Ένα από τα πιο συνταρακτικά και viral εγκλήματα, που απασχόλησε έντονα την ελληνική κοινωνία και έμεινε ζωντανό στη μνήμη της μέσα από τραγούδια, γελοιογραφίες, ανέκδοτα, επιθεωρήσεις και εκτενέστατα ρεπορτάζ.
Το “έγκλημα του αιώνα”, όπως χαρακτηρίστηκε τότε, με μια πλοκή που θα ζήλευαν τα καλύτερα αστυνομικά θρίλερ. Ένας μπερμπάντης και βίαιος άντρας, μια κακοποιημένη σύζυγος, μια κακούργα πεθερά και μια αποτρόπαια δολοφονία, που συγκλόνισε την μεταπολεμική Ελλάδα του 1931.
_______________________________
Ένα τεμαχισμένο πτώμα στον Κηφισό ποταμό
Ήταν 6 Ιανουαρίου του 1931, ανήμερα της γιορτής των Θεοφανείων, όταν ο μικρός Γιαννάκης Γκαβές, που έπαιζε κοντά στη γέφυρα Τρίμμη του ποταμού Κηφισσού, βρήκε πεταμένα στην όχθη δύο τσουβάλια. Ειδοποίησε γρήγορα τον πατέρα του και άλλον έναν συγγενή του, οι οποίοι έφτασαν στο σημείο και νομίζοντας πως τα τσουβάλια μπορεί να περιέχουν κλοπιμαία από κάποια ληστεία, ειδοποίησαν με τη σειρά τους την αστυνομία.
Ο αστυφύλακας του τμήματος του Γκαζοχωρίου δεν άργησε να φτάσει και σκίζοντας τα τσουβάλια μια έντονη δυσοσμία απελευθερώθηκε στον αέρα. Τα τσουβάλια περιείχαν ματωμένα κομμάτια ανθρώπινου σώματος!
Στο σημείο έφτασαν γρήγορα αστυνομικοί του εγκληματολογικού, εισαγγελέας, ιατροδικαστής και δημοσιογράφοι. Για πρώτη φορά στα χρονικά της χώρας κινηματογραφήθηκε ο τόπος του εγκλήματος και αφού έγιναν όλες οι απαραίτητες διαδικασίες με λήψη φωτογραφιών, συλλογή αποτυπωμάτων κτλ, τα κομμάτια του άγνωστου πτώματος μεταφέρθηκαν στο νεκροτομείο Αθηνών.
Όλοι έκαναν λόγο για ένα έγκλημα πρωτοφανές για την εποχή του και σίγουρα συγκλονιστικό. Στα τσουβάλια υπήρχαν δύο δέματα από χρωματιστό ύφασμα ραμμένα πολύ προσεκτικά με σακοράφα. Κάτω από το ύφασμα υπήρχε λινάτσα και μέσα σε αυτή τυλιγμένα σε χαρτί τυλίγματος τροφίμων τα μέρη του νεκρού σώματος, δύο πόδια, ένα χέρι, ο κορμός, το κεφάλι.
Το σώμα έφερε καθολικά εγκαύματα πρώτου βαθμού, καθώς φαίνεται πως οι δράστες επιχείρησαν να το κάψουν για να το εξαφανίσουν ή να αλλοιώσουν τα χαρακτηριστικά του. Έφερε επίσης δύο τραύματα από πυροβόλο όπλο στο κεφάλι και περίπου τριάντα τραύματα στο σώμα που είχαν προκληθεί με μαχαίρι.
Το θύμα περιγράφηκε ως ένας άντρας μεταξύ 35 με 45 χρονών, περιποιημένα ξυρισμένος και καθαρός, με μουστάκι, εύσωμος και με ύψος γύρω στο 1.70.
Ο ιατροδικαστής Ιωάννης Γεωργιάδης ανέφερε χαρακτηριστικά στους δημοσιογράφους πως οι τομές για να τεμαχιστεί το σώμα έγιναν με εξαιρετική ακρίβεια και τεχνική, χωρίς να κοπεί ούτε ένας μυς, χωρίς να κακοποιηθεί κανένα κόκκαλο και δήλωσε βέβαιος πως ο δολοφόνος ήταν σίγουρα κάποιος πεπειραμένος γιατρός, χειρούργος.
Οι εκτιμήσεις του ιατροδικαστή προκάλεσαν ένταση στα μέσα ενημέρωσης και την κοινή γνώμη στοχοποιώντας αρχικά έναν τελείως αθώο άνθρωπο, όμως τελικά αποδείχθηκαν εντελώς λανθασμένες! Οι δολοφόνοι όχι μόνο δεν ήταν πεπειραμένοι γνώστες της ιατρικής, αλλά ήταν καθημερινά άτομα υπεράνω υποψίας, που ζούσαν το οικογενειακό τους δράμα…
Περίπου 200 άτομα έφτασαν στο νεκροτομείο να δουν το πτώμα σε μια προσπάθεια να αναγνωριστεί η ταυτότητά του, ενώ οι εφημερίδες δημοσίευσαν και μια φωτογραφία του νεκρού και καλούσαν όσους είχαν εξαφανισμένους συγγενείς να βοηθήσουν στην αναγνώριση.
Την επόμενη μέρα το πρωί, ο ανθυπομοίραρχος της Χωροφυλακής, Κώστας Ταμπακόπουλος, πήγε στο νεκροτομείο έχοντας δει τη φωτογραφία του πτώματος στις εφημερίδες και υποστήριξε πως πρόκειται για τον φίλο του Δημήτρη Αθανασόπουλο από την περιοχή του Χαροκόπου. Για να σιγουρευτεί κάλεσε και τον προσωπικό γιατρό του Αθανασόπουλου, Δημήτριο Καρτσώνη, και τον συνέταιρό του, Αντώνη Γυφτέα, οι οποίοι αναγνώρισαν σημάδια από παλιές ουλές και επιβεβαίωσαν ότι πράγματι πρόκειται για εκείνον.
Αφού η ταυτότητα του θύματος έγινε επιτέλους γνωστή, αστυνομικοί και δημοσιογράφοι άρχισαν να ασχολούνται με τους υπόπτους από το στενό περιβάλλον του θύματος.
Ο πρώτος που οδηγήθηκε ως βασικός ύποπτος στον ανακριτή ήταν ο γιατρός Καρτσώνης, εξαιτίας της πεποίθησης του ιατροδικαστή πως ο τεμαχισμός είχε γίνει από έμπειρο γιατρό.
Ο Καρτσώνης αρνούταν εξαρχής την ανάμειξή του και διαμαρτυρόταν για την κράτησή του, όμως οι εφημερίδες είχαν ήδη διασύρει το όνομά του στην κοινή γνώμη.
Επί δύο μέρες χαρακτηριζόταν αλλεπάλληλα ως ένας στυγνός δολοφόνος και ζητούνταν η παραδειγματική τιμωρία του από το ευρύ κοινό που παρακολουθούσε με πάθος την πρωτοφανή υπόθεση. Τελικά, μετά από αρκετή ταλαιπωρία και εξευτελισμούς αφέθηκε ελεύθερος, αφού δεν υπήρχαν επιβαρυντικά στοιχεία εναντίον του.
Παράλληλα, οι αρχές έφτασαν και στο σπίτι του Αθανασόπουλου στην οδό Θησέως 101 στην περιοχή του Χαροκόπου Καλλιθέας και βρήκαν εκεί την οικογένειά του. Την γυναίκα του Σοφία (Φούλα), την πεθερά του, Άρτεμις Κάστρου, την υπηρέτριά τους Γιαννούλα Μπέλλου και τον 19χρονο ξάδερφο της Άρτεμις, Δημήτρη Μοσκιό, που μόλις είχε φτάσει από την Κεφαλλονιά όπου ζούσε.
Η πεθερά αντέδρασε στην είδηση κάνοντας την ανήξερη και με περίεργη ψυχραιμία, ενώ η Φούλα έβαλε τα κλάματα και έκανε ερωτήσεις στους αστυνομικούς για το πως έγινε το φονικό. Από τις πρώτες ανακρίσεις που έγιναν στα τέσσερα μέλη της οικογένειας σημειώθηκαν αντιφάσεις και ψέματα και ο κλοιός γύρω τους δεν άργησε να αρχίσει να στενεύει. Οι αρχές πίστευαν πλέον πως το έγκλημα έγινε μέσα στο σπίτι του θύματος…
Στις έρευνες που ακολούθησαν στα δωμάτια του σπιτιού εντοπίστηκε σπάγκος στο ίδιο χρώμα με αυτόν που δέθηκαν τα τσουβάλια, καθώς και αντίστοιχα χαρτιά τυλίγματος και κηλίδες αίματος.
Θύτες, θύματα και το χρονικό του φόνου
Ο Δημήτρης Αθανασόπουλος γεννήθηκε το 1891 στο χωριό Γαρδίκι (σήμερα Αναβρυτός) και από νεαρή ηλικία βρέθηκε στην Αθήνα για σπουδές σε μια εμπορική σχολή. Το 1922, που τελείωνε και με την στρατιωτική του θητεία, παντρεύτηκε την Σοφία Κάστρου. Μέσα στα 8 χρόνια του γάμου τους απέκτησαν τρία παιδιά, εκ των οποίων το μικρότερο ήταν ακόμα αβάπτιστο όταν εκείνος δολοφονήθηκε.
Επαγγελματικά ασχολούταν με εργολαβικές επιχειρήσεις και αργότερα και με δημόσια έργα, που αναλάμβανε μέσο της εργοληπτικής εταιρείας που είχε στήσει με τον φίλο του Αναστάσιο Γυφτέα. Τελευταία τους δουλειά ήταν το χτίσιμο του Κυνοκομείου Αθηνών.
Αν και οι δουλειές του γενικότερα πήγαιναν πολύ καλά τα τελευταία χρόνια, η κατάσταση στα οικογενειακά του δεν ήταν εξίσου καλή. Ο Αθανασόπουλος περιγράφεται ως ένας άνθρωπος που σύχναζε σε χαρτοπαικτικές λέσχες και ξενυχτούσε με διάφορες γυναίκες. Με την γυναίκα του καβγάδιζαν συνέχεια, ενώ η μεγαλύτερη και μόνιμη κόντρα του ήταν με την πεθερά του, που έμενε μαζί τους.
Τους τελευταίους έξι μήνες το ζεύγος Αθανασόπουλου βρισκόταν ουσιαστικά σε διάσταση, εκείνος κοιμόταν σε ξενοδοχείο και πήγαινε στο σπίτι μόνο για να δει τα παιδιά και να πάρει καθαρά πλυμένα ρούχα.
Σάββατο, 3 Ιανουαρίου 1931
Το απόγευμα εκείνης της μοιραίας μέρας ο Αθανασόπουλος είχε βγει μαζί με τα παιδιά του και τον ξάδερφό του και γιατρό Δημήτριο Καρτσώνη για μια βόλτα στο Φάληρο. Αργότερα πέρασαν από το σπίτι του για να πάρει κάποια ρούχα, αφού θα κοιμόταν σε ξενοδοχείο, και πήγαν στην πλατεία Ομονοίας όπου και χώρισαν. Ο Αθανασόπουλος συναντήθηκε με τον αδερφό του συναίτερού του, τον Σπύρο Γυφτέα, την 18χρονη δακτυλογράφο Δανάη Χατζηπαναγιώτου και την 37χρονη μητέρα της, Ισμήνη και βγήκαν για βραδινή διασκέδαση στο ζυθεστιατόριο “Γεμενάκη” στο Παλαιό Φάληρο.
Περίπου στις 1:30 τα ξημερώματα ο Αθανασόπουλος επέστρεψε σπίτι του και κάπου εκεί οι φίλοι του έχασαν πια τα ίχνη του, αφού παρέμεινε εξαφανισμένος για τις τέσσερις επόμενες μέρες ώσπου να βρεθεί το δολοφονημένο πτώμα του. Η γυναίκα και η πεθερά του υποστήριζαν πως ο εργολάβος δεν είχε μπει καν στο σπίτι εκείνο το βράδυ και οι αστυνομικοί μέσα από εξονυχιστικές ανακρίσεις προσπαθούσαν να καταλάβουν ποια από τις δύο πλευρές έλεγε ψέματα.
Στην πραγματικότητα όμως ο Αθανασόπουλος είχε πράγματι μπει στο σπίτι του και, σύμφωνα με τις απολογίες αργότερα των μελών της οικογένειας, είχε ακολουθήσει ένας άγριος καβγάς με την γυναίκα του, Φούλα, γιατί της ζητούσε “ανώμαλες σεξουαλικές πράξεις”. Οι φωνές τους ξύπνησαν και τους υπόλοιπους στο σπίτι, που έσπευσαν να βοηθήσουν.
Η παμπόνηρη πεθερά άρχισε να βάζει φιτιλιές στον Μοσκιό για να εκδικηθεί για την αγαπημένη του ξαδέρφη τον μισητό γαμπρό της. Αναφέρεται πως του έλεγε: “Ένας άντρας μας χρειάζεται για να εκδικηθεί τους εξευτελισμούς που μας κάνει ο Αθανασόπουλος και τον ξυλοδαρμό της Φούλας”. Σύμφωνα με τις πηγές, ο νεαρός Μοσκιός είχε προσβληθεί από τύφο και του είχε μείνει ένα νοητικό κουσούρι σε σημείο να μην έχει πλήρη συνείδηση των πράξεών του. Ταυτόχρονα αναφέρεται πως είχε και μια ερωτική έλξη προς την ξαδέρφη του.
Γύρω στις 7 το πρωί κι ενώ η Φούλα είχε βγει για να πάρει την πρωινή εφημερίδα, ο 18χρονος Μοσκιός επηρεασμένος από τα λόγια της Κάστρου μπήκε στο δωμάτιο που κοιμόταν ο Αθανασόπουλος και τον πυροβόλησε τρεις φορές τραυματίζοντάς τον θανάσιμα.
“Τον καθάρισα, θεία! Σας έσωσα μια και καλή! Έτσι καθαρίζουν οι άντρες.”, είπε στην Κάστρου. Η Φούλα έτρεμε από φόβο και έκλαιγε με λυγμούς όταν η μάνα της της είπε τι είχε γίνει. “Ό,τι κάναμε με τον εξάδελφό σου, το κάναμε για να σε σώσουμε και να σε γλυτώσουμε απ’ αυτό το τέρας”, της είπε με χαρακτηριστική ψυχραιμία και της έσκασε κι ένα χαστούκι, γιατί δεν έλεγε να ηρεμήσει.
Σε επόμενη φάση έπρεπε πλέον να δουν τι θα κάνουν με το πτώμα. Η πεθερά, ο Μοσκιός και η υπηρέτρια Μπέλλου μετέφεραν τον νεκρό στο μπάνιο να τον καθαρίσουν από τα αίματα. Αρχικά τον περιέλουσαν με οινόπνευμα και του έβαλαν φωτιά σε μια προσπάθεια να τον κάψουν. Σύντομα όμως κατάλαβαν ότι ένα ανθρώπινο σώμα δεν καίγεται τόσο απλά και η μυρωδιά της καμένης σάρκας θα τους πρόδιδε πολύ εύκολα στους γείτονες. Τότε η πεθερά σκαρφίστηκε την λύση του τεμαχισμού.
Για άλλη μια φορά έβαλε τον μικρό Μοσκιό να κάνει τη δουλειά. “Εσύ είσαι ο άντρας του σπιτιού, κομμάτιασέ τον”. Με ένα χασαπομάχαιρο λοιπόν και τις υποδείξεις της αδίστακτης πεθεράς, ο μικρός άρχισε να κόβει το πτώμα σε κομμάτια. Η υπηρέτρια αγόρασε χαρτί τυλίγματος, δύο σακιά και σπάγκο και αφού τα κομμάτια τυλίχθηκαν επιμελώς τοποθετήθηκαν στα τσουβάλια και ράφτηκαν καλά με το σχοινί.
Έφτασε τότε στο σπίτι ένας από τους πολλούς εραστές της Κάστρου, ο χρυσοχόος Σπύρος Μαγουλόπουλος, κι εκείνη κάνοντάς του τα γλυκά μάτια του διηγήθηκε τι είχαν κάνει και του ζήτησε βοήθεια για να ξεφορτωθούν τα τσουβάλια με το πτώμα. Εκείνος φαίνεται πως δέχτηκε πρόθυμα και με την βοήθεια δύο δικών του μετέφεραν με προσοχή τα τσουβάλια στον Κηφισό και τα πέταξαν σε ένα σημείο που δεν είχε νερό.
Για κακή τους τύχη όμως μερικές μέρες αργότερα τα επίμαχα τσουβάλια ανακαλύφθηκαν και οι αρχές δεν άργησαν να οδηγηθούν στα ύποπτα μέλη της οικογένειας, που τελικά παραδέχτηκαν το φρικιαστικό τους έγκλημα.
Δίκη, καταδίκη και η αποκατάσταση της Φούλας
Μετά τις αντιφατικές καταθέσεις, αλλά και τα ευρήματα που βρήκε η αστυνομία στο σπίτι τους, όπως αναφέραμε νωρίτερα, οι τέσσερις πρωταγωνιστές της ιστορίας συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στις φυλακές Αβέρωφ. Τα άτυχα παιδάκια της Φούλας και του Αθανασόπουλου τα παρέλαβε η γιαγιά τους, Κατίνα Αθανασοπούλου, και τα μεγάλωσε εκείνη στο χωριό Αναβρυτό Αρκαδίας όπου ζούσε.
Η πολύκροτη δίκη για το “έγκλημα του αιώνα” ξεκίνησε στις 18 Φεβρουαρίου του 1932 και ολοκληρώθηκε στις 24 Μαρτίου με πλήθος κόσμου να την παρακολουθεί τόσο μέσα και έξω από τις αίθουσες του κακουργιοδικείου, όσο και μέσα από τα μέσα ενημέρωσης. Οι κατηγορούμενοι που βρέθηκαν στο εδώλιο ήταν η Κάστρου, η Φούλα, ο Μοσκιός, η Μπέλλου, ο Μαγουλόπουλος και οι δύο συνεργοί του, Αντώνης Μαγουλόπουλος και Γιώργος Κορναράκης.
Την ώρα των απολογιών η πεθερά Κάστρου τα πήρε όλα πάνω της υποστηρίζοντας ότι μόνο εκείνη έφταιγε και ζητώντας να τιμωρηθεί με θανατική ποινή.
“Κύριε πρόεδρε, η κόρη μου εκείνη τη βραδιά ήταν άρρωστη. Εκείνος ήλθε πιωμένος και της ζητούσε να υποκύψει στα γούστα του. Όταν εκείνη αρνήθηκε, άρχισε ο καβγάς. Τη χτύπησε κι η Φούλα σηκώθηκε σαν τρελή φωνάζοντας: Σώστε με απ’ αυτό το μαρτύριο! Δεν αντέχω άλλο. Κι εμείς τη σώσαμε, κύριε πρόεδρε.”
Η Φούλα από τη μεριά της επιβεβαίωσε τις δηλώσεις της μητέρας της ότι πράγματι ο άντρας της είχε προσπαθήσει εκείνο το βράδυ να πάρει με τη βία αυτό που ήθελε, ενώ και ότι γενικότερα την έβριζε και την έδερνε συχνά έχοντας βάλει ακόμα και τα κοσμήματά της ενέχυρο για να χαρτοπαίζει.
Η υπηρέτρια Γιαννούλα Μπέλλου από τη μεριά της υποστήριξε χαρακτηριστικά πως ως υπηρέτρια έπρεπε να κάνει ό,τι την διέταζαν, ενώ ο μικρός Μοσκιός καθ’ όλη την διάρκεια της δίκης καθόταν σκυμμένος και χαμένος σε έναν δικό του κόσμο. Στο δικαστήριο προσκομίστηκαν δύο ψυχιατρικές γνωματεύσεις από το Δρομοκαΐτειο, που επιβεβαίωναν το σοβαρό πρόβλημα της υγείας του.
Παρότι φυσικός αυτουργός του εγκλήματος, ο μικρός Μοσκιός καταδικάστηκε σε φυλάκιση 20 ετών με ελαφρυντικά λόγω της ψυχικής του κατάστασης. Η πεθερά, Αρτέμιδα Κάστρου και η Φούλα Αθανασοπούλου καταδικάστηκαν σε θάνατο, ενώ η υπηρέτρια Μπέλλου σε ισόβια ως συνεργός. Στον Μαγουλόπουλο, που βοήθησε να ξεφορτωθούν το πτώμα, επιβλήθηκε φυλάκιση 18 μηνών, ενώ οι δύο βοηθοί του αθωώθηκαν.
Πίσω στις φυλακές Αβέρωφ πλέον η μοίρα επιφύλασσε μια αναπάντεχη τροπή για την καλλονή, όπως αναφέρεται, Φούλα. Η ομορφιά της “μάγεψε” τον διευθυντή των φυλακών κι εκείνη με υποσχέσεις εκμεταλλεύτηκε την αδυναμία του με αποτέλεσμα να περνάει πολύ άνετα τις μέρες εγκλεισμού της.
Δέκα χρόνια αργότερα, το 1941, με τον νόμο περί αποσυμφόρησης των φυλακών της κατοχικής κυβέρνησης Τσολάκογλου, όλες οι γυναίκες της υπόθεσης Αθανασόπουλου αφέθηκαν ελεύθερες.
Η Φούλα δεν κράτησε τις υποσχέσεις που είχε δώσει στον διευθυντή των φυλακών να τον παντρευτεί, αλλά τελικά “καλοπαντρεύτηκε” με έναν πλούσιο συνταγματάρχη και έζησε ευτυχισμένη την υπόλοιπη ζωή της μαζί του μέχρι τον θάνατό της το 1974.
Η μητέρα της και περίφημη “κακούργα πεθερά” πέθανε το 1956 από μια βαριά ασθένεια που την ταλαιπωρούσε, ενώ ο Μοσκιός είχε πεθάνει από φυματίωση ήδη δύο χρόνια μετά την φυλάκισή του στις φυλακές Συγγρού σε ηλικία μόλις 21 ετών. Η Μπέλλου παντρεύτηκε έναν μεγαλύτερό της Κεφαλλονίτη και φαίνεται πως πέρασε την υπόλοιπή ζωή της ήρεμα.
__________________________________
Παρόλο που στην πραγματικότητα η Φούλα Αθανασοπούλου ήταν θύμα κακοποίησης στον ενδοοικογενειακό και συζυγικό της βίο και στην ουσία ούτε διέπραξε ούτε συμμετείχε στον φόνο του άντρα της, αντιμετωπίστηκε από το δικαστήριο και την κοινή γνώμη ως μια αδίστακτη δολοφόνος.
Η μεγάλη όμως πρωταγωνίστρια και βασική σεναριογράφος της πολύκροτης αυτής υπόθεσης παραμένει πάντα η πεθερά, η αυτουργός του “φρικαλεώτερου” εγκλήματος στη μεταπολεμική Ελλάδα.
Από εκείνη και το στυγερό έγκλημα στου Χαροκόπου εμπνεύστηκε ο ρεμπέτης συνθέτης Ιάκωβος Μοντανάρης και έγραψε το τραγούδι “Κακούργα Πεθερά”, που εξιστορεί το ιστορικό πλέον έγκλημα στου Χαροκόπου.
Εξαιτίας της τεράστιας δημοσιότητας που είχε πάρει η υπόθεση, το τραγούδι του Μοντανάρη σημείωσε ένα ακατάρριπτο ρεκόρ πωλήσεων για την περίοδο 1930-1969, οι οποίες, σύμφωνα με τις πληροφορίες, έφτασαν στον απίστευτο για την εποχή αριθμό των 90.000 δίσκων.