Ο Γιάννης Μόραλης γεννήθηκε στην Άρτα στις 23 Απριλίου 1916 και ήταν το δεύτερο από της οικογένειας. Τα 4 πρώτα χρόνια της ζωής του τα πέρασε στην Άρτα και κατόπιν βρέθηκε στην Πρέβεζα, όπου ο πατέρας του, Κωνσταντίνος Μόραλης, διετέλεσε γυμνασιάρχης.
Ο μικρός Γιάννης μυήθηκε από αρκετά νωρίς στην μαγεία της ζωγραφικής, παρατηρώντας με μεγάλη προσήλωση την αδελφή της μητέρας του να ζωγραφίζει και μυρίζοντας τις μπογιές που χρησιμοποιούσε. Όλα ζωντάνευαν στην ζωηρή φαντασία του και έπαιρναν μια άλλη διάσταση, έτσι σχεδόν ασυνείδητα είχε ήδη επιλέξει να γίνει ζωγράφος.
Όταν το 1927 μετεγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, ο Γιάννης άρχισε να εξωτερικεύει τις σκέψεις του. Σε αναγνώριση της κλίσης του, ο πατέρας του του επίτρεψε να γραφτεί στο Κυριακάτικο Μάθημα της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών με καθηγητή τον Δημήτριο Γερανιώτη, κατά την διάρκεια του οποίου αναπτύσσει φιλία με τον Νίκο Νικολάου.
Δίχως απολυτήριο λυκείου αλλά με πολλή όρεξη και προσπάθεια έδωσε κατατακτήριες εξετάσεις στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, τις οποίες πέρασε επιτυχώς το 1931. ηταν μολισ 15 ετων.
Ξεκίνησε τις σπουδές του ως μαθητευόμενος στο εργαστήριο του διακεκριμένου ζωγράφου, Κωνσταντίνου Παρθένη, όμως λίγους μήνες μετά άλλαξε τμήμα λόγω της αυστηρότητάς του και εισήγχθη στην ομάδα του Ουμβέρτου Αργυρού.
Την ίδια εποχή παρακολουθεί μαθήματα στο εργαστήριο χαρακτικής του Γιάννη Κεφαλληνού, με συμφοιτητές τους Τάσσο, Γιώργη Δήμου, Κωνσταντίνο Ντάκο και Μωυσή Ραφαήλ, καλλιτέχνες που αργότερα διέπρεψαν στον τομέα της χαρακτικής.
Μέσα στην σχολή έγινε στενός φίλος με τους -κατά 6 χρόνια μεγαλύτερούς του- Γιάννη Τσαρούχη και Χρήστο Καπράλο, και ήρθε ξανά σε επαφή με τον Νίκο Νικολάου.
Ο Τσαρούχης εκτός από φίλος αποτέλεσε σπουδαίος μέντορας για εκείνον, αφού τον εισήγαγε σε πολλά μυστικά της τέχνης και τον βοήθησε να εξελιχθεί καλλιτεχνικά.
Ωστόσο, η φιλία του με τον Νικολάου ήταν η πιο δυνατή από όλες, σχεδόν αδελφική. Έτσι, όταν δόθηκε η δυνατότητα διεκδίκησης μεταπτυχιακής υποτροφίας από την Ακαδημία Αθηνών (κληροδότημα Ουρανίας Κωνσταντινίδου), συμφώνησαν πως οποιοσδήποτε από τους δύο κι αν την κέρδιζε θα μοιράζονταν τα χρήματα και θα έφευγαν μαζί για Ιταλία.
Η πρώτη αναγνώριση της καλλιτεχνικής του αξίας ήρθε λίγο μετά την ολοκλήρωση του πρώτου έτους στην σχολή, το 1932, όταν ο Διονύσιος Κόκκινος, μετά από επίσκεψή του στην έκθεση της σχολής με έργα των φοιτητών, δημοσίευσε στο περιοδικό Νέα Εστία μία διθυραμβική κριτική για το έργο του. Λίγο καιρό μετά, πρωτοεμφανίστηκε ως καλλιτέχνης στα εικαστικά πράγματα της Ελλάδας, στο Στούντιο της Νίνας Ρωκ.
Από την σχολή αποφοίτησε τον Ιούνιο του 1936 κερδίζοντας την υποτροφία για μεταπτυχιακές σπουδές στην Ρώμη, στην οποία εγκαταστάθηκε με τον φίλο του Νικολάου, αφότου συμμετείχαν στην πρώτη Έκθεση Ελληνικής Χαρακτικής που έλαβε χώρα στο Kosice της Τσεχοσλοβακίας.
Τον Νοέμβριο του 1937, ο Μόραλης άφησε την Ρώμη για το Παρίσι. Τον ακολούθησε ο Νικολάου ενώ στην παρέα τους εντάχθηκε μετά από ένα διάστημα ο Χρήστος Καπράλος. Οι 3 τους ήρθαν σε επαφή με τα σύγχρονα κινήματα του Παρισιού και έλαβαν πλήθος ερεθισμάτων από τους μεγάλους καλλιτέχνες που εξέθεταν τα έργα τους.
Δείτε επίσης: Χρήστος Καπράλος – Ο σπουδαιότερος Έλληνας γλύπτης του 20ου αιώνα
Ωστόσο, στο Παρίσι ο Μόραλης δεν πήγε μόνο για προσωπική αναζήτηση, εντάχθηκε στο τμήμα ψηφοθετικής του Henri-Marcel Magne της Αrts et Métiers, σύμφωνα με τους όρους της υποτροφίας του, και παράλληλα ξεκίνησε μαθήματα ζωγραφικής με τον Charles Guérin και τοιχογραφίας με τον Ducos de la Haille.
Δυστυχώς όμως, λόγω της κήρυξης του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, εγκατέλειψε τις σπουδές του και επέστρεψε εσπευσμένα στην Ελλάδα.
Την άνοιξη του 1940 κατατάσσεται στο στρατό, υπηρετεί τη θητεία του και συμμετέχει στην τελευταία προπολεμική Πανελλήνια Έκθεση στο Ζάππειο, όπου τιμήθηκε με το βραβείο ζωγραφικής. Επίσης, πραγματοποίησε έκθεση μιας σειράς χαρακτικών με την ομάδα Ελεύθεροι Καλλιτέχναι στον Πειραιά, για την οποία μάλιστα επιμελήθηκε ο ίδιος το εξώφυλλο του καταλόγου.
Το 1941 νυμφέφθηκε τη Μαρία Ρουσέν, το 1945 χώρισαν και 2 χρόνια μετά έκανε σύζυγό του τη γλύπτρια Αγλαΐα Λυμπεράκη. Με την Λυμπεράκη έμειναν μαζί μέχρι το 1955 και απέκτησαν έναν γιο, τον Κωνσταντίνο. Τρίτη και τελευταία σύζυγός του ήταν η Ιωάννα Βασσάλου.
Μετά το τέλος της στρατιωτικής του θητείας άρχισε να κοσμεί τουριστικές αφίσες, εξώφυλλα δίσκων μουσικής και εικονογραφήσεις βιβλίων. Παράλληλα, ασχολήθηκε με την χαρακτική και την ζωγραφική, με μεγαλύτερη έμφαση στην προσωπογραφία, εκτελώντας πορτρέτα κατά παραγγελία, με απώτερο σκοπό την εξασφάλιση κάποιου σταθερού εισοδήματος.
οι προσωπογραφίες του μόραλη αυτησ της δεκαετίας, αποτελούν από τα πιο πολύτιμα έργα του αιώνα μας.
Η πρώτη του θεατρική δουλειά στο έργο Ωδή εις θάνατον του Κάλβου ήταν συγκλονιστική, αποτύπωσε έντονα την αισθηση του θανάτου όπως ο ίδιος τον βίωσε όταν έχασε τον πατέρα του σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα τον Μάρτιο του 1937.
Το 1947 εκλέχθηκε τακτικός καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και ξεκίνησε να διδάσκει στο τμήμα προετοιμασίας. Ένα χρόνο μετά, συμμετέχει στην πρώτη μεταπολεμική Πανελλήνια Έκθεση και το 1949 αποφασίζει να συμμετέχει ως ιδρυτικό μέλος και αντιπρόεδρος στην ομάδα Αρμός, η οποία συσπειρώνει τις δυνάμεις διάφορων τεχνών και εκφράζει μια ολόκληρη γενιά καλλιτεχνών.
Τα πρώτα μέλη της Αρμός ήταν οι: Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, Γιάννης Τσαρούχης, Γιάννης Μόραλης, Λιλή Αρλιώτη, Νίκος Νικολάου, Νέλλη Ανδρικοπούλου, Καίτη Αντύπα, Μαριλένα Αραβαντινού, Μανώλης Νουκάκης, Γιώργος Μανουσάκης, Αγλαΐα Λυμπεράκη-Μόραλη, Μίνως Αργυράκης, Έλλη Βοΐλα, Ανδρέας Βουρλούμης, Κλέαρχος Λουκόπουλος, Κοσμάς Ξενάκης, Ναταλία Μελά-Κωνσταντινίδη, Νίκος Γεωργιάδης, Γεώργιος Γεωργίου, Παναγιώτης Τέτσης, Νίκος Εγγονόπουλος, Μαργαρίτα Λυμπεράκη, Ελένη Σταθοπούλου, Γιώργος Μαυροΐδης και Βάσος Φαληρέας.
Το 1951, κάνει δύο σπουδαίες συμφωνίες οι οποίες οδήγησαν σε μακροχρόνιες συνεργασίες.
Η πρώτη αφορούσε την ομάδα Ελληνικό Χορόδραμα και περιλάμβανε την δημιουργία των σκηνικών και των κοστουμιών για το μπαλέτο Έξι λαϊκές ζωγραφιές, σε χορογραφία Ραλλούς Μάνου και μουσική Μάνου Χατζιδάκι. Η συνεργασία αυτή διήρκεσε περίπου 15 χρόνια.
Η δεύτερη έγινε μεταξύ του Μόραλη και του εκδοτικού οίκου Ίκαρος, όπου και ξεκίνησε με την διακόσμηση του εξωφύλλου και της προμετωπίδας του βιβλίου του Ηλία Τσουκαλά, Υποβρύχιον Υ1 Β.Π. Κατσώνης. Η συγκεκριμένη συνεργασία συνεχίστηκε ουσιαστικά μέχρι το τέλος της ζωής του.
ήθελε να έχει τον απόλυτο έλεγχο του αποτελέσματος και δεν άφηνε τίποτα στην τύχη, δεν υπάρχει κάτι το αυθόρμητο. Ήταν ένας απίστευτα τελειομανής άνθρωπος.
To 1952 με την συμμετοχή του στην Πανελλήνια Έκθεση στο Ζάππειο και στην έκθεση της ομάδας Αρμός, δημιούργησε αναταραχές καθώς η δημοσίευση της φωτογραφίας των μεγάλων γυναικείων γυμνών του, στο πλαίσιο της τεχνοκριτικής στήλης της εφημερίδας Αλλαγή, προκάλεσε τη μήνυση του εισαγγελέα, ύστερα από καταγγελία της Γενικής Ασφάλειας.
Μάλιστα στην έκθεση της Αρμός είχε προηγηθεί η αφαίρεση ενός έργου του Τσαρούχη κατόπιν επεμβάσεως της Αστυνομίας, διότι κρίθηκε άσεμνη η παράσταση του ολόγυμνου άνδρα στο κρεββάτι απέναντί από έναν καθισμένο ναύτη.
Ωστόσο, η απήχηση και ο θαυμασμός για το έργο του άρχισε να ξεπερνά τα σύνορα της Ελλάδος. Μέσα στο 1953, δέχτηκε πρόσκληση από την Ρωσική κυβέρνηση να παραβρεθεί σε μια συνάντηση εκπροσώπων της πνευματικής και πολιτικής ζωής της Ευρώπης.
Αυτή η αναγνώριση ανέδειξε την δυναμική του έργου του στην εγχώρια καλλιτεχνική σκηνή και την επόμενη χρονιά ξεκίνησε μια -εξίσου με τις προηγούμενες- πολυετή συνεργασία του με το Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν, σχεδιάζοντας τα σκηνικά και τα κοστούμια για την παράσταση Γυμνές μάσκες, του Luigi Pirandello.
Οι επιτυχημένες εικαστικές παρεμβάσεις του στις παραστάσεις του Θεάτρου Τέχνης, έφεραν το 1957 μια νέα συνεργασία, αυτή τη φορά με το Εθνικό Θέατρο, όπου κατασκεύασε τα σκηνικά και τα κοστούμια για το έργο του Παντελή Πρεβελάκη, Τα χέρια του ζωντανού Θεού, το οποίο ανέβηκε το ίδιο έτος σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού.
Ένα χρόνο μετά, ταξιδεύει στην Ιταλία όπου, μαζί με τον Γιάννη Τσαρούχη και τον γλύπτη Αντώνη Σώχο, αντιπροσωπεύουν την Ελλάδα στην Μπιενάλε της Βενετίας, προκαλώντας το ενδιαφέρον του Gio Ponti με την παραστατική, ανθρωποκεντρική ζωγραφική τους.
Εκτός από τα ζωγραφικά έργα, ο Μόραλης παρουσίασε μεταξύ άλλων μελέτες για σκηνικά και κοστούμια, σχέδια και λιθογραφίες, εκ των οποίων το Δημοτικό Μουσείο του Τορίνο αγόρασε τη σύνθεση Εσωτερικό.
Επιστρέφοντας από την Βενετία, σχεδιάζει την πρώτη του ατομική έκθεση.
Είναι ίσως το πιο εντυπωσιακό γεγονός στην επαγγελματική πορεία του Μόραλη ότι πραγματοποίησε την πρώτη ατομική έκθεση του το 1959, αφού η φήμη του είχε ήδη εξαπλωθεί. Η έκθεση έλαβε χώρα στην αίθουσα εκθέσεων Αρμός και τα εκθέματά του ήταν σε μεγάλο βαθμό τα ίδια που παρουσίασε στην Μπιενάλε.
Μετά το τέλος της έκθεσης αποφάσισε να αναλάβει κάτι τελείως διαφορετικό. Ασχολήθηκε με την διακόσμηση των εξωτερικών τοίχων του ξενοδοχείου Hilton της Αθήνας.
Από τότε -και για μεγάλο μέρος της δεκαετίας του ’60- άρχισε να συνεργάζεται με Έλληνες και ξένους αρχιτέκτονες, για τη διακόσμηση κατοικιών και κτιρίων δημόσιου χαρακτήρα.
Συγκεκριμένα, δημιούργησε συνθέσεις για το Ξενία της Φλώρινας, το εστιατόριο Ωκεανίς στη Βουλιαγμένη, τα περίπτερα του ΟΛΠ στην ακτή Καραϊσκάκη στον Πειραιά και το Mont Parnes της Πάρνηθας, για το οποίο είχε ως ειδικούς συμβούλους τον Γιάννη Τσαρούχη και τον Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα.
Ακολούθησε η επιμέλεια του περιπτέρου του ΕΟΤ Διόνυσος, στου Φιλοπάππου, έργο που αποτέλεσε αφορμή για την έναρξη της μακροχρόνιας συνεργασίας του με την κεραμίστρια Ελένη Βερναρδάκη.
Την ίδια περίοδο φιλοτεχνεί την προμετωπίδα των ποιητικών συνθέσεων του Οδυσσέα Ελύτη: Άξιον Εστί, Έξι και μία τύψεις για τον ουρανό και Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας.
Το 1963, αποφασίζει να πραγματοποιήσει την δεύτερη ατομική του έκθεση, αυτή τη φορά στην αίθουσα τέχνης του ξενοδοχείου Hilton. Η έκθεση περιλάμβανε έργα της τελευταίας τριετίας, ανάμεσα στα οποία ήταν η σειρά των Επιτύμβιων συνθέσεων, μια σειρά την οποία μετέπειτα δώρισε στην Εθνική Πινακοθήκη.
Τα μεγάλα πάθη του ήταν ζωγραφική και οι γυναίκες. Είχε εμμονή με την τέχνη του αγαπούσε τόσο τα έργα του, που δεν τα πωλούσε εύκολα επειδή δεν ήθελε να τα αποχωριστεί. Σε περιόδους οικονομικής δυσκολίας, όταν και αναγκάστηκε να πουλήσει μερικά από αυτά, βίωσε αρκετά έντονα την απώλειά τους, τόσο που, όταν τυχαία συναντούσε τον ιδιοκτήτη ενός από τα έργα του, ρωτούσε για την τρέχουσα κατάσταση τους.
Το 1965 παράγει τις 10 συνθέσεις που παρεμβάλλονται μεταξύ των ποιημάτων της συλλογής Ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη, συμμετέχει στην έκθεση Διακοσμητικά υφαντά τοίχου σε σχέδια Ελλήνων ζωγράφων, στην Αίθουσα Τέχνης Αθηνών του Hilton όπως και στην Μπιενάλε Ταπισερί της Lausanne, ενώ επίσης λαμβάνει μετά τιμής από τον Βασιλιά Κωνσταντίνο, τον Ταξιάρχη του Φοίνικα.
Παράλληλα και μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’60, συμμετείχε στο Φεστιβάλ Επιδαύρου δημιουργώντας τα κοστούμια για τις Ικέτιδες του Αισχύλου, σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού και παραγωγή Εθνικού Θεάτρου καθώς επίσης και στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Θεάτρου, φιλοτεχνώντας τα σκηνικά και τα κοστούμια της παράστασης Οιδίπους Τύραννος, που παρουσίασε το Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν στο Aldwych Theatre του Λονδίνου.
Το 1972 πραγματοποίησε την τρίτη ατομική του έκθεση στη Γκαλερί Ιόλα-Ζουμπουλάκη, εγκαινιάζοντας άλλη μία μεγάλη συνεργασία. Μεταξύ των έργων της έκθεσης αυτής ήταν και το Ερωτικό, το οποίο απέκτησε η Εθνική Πινακοθήκη.
Το ίδιο έτος, συμμετείχε για δεύτερη φορά στην Μπιενάλε Ταπισερί της Lausanne και το αμέσως επόμενο πήρε μέρος στη Διεθνή Έκθεση Χειροτεχνίας München όπου βραβεύτηκε με χρυσό μετάλλιο.
Ακολουθεί ακόμα μια ατομική έκθεση το 1978 με την μεγάλη ενότητα έργων, Πανσέληνος, που έχουν κατά κύριο λόγο δημιουργηθεί στην Αίγινα, καθώς επίσης συμμετέχει στη Seconde rencontre internationale d’art contemporain, στο Παρίσι, μαζί με ακόμα 22 Έλληνες καλλιτέχνες που επέλεξε η Εθνική Πινακοθήκη.
Το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου αποχωρεί από την Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, μετά από 36 χρόνια συνεχούς διδασκαλίας και λίγους μήνες αργότερα η Ακαδημία Αθηνών του απένειμε το Αριστείο Τεχνών.
Ο Γιάννης Μόραλης ως δάσκαλος και ως προσωπικότητα είχε τον σεβασμό και την αγάπη ακόμη και των πιο αιρετικών καλλιτεχνών της γενιάς του ’60 και του ’70, αυτών που με το έργο τους τον αμφισβήτησαν.
Το 1985 φιλοτέχνησε την κεραμική σύνθεση για το Δημαρχιακό Μέγαρο Αθηνών.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 οργανώθηκε η αναδρομική του έκθεση στην Εθνική Πινακοθήκη και η Εμπορική Τράπεζα κυκλοφόρησε έναν τόμο, σε επιμέλεια Βασίλη Φωτόπουλου, με σχεδόν όλο το -μέχρι τότε- έργο του. Ο Γιάννης Μόραλης την ίδια περίοδο πραγματοποιεί μια μεγάλη δωρεά προς την Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου.
Μέσα στις επόμενες 2 δεκαετίες ακολούθησε σειρά ατομικών εκθέσεων στην γκαλερί Ίολα-Ζουμπουλάκη τα εξής έτη: 1992, 1997, 2002, 2004, 2006.
Μπαίνοντας στην δεκαετία του ’90, η γυναικεία φιγούρα των έργων του απελευθερώνεται όλο και περισσότερο από τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά της.
Οι ερωτικές συνθέσεις του πλέον προκαλούν έντονο τον συνδυασμό ερωτισμού και μελαγχολίας. Κάτι που πολλοί χαρακτήρισαν ως την προσπάθεια συμφιλίωσης με το γήρας και την ιδέα του θανάτου μέσω της μαγείας του έρωτα.
Το 1996 πραγματοποίησε ακόμα μια αναδρομική έκθεση στην Ακαδημία Αθηνών με έργα της Εθνικής Πινακοθήκης και το 1998 του απονεμήθηκε ο Ταξιάρχης της Τιμής από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας.
Από το 2000 έως το 2008 δεν είναι πλέον παραγωγικός αλλά συμμετέχει σε πλήθος εκθέσεων.
Αρχικά, στην έκθεση Κλασικές Μνήμες στη Σύγχρονη Ελληνική Τέχνη, που οργανώθηκε από την Εθνική Πινακοθήκη και το Ίδρυμα Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης στο Olympic Towers της New York, καθώς επίσης και στις επόμενες εκδοχές της έκθεσης σε Κωνσταντινούπολη, Beijing, Wien και Αθήνα.
Ακολούθησε η μεγάλη έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη, Γιάννης Μόραλης. Άγγελοι, μουσική, ποίηση. η οποία παρουσιάστηκε μεταγενέστερα στην Ερμούπολη της Σύρου, στον Πύργο Μπαζαίου στη Νάξο, υπό τον τίτλο Γιάννης Μόραλης. Θέατρο, μουσική, ποίηση όπως και στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στη Θεσσαλονίκη.
Το 2006 παρουσιάζεται στο 8ο Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης η ταινία Γιάννης Μόραλης του Στέλιου Χαραλαμπόπουλου, ένα ντοκιμαντέρ το οποίο κέρδισε το Βραβείο της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών [FIPRESCI].
Φτάνοντας στο 2008, πραγματοποιούνται οι 2 τελευταίες εκθέσεις του. Η έκθεση-αφιέρωμα με τίτλο Ι. Μόραλης. Μια ανίχνευση, που διοργανώθηκε στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης του Ιδρύματος Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή στην Άνδρο και η έκθεση Γιάννης Μόραλης. Σχέδια 1934-1994 που έγινε από το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης.
Ο Γιάννης Μόραλης, ο καλλιτέχνης που σημάδεψε τη μεταπολεμική ζωγραφική με αισθητική άφησε την τελευταία του πνοή από φυσικά αίτια στις 20 Δεκεμβρίου 2009, στην Αθήνα, κληροδοτώντας στις επόμενες γενιές ένα μεγάλο πολιτιστικό πλούτο.
Η Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλέξανδρου Σούτσου το 2011 παρουσίασε την τιμητική έκθεση Τιμή στον Γιάννη Μόραλη. Την ίδια χρονιά πραγματοποίησε και το Μουσείο Μπενάκη μια αντίστοιχη Γιάννης Μόραλης – Αρχιτεκτονικές συνθέσεις και διοργάνωσε ακόμα μια αναδρομική το 2018.
Ο Γιάννης Μόραλης ως καλλιτέχνης επηρέασε καθοριστικά την μεταπολεμική τέχνη της Ελλάδας με το εικαστικό του έργο αλλά και με τη διδασκαλία του. Είχε την ικανότητα να ξυπνά τις αισθήσεις μέσα από την μοναδικά εκτελεσμένη σύζευξη του κλασικού με το μοντέρνο, του πραγματικού με το φανταστικό και του ανθρώπου με την φύση.
Τα έργα του εκτίθενται στην Εθνική Πινακοθήκη, στο Museo Civico του Τορίνο, στην Εθνική Βιβλιοθήκη τής Νέας Υόρκης, στην Πινακοθήκη του Δήμου Αθηναίων, στο Μετρό, στη Δημοτική Πινακοθήκη Αμμοχώστου ενώ υπάρχουν και αρκετά τα οποία συγκαταλέγονται σε εγχώριες και ξένες ιδιωτικές συλλογές.