Στα πλαίσια των μεγάλων διαδηλώσεων κατά των μέτρων λιτότητας και του 1ου Μνημονίου, άγνωστοι κουκουλοφόροι πυρπόλησαν το υποκατάστημα της Marfin οδηγώντας σε ασφυκτικό θάνατο τρεις από τους υπαλλήλους.
_______________________________
Το χρονικό του εγκλήματος που έπληξε τις αντιμνημονιακές διαδηλώσεις
Ήταν Τετάρτη 5 Μαΐου του 2010. Εκείνη τη μέρα είχε κηρυχθεί γενική απεργία μετά την ανακοίνωση των αυστηρών οικονομικών μέτρων λιτότητας της κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου με φόντο την ψήφιση του 1ου Μνημονίου.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, περισσότεροι από 200.000 διαδηλωτές είχαν γεμίσει τους δρόμους της Αθήνας, σε μια από τις μεγαλύτερες καταγεγραμμένες διαδηλώσεις ως τότε. Έντονα επεισόδια είχαν ξεκινήσει από νωρίς στην Πλατεία Συντάγματος με κατά τόπους συμπλοκές μεταξύ αστυνομίας και συγκεκριμένων διαδηλωτών. Γνωστοί-άγνωστοι κουκουλοφόροι έριχναν βόμβες μολότοφ, τόσο στις αστυνομικές δυνάμεις, όσο και σε δημόσιες και ιδιωτικές περιουσίες προκαλώντας ζημιές και φωτιές σε διάφορα κτίρια.
Άλλος ένας στόχος αυτών των απροκάλυπτων εμπρηστικών επιθέσεων ήταν και το υποκατάστημα της τράπεζας της Marfin στην οδό Σταδίου. Εκείνη την ώρα μέσα στην τράπεζα υπήρχαν περίπου 30 εργαζόμενοι υπάλληλοι.
Γύρω στις 2:00 το μεσημέρι, τέσσερα άτομα με κουκούλες έσπασαν με πέτρες τις τζαμαρίες της τράπεζας και πέταξαν μέσα βόμβες μολότοφ και ένα μπουκάλι με εύφλεκτο υγρό. Το κτίριο τυλίχθηκε στις φλόγες, ενώ πελάτες και εργαζόμενοι προσπαθούσαν να βρουν τρόπο διαφυγής για να σωθούν. Οι κραυγές των εγκλωβισμένων για βοήθεια μπλεκόντουσαν με τις φωνές των συγκεντρωμένων διαδηλωτών στο δρόμο που έβλεπαν το κτίριο να καίγεται μπροστά τους. Κάποιοι υποστήριζαν την εγκληματική πράξη φωνάζοντας συνθήματα τύπου “να καείτε!”, “καλά να πάθετε”, “κάψ’τε τους πλούσιους”.
Αρκετά από τα άτομα που βρισκόντουσαν μέσα στην τράπεζα κατάφεραν τελικά να βγουν φέροντας κάποια εγκαύματα και τραυματισμούς, ενώ πολλοί μεταφέρθηκαν με αναπνευστικά προβλήματα στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο.
Κάποιοι βγήκαν στα μικρά μπαλκόνια για να αποφύγουν τις τοξικές αναθυμιάσεις. Κάποιοι άλλοι πέρασαν από τον φωταγωγό στην στέγη και πήδησαν σε διπλανό κτίριο. Άλλοι εργαζόμενοι όμως δεν μπόρεσαν και δεν πρόλαβαν να σωθούν.
Μια ώρα αργότερα και αφού η πυροσβεστική κατάφερε να φτάσει και να επέμβει στο σημείο, τρία άτομα ανασύρθηκαν νεκρά από ασφυξία μέσα από το κτίριο. Ήταν η 32χρονη Αγγελική Παπαθανασοπούλου (που ήταν και 4 μηνών έγκυος), η 35χρονη Παρασκευή Ζούλια και ο 36χρονος Επαμεινώνδας Τσάκαλης.
Σύμφωνα με το ιατροδικαστικό πόρισμα: “Ο καπνός και τα τοξικά αέρια από την καύση των πλαστικών και χαρτικών τους σκότωσαν σχεδόν αμέσως. Απώλεσαν τις αισθήσεις τους και λίγο μετά πέθαναν”. Η έγκυος κοπέλα βρέθηκε νεκρή δίπλα σε μια μπαλκονόπορτα, η συνάδελφός της στο πατάρι και ο νεαρός άντρας στις σκάλες μεταξύ 1ου και 2ου ορόφου.
Οι αναφορές της Πυροσβεστικής έκαναν λόγο για το “φαινόμενο της καμινάδας”, που οδήγησε τους άτυχους υπαλλήλους σε άμεσο θάνατο. Ο πυκνός και τοξικός καπνός που δημιουργήθηκε από την καύση πλαστικών, χαρτικών και μηχανημάτων στο ισόγειο του κτιρίου μεταφέρθηκε προς τους πάνω ορόφους από τα κλιμακοστάσια εγκλωβίζοντας σε μια συνθήκη ασφυξίας και αδιέξοδου όσους ήταν εκεί.
Αντιδράσεις, ένοχοι και μια δικαίωση που δεν ήρθε ποτέ
Η τραγική αυτή δολοφονία των νεαρών υπαλλήλων ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων στην κοινωνία, αλλά και γενική κατακραυγή στον πολιτικό χώρο εναντίον των εγκληματικών αναρχικών παραγόντων.
Κόμματα της αριστεράς χαρακτήρισαν το συμβάν στημένη προβακάτσια, που αποσκοπούσε στην παύση της λαϊκής εξέγερσης. Δεν έλειψαν από την κοινή γνώμη και θέσεις εναντίον των θυμάτων, τύπου “δεν απεργούσαν, άρα καλά να πάθουν”. Από την μεριά τους αναρχικές οργανώσεις καταδίκασαν το γεγονός ως αντικοινωνική βία, ενώ άλλες χαρακτήρισαν τους θανάτους ως “παράπλευρες απώλειες“.
Αναφέρεται μάλιστα πως επιχειρήθηκε να ξεκινήσει εμπρησμός και στο κατάστημα του βιβλιοπωλείου Ιανός και ενός μάρκετ, που βρισκόντουσαν απέναντι από την τράπεζα Marfin, όμως τελικά οι δράστες έκαναν πίσω μετά από αντιδράσεις άλλων αναρχικών, ώστε να μην διακινδυνεύσουν κι άλλες ζωές.
Μαρτυρίες αυτόπτων μαρτύρων και υλικό από κάμερες ασφαλείας στο σημείο έχουν δώσει αρκετές περιγραφές για το χρονικό του εμπρησμού, καθώς και για τους δράστες. “Μία ξανθιά με κοτσίδα, ένας ψηλός με γιακά, ένας με φανταχτερά ρούχα και ένας εύσωμος, κατευθύνονται προς την τράπεζα. Τους βλέπαμε όλοι, είχαν ξεχωρίσει για κάποιο σκοπό. Φτάνουν εκεί, βγάζουν ένα σφυρί, σπάνε την τζαμαρία και πετούν μέσα μολότοφ”.
Παρόλα αυτά μέχρι σήμερα, 13 χρόνια αργότερα, κανένας δράστης δεν έχει ταυτοποιηθεί και το έγκλημα παραμένει χωρίς δικαίωση.
Τρία χρόνια αργότερα, το 2013, τρία στελέχη της Τράπεζας, που ανήκε στον Αντρέα Βγενόπουλο, καταδικάστηκαν για φόνο εξ αμελείας των τριών υπαλλήλων τους, σωματικές βλάβες άλλων 21 υπαλλήλων και πολλαπλές παραλείψεις σε μέτρα πυρασφάλειας και εκπαίδευσης του προσωπικού. Ο διευθύνων σύμβουλος της Marfin, ο υπεύθυνος ασφαλείας του κτιρίου και η διευθύντρια του καταστήματος δέχτηκαν ποινές φυλάκισης 22 χρόνων (10 χρόνων με αναστολή) οι δύο πρώτοι και 5 χρόνων η τελευταία.
Σύμφωνα με το πόρισμα του τεχνικού επιθεωρητή του Υπουργείου Εργασίας, η έξοδος κινδύνου ήταν κλειδωμένη, ενώ μεταξύ άλλων το κατάστημα δεν διέθετε και το απαιτούμενο πιστοποιητικό πυρασφάλειας. Φυσικά, σημαντικό ρόλο στην καταδίκη έπαιξε και το γεγονός ότι οι υπάλληλοι είχαν αναγκαστεί να εργαστούν παρά την κήρυξη της γενικής απεργίας εκείνη την ημέρα. Ακόμα μάλιστα και την ώρα που σοβαρά επεισόδια διαδραματίζονταν γύρω από το κατάστημα, οι εργαζόμενοι ήταν υποχρεωμένοι να συνεχίσουν κανονικά την δουλειά τους.
Μετά από αγωγές που κατέθεσαν συγγενείς των θυμάτων εναντίον της τράπεζας, αποφασίστηκε να δοθεί αποζημίωση 1,1 εκατ. ευρώ στους συγγενείς των νεκρών και από 720.000 σε κάθε υπάλληλο που είχε εγκλωβιστεί στο κτίριο.
Από την πλευρά της τράπεζας, το δίκαιο αποκατάσταθηκε στο βαθμό που ήταν δυνατό. Δεν συνέβη όμως το ίδιο και με τους πραγματικούς δράστες του εγκλήματος, τους άμεσους αυτουργούς εμπρηστές.
Κάποια στιγμή συνελήφθησαν δύο άντρες και παραπέμφθηκαν σε δίκη για τα εγκλήματα της “ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως τελεσθείσας σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, κατά συναυτουργία και κατά συρροή τετελεσμένης και εν αποπείρα, της εκρήξεως εκ της οποίας επήλθε θάνατος και κίνδυνος για ανθρώπους και ξένα πράγματα, της κατασκευής και κατοχής εκρηκτικής βόμβας και της απρόκλητης φθοράς ξένης περιουσίας διά εκρήξεως από πρόσωπο που είχε καλυμμένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου του”.
Μετά από πολλές αναβολές η δίκη ολοκληρώθηκε τον Οκτώβριο του 2016 και οι κατηγορούμενοι αθωώθηκαν λόγω έλλειψης ικανών ενοχοποιητικών στοιχείων.
Μεσολάβησαν αρκετά χρόνια μέχρι το 2021, όταν αναφέρθηκε δημόσια από την πλευρά της κυβέρνησης Μητσοτάκη πως ο φάκελος της υπόθεσης άνοιξε εκ νέου και γίνονται νέες έρευνες. Ωστόσο αυτό ήταν απλά μια δήλωση και καμία ουσιαστική εξέλιξη και συνέχεια στο θέμα δεν έχει υπάρξει μέχρι σήμερα.
Οι δράστες του εγκλήματος της Marfin κυκλοφορούν ελεύθεροι και, παρά την φερόμενη ογκώδη δικογραφία με μαρτυρίες και στοιχεία, η Πολιτεία δεν φαίνεται για κάποιο λόγο να ενδιαφέρεται να προχωρήσει στην διαλεύκανση αυτής της υπόθεσης.
_____________________________
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον και έκπληξη αποτελεί το γεγονός πως το μνημείο για τα θύματα της Marfin, που βρίσκεται στο σημείο από το 2020, έχει βανδαλιστεί, αλλά και καταστραφεί από αγνώστους κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων, τελευταία φορά στην πορεία για το έγκλημα των Τεμπών.
Είναι προφανές πως κάποια άτομα, όχι μόνο δεν σέβονται τα θύματα και δεν έχουν καμία ανθρωπιστική αντίληψη, αλλά κάνουν διακρίσεις στους νεκρούς υποστηρίζοντας ανοιχτά και προωθώντας εγκλήματα και βίαιες πράξεις ελαφρά τη καρδία. Το χειρότερο βέβαια όλων είναι πως δράστες και υποστηρικτές ενός ακόμα εγκλήματος που σόκαρε την Ελλάδα κυκλοφορούν ελεύθεροι και θα έλεγε κανείς με μια άτυπη κρατική ασυλία, που έχουμε ξαναδεί και δυστυχώς θα ξαναδούμε.