Το κρύο πεζοδρόμιο μοιάζει αφιλόξενο και ριψοκίνδυνο. Καθισμένη εκεί, μέσα στο ζεστό μπουφάν μου, παρατηρώ το ψιλόβροχο να πέφτει. Η βρεγμένη πίσσα του δρόμου γλιστρά και οι άσπρες γραμμές πάνω της έχουν αρχίσει να ξεθωριάζουν, καθώς όλων των ειδών παπούτσια έχουν περπατήσει πάνω τους θαμπώνοντας τες. Μάλιστα σε κάποια σημεία δεν φαίνονται καθόλου.
Οι μικρές λακκούβες του δρόμου έχουν πλέον μετατραπεί σε λιμνούλες και έχουν σχεδόν γεμίσει νερό. Τα αυτοκίνητα περνούν κι αυτές εκσφενδονίζουν νερό παντού.
Μια κυρία περνά δίπλα μου τυλιγμένη στο παλτό της, μιλώντας ζωηρά στο τηλέφωνο. Ένα παιδί με φακίδες τρώει λαίμαργα το γλειφιτζούρι του σε σχήμα κοκοράκι, καθώς η μάνα του φορτωμένη με σακούλες το τραβολογά από το χέρι. Ένας κύριος με καπέλο βρίζει και φωνάζει εκνευρισμένος αφού ένα αμάξι μόλις τον έλουσε κυριολεκτικά με νερό λόγω της μεγάλης του ταχύτητας. Ένα νεαρό ζευγάρι πιασμένο χέρι-χέρι και μια παρέα εφήβων παραπέρα κολλημένοι στις οθόνες τους, από την οποία ακούγονται κάπου-κάπου γνωστές βρισιές κι επιφωνήματα.
Όλοι φαίνονται τόσο προσκολλημένοι στον εαυτό τους, τόσο απόμακροι, τόσο γεμάτοι και τόσο άδειοι ταυτόχρονα. Τόσο μοναχικοί, αν εξαιρέσεις όλη τη φασαρία που τους περιβάλλει. Κανείς δεν σταματά ούτε ένα λεπτό να κοιτάξει γύρω του. Πέφτουν ο ένας πάνω στον άλλο τυχαία και δεν ζητούν ούτε μια συγνώμη.
Η σειρήνα ενός περιπολικού ακούγεται από μακριά… Τι να έγινε πάλι συλλογίζομαι.
Ένας ταλαιπωρημένος κύριος προσπαθεί να πουλήσει τα κουλούρια του που δεν φαίνονται πλέον και τόσο φρέσκα. Ένας άστεγος ζητά κάτι να φάει από τους περαστικούς που τον κοιτούν με αηδία και λίγο κακία. Στο βλέμμα τους διακρίνεις την αδιαφορία μπλεγμένη με μια δόση κατάκρισης, καθώς τελικά τον προσπερνούν σαν να μην υπήρξε ποτέ στον δρόμο τους. Κάποιοι ακόμη δεν διστάζουν να δείξουν την αναίδεια τους σπρώχνοντάς τον ενώ εκείνος παραιτημένος και ηττημένος το ανέχεται υπομονετικά.
Ούτε λίγη συμπόνια. Ποιος να τους εξηγήσει ότι ποτέ δεν επέλεξε να βρίσκεται σε αυτή την κατάσταση…
Ένα μπαλόνι πετά ψηλά στον γκρίζο ουρανό σαν να τρέπεται σε άτακτη φυγή. Σαν να μην αντέχει αυτόν τον κόσμο. Κανείς δεν ξέρει από που έφυγε… “Τόσο μοναχικοί τελικά”, δεν παύω να σκέφτομαι. Απρόσιτοι όσο ποτέ. Γιατί έχουμε γίνει έτσι…; Μάλλον ξέρω. Ή καλύτερα πιστεύω ότι ξέρω…
Τα φώτα των δρόμων και των μαγαζιών ανάβουν κι εγώ παγωμένη πια, σηκώνομαι να φύγω. Ένα αγοράκι παρατηρεί την κίνησή μου από μακριά. Του χαμογελώ κάπως κουρασμένα και με χαιρετάει με το μικρό, στρουμπουλό, σκουρόχρωμο χεράκι του. Τα μαύρα μάτια είναι φωτεινά. Ξεχειλίζουν το φως που όλοι οι άλλοι στερούνται.