Ο Κώστας Παπαχρήστος γεννήθηκε στον Βόλο το 1916 (η ακριβής ημερομηνία γέννησης δεν έχει επιβεβαιωθεί) και ήταν το δεύτερο τέκνο μιας αριστοκρατικής και επιφανούς οικογένειας της πόλης. Με πατέρα ταμία στην Τράπεζα της Ελλάδος και μητέρα από εύπορη οικογένεια, η παιδική του ηλικία δεν χαρακτηρίστηκε από δύσκολες και φτωχικές συγκυρίες.

Με την μεγάλη του αδερφή Φρόσω, υποδέχτηκαν τον μικρό τους αδελφό Νίκο όταν εκείνος ήταν μόλις 3 ετών και οι τρεις τους έγιναν μια πραγματικά αχώριστη ομάδα. Όταν ο πατέρας τους πήρε μετάθεση για την Θεσσαλονίκη, η οικογένεια έφυγε σύσσωμη και εγκαταστάθηκε εκεί, όπου πήγαν για πρώτη φορά σχολείο.

Στα χακί 2 φορές

Το 1933, σε ηλικία 16 ετών και πριν αποφοιτήσει από το γυμνάσιο, αποφάσισε να ακολουθήσει το όνειρό του, να γίνει στρατιωτικός! Το έσκασε κυριολεκτικά από το σπίτι του, με πλαστογραφημένα τα απαιτούμενα έγγραφα -στα οποία δήλωσε ψεύτικη ηλικία- για να μπορέσει να αιτηθεί να μπει εθελοντικά στην αεροπορία της Λάρισας.

Η οικογένειά του τον έψαχνε παντού εναγωνίως. Δεν μπορούσαν να πιστέψουν πως το παιδί τους χάθηκε, φοβήθηκαν για την ζωή του και από το μυαλό τους περνούσαν όλα τα πιθανά σενάρια.

Το μαρτύριό τους έληξε, όταν μέσω αλληλογραφίας έλαβαν ένα μήνυμά του, με το οποίο ενημέρωνε για το που βρίσκεται, το πως βρέθηκε εκεί και τους παρακάλεσε να μην ενημερώσουν τις αρχές για την πραγματική του ηλικία. Έτσι και έγινε, η οικογένεια τήρησε σιγή ιχθύος και τον άφησε να ζήσει το όνειρό του.

Αφού ολοκλήρωσε την θητεία του, επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη και έκανε τα πρώτα του βήματα στον εργασιακό στίβο. Παρά το νεαρό της ηλικίας του και της απειρίας του, δε φοβόταν τη δουλειά, καταπιάστηκε με διάφορες εργασίες σε πολλούς και διαφορετικούς τομείς, μέχρι την περίοδο του Ελληνοϊταλικού πολέμου, όταν και ξαναφόρεσε τη στολή του στρατιώτη και βρέθηκε στο πεδίο της μάχης.

Για τη συμβολή του στις πολεμικές δράσεις τιμήθηκε με μετάλλιο ανδρείας.

Το 1941, όταν πλέον οι Γερμανοί μπήκαν στην Ελλάδα, γύρισε στη Θεσσαλονίκη και μαζί με την μητέρα του πήγαν στην Αθήνα, όπου βρισκόταν ήδη πριν από τον πόλεμο ο αδελφός του.

Ο περιζήτητος κονφερασιέ 

Οι παραστάσεις βαριετέ παρείχαν μια φθηνή και ολοκληρωμένη πρόταση ψυχαγωγίας, όπου διάφορα επίδοξα ταλέντα παρουσίαζαν το πρόγραμμά τους στο θεατρικό σανίδι.


Η διαφορά ανάμεσα στον κονφερανσιέ και τον κομπέρ είναι ότι ο πρώτος κάνει ένα πρόγραμμα με αυτοσχεδιασμούς, ενώ ο δεύτερος ακολουθεί πιστά το κείμενό του.

Μετά τον πόλεμο αποφάσισε να φοιτήσει στη σχολή του Κάρολου Κουν, όπου μετά κόπων και βασάνων κάθισε μόλις ένα χρόνο, αφού ο ίδιος σύχναζε ήδη στα στέκια του θεάτρου και είχε βρει δουλειά στο μουσικό θέατρο.

Έγινε κονφερασιέ και δούλεψε στην Όαση του Ζαππείου, όπου παρουσίαζε πρόγραμμα με στίχους και νούμερα που έγραφε μόνος του. Ήταν από τους πρώτους ηθοποιούς που καθιερώθηκε πολύ γρήγορα στο βαριετέ, σε αυτό το είδος, και έγινε περιζήτητος.

Έγραφε τραγούδια νούμερα επιθεώρησης, και συνεργάστηκε με αρκετούς θιάσους ως κονφερανσιέ και αλλά και ως κομπέρ. Ήταν τόσο επιτυχημένα τα νούμερά του, που τα παρουσίασε και σε τσίρκο.

Οι επιτυχημένες του παραστάσεις τον φέρνουν την περίοδο 1952-53 στο θέατρο Κοτοπούλη, όπου συμμετέχει στην κωμωδία “Θανασάκης ο πολιτευόμενος”.

Όταν το βαριετέ έπαψε να είναι πλέον της μοδός, εγκατέλειψε οριστικά τα θεάματα αυτού του είδους και στράφηκε στον χώρο του θεάτρου και την πρόζα.

Το ίδιο διάστημα ξεκινά να είναι ενεργό συνδικαλιστικό στέλεχος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών, το οποίο διέλυσε το καθεστώς της δικτατορίας και στην θέση του ίδρυσε το Εθνικό Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών, όπου διετέλεσε πρόεδρος για ένα χρονικό διάστημα.

Το 1957, τον κάλεσε ο Μάνος Κατράκης να συμμετέχει στην παράσταση “Καραϊσκάκης”, δίνοντάς του τον ρόλο του Νικηταρά. Εκεί συνάντησε και την γυναίκα της ζωής του, την Δήμητρα Σερεμέτη, η οποία τότε μαθήτευε Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο του Μάνου Κατράκη. Από αυτή τη γνωριμία προέκυψε ένας έρωτας που διήρκεσε 38 ολόκληρα χρόνια.

Παντρεύτηκαν στα 34,5 χρόνια κοινής πορείας και όλα αυτά τα χρόνια δεν απέκτησαν απογόνους.

Οι χαρακτηριστικοί κινηματογραφικοί ρόλοι

Ο Κώστας Παπαχρήστος συνέβαλε τα μέγιστα στη χρυσή εποχή του ελληνικού κινηματογράφου, γιατί μπορεί να μην φάνηκε πως ήταν μεγάλος πρωταγωνιστής όμως η προσφορά του, κυρίως πίσω από τις κάμερες, ήταν πολύ μεγαλύτερη από αυτή που νόμιζε το κοινό.

Στον κινηματογράφο έπαιξε τον πρώτο του ρόλο το 1948 στο “Οχυρό 27” του Μαυρίκιου Νόβακ.

Όσο κι αν οι ρόλοι του ήταν του αφανή ήρωα, οι ερμηνείες του ήταν χαρακτηριστικές. Έκανε κατά βάση δεύτερους ρόλους και περάσματα, συμμετέχοντας σε περίπου 200 ταινίες, εκ των οποίων στις περισσότερες είχε τον ρόλο του ένστολου, έναν ρόλο που όχι μόνο τον αγαπούσε πολύ, λόγω της αγάπης του για τον στρατό, αλλά του πήγαινε κιόλας.

Μαζί του, στα ίδια πλατώ βρέθηκε και ο αδερφός του, Νίκος.
Ο Νίκος αν και είχε ξεκινήσει μια σπουδαία καριέρα στο κλασικό τραγούδι, την άφησε πίσω και έγινε ένας πολύ χαρακτηριστικός κινηματογραφικός τύπος. Ενσάρκωνε κυρίως δικαστές και διοικητές.
Η μεγάλη του αγάπη

Του άρεσε πολύ η ιστορία, τόσο η ελληνική όσο και η παγκόσμια, ενώ συγκεκριμένα είχε ασχοληθεί ιδιαίτερα με τους πολέμους, κυρίως των νεοτέρων χρόνων, καθώς από μικρός είχε έφεση στα στρατιωτικά θέματα.

Μέσα από την επαφή του με τα γεγονότα που στιγμάτισαν τον ρου των γεγονότων και λόγω της αγάπης του για το στρατό, γεννήθηκε μια μεγάλη αγάπη, η ενδυματολογία. Ο μαγικός, γι’αυτόν χώρος τον έκανε να δίνει μεγάλη σημασία στην εικόνα του και οι εμφανίσεις του στις ταινίες, αν και ήταν σύντομες, είχαν την δική του υπογραφή, αφού ο ίδιος επιμελούταν και πρόσεχε μέχρι τελευταίας λεπτομέρειας τα κουστούμια του.

Σε σύντομο χρονικό διάστημα είχε δημιουργήσει το δικό του βεστιάριο ώστε, από το 1964 και την ταινία “Προδοσία”, να αρχίσει να ασχολείται επαγγελματικά με το αντικείμενο. Με μικρές αλλαγές που έκανε στις στολές του, μπορούσαν να τις χρησιμοποιούσαν περισσότεροι ηθοποιοί, χωρίς να γίνεται αντιληπτό στο κοινό μάτι πως πρόκειται για το ίδιο σύνολο.

Οι ενδυματολογικές του προτάσεις ήταν τόσο καλές που είχε πάρει βραβεία στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκη και το Φεστιβάλ Μόσχας, ενώ επίσης είχε συμμετοχές στο φεστιβάλ των Καννών, χωρίς όμως να αποσπάσει κάποιο βραβείο.

Το πάθος του για τις στολές τον οδήγησε στο να αρχίσει να αναζητά και να αποκτά στρατιωτικές στολές τις οποίες έβρισκε σε διάφορα μέρη της Ελλάδος, ενώ επίσης στην συλλογή του συμπεριέλαβε παραδοσιακά κοστούμια από όλο τον κόσμο, με πολλά εξ αυτών να είναι συλλεκτικά και ανεκτίμητης αξίας.

Αυτή η μεγάλη του αγάπη ήθελε να είναι η παρακαταθήκη του. Μάλιστα, είχε εκφράσει την επιθυμία να δημιουργηθεί και να οργανωθεί το πρώτο μουσείο στρατιωτικών στη Θεσσαλονίκη, στο οποίο σκόπευε να δωρίσει στολές από τη συλλογή του.

Αν και δεν έγινε έτσι όπως το φανταζόταν, μετά τον θάνατό του η σύζυγός του δώρισε αυτές τις στολές στο Γενικό Επιτελείο Στρατού, με την ελπίδα ότι θα εκπληρώσει την επιθυμία του και ότι θα αξιοποιηθούν κάποια στιγμή, με μόνη παράκληση να τοποθετηθεί επιγραφή: “Δωρεά Κώστα Παπαχρήστου, ηθοποιού & στρατιωτικού ενδυματολόγου”.

Ένα ανήσυχο πνεύμα 

Πέραν της ενδυματολογίας και της υποκριτικής, ο Παπαχρήστος υπήρξε βοηθός σκηνοθέτη, τεχνικός σύμβουλος και βοηθός παραγωγής. Οι εμπειρίες του και η συμβολή του στα πλατώ ήταν σημαντικές ακόμα και για τους συνεργάτες του, οι οποίοι τον εμπιστεύονταν καθώς είχε σφαιρική γνώση στα πράγματα.

Έτσι, εκτός από κινηματογράφο και θέατρο έκανε και μερικές εμφανίσεις στη μικρή οθόνη, ξεκινώντας από τη δεκαετία του 1970 στη σειρά “Μεθοριακός σταθμός”, ακολούθησαν κάποιες συμμετοχές σε παραστάσεις του “Θεάτρου της Δευτέρας”, περνώντας στην επόμενη δεκαετία συμμετέχει στην “Μάχη των πελαργών” και την δεκαετία του 1990 εμφανίστηκε στις σειρές “Η Ελίζα και οι άλλοι” και “Μάνα είναι μόνο μία”.

Το τελευταίο αντίο

Τελευταία του σειρά, στην οποία εργαζόταν ως τεχνικός σύμβουλος και προμηθευτής στολών, ήταν η “Πρόβα νυφικού” το 1995, χρονιά που ο Κώστας Παπαχρήστος αν και νοσούντας με καρκίνο στους πνεύμονες, δεν το έβαζε κάτω! Δεν τον απασχολούσε τίποτα άλλο πέρα από την δημιουργική του υπόσταση.

Όμως, τον Μάρτιο του 1995, κατά την διάρκεια των γυρισμάτων, έπαθε καρδιακό επεισόδιο και ο οργανισμός του καταπονήθηκε ιδιαιτέρως, τόσο που δεν άντεξε να μάχεται και στις 29 Σεπτεμβρίου του ιδίου έτους, παρέδωσε τα όπλα.

Και κάπως έτσι έπεσε η αυλαία της ζωής του στις 2 Οκτωβρίου, όταν και κηδεύτηκε στον Κόκκινο Μύλο.


Αν και μεγάλωσε σε εμπόλεμες και ταραγμένες εποχές, ο Κώστας Παπαχρήστος έδειξε από νωρίς το τολμηρό του πρόσωπο και το πάθος του για την ζωή. Ο ασίγαστος πόθος του για την δράση, δεν τον εγκατέλειψε ποτέ.

Και παρόλο που στην ζωή του ήταν πάντα ο πρωταγωνιστής, δεν είχε την ίδια απαίτηση από την υποκριτική. Αυτό όμως όχι μόνο δεν τον ζημίωσε, αλλά ίσα ίσα που κατέκτησε τις καρδιές του κοινού με τα περάσματά του και η φιγούρα του εξακολουθεί να είναι γνώριμη μέχρι και σήμερα.

Κοινοποιήστε
Διαμαντούλα Χατζηαντωνίου
Απόφοιτη ΙΕΚ Οικονομίας & Διοίκησης και πιστοποιημένη Δημοσιογράφος διαδικτύου, με συμμετοχές σε πολλά σεμινάρια ποικίλου ενδιαφέροντος και κατευθύνσεως. Έχει λάβει το πρώτο βραβείο ποίησης στην Θεσσαλία, σε μαθητικό διαγωνισμό. Δραστηριοποιήθηκε, μεταξύ άλλων, ως ραδιοφωνική παραγωγός, αρθρογράφος καλλιτεχνικών ειδήσεων και ερασιτέχνης ηθοποιός. Θρέφει μεγάλη αγάπη για τις τέχνες, την φύση, την φιλοσοφία και την ψυχολογία ενώ αφιερώνει αρκετό χρόνο σε θέματα κοινωνικής και ιστορικής φύσεως. Αγαπημένη της ερώτηση: Γιατί; Αγαπημένο μότο: Αξίζει να βρίσκεις λόγους να γελάς