Ο Alexander “Sandy” Calder γεννήθηκε το 1898 στο Lawnton της Pennsylvania και ήταν το δεύτερο παιδί της οικογένειας. Για την πραγματική ημερομηνία γέννησής του υπάρχει μια σύγχυση αφού σύμφωνα με τη μητέρα του, ο Calder γεννήθηκε στις 22 Αυγούστου, ωστόσο το πιστοποιητικό γέννησής του στο Δημαρχείο της Philadelphia, βάσει ενός χειρόγραφου βιβλίου, έχει δηλωθεί στις 22 Ιουλίου.
Όταν η οικογένεια του Calder έμαθε για το πιστοποιητικό γέννησης, ισχυρίστηκαν με σιγουριά ότι οι αξιωματούχοι της πόλης είχαν κάνει λάθος. Ωστόσο, θεωρείται η επίσημη ημερομηνία γέννησής του.
Ο Alexander και ανήκει στην τρίτη γενιά καλλιτεχνών Calder. Ο παππούς του ήταν ο γλύπτης Alexander Milne Calder, ο οποίος είχε μεταναστεύσει στη Philadelphia το 1868 και είναι γνωστός για το κολοσσιαίο άγαλμα του William Penn στον πύργο του Δημαρχείου της Philadelphia.
Ο πατέρας του, Alexander Stirling Calder, ήταν εξίσου γνωστός γλύπτης που δημιούργησε πολλές δημόσιες εγκαταστάσεις, η πλειονότητα των οποίων στη Philadelphia, ενώ η μητέρα του Calder, Nanette Lederer, ήταν επαγγελματίας ζωγράφος με κύριο αντικείμενο τα πορτραίτα.
Τα παιδικά χρόνια
Ο μικρός Alexander, ήρθε από την πρώτη στιγμή της ζωής του σε επαφή με την τέχνη, η οποία αποτελούσε την κύρια πηγή εσόδων της οικογενείας. Μάλιστα, σε ηλικία 4 ετών πόζαρε γυμνός για το γλυπτό του πατέρα του, The Man Cub, το οποίο βρίσκεται τώρα στο The Metropolitan Museum of Art (MET).
Σαν παιδί ενθαρρύνθηκε αρκετά από την οικογένειά του στο να δημιουργήσει. Στα 4 του χρόνια, εκτός από το να γίνεται μοντέλο και συνεργός του πατέρα του, ολοκλήρωσε το παλαιότερο γλυπτό του, έναν πήλινο ελέφαντα ενώ από την ηλικία των 8 είχε πάντα το δικό του εργαστήριο στο κελάρι του σπιτιού, όπου κι αν ζούσε η οικογένεια.
Το 1905, ο πατέρας του προσβλήθηκε από φυματίωση και αποφάσισε με την σύζυγό του να μετακομίσουν σε ένα αγρόκτημα στο Oracle της Arizona, αφήνοντας τα παιδιά του υπό τη φροντίδα οικογενειακών φίλων μέχρι τον Μάρτιο του 1906. Εκείνη την περίοδο, για τον μικρό Alexander η τέχνη δεν είχε την ίδια σημασία.
Έφτιαξε τα πρώτα του κοσμήματα μόλις στην ηλικία των 8, για τις κούκλες της αδερφής του, χρησιμοποιώντας χάλκινο σύρμα που βρήκε στο δρόμο.
Κατά την διάρκεια της καριέρας του, δημιούργησε συνολικά πάνω από 2.000 κοσμήματα, πολλά ως δώρα για φίλους, τα οποία κατασκευάστηκαν κυρίως από ορείχαλκο και ατσάλι, με κομμάτια από κεραμικό, ξύλο και γυαλί. Πολλές από τις δημιουργίες του είναι αντιπροσωπευτικά επηρεασμένες από την γοητεία της τέχνης της Αφρικής αλλά και από άλλες ηπείρους.
Στα τέλη του 1909, η οικογένεια επέστρεψε στη Philadelphia και ο Alexander παρακολούθησε για λίγο την Ακαδημία Germantown, μέχρι που μετακόμισαν στο Croton-on-Hudson της New York.
Τα Χριστούγεννα του ίδιου έτους, ο Alexander παρουσίασε στους γονείς του δύο από τα πρώτα του γλυπτά, ένα μικρό σκυλί και μια πάπια από φύλλο ορείχαλκου. Η πάπια, ήταν το πρώτο έργο του που είχε την δυνατότητα να κινείται και έκανε εμφανή την άνεση στο χειρισμό υλικών.
Το 1912, όταν ο πατέρας του διορίστηκε αναπληρωτής επικεφαλής του Τμήματος Γλυπτικής της Διεθνούς Έκθεσης του Panama–Pacific στο San Francisco της California, η οικογένεια μετακόμισε εκεί. Λίγο καιρό όμως την πραγματοποίηση της έκθεσης, το 1915, ο Alexander έμεινε με φίλους στην California ώστε να αποφοιτήσει από το Λύκειο Lowell, ενώ οι γονείς του μετακόμισαν πίσω στη New York.
Ένα χρόνο μετά την αποφοίτησή του, το καλοκαίρι του 1916, πέρασε 5 εβδομάδες εκπαίδευσης στο Plattsburg Civilian Military Training Camp και 2 χρόνια μετά εντάχθηκε στο Ναυτικό Τμήμα του Student’s Army Training Corps και έγινε αρχηγός του τάγματος.
Παρά τα ταλέντα του, ο Alexander αρχικά δεν προγραμμάτιζε να γίνει καλλιτέχνης. Αντ ‘αυτού εγγράφηκε στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας του Stevens μετά το λύκειο και αποφοίτησε το 1919 με πτυχίο μηχανικής.
Στο Stevens, ήταν μέλος της αδελφότητας Delta Tau Delta και διακρίθηκε στα μαθηματικά.
Εργάστηκε για αρκετά χρόνια μετά την αποφοίτησή του σε διάφορες θέσεις εργασίας, ως μηχανικός υδραυλικής και αυτοκινητοβιομηχανίας, σε μονάδες υλοτομίας αλλά και σε λεβητοστάσια πλοίων.
Η στροφή στην τέχνη
Αφού απέκτησε πολλές εμπειρίες ως μηχανικός, αποφάσισε εντέλει να γίνει καλλιτέχνης, όπως και οι πρόγονοί του, και το 1923 μετακόμισε στη New York και εγγράφηκε στο Art Students League.
Παράλληλα, ενώ ήταν φοιτητής, δούλεψε στην Εφημερίδα της Εθνικής Αστυνομίας όπου ένα από τα καθήκοντά του ήταν να σχεδιάζει το Ringling Bros. και το Barnum & Bailey Circus. Το τσίρκο τον μάγεψε κι έγινε ένα δια βίου αντικείμενο ενδιαφέροντος.
Έτσι, όταν μετακόμισε στο Παρίσι το 1926 για να παρακολουθήσει την Académie de la Grande Chaumière, δημιούργησε το Cirque Calder, ένα πολύπλοκο και μοναδικό σώμα τέχνης.
Πρόκειται για ένα μικροσκοπικό τσίρκο διαμορφωμένο από σύρμα, ύφασμα, κορδόνι, καουτσούκ, φελλό και άλλα αντικείμενα, κάθε κομμάτι του οποίου είναι σχεδιασμένο έτσι που να μπορεί το μεταφέρει μαζί του και να κάνει παρουσιάσεις οπουδήποτε, και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού.
Το Cirque Calder του επί του παρόντος εκτίθεται στο Μουσείο Αμερικανικής Τέχνης του Whitney.
Ο Calder βρήκε ότι του άρεσε να δουλεύει με σύρμα και σύντομα άρχισε να δημιουργεί από αυτό το υλικό πολλά πορτρέτα των φίλων του και δημόσιων προσωπικοτήτων.
Την ίδια περίοδο άνοιξε ένα στούντιο στη διεύθυνση 22 rue Daguerre στην συνοικία Montparnasse, στο οποίο έκανε παρουσιάσεις έργων σε φίλους και γνωστούς, μέχρ το 1928 που δόθηκε του δόθηκε η πρώτη σόλο έκθεσή του στη Γκαλερί Weyhe της New York.
Αυτή την έκθεση ακολούθησαν σύντομα άλλες σε Αμερική και Ευρώπη με αποτέλεσμα, ο Calder να περνά πολύ χρόνο διασχίζοντας τον ωκεανό.
Τον Ιούνιο του 1929, σε ένα από αυτά τα ταξίδια του, επιστρέφοντας στη New York, συνάντησε τον έρωτα της ζωής του, τη Louisa James, με την οποία σύναψε γάμο το 1931.
Τον Οκτώβριο του 1930, ο Calder επισκέφθηκε το στούντιο του Piet Mondrian και εντυπωσιάστηκε βαθιά από έναν τοίχο, στον οποίο είχε ορθογώνια από χρωματιστό χαρτί τα οποία ο Mondrian επανατοποθετούσε συνεχώς για πειραματικά.
Επηρεάστηκε τόσο που για 3 εβδομάδες μετά από αυτήν την επίσκεψη, δημιούργησε αποκλειστικά αφηρημένους πίνακες. Μέσα από αυτή τη διαδικασία ανακάλυψε ότι εντέλει προτιμούσε τη γλυπτική από τη ζωγραφική.
Λίγο αργότερα, προσκλήθηκε να συμμετάσχει στην Abstraction-Création, μια ομάδα καλλιτεχνών, μεταξύ των οποίων ήταν οι Jean Arp, Mondrian και Jean Hélion, με τους οποίους έγινε φίλος. Μέσα από την ομάδα κατάφερε να έρθει σε επαφή με πολλές προσωπικότητες αλλά και να δημιουργήσει σχέσεις με τους Joan Miró, Fernand Léger, James Johnson Sweeney και Marcel Duchamp.
Η αρχή μιας νέας εποχής
Το φθινόπωρο του 1931, αποτελεί σημείο σταθμός στην καλλιτεχνική καριέρα του αφού τότε δημιούργησε το πρώτο πραγματικά κινητικό γλυπτό του και έδωσε μορφή σε έναν εντελώς νέο τύπο τέχνης η οποία εξέφραζε τόσο «κίνηση» όσο και «κίνητρο».
Ωστόσο, ο Calder διαπίστωσε ότι τα μηχανοκίνητα έργα μερικές φορές ήταν μονότονα με τις προβλεπόμενες κινήσεις τους και το 1932 άρχισε να δημιουργεί κρεμαστά γλυπτά τα οποία μπορούν να κινούνται είτε μέσω αφής ή με τα ρεύματα του αέρα.
Αν και τα γλυπτά του δεν είναι ρητά αντιπροσωπευτικά, πολλά από τα θέματα, τα σύμβολα και τα σχήματά του, σχετίζονται με τον Κόσμο ή υποδηλώνουν τη φύση.
Το 1933 Ο Calder και η Louisa επέστρεψαν στην Αμερική και εγκαταστάθηκαν σε μια αγροικία που αγόρασαν στο Roxbury του Connecticut. Εκεί δημιουργησαν και μεγάλωσαν την οικογένειά τους αποκτώντας 2 κόρες, τη Sandra το 1935 και τη Mary το 1939.
Παράλληλα ξεκίνησε τη σχέση του με την Πινακοθήκη Pierre Matisse της New York, πραγματοποιώντας την πρώτη του έκθεση το 1934. Για αυτή την έκθεση, ο στενός του φίλος James Johnson Sweeney έγραψε τον πρόλογο του καταλόγου.
Η παραγωγική δεκαετία του ’30 τον έφερε επίσης στην δημιουργία σκηνικών για περισσότερες από δώδεκα θεατρικές παραγωγές, καθώς και στην παραγωγή έργων χαρακτικής και εικονογραφήσεις για βιβλία και περιοδικά.
Την ίδια περίοδο πειραματίζεται αρκετά τόσο με τα υλικά όσο και με τις τεχνικές του. Το 1935–1936, παρήγαγε μια σειρά έργων κατασκευασμένων κυρίως από σκαλιστό ξύλο, ενώ παράλληλα κάνει τις πρώτες προσπάθειες για μεγάλα, υπαίθρια γλυπτά καθώς επίσης και για αυτο-υποστηριζόμενα, στατικά, αφηρημένα γλυπτά που διαφοροποιούνται από τα κινητά.
Ένα από αυτά είναι το γλυπτό του Mercury Fountain, το οποίο εκτέθηκε στην Exposition Internationale des Arts et Techniques dans la Vie Moderne το 1937, στο ισπανικό περίπτερο. Πρόκειται ένα έργο που συμβόλιζε την ισπανική Δημοκρατική αντίσταση στον φασισμό. Σήμερα το έργο φιλοξενείται στο Ίδρυμα Joan Miró στην Barcelona.
Η δεκαετία του ’40
Όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες εισήλθαν στον Β ‘Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Calder υπέβαλε αίτηση για είσοδο στο Marine Corps, αλλά τελικά απορρίφθηκε. Έτσι, συνέχισε να δημιουργεί. Κι επειδή το μέταλλο ήταν σε έλλειψη κατά τη διάρκεια του πολέμου, χρησιμοποίησε όλο και περισσότερο το ξύλο ως γλυπτικό μέσο.
Η εργασία σε ξύλο είχε ως αποτέλεσμα μια ακόμη πρωτότυπη μορφή γλυπτικής, με τα ξυλόγλυπτα στοιχεία τους αγκυροβολημένα από σύρμα. Ονομάστηκαν από κάποιους ως “αστερισμοί” επειδή πρότειναν τον Κόσμο με ένα νέο βλέμμα. Παρόλα αυτά, ο Calder είχε δηλώσει ότι δεν τα δημιούργησε με κάποια αντιπροσωπευτικότητα.
Η Πινακοθήκη Pierre Matisse πραγματοποίησε έκθεση αυτών των έργων την άνοιξη του 1943, την τελευταία σόλο έκθεση του Calder σε αυτή τη γκαλερί. Η σχέση του με τον Matisse έληξε λίγο αργότερα όταν ανέλαβε την εκπροσώπησή του η γκαλερί Buchholz/Curt Valentin.
Μετά τον πόλεμο, ο Calder άρχισε να κόβει σχήματα από λαμαρίνα σε υποβλητικές μορφές και να τα ζωγραφίζει στο χέρι με τις χαρακτηριστικές καθαρές αποχρώσεις του μαύρου, κόκκινου, μπλε και λευκού, δημιουργώντας μια μικρή ομάδα έργων από αυτήν την περίοδο
Το 1945, ακολούθησε μια σειρά έργων μικρής κλίμακας, τα οποία φτιάχτηκαν από θραύσματα κομμένου μέταλλου, αποτελούμενη κυρίως από κινητά κρεμαστά. Αυτές οι δημιουργίες μπορούσαν εύκολα να αποσυναρμολογηθούν, γεγονός που οδήγησε στην αποστολή τους στην Ευρώπη όπου συναρμολογηθηκαν εκ νέου για μια έκθεση στη Galerie Louis Carré.
Αυτή η έκθεση είχε τεράστιο αντίκτυπο, με τον Jean-Paul Sartre να γράφει το διάσημο δοκίμιο για τον κατάλογο της έκθεσης.
Το 1949, ο Calder κατασκεύασε το μεγαλύτερο κινητό γλυπτό του, International Mobile, για την 3η Διεθνή Έκθεση Γλυπτικής του Philadelphia Museum of Art και στην οποία συνέλεξε όλες τις εντυπώσεις και το ενδιαφέρον.
Καθώς η επαγγελματική φήμη του επεκτάθηκε αρκετά στα τέλη της δεκαετίας του 1940, το ίδιο έκανε και η παραγωγή του. Πλήθος λιθογραφιών του διατέθηκαν στο εμπόριο και πολυτελείς εκδόσεις θεατρικών έργων, ποιημάτων και διηγήσεων εικονογραφήθηκαν με έργα του.
Οι δεκαετίες ’50 και ’60
Στη δεκαετία του 1950 ο Calder επικεντρώθηκε περισσότερο στην παραγωγή μνημειακών γλυπτών. Αξιοσημείωτα παραδείγματα είναι το .125 για το αεροδρόμιο JFK New York, το Spirale για την UNESCO στο Παρίσι και το Trois disques, που ανατέθηκαν για την Expo 67 στο Montreal του Καναδά.
Πολλά από τα δημόσια έργα τέχνης, του ανατέθηκαν από διάσημους αρχιτέκτονες. Για παράδειγμα, ο Ι.Μ. Pei του ανέθεσε ένα σταθερό γλυπτό ύψους 25 τόνων για το Massachusetts Institute of Technology, το 1966.
Το μεγαλύτερο γλυπτό του Calder, ύψους 25,7 μέτρων, ήταν το El Sol Rojo, που τοποθετήθηκε έξω από το Στάδιο των Αζτέκων για τις εκδηλώσεις «Πολιτιστική Ολυμπιάδα» των Θερινών Ολυμπιακών Αγώνων του 1968 στην Πόλη του Μεξικού.
Όπως δείχνει το εύρος των διαφόρων έργων και παρουσιάσεών του, τα καλλιτεχνικά ταλέντα του Calder είχαν γίνει γνωστά παγκοσμίως μέχρι τη δεκαετία του 1960.
Το 1963, εγκαταστάθηκε σε ένα νέο εργαστήριο στο Indre-et-Loire της Γαλλίας και δώρισε στην πόλη ένα γλυπτό, το οποίο από το 1974 βρίσκεται στην πλατεία της πόλης.
Καθ ‘όλη τη διάρκεια της καλλιτεχνικής του καριέρας, ο Calder ονόμασε πολλά από τα έργα του στα γαλλικά, ανεξάρτητα από το πού προορίζονταν για την τελική προβολή.
Μια αναδρομική έκθεση πραγματοποιήθηκε στο Μουσείο Guggenheim το 1964 και 5 χρόνια αργότερα, το Fondation Maeght στο Saint-Paul-de-Vence της Γαλλίας, πραγματοποίησε ακόμα μια. Επιπλέον, η Galerie Maeght στη Γαλλία καθώς και οι Perls Galleries στις ΗΠΑ, είχαν κατά μέσο όρο περίπου μία έκθεση Calder κάθε χρόνο.
Το 1966, ο Calder, μαζί με τον γαμπρό του Jean Davidson, δημοσίευσαν την αυτοβιογραφία του, ενώ από το 1967 έως το 1969 συμμετείχε με έργα του σε εκτυπώσεις αφισών που διαμαρτύρονταν για τον πόλεμο του Βιετνάμ.
Το 1968 ασχολήθηκε ακόμα μια φορά με την κατασκευή σκηνικών, αυτή τη φορά για το Works in Progress, το οποίο ήταν ένα “μπαλέτο” που συνέλαβε ο ίδιος ο Calder και έπαιξε στη Rome Opera House, με μια σειρά από κινητά, στάβλους και μεγάλα βαμμένα σκηνικά. Ο Calder θα περιέγραφε μερικά από τα σκηνικά του ως χορευτές που έπαιζαν χορογραφία λόγω της ρυθμικής τους κίνησης.
Τον Ιούνιο του 1969, ο Calder παρακολούθησε την εγκατάσταση του μνημειακού γλυπτού του, La Grande Vitesse, στο Grand Rapids του Michigan. Πρόκειται για το πρώτο γλυπτό στις Ηνωμένες Πολιτείες που έλαβε χρηματοδότηση από το National Endowment for the Arts.
Τα τελευταία χρόνια
Το 1971, ο Calder δημιούργησε το Bent Propeller, το οποίο εγκαταστάθηκε στην είσοδο του North Tower του World Trade Center και όταν άνοιξε το Battery Park City, το γλυπτό μεταφέρθηκε στην διασταύρωση των οδών Vesey και Church.
Το γλυπτό βρισκόταν μπροστά από το World Trade Center έως ότου καταστράφηκε στις 11 Σεπτεμβρίου 2001, με την κατάρρευση των πύργων.
Το 1973 κλήθηκε από την Braniff International Airways να πραγματοποιήσει ένα αρκετά πρωτότυπο εγχείρημα, την εικονογράφηση ενός τετρακίνητου jet Douglas DC-8-62, το οποίο ονομάστηκε Flying Colors, καθώς κι ένα αεροσκάφος Boeing 727-291 N408BN.
Το παράδειγμα της Braniff International Airways ακολούθησε και η BMW το 1975 η οποία ανέθεσε στον Calder να ζωγραφίσει ένα αυτοκίνητο BMW 3.0 CSL, το οποίο θα ήταν και το πρώτο όχημα στο BMW Art Car Project.
Ανάμεσα σε αυτά τα 2 project, το 1974, ο Calder παρουσίασε δύο γλυπτά, το Flamingo στο Federal Plaza και το Universe στο Sears Tower, συνοδευόμενο από την έκθεση Alexander Calder: A Retrospective Exhibition, στο Museum of Contemporary Art του Chicago που άνοιξε ταυτόχρονα με την αποκάλυψη των γλυπτών.
Το Mountains and Clouds είναι ένα έργο που έμεινε στα σκαριά και δεν πρόφτασε να το δει ολοκληρωμένο. Ενώ αρχικά προοριζόταν να κατασκευαστεί το 1977 για το κτίριο γραφείων Hart Senate, η διαδικασία ολοκλήρωσης έφτασε μέχρι το 1985 λόγω των περικοπών του προϋπολογισμού της κυβέρνησης. Το τεράστιο έργο λαμαρίνας, βάρους 35 τόνων, έχει ύψος 9 ορόφους και ο Calder σχεδίασε τη μακέτα για τη United States Senate τον τελευταίο χρόνο της ζωής του.
Ο Calder πέθανε απροσδόκητα στις 11 Νοεμβρίου 1976 από καρδιακή προσβολή, λίγο μετά το άνοιγμα μιας μεγάλης αναδρομικής έκθεσης στο Μουσείο Whitney.
Ο Calder ήταν ένας αντισυμβατικός καλλιτέχνης που καινοτόμησε και δημιούργησε μια νέα τάση στην γλυπτική.
Οι κατασκευές του είτε είναι τεραστίων διαστάσεων είτε μικροσκοπικές, εκφράζουν την αέναη δημιουργικότητα και την ανατροπή. Κινούμενα, στιβαρά ή συμβολικά, τα έργα του κεντρίζουν το ενδιαφέρον και προκαλούν με την αξιοπερίεργη αισθητική τους.
Ο πολυπράγμων Calder υπήρξε τόσο συνεχιστής όσο και εμπνευστής της τέχνης, αφού οι εκθέσεις του ανατάραξαν τα δεδομένα της γλυπτικής του 20ου αιώνα.
Τα έργα του βρίσκονται σε πολλές μόνιμες συλλογές σε όλο τον κόσμο, με το μεγαλύτερο μέρος του να είναι συγκεντρωμένο στο Whitney Museum of American Art.
Άλλες συλλογές υπάρχουν στο Solomon R. Guggenheim Museum, το Museum of Modern Art, το Centre Georges Pompidou, το Museo Nacional Centro de Arte Reina Sofía και στο Washington National Gallery of Art, ενώ δύο από τα έργα του εκτιθενται στην Governor Nelson A. Rockefeller Empire State Plaza Art Collection.
Το 1987, ιδρύθηκε το Ίδρυμα Calder από την οικογένειά του Calder, με σκοπό τη συλλογή, την έκθεση, τη συντήρηση και την ερμηνεία της τέχνης και των αρχείων του Alexander Calder. Το ίδρυμα κατέχει περισσότερα από 600 γλυπτά, συμπεριλαμβανομένων κινητών, σταθερών, όρθιων κινητών και συρμάτινων, 22 μνημειώδη υπαίθρια έργα, καθώς και χιλιάδες ελαιογραφίες, έργα σε χαρτί, παιχνίδια, κοσμήματα και οικιακά αντικείμενα.
Αφού ολοκλήρωσε την καταγραφή των έργων του, το Ίδρυμα Calder επικεντρώθηκε στη διοργάνωση παγκόσμιων εκθέσεων για τον καλλιτέχνη, ενώ γύρω στο 2000 ανακοινώθηκαν σχέδια για τη δημιουργία μουσείου στη Philadelphia.
Το προτεινόμενο μουσείο Calder, είχε σχεδιαστεί ως ένας χώρος 35.000 τετραγωνικών ποδιών και έκτασης 2 στρεμμάτων, σχεδιασμένο από τον Ιάπωνα αρχιτέκτονα Tadao Ando. Η εγκατάσταση, είχε προγραμματιστεί να ολοκληρωθεί το 2008 και θα κόστιζε περίπου 70 εκατομμύρια δολάρια, ωστόσο το 2005, τα σχέδια εγκαταλείφθηκαν λόγω αποτυχημένων προσπαθειών συγκέντρωσης χρημάτων.