Ο Χρήστος Καπράλος γεννήθηκε στις 16 Νοεμβρίου 1909 στο Μουσταφούλι Αγρινίου (σημερινό Παναιτώλιο). O πατέρας του ήταν μεσίτης καπνών και η οικογένειά του ζούσε αποκλειστικά από τις εργασίες στα καπνά.
Από μικρός συνέβαλε κι αυτός στις εργασίες, όπως όλα τα παιδιά της περιοχής εκείνα τα χρόνια, ήρθε σε επαφή με την γη και τον εργασιακό μόχθο και διαπίστωσε ότι δεν ήθελε να ακολουθήσει την αγροτική ζωή μελλοντικά.
Παρακολούθησε τα μαθήματα του Δημοτικού αλλά δεν αποφοίτησε από το Γυμνάσιο.
Έχοντας ήδη εκδηλώσει τις ανησυχίες του για τον κόσμο της τέχνης, με την βοήθεια της μητέρας του αναζήτησε τον πρώτο του δάσκαλο, τον αγιογράφο Κασόλα, στο Μεσολόγγι.
Η συμβολή της μητέρας του ήταν τόσο σημαντική που δημιούργησε πολλά γλυπτά της. Ήταν μια κυρίαρχη φιγούρα τόσο στη ζωή όσο και στο έργο του.
Από το Αγρίνιο, στην Αθήνα και το Παρίσι
Αναζητώντας μια καλύτερη τύχη, με την οικονομική βοήθεια του τότε Δημάρχου Αγρινίου, Παναγόπουλου, και τη φροντίδα του Ιωάννη Παπαστράτου, κατέβηκε το 1928 στην Αθήνα όπου έπιασε δουλειά ως σχεδιαστής στο γραφείο του αρχιτέκτονα Β. Κουρεμένου και εν συνεχεία στο εργαστήριο του Βάσου Φαληρέα.
Μόλις 2 χρόνια μετά, με την υποστήριξη από τους συμπατριώτες του αδελφούς Παπαστράτου, ξεκίνησε σπουδές στην Ανωτάτη Σχολή καλών Τεχνών, με δάσκαλο τον Ουμβέρτο Αργυρό. Το ταλέντο του όμως στη γλυπτική τον οδήγησε, πάλι με υποτροφία από τους αδελφούς Παπαστράτου, στο Παρίσι για σπουδές στις Académie Colarossi και Académie de la Grande Chaumière, και εργάστηκε ως επιμελητής στο εργαστήριο του γλύπτη Marcel Gimond.
Κατά την διαμονή του στο Παρίσι γνώρισε αρκετές σημαντικές προσωπικότητες της εποχής του, ενώ σε κάθε επιστροφή στην Ελλάδα -μέχρι το 1940 που επέστρεψε οριστικά- συναντούσε τον Μόραλη και τον Νικολάου, με τους οποίους έγινε φίλος, καθώς και τους Γαλάνη, Σικελιανό και Μπουζιάνη.
Δείτε επίσης:
Άγγελος Σικελιανός – Ο ποιητής με το πανανθρώπινο όραμα
Δημήτριος Γαλάνης – Ο διάσημος Έλληνας χαράκτης της Γαλλίας
Γιάννης Μόραλης – Ο εμπνευσμένος δημιουργός της εικόνας και των αισθήσεων
Οι δεκαετίες ’40 και ’50
Από το 1940 που επέστρεψε στην Ελλάδα και καθ’ όλη την διάρκεια της Κατοχής, δηλαδή για περίπου μια πενταετία, διέμεινε στο χωριό του δουλεύοντας τα έργα του με μοντέλα διάφορους οικείους του, ενώ δεν σταμάτησε να εργάζεται και στα χωράφια.
Όπως δηλώνει και στην αυτοβιογραφία του, αποφάσισε με την επιστροφή του στην πατρίδα να αφήσει όλες τις ευρωπαϊκές επιρροές και να στρέψει την τέχνη του στις κλασικές γραμμές, με επιρροές από τα αρχαία ελληνικά γλυπτά και σχήματα.
Αυτή την παραγωγική εποχή δημιουργεί, μεταξύ άλλων, πολλά γλυπτά με την μητέρα του, τα οποία είναι κι από τα πιο δυναμικά έργα του, αφού στο πρόσωπό της απεικονίζεται όχι μόνο εκείνη, αλλά κάθε αγωνίστρια μάνα, ένα οικουμενικό και διαχρονικό σύμβολο.
Μερικά από αυτά τα έργα κοσμούν διάφορες πλατείες στην Ελληνική επικράτεια, όπως στην Καρδίτσα, την Δράμα και το Αγρίνιο, καθώς και τον περίβολο του ελληνικού Κοινοβουλίου.
Το 1946 επέστρεψε στην Αθήνα και παρουσίασε την πρώτη ατομική του έκθεση στην αίθουσα «Παρνασσός» όπου η δουλειά του έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από το κοινό και τους κριτικούς τέχνης οι οποίοι εντόπισαν την μοναδικότητα της έκφρασής του.
Έναν χρόνο μετά απέκτησε με δωρεά του Κώστα Κοτζιά το δικό του εργαστήρι στο Κουκάκι, ενώ τα καλοκαίρια από το 1951 ως το 1956, ο καλλιτέχνης ζούσε και εργαζόταν στην Αίγινα.
Αυτή την περίοδο ακολούθησαν οι ατομικές εκθέσεις του το 1950 στην αίθουσα Κεντρικόν και στην το 1953 αίθουσα της εφημερίδας Το Βήμα.
Το μεγαλειώδες έργο
Ένα έργο του που ξεχωρίζει και θεωρείται έως και σήμερα μεγαλειώδες στην σύγχρονη παγκόσμια γλυπτική, είναι το Μνημείο της Μάχης της Πίνδου.
Η παραγωγή του έργου αυτού ξεκίνησε το 1952, τελείωσε το 1956 και αποτελείται από εφτά ενότητες: ο Πόλεμος, η Κατοχή, η Αντίσταση, η Απελευθέρωση, η Ειρήνη. Πρόκειται για ένα επικό σύνολο που εικονίζει σε 83 πλάκες πουρόπετρας, 124 ανθρώπινες φιγούρες, 7 ζώα και αρκετά αγροτικά εργαλεία.
Η ζωφόρος της ιστορίας του νεότερου ελληνισμού, έχει συνολικό μήκος 40 μέτρα και ύψος 1,10 μέτρα.
Το πνεύμα που εκφράζει, ο χαρακτήρας των μορφών και ο πλούτος των εκφραστικών διατυπώσεων είναι μοναδικά. Η απόδοση του Καπράλου, πέραν της τυπολογίας, συνδέει μοναδικά την κλασική μνημειακή φόρμα με τη μοντέρνα αφαιρετική, ανυψώνοντας το θέμα από το ιστορικό επεισόδιο του 1940 στην διαχρονική τοποθέτηση επί της ειρήνης των λαών.
Το Μνημείο της Μάχης της Πίνδου έχει χαρακτηριστεί ως ένα κορυφαίο έργο νεοελληνικής γλυπτικής, που ακολουθεί τον τύπο του αρχαϊκού ελληνικού ανάγλυφου και αναδεικνυει την διαχρονική γλυπτική παράδοση του ελληνισμού.
Το Μνημείο της Μάχης της Πίνδου παρουσιάστηκε πρώτη φορά το 1957 στον εκθεσιακό χώρο της Ηλεκτρικής Εταιρίας Αθηνών και από το 2002 τοποθετήθηκε στο Περιστύλιο της Βουλής των Ελλήνων, έξωθεν της Αίθουσας της Ολομέλειας, όπου βρίσκεται μέχρι σήμερα.
Οι τελευταίες δεκαετίες
Το 1961 ο Καπράλος απέκτησε δικό του χυτήριο, με το οποίο δημιούργησε τα πρώτα χάλκινα έργα του, ακολουθώντας μια τεχνική που ο ίδιος επινόησε. Αυτά τα έργα παρουσίασε το επόμενο έτος στην Biennale της Βενετίας αποσπώντας θριαμβευτικά σχόλια από την εγχώρια και διεθνή καλλιτεχνική κοινότητα.
Με τα χρήματα που αποκτά από τις πωλήσεις έργων του στη Biennale, πραγματοποιεί το όνειρό του να αποκτήσει δικό του εργαστήριο στην Αίγινα, το 1963. Εγκαταστάθηκε μόνιμα εκεί και άρχισε να δουλεύει με πωρόλιθο, μάρμαρο και ξύλο.
Ακολούθησε μια γεμάτη παραγωγική περίοδος με αρχαιοελληνικά θέματα, ειδώλια, ήρωες και μυθικά πλάσματα που μεταμορφώνονται στα χέρια του.
Η δουλειά του με τα χρόνια πλήθαινε κι έτσι επέκτεινε συνεχώς το εργαστήριό του, φτάνοντας στις 6 αίθουσες εργασίας!
Παρουσίασε πολλές ατομικές εκθέσεις στις ΗΠΑ (Martha Jacksοn Gallery, Park Gallery, Cincinnati Αrt Mυseυm , στον Καναδά (ΑΙbert White Galleries) και στην Εθνική Πινακοθήκη. Παράλληλα έλαβε μέρος σε πολλές ομαδικές εκθέσεις σε Ευρώπη και Αμερική ενώ συμμετείχε σε ακόμα μια Biennale, το 1973, στο Sao Paolo.
To 1988 τιμήθηκε με το Gottfried–von-Herder-Preis για την συνεισφορά του στην πολιτιστική κατανόηση των Ευρωπαϊκών χωρών και των ειρηνικών σχέσεων των λαών
Συνέχισε να είναι παραγωγικός και δημιουργικός αλλά όχι στον ίδιο βαθμό μέχρι που άφησε την τελευταία του πνοή, στις 20 Ιανουαρίου 1993.
Δυο χρόνια αργότερα η Ακαδημία Αθηνών τον τίμησε με αναδρομική έκθεση στο χώρο της και το εργαστήριό του στην Αθήνα άρχισε να λειτουργεί ως μουσείο.
Ο Χρήστος Καπράλος εκπροσώπησε με την τέχνη του επάξια τη φτωχική ζωή, την καθημερινότητα της αγροτιάς, τα δύσκολα χρόνια της κατοχής, όλες τις χαρές και τα βάσανα της μεταπολεμικής Ελλάδας.
Στο προσκήνιο των έργων του βρίσκεται πάντα ο άνθρωπος, με κύριους άξονες τη μάνα και τους ήρωες της ιστορίας, μέσα από μια δραματική αντίληψη που εμπνέει πνευματικότητα.
Η ηθελημένη παραμόρφωση και ο συνδυασμός ετερόκλητων στοιχείων διασταυρώνουν περίτεχνα τον εξπρεσιονισμό, το σουρεαλισμό και το φουτουρισμό.
Θεωρείται, αν όχι ο μοναδικός, ένας από τους μεγαλύτερους και σπουδαιότερους γλύπτες της μεταπολεμικής περιόδου στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Οι απλές θεματικές του δεν περιέχουν απλοϊκότητα, εμπνέουν συναισθήματα και προκαλούν προβληματισμό για την ανθρώπινη φύση.
Το 2001 εκδόθηκε η αυτοβιογραφία του και το 2009 κυκλοφόρησε μονογραφία για το έργο του.
Ίδρυμα Χρήστου και Σούλης Καπράλου
Το ίδρυμα δημιουργήθηκε το 1991 αλλά άνοιξε τις άνοιξε τις πύλες του στο κοινό το 1995, χάρη στην προσπάθεια του μαθητή και επί 25ετίας συνεργάτη του, Γιάννη Κλινάκη.
Το 2006, όμως, το Ίδρυμα Χρήστου και Σούλης Καπράλου περιήλθε, ύστερα από ομόφωνη απόφαση του οικείου Δ.Σ., στην Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου και έκτοτε λειτουργεί ως παράρτημά της.
Η σύζυγος του Καπράλου παραχώρησε το σύνολο του έργου του στην Εθνική Πινακοθήκη μαζί με μεγάλο χρηματικό ποσό και όλη την ακίνητη περιουσία του Ιδρύματος στην Αθήνα και την Αίγινα.
Μουσείο Χρήστου Καπράλου
Το Μουσείο Χρήστου Καπράλου βρίσκεται στα Πλακάκια της Αίγινας και φιλοξενεί, στις 6 αίθουσες των εργαστηρίων του Χρήστου Καπράλου και στον υπαίθριο χώρο του, 6.000 κινητά έργα (πίνακες ζωγραφικής, γλυπτά, χαρακτικά, κεραμικά και τερακότες) εκ των οποίων τα 500 είναι μεγάλα γλυπτά.
Το μουσείο είναι διαμορφωμένο από τον ίδιο τον δημιουργό. Με το ξύλο, την πέτρα και το χαλκό να επικρατούν, είναι ένα από τα πιο γνωστά αξιοθέατα στην Αίγινα, αλλά και σε όλο τον Αργοσαρωνικό, ενώ στους χώρους του πραγματοποιούνται και μαθήματα γλυπτικής.
Αυτό όμως για το οποίο είναι περισσότερο συζητημένο είναι για το χάλκινο άγαλμα Η Μάνα, το οποίο είναι τοποθετημένο απέναντι από το μουσείο και συμβολίζει την Ελληνίδα μάνα που περιμένει το ναυτικό γιο της.
Αίθουσα Τέχνης Καπράλου / Γλυπτοθήκη Χρ. Καπράλος
Το 1993, ο Δήμος Αγρινίου σε συνεργασία με το Ίδρυμα Χρήστος και Σούλη Καπράλου προχώρησε στη χύτευση των έργων και στη συνέχεια, από το 1994, σταδιακά τοποθέτησε τα έργα στη μόνιμη θέση τους στην Αίθουσα Τέχνης Καπράλου, έναν παράλληλο κτιριακό χώρο της Παπαστρατείου Δημοτικής Βιβλιοθήκης.
Η συλλογή των εκθεμάτων αποτελείται από 60 έργα του, από την αρχή της καριέρας του το 1930 έως και το 1956.
Δημόσια εκθέματα
Τα πιο γνωστά δημόσια εκθέματα είναι στην Αθήνα, η μπρούτζινη προτομή του Καρόλου Κουν (1987, Στοά του Βιβλίου, Οδός Ι. Πεσμαζόγλου) και η Σύνθεση, με θέμα την οικογένεια (1989, Πλατεία Ραλλούς Μάνου, Λεωφόρος Αμαλίας).