Κι όμως από τις ιστορίες που κυκλοφορούσαν για εκείνον, όλοι πίστευαν ότι ήταν ικανός για αποτρόπαιες πράξεις, και με αυτόν τον τρόπο κατάφερε να λάβει τα λύτρα άμεσα και οι αιχμάλωτοι να γυρίσουν σώοι στην πόλη, χωρίς όμως τα πολύτιμα πράγματά τους.

Αυτό το μοναδικό είχε καταφέρει ο Blackbeard, να νικήσει τις περισσότερες αναμετρήσεις χωρίς να χύσει σταγόνα αίμα κι αυτό, γιατί ήταν απλά αρκετά διαβόητος.

Η εκστρατεία του Spotswood

Καθώς η δράση του σταδιακά εξαπλώθηκε σε όλες τις γειτονικές αποικίες και από τη στιγμή που ο Blackbeard δημιουργούσε θέματα και εκτός θαλάσσης, ανέλαβε να τα διαχειριστεί ο κυβερνήτης της Virginia, Alexander Spotswood.

Ο Spotswood είδε ως πρόκληση το θέμα, καθώς τον απασχολούσε μήνες τώρα η διάλυση της πειρατείας. Έτσι, με την υποστήριξη του Edward Moseley και του συνταγματάρχη Maurice Moore, οι οποίοι που επιθυμούσαν να δυσφημίσουν τον κυβερνήτη Eden, ξεκίνησε την εκστρατεία του.

Έστειλε επιστολή στους Λόρδους του Εμπορίου, αναφέροντας ότι το Στέμμα θα επωφεληθεί οικονομικά από τη σύλληψη του Blackbeard ενώ χρηματοδότησε προσωπικά την επιχείρηση, πιστεύοντας τη φήμη που ακολουθούσε τον Blackbeard, ότι είχε κρυμμένους αμύθητους θησαυρούς.

Με άκρα μυστικότητα και με κίνητρο διπλής αμοιβής (αμοιβή από τη Συνέλευση της Virginia και αμοιβή εκ του Στέμματος) ανέθεσε την αποστολή στον υπολοχαγό του Βασιλικού Ναυτικού, Robert Maynard, διορίζοντάς τον διοικητή των πλοίων HMS Pearl και HMS Lyme.

Το τέλος

Στις 17 Νοεμβρίου, ο Maynard και οι καπετάνιοι Gordon και Brand, έθεσαν σε εφαρμογή το σχέδιο. Ο Maynard και το πλήρωμα από το HMS Pearl πήραν το μεγαλύτερο από τα δύο σκάφη και το ονόμασαν Jane, ενώ οι υπόλοιποι, με διοικητή έναν αξιωματικό του Maynard , πήραν το άλλο πλοίο που μετονομάστηκε σε Ranger.

Τα ξημερώματα της 21ς Νοεμβρίου ο Maynard βρήκε το αγκυροβολημένο πλοίο στην εσωτερική πλευρά του νησιού Ocracoke και απέκλεισε όλες τις εξόδους. Το επόμενο πρωί έκαναν έφοδο στον Blackbeard. Η μάχη ξεκίνησε αμέσως, ο Blackbeard επιτέθηκε προκαλώντας σοβαρή ζημιά τόσο στο σκαρί όσο και το πληρώματα των 2 πλοίων. Με λίγες μόνο κανονιές, κατέστρεψε το ένα τρίτο του στόλου του Maynard.

Ο Maynard, τότε, κινήθηκε στρατηγικά. Διέταξε το πλήρωμα του Jane να κατέβει στα αμπάρια και να μείνει εκεί μέχρι να τους ενημερώσει. Ο σκοπός του ήταν να δημιουργήσει την ψευδαίσθηση ενός εγκαταλειμμένου πλοίου. Το σχέδιο λειτούργησε και ο Blackbeard ξεγελάστηκε. Καθώς κατελάμβαναν το Jane, αυτός και οι άνδρες του αιφνιδιάστηκαν από το πλήρωμα του Maynard.

Ακολούθησε μια μάχη σώμα με σώμα η οποία ήταν σκληρή και αδυσώπητη, τόσο που ενώ ο Blackbeard αιμορραγούσε μετά από χτύπημα που δέχθηκε με μαχαίρι, το πλήρωμα όρμηξε πάνω του και τον έκανε ό,τι μπορούσε για να υποκύψει στα τραύματά του. Αυτός ο δαίμονας, όπως τον αποκαλούσαν, είχε 25 τραύματα από μαχαίρι και 5 πυροβολισμούς.

Το άψυχο σώμα του αποκεφαλίστηκε και, προς ένδειξη κυριαρχίας αλλά και ως απόδειξη ότι όντως τον σκότωσαν, το κεφάλι του τοποθετήθηκε στην πλώρη του Ranger.

Πώς έκλεισε η αποστολή του Spotswood

Οι περισσότεροι από το πλήρωμα του απαγχονίστηκαν ενώ όσοι παραδόθηκαν αιχμαλωτίστηκαν από το πλήρωμα του Ranger, μεταφέρθηκαν στο Williamsburg της Virginia, όπου φυλακίστηκαν με την κατηγορία της πειρατείας.

Ο Maynard παρέμεινε στο Ocracoke, κάνοντας επισκευές, θάβοντας νεκρούς και συγκεντρώνοντας την λεία του Blackbeard η οποία πωλήθηκε σε δημοπρασία έναντι 2.238 λιρών. Μέρος του ποσού αυτού χρησιμοποιήθηκε από τον Spotswood για να ξεχρεώσει την αποστολή και από αυτά απέδωσε χρηματικό έπαθλο 400 λίρες (63.000 λίρες σημερινή αξία) το οποίο μοιράστηκε μεταξύ των πληρωμάτων.

Ο Charles Eden, δέχτηκε έντονη κριτική, υπαινίχθηκε η συμμετοχή του στις ενέργειες του Blackbeard και κατηγορήθηκε ως συνεργός του από τον Spotswood, προκειμένου να ενισχυθεί η νομιμότητα της εισβολής του. Σε αντίκρουση αυτού, αναφέρεθηκε πως ο Spotswood δεν είχε καμία νόμιμη εξουσία να εισβάλει σε άλλη πολιτεία για οποιονδήποτε λόγο και τα εμπορεύματα που κατασχέθηκαν ήταν επισήμως ιδιοκτησία του State of North Carolina.

Ο Eden όχι μόνο δεν καταδικάστηκε ως συνένοχος αλλά συνέχισε αυτόν τον πόλεμο μεταξύ των 2 πολιτειών, μέχρι τον θάνατό του στις 17 Μαρτίου 1722.

Ο θρύλος που δεν έσβησε ποτέ

Μέχρι σήμερα, έχουν γίνει έρευνες για τον φημολογούμενο θησαυρό του, αλλά σε καμία από τις τοποθεσίες που εξερευνήθηκαν δεν έχει εντοπιστεί κάτι που να έχει συνδεθεί με αυτόν.

Ο Blackbeard είναι ένας θρύλος της πειρατείας εις τους αιώνες. Ένας θρύλος που οι μύθοι τον συνοδεύουν και παρά τις έρευνες που έγιναν και ο μεγάλος θησαυρός που λέγεται πως είχε δεν βρέθηκε, ίσως και να μην υπήρξε ποτέ, το όνομά του δεν έχει χάσει την αίγλη του.

Είναι ο πιο διάσημος πειρατής και είναι ο πρωταγωνιστής αμέτρητων ιστοριών. Υπάρχουν φήμες πως ο διαβόητος αυτός πειρατής περιπλανιέται ακόμα στις θάλασσες αναζητώντας το κεφάλι του, καθώς οι φίλοι του και ο διάβολος δεν τον αναγνωρίζουν. Άλλες πάλι αναφέρουν ότι το κρανίο του χρησιμοποιήθηκε σαν κύπελλο.

Και παρότι υπήρξαν άλλοι πιο πλούσιοι και δεινοί πειρατές, αυτή η μυστηριώδης εικόνα ενός φημολογουμένως σατανικού ανθρώπου, έκανε τον Blackbeard σύμβολο του ατρόμητου πνεύματος της πειρατείας.

Η εύρεση του Queen Anne’s Revenge

Στις 21 Νοεμβρίου 1996, 278 χρόνια μετά τον θάνατό του, εντοπίστηκε από δύτες ένα πλοίο στο Beaufort Inlet της North Carolina. Μετά από 10 χρόνια συνεχών υποβρύχιων αρχαιολογικών ανασκαφών από το Queen Anne’s Revenge Conservation Lab και το Underwater Archaeology Branch of the Office of State Archaeology, επιβεβαιώθηκε πως πρόκειται για το Queen Anne’s Revenge.

Είναι το μοναδικό πειρατικό ναυάγιο στον κόσμο που έχει μελετηθεί επιστημονικά και από το οποίο έχουν ανασυρθεί περισσότερα από 400.000 αντικείμενα, πολλά εκ των οποίων βρίσκονται στο North Carolina Maritime Museum Beaufort.

Κανόνια, σπαθιά, κέρματα, συσκευές πλοήγησης, ιατρικά όργανα, προσωπικά είδη και είδη προετοιμασίας και αποθήκευσης τροφίμων, είναι λίγα από αυτά τα οποία εντοπίστηκαν και εξετάστηκαν στην δεκαετή αυτή έρευνα για να επιβεβαιωθεί η ταυτότητα του πλοίου.

Τα ευρήματα αντικατοπτρίζουν το ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων που λάμβαναν χώρα στο πλοίο καθώς και πολύτιμες γνώσεις για τη ναυτική τεχνολογία της περιόδου, όπως το ότι οι πειρατές ασχολούνταν με την ξυλουργική, την ιατρική περίθαλψη και την τοπογραφία, ενώ υπάρχουν αντικείμενα που δεν βρεθεί ακόμα ούτε ο τρόπος λειτουργίας ούτε η χρήση τους!

Από τις θάλασσες στα βιβλία

Υπήρξε σπουδαία έμπνευση για τους μυθοπλάστες και πολλά από όσα έγιναν αρχικά γνωστά για εκείνον έχουν αντληθεί από το βιβλίο “A General History of the Robberies and Murders of the most notorious Pyrates” του Charles Johnson, που κυκλοφόρησε στη Βρετανία το 1724. Οι αφηγήσεις του, μάλιστα, έχουν επιβεβαιωθεί και οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι μπορει να ήταν ο ίδιος πειρατής και πως οι καταγραφές του είναι βιωματικές.

Το βιβλίο του Johnson ενέπνευσε άμεσα έργα όπως το “Peter Pan” του J.M Barrie και το “Treasure Island” του Robert Louis Stevenson.

Το 1835 έχουμε ακόμα μια έκδοση βιβλίου, το “Blackbeard: A Page from the colonial history of Philadelphia” της Mathilda Douglas που έδωσε μια μυθιστορηματική εκδοχή των περιπετειών του Blackbeard, αποτυπώνοντας γλαφυρά το πνεύμα της ζωής του διάσημου πειρατή.

Το 2004 έχουμε ακόμα ένα βιβλίο, το “Mystery at Blackbeard’s Cove” της Audrey Penn, το οποίο κυκλοφόρησε μετά από 30 χρόνια τακτικών επισκέψεων στο νησί Ocracoke, όπου γνώρισε τον τόπο και τους ανθρώπους. Το βιβλίο παρουσιάζει μια διασκεδαστική ιστορία με πραγματικούς χαρακτήρες, τοποθεσίες, παραδόσεις και θρύλους για το κρησφύγετο του Blackbeard, που πέρασαν από γενιά σε γενιά.

Οι ταινίες και οι τηλεοπτικές σειρές

Αφήνοντας πίσω τα βιβλία, περνάμε στις ταινίες, οι οποίες αναβίωσαν τον θρύλο και έκαναν μεγάλη επιτυχία. Το 1952 έχουμε την “Blackbeard the Pirate” και ακολουθεί το 1968 η “Blackbeard’s Ghost”. Επανερχόμαστε στο κινηματογραφικό θέμα το 2005 με την ταινία “Blackbeard: Terror at Sea” και ένα χρόνο μετά βγαίνει η μίνι τηλεοπτική σειρά του Hallmark Channel, “Blackbeard”.

Ο Blackbeard ήταν επίσης κεντρικός ρόλος στις σειρές “Crossbones” (2014) και “Our Flag Means Death” (2022), ενώ υπήρξε πρωταγωνιστής στους 3 από τους 4 κύκλους της σειράς “Black Sails” (2014-2017).

Φυσικά, δεν έλειψε η αναφορά του ονόματός του στους Pirates of the Caribbean.

Πολλοί υπέθεσαν ότι ο Jack Sparrow είναι ο Blackbeard στην πρώτη ταινία “Pirates of the Caribbean: The Curse of the Black Pearl” που κυκλοφόρησε το 2003, ωστόσο αποσαφηνίστηκε αυτό το 2011 όταν και είδαμε τον Blackbeard να έχει ενεργό ρόλο στην πλοκή του έργου “Pirates of the Caribbean: On Stranger Tides”.

Τα περίφημα κατορθώματά του έχουν γίνει επίσης μέρος θεματικής σε λούνα παρκ, εντός κι εκτός ΗΠΑ, πρωταγωνίστησαν σε πολλά κινούμενα σχέδια και έγιναν αφορμή για πολλά επιτραπέζια και video games που κυκλοφορούν.

Κοινοποιήστε
Διαμαντούλα Χατζηαντωνίου
Απόφοιτη ΙΕΚ Οικονομίας & Διοίκησης και πιστοποιημένη Δημοσιογράφος διαδικτύου, με συμμετοχές σε πολλά σεμινάρια ποικίλου ενδιαφέροντος και κατευθύνσεως. Έχει λάβει το πρώτο βραβείο ποίησης στην Θεσσαλία, σε μαθητικό διαγωνισμό. Δραστηριοποιήθηκε, μεταξύ άλλων, ως ραδιοφωνική παραγωγός, αρθρογράφος καλλιτεχνικών ειδήσεων και ερασιτέχνης ηθοποιός. Θρέφει μεγάλη αγάπη για τις τέχνες, την φύση, την φιλοσοφία και την ψυχολογία ενώ αφιερώνει αρκετό χρόνο σε θέματα κοινωνικής και ιστορικής φύσεως. Αγαπημένη της ερώτηση: Γιατί; Αγαπημένο μότο: Αξίζει να βρίσκεις λόγους να γελάς