Η σημερινή μας υπόθεση δεν αφορά δολοφονία (αν και θα μπορούσε). Είναι όμως μια από τις σημαντικότερες και πιο χαρακτηριστικές υποθέσεις, που απασχόλησαν τη χώρα μας και τάραξαν τα νερά της κοινωνικής πραγματικότητας της μετεμφυλιακής εποχής του ’50.
Η ιστορία της Σπυριδούλας Ράπτη, που βασανίστηκε από τα αφεντικά της, συγκλόνισε την κοινή γνώμη και η ίδια έγινε λαϊκό ίνδαλμα.
________________________________________
Ο Εμφύλιος ήταν η τραγικότερη και πιο αιματηρή σύγκρουση που έλαβε χώρα στην ελληνική κοινωνία μετά την σύσταση του νεοελληνικού κράτους. Στον απόηχό του η χώρα βρέθηκε ρημαγμένη, με σημαντικά λειτουργικά προβλήματα και την πλειοψηφία του λαού να ζει σε μεγάλη φτώχεια.
Κορίτσια ή και αγόρια από φτωχές οικογένειες των χωριών ή της επαρχίας, έμπαιναν συχνά στη δούλεψη των εύπορων οίκων της Αθήνας, τόσο για να μεγαλώσουν κι εκείνα σε ένα καλύτερο περιβάλλον, όσο και για να κερδίσουν χρήματα για την οικογένειά τους.
Μια τέτοια περίπτωση ήταν και αυτή της Σπυριδούλας Ράπτη, που ζούσε με τους γονείς της και τα άλλα επτά της αδέρφια στο χωριό Ματαράγκα της Αιτωλοακαρνανίας.
Ο Γιώργος και η Αντιγόνη Βεϊζαδέ (πιθανόν εβραϊκής καταγωγής), ένα εύπορο ζευγάρι από τον Πειραιά, πλησίασε τον πατέρα της οικογένειας Ράπτη και του πρότειναν να πάρουν τη μικρή Σπυριδούλα σαν ψυχοπαίδι τους. Ήθελαν να βρουν ένα μικρό κοριτσάκι, που, όπως έλεγαν, θα το έχουν σαν παιδί τους για να προσέχει το μωρό τους και να τους βοηθάει σε κάποιες δουλειές.
«(…) Μου υποσχέθηκαν ότι θα ευτυχήσει το παιδί μου. Εμείς είμαστε φτωχοί άνθρωποι, εγώ συνταξιούχος χωροφύλακας. Με ξεγέλασαν. Μου είπαν ότι και οι δύο είναι τραπεζικοί υπάλληλοι και ότι κοντά στο δικό τους παιδί θα έχουν και το δικό μας, σαν πιο μεγάλη αδελφούλα του. (…)»
Δίνοντάς του 80 δραχμές, οι Βεϊζαδέ πήραν το παιδί στο σπίτι τους στην Καλλίπολη του Πειραιά. Σε ηλικία μόλις 10 ετών λοιπόν η Σπυριδούλα άρχισε να εργάζεται ως υπηρέτρια.
Πίσω από τις κλειστές πόρτες
Ο Γιώργος Βεϊζαδέ δεν είχε καμία σχέση με τραπεζικό υπάλληλο. Ήταν συνιδιοκτήτης ενός από τα περίφημα -ή πιο σωστά, κακόφημα- καμπαρέ της Τρούμπας, του «John Boul».
Η γυναίκα του Αντιγόνη παρουσιαζόταν ως μια έντονα θρησκευόμενη γυναικά, που ήταν αφοσιωμένη στο μεγάλωμα του μωρού της.
Το ζεύγος έγραφε συχνά στην οικογένεια της μικρής Σπυριδούλας λέγοντάς τους ότι η κόρη τους είναι μια χαρά, αλλά ότι θα ήταν καλύτερο να μην την βλέπουν, ώσπου να συνηθίσει το νέο της περιβάλλον.
«Έκανα ένα χρόνο να τη δω.», αποκάλυψε αργότερα ο πατέρας. «Πήγα, τέλος, και κτύπησα την πόρτα τους. Άνοιξε το μικρό και πήδηξε με λαχτάρα στην αγκαλιά μου. Το είδα αδύνατο και χλωμό, αλλά η Βεϊζαδέ μου είπε πως φταίει η αλλαγή του κλίματος και ότι αγωνίζονται να το ταΐσουν, αλλά αυτό δεν τρώει όσο ένα παιδί. Καμιά κακή σκέψη δεν πέρασε από το μυαλό μου.»
Κάθε φορά που ο πατέρας επισκεπτόταν το σπίτι των Βεϊζαδέων έβλεπε το παιδί του ακόμα πιο αδύνατο και κουρασμένο και με τον έναν ή τον άλλο τρόπο δεν τον άφηναν ποτέ να μείνει μόνος μαζί της.
Την τελευταία φορά που ο Κώστας Ράπτης επισκέφτηκε την κόρη του, οι Βεϊζαδέ του έδωσαν και πάλι 80 δραχμές, ένα παλιό πουκάμισο και ένα ζευγάρι παλιά παπούτσια (καταξοδεύτηκαν δηλαδή) και καθώς ήταν μεσημέρι, τον κάλεσαν να φάνε μαζί.
Στο τραπέζι ήταν και η Σπυριδούλα, η οποία έτρωγε με βουλιμία το ένα πιάτο μετά το άλλο. Ο πατέρας της απόρησε, όμως η Αντιγόνη Βεϊζαδέ του είπε ψύχραιμα ότι τελευταία της είχε ανοίξει η όρεξη.
Μερικούς μήνες αργότερα η ίδια η Σπυριδούλα θα αποκαλύψει στον πατέρα της και στις αρχές ότι εκείνη ήταν η μοναδική φορά που έφαγε όσο ήθελε. Συνήθως την άφηναν να φάει ελάχιστα, αφού πρώτα έπρεπε να κάνει όλες τις δουλειές του σπιτιού.
Πίσω από τις μάσκες
Το βράδυ της 31ης Ιουλίου του 1955 ο Γιώργος Βεϊζαδέ ανακάλυψε πως έλειπε από την ντουλάπα του ένα χαρτονόμισμα των 50 δολαρίων, ένα όχι ασήμαντο ποσό για εκείνη την εποχή. Η 12χρονη Σπυριδούλα ήταν η πρώτη φυσικά που κατηγορήθηκε για την απώλεια.
Σαν να περίμεναν από πάντα μια αφορμή, οι Βεϊζαδέ άρχισαν να φέρονται στο μικρό κορίτσι με πρωτοφανή αγριότητα. Επέμεναν να τη ρωτούν για το χαμένο χαρτονόμισμα κι όσο εκείνη έλεγε ότι δεν γνώριζε τίποτα, την χτυπούσαν με τα χέρια τους και ένα ξύλινο αντικείμενο.
Την επόμενη μέρα η βασανιστική ανάκριση του κοριτσιού συνεχίστηκε. Όσο εκείνη επέμενε ότι δεν γνώρισε τίποτα για τα χαμένα χρήματα, τόσο τα αφεντικά της επέμεναν να τη ρωτούν και να τη χτυπούν. Κάποια στιγμή ο Γιώργος Βεϊζαδέ της είπε πως «αν δεν ομολογήσει με τη θέλησή της, τότε έχει ένα μέσο που θα την κάνει να μιλήσει».
Πάνω στο τραπέζι του σαλονιού, όπου βρίσκονταν οι τρεις τους εκείνη τη στιγμή, υπήρχε ένα ηλεκτρικό σίδερο, το οποίο ήταν ήδη στην πρίζα και ζεσταινόταν…
Οι Βεϊζαδέ έγδυσαν την άτυχη Σπυριδούλα και την έδεσαν ανάσκελα πάνω στο τραπέζι του σαλονιού. Η Αντιγόνη Βεϊζαδέ την κρατούσε από τους ώμους και ο άντρας της πήρε το καυτό σίδερο και το ακούμπησε στα πόδια της μικρής. Εκείνη ούρλιαξε από τον πόνο. Για να μην ακούγονται οι φωνές της, η Βεϊζαδέ της έβαλε στο στόμα ένα πανί.
Ο άντρας ζήτησε ξανά από το παιδί να του πει που είναι τα χαμένα χρήματα και όταν η Σπυριδούλα του είπε ξανά ότι δεν γνωρίζει τίποτα, εκείνος ακούμπησε το σίδερο αυτή τη φορά στα χέρια της μικρής. Την απειλούσε ότι αν δεν τους έλεγε που πήγαν τα λεφτά, θα την έκαιγαν ολόκληρη. Την έκαψε ακόμα και στο πρόσωπο λέγοντάς της «για να σε κάνω όμορφη…»
Το φρικτό μαρτύριο του μικρού κοριτσιού κράτησε 2 ολόκληρες μέρες! Το κτηνώδες ζεύγος έκαιγε με το καυτό σίδερο το σώμα της μικρής Σπυριδούλας σε διάφορα σημεία μπροστά και πίσω, μια ο ένας και μια ο άλλος. Όταν το κορίτσι λιποθυμούσε από τον αφόρητο πόνο, τότε σταματούσαν. Μόλις όμως εκείνη συνερχόταν, συνέχιζαν αδίστακτοι!
Πηγές αναφέρουν ότι το 2χρονο κοριτσάκι του ζευγαριού ήταν μπροστά στο φρικιαστικό σκηνικό φωνάζοντας και κλαίγοντας σε μια μάταιη προσπάθεια να σταματήσει τους γονείς της.
Οι εφημερίδες της εποχής δημοσίευσαν μαρτυρίες των κατοίκων που εκείνες τις μέρες ανέφεραν ότι άκουγαν πνιγμένα ουρλιαχτά πόνου και κλάματα παιδιού από το σπίτι. Άρχισαν να ανησυχούν για το τι μπορεί να συνέβαινε, όμως η ήρεμη και καθ’ όλα φυσιολογική εικόνα των Βεϊζαδέων όταν τους συναντούσαν, δεν τους άφηνε να φανταστούν τη φρίκη πίσω από την κλειστή πόρτα του σπιτιού τους.
Το βράδυ της Τρίτης 2 Αυγούστου και μετά από ατελείωτες ώρες μαρτυρίου, η κατάσταση είχε φτάσει στο απροχώρητο και θα’λεγε κανείς ότι ήταν σχεδόν θαύμα, που το κορίτσι ήταν ακόμα ζωντανό. Οι Βεϊζαδέ την έλυσαν επιτέλους από το τραπέζι και την κλείδωσαν στο δωμάτιό της χωρίς να της δώσουν ούτε νερό, ούτε φαγητό για όλη την υπόλοιπη μέρα!
Η Σπυριδούλα σφάδαζε από τους πόνους και το διαολεμένο ζευγάρι αποφάσισε να τη μεταφέρει στο νοσοκομείο για να μην τους πεθάνει στο σπίτι. Φρόντισαν φυσικά να την απειλήσουν ότι αν αποκάλυπτε σε κάποιον την αλήθεια για όσα έγιναν, θα την έκαιγαν με βενζίνη.
Πέμπτη 4 Αυγούστου 1955
Η Αντιγόνη Βεϊζαδέ φτάνει στο Τζάνειο Νοσοκομείο του Πειραιά μαζί με την 12χρονη υπηρέτριά της, Σπυριδούλα Ράπτη, η οποία είναι τυλιγμένη σε κάτι μπλε κουρέλια και το πρόσωπό της είναι τρομοκρατημένο, ενώ περπατάει με δυσκολία. Η γυναίκα ενημέρωσε τους γιατρούς ότι η μικρή είχε ένα ατύχημα και έπεσε πάνω της μια κατσαρόλα με καυτό νερό.
Όταν οι γιατροί αφαίρεσαν την κουβέρτα, διαπίστωσαν ότι υπήρχαν μεγάλα εγκαύματα σε πολλά σημεία του σώματος του παιδιού, τα οποία κόντευαν να μολυνθούν, αφού ήταν προφανές ότι είχαν γίνει τουλάχιστον δύο μέρες πριν. Η Σπυριδούλα είχε επίσης πολύ υψηλό πυρετό και απίστευτους πόνους.
Την τοποθέτησαν σε ένα ειδικό ξύλινο κρεβάτι, χωρίς ρούχα και σεντόνια που θα κολλούσαν στις πληγές της, και της χορηγούσαν συνέχεια ορούς. Η Αντιγόνη Βεϊζαδέ (προσποιούμενη την καλοκάγαθη μανούλα) επισκεπτόταν συνέχεια τη Σπυριδούλα και της έφερνε συνέχεια φαγητά, φρούτα και φάρμακα που χρειαζόταν.
Το βράδυ της Παρασκευής και ενώ η Σπυριδούλα είχε αρχίσει να είναι λίγο καλύτερα, η νοσοκόμα Φ.Λέκκα ζήτησε το ιστορικό της. Μακριά από την παρουσία της τυραννικής Βεϊζαδέ και νιώθοντας ασφαλής στον ουδέτερο χώρο του νοσοκομείου, η μικρή αποφάσισε να αποκαλύψει στην νοσοκόμα της όλη την αλήθεια.
«θα σου πω, μου δήλωσε, ένα φοβερό μυστικό, μα δεν πρέπει να το αποκαλύψεις σε κανένα, γιατί θα με σκοτώσουν. Θα με κάψουν ζωντανή με βενζίνα!»
Σοκαρισμένη η νοσοκόμα ενημέρωσε και τους υπόλοιπους γιατρούς για την αποκάλυψη της Σπυριδούλας και σύντομα ειδοποιήθηκε και η αστυνομία. Ένας αστυνομικός με πολιτικά έφτασε στο νοσοκομείο και συνέλαβε την Βεϊζαδέ όταν εκείνη ήρθε για την καθιερωμένη επίσκεψή της.
Μπροστά στους ανακριτές
Στην ανάκριση που ακολούθησε η Αντιγόνη Βεϊζαδέ αρχικά επέμεινε στην ιστορία με το καυτό νερό, όμως βλέποντας προφανώς ότι δεν γίνεται αρκετά πιστευτή, αποφάσισε να πει την αλήθεια. Ή περίπου…
«Ήμουν μόνη στο σπίτι και ενώ σιδέρωνα το απόγευμα της Τετάρτης μπήκε στο δωμάτιο η Σπυριδούλα. Μόλις την είδα εκνευρίστηκα γιατί επί μέρες με παίδευε για να μου υποδείξη το σημείο που είχε κρύψει το χαρτονόμισμα. (…) Μέσα στον εκνευρισμό μου την έπιασα από το χέρι, την τράβηξα κοντά μου, σήκωσα το ηλεκτρικό σίδερο πάνω της και τη φοβέρισα. Της είπα να μου πει που είχε το χαρτονόμισμα γιατί θα την έκαιγα. Αυτή έβαλε τα κλάματα και τις φωνές και χύθηκε πάνω μου για να μου πάρει το σίδερο (…). Ακολούθησε πάλη και σε μια στιγμή, η μικρή έπεσε κάτω και πάνω της το σίδερο. Έτσι έγιναν τα εγκαύματα που έχει στο κορμί της. Εγώ δεν της ακούμπησα το σίδερο.
Και εγώ και ο άνδρας μου πάντοτε την κοιτάζαμε. Δεν της έλειπε τίποτα και φροντίζαμε να μην την κουράζουμε με πολλές δουλειές. (…) Η Σπυριδούλα είναι ένα πονηρό και ευφάνταστο κορίτσι. Όλα αυτά που λέει είναι ψέματα, φανταστικά.»
Και ο Γιώργος Βεϊζαδέ με τη σειρά του ακολούθησε την κατάθεση της γυναίκας του υποστηρίζοντας επίσης ότι ο ίδιος έλειπε από το σπίτι όταν έγινε το συμβάν και ότι η μικρή τους κορόιδευε για μέρες σχετικά με το χαμένο χαρτονόμισμα.
Το απόγευμα της 9ης Αυγούστου όμως ο ιατροδικαστής Συλλάνταβος, που εξέτασε τα τραύματα της Σπυριδούλας, διέψευσε για άλλη μια φορά τους ισχυρισμούς του αδίστακτου ζευγαριού.
Ανέφερε ότι η Σπυριδούλα έφερε στο σώμα της εγκαύματα 1ου, 2ου και 3ου βαθμού στο πρόσωπο, τον τράχηλο, τον θώρακα, την κοιλιά και τα άκρα, καθώς και εκχυμώσεις στο μέτωπο, τα βλέφαρα, τους μηρούς και τις κνήμες. Η κατάθεσή του στον εισαγγελέα δεν άφηνε πλέον περιθώρια αμφισβήτησης.
«Τα εγκαύματα έχουν επάλληλον διάταξιν κλιμακοειδούς τύπου και καλύπτουν το 60-65% της επιφανείας του σώματός της. Ίνα προξενηθούν τα εγκαύματα τούτα, το θύμα καθηλώθη υπό δύο αλληλοβοηθουμένων προσώπων».
Κάπως έτσι το ζεύγος των Βεϊζαδέων οδηγήθηκε σε δίκη με την κατηγορία της πρόκλησης σοβαρών σωματικών βλαβών και προφυλακίστηκε.
Μπροστά στην αλήθεια
Με τους βασανιστές της πίσω από τα κάγκελα η Σπυριδούλα μπορούσε πλέον να αποκαλύψει όλη την αλήθεια για το τι πραγματικά συνέβαινε τα τελευταία δύο χρόνια που ήταν υπηρέτρια στο σπίτι των Βεϊζαδέων. Όχι μόνο δεν την είχαν σαν παιδί τους, όπως είχαν υποσχεθεί στους γονείς της, αλλά την κακομεταχειρίζονταν χωρίς οίκτο. Την εξουθένωναν με δουλειές του σπιτιού, την άφηναν νηστική και την αντιμετώπιζαν σαν παρείσακτη.
«(…)Οι γονείς μου είναι φτωχοί άνθρωποι και έτσι ξεγελάσθηκαν και με έδωσαν. Έμεινα μαζί τους δύο χρόνια. Φρόντιζα το παιδί, καθάριζα, σφουγγάριζα, έπλενα, κουβάλαγα τα ψώνια του σπιτιού (…). Έκανα υπομονή και δε μιλούσα. Το αφεντικό μου, ο Γιώργος Βεϊζαδές δούλευε σε μπαρ. Περνούσαν καλά στο σπίτι. (…)»
Οι γονείς της Σπυριδούλας και κάποια από τα αδέρφια της έσπευσαν επίσης να έρθουν στον Πειραιά αντικρίζοντας συντετριμμένοι το παραμορφωμένο κοριτσάκι τους.
Ο πατέρας, Κώστας Ράπτης, έδωσε και τις δικές του καταθέσεις για τα γεγονότα περιγράφοντας την γνωριμία τους με το ζεύγος Βεϊζαδέ και την ανησυχητική κατάσταση στην οποία έβρισκε το παιδί του κάθε φορά που το επισκεπτόταν. Όλα τα κομμάτια του παζλ είχαν πλέον ενωθεί.
Λαϊκό ίνδαλμα
Η ιστορία της 12χρονης Σπυριδούλας συγκλόνισε και συγκίνησε την ελληνική κοινωνία και τα μέσα ενημέρωσης εξάντλησαν κάθε πτυχή του γεγονότος για περίπου έναν μήνα. Οι εφημερίδες δημοσίευαν μακροσκελή ρεπορτάζ σχετικά με τις μέρες της Σπυριδούλας στο νοσοκομείο ή και σχετικά με τη ζωή της οικογένειάς της στο χωριό.
Πλήθος κόσμου μαζευόταν στο νοσοκομείο για να δει τη μικρή ηρωίδα, ενώ ο θάλαμος όπου βρισκόταν το δωμάτιό της ήταν γεμάτος δώρα, γλυκά και φαγητά. Διάφορα σημαίνοντα πρόσωπα του τόπου επισκέφτηκαν το νοσοκομείο μεταφέροντας τις ευχές τους και προσφέροντας την βοήθειά τους με τα μέσα που διέθετε ο καθένας. Παράλληλα διενεργήθηκαν αρκετοί έρανοι για να συγκεντρωθούν χρήματα για την αποκατάσταση της υγείας της Σπυριδούλας.
Την ίδια στιγμή πλήθος κόσμου μέσα από δημόσιες τοποθετήσεις και επιστολές στις εφημερίδες ζητούσε την παραδειγματική τιμωρία του κτηνώδους ζεύγους υποστηρίζοντας ότι θα έπρεπε να πληρώσουν με το ίδιο νόμισμα, δηλαδή κάψιμο με σίδερο!
Αρχές Σεπτεμβρίου και μετά από περίπου ένα μήνα στο νοσοκομείο, η Σπυριδούλα είχε παρουσιάσει θεαματική βελτίωση και μπορούσε πλέον να γυρίσει σπίτι της. Πήρε εξιτήριο και αφού δέχτηκε χιλιάδες ευχές από τον κόσμο που είχε μαζευτεί να την ξεπροβοδίσει, επέστρεψε στο χωριό της.
Μπροστά στη «δικαιοσύνη»
Σχεδόν πέντε μήνες αργότερα, στις 30 και 31 Ιανουαρίου 1956, πραγματοποιήθηκε η δίκη του Γιώργου και της Αντιγόνης Βεϊζαδέ στο Κακουργιοδικείο Λαμίας. Επιλέχθηκε άλλη πόλη για να γίνει η διαδικασία μακριά από την τεταμένη ατμόσφαιρα που επικρατούσε εναντίον τους στον Πειραιά. Ωστόσο και στη Λαμία οι αστυνομικοί χρειάστηκε να συνοδεύουν στενά και προσεκτικά τους κατηγορούμενους, αφού πλήθος κόσμου που είχε μαζευτεί έξω από το δικαστικό μέγαρο απειλούσε να τους λιντσάρει.
Στη δίκη παρατέθηκαν όλα τα στοιχεία που υπήρχαν για το ειδεχθές γεγονός και καταθέσεις όλων των εμπλεκόμενων προσώπων, από την ίδια την Σπυριδούλα, μέχρι τους γιατρούς και τον ιατροδικαστή που μελέτησε τους τραυματισμούς της.
Οι κατηγορούμενοι, παρά τις ατράνταχτες αποδείξεις εναντίον τους, υποστήριζαν μέχρι τέλους ότι το όλο γεγονός ήταν ένα δυσάρεστο ατύχημα και πως ο Γιώργος Βεϊζαδέ δεν ήταν εκεί όταν έγινε.
Η απόφαση του δικαστηρίου ήταν 5 χρόνια φυλάκισης για την Αντιγόνη Βεϊζαδέ και 4,5 για τον άντρα της για «πρόκληση βαρειών σωματικών βλαβών σε βαθμό κακουργήματος», καθώς και 20.000 δραχμές για την ψυχική οδύνη του παιδιού.
Οι ένορκοι υποστήριξαν για κάποιο λόγο ότι οι κατηγορούμενοι δεν είχαν την πρόθεση να φέρουν την Σπυριδούλα σε τέτοια κατάσταση. Επίσης η μικρή διαφορά στον χρόνο της ποινής μεταξύ των δύο συζύγων ήταν γιατί ο Γιώργος Βεϊζαδέ είχε «βίον ηθικόν και έντιμον» πριν το γεγονός και έδειξε αληθινή μεταμέλεια.
Δεν έγινε ποτέ σαφές το αν η απώλεια των 50 δολαρίων ήταν αλήθεια, όμως το μόνο σίγουρο είναι ότι η Σπυριδούλα δεν τους είχε πάρει ποτέ λεφτά. Αρκετές πηγές αναφέρουν ότι η υποτιθέμενη κλοπή των χρημάτων χρησιμοποιήθηκε ως πρόφαση από την Αντιγόνη Βεϊζαδέ για να υποβάλλει το κορίτσι σε βασανισμό, ώστε να το εξαγνίσει από τις αμαρτίες του…!
Ένα τέλος που αρμόζει
Μπορεί η δικαιοσύνη να μην επέβαλλε την ποινή που προσδοκούσε η πλειοψηφία του κόσμου με βάση τα όσα είχαν αποδεδειγμένα διαδραματιστεί, όμως η ζωή έβαλε με τον δικό της τρόπο τα πράγματα σε τάξη.
Ο Γιώργος και η Αντιγόνη Βεϊζαδέ μπήκαν φυλακή και πέθαναν μερικά χρόνια αργότερα, ενώ παραμένει άγνωστο το τι απέγινε η κόρη τους, που όταν συνέβη το γεγονός ήταν λιγότερο από 3 ετών.
Η Σπυριδούλα πέρασε από μια μακρά σειρά εγχειρήσεων και θεραπειών, ώσπου θεραπεύτηκε εντελώς. Όταν ενηλικιώθηκε παντρεύτηκε και έκανε δύο παιδιά, ενώ σήμερα ζει ήσυχα με την οικογένειά της στην Αθήνα, όπου διατηρεί και ένα εμπορικό κατάστημα.
____________________________
(Αντί ηθικού διδάγματος): Εύλογα παραμένει η απορία πώς ακριβώς έχει «βίο ηθικό και έντιμο» ένας ιδιοκτήτης κωλόμπαρου, που μέχρι τελευταία στιγμή δεν είχε τα κότσια να παραδεχτεί ότι ήταν πρωτοστάτης στον βασανισμό ενός παιδιού;! Επίσης πως προκύπτει, σύμφωνα με το δικαστήριο, ότι «δεν είχαν πρόθεση να της κάνουν ό,τι της έκαναν» όταν αποδείχθηκε περίτρανα ότι ακριβώς αυτή την πρόθεση είχαν! Ποιά είναι η αθώα εκδοχή του να βάζεις ένα καυτό σίδερο πάνω στο σώμα κάποιου;
Θα έλεγε κανείς ότι το ζευγαράκι είχε αρκετά δυνατές «άκρες». Μόλις 5 χρόνια για σωματική βλάβη χωρίς παραδοχή ή μεταμέλεια φαίνεται σαν μια ποινή “για τα μάτια του κόσμου”. Και τα δύο χρόνια παιδικής εκμετάλλευσης και κακοποίησης;! Και οι προσπάθειες παραποίησης της αλήθειας;! Δικαιοσύνη…