Μια από τις πολλές μελανές σελίδες της ελληνικής πολιτικής σκηνής, αλλά και του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας ειδικότερα, είναι η δολοφονία του καθηγητή Νίκου Τεμπονέρα από τον ΟΝΝΕΔίτη Γιάννη Καλαμποκά. Μια δολοφονία με πολιτικά κίνητρα στα πλαίσια των μεγάλων μαθητικών κινητοποιήσεων του ’91, που πυροδότησε κύμα σοβαρών επεισοδίων και τον θάνατο τεσσάρων ακόμα ανθρώπων.
_________________________________
Στο παρασκήνιο των μαθητικών κινητοποιήσεων
Όλα ξεκίνησαν τον Νοέμβριο του 1990 επί της κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Στις 21 Νοεμβρίου, ο τότε Υπουργός Παιδείας, Βασίλης Κοντογιαννόπουλος, ανακοίνωσε ένα πολυνομοσχέδιο με κρίσιμες αλλαγές σε όλο το εκπαιδευτικό σύστημα.
Μεταξύ αυτών προέβλεπε την προώθηση των ιδιωτικών σχολών, την κατάργηση των δωρεάν πανεπιστημιακών συγγραμμάτων, καθώς και περικοπές παροχών σε σπουδαστές για στέγαση και σίτιση. Στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση, προέβλεπε κατάργηση των αδικαιολόγητων απουσιών, μείωση των αργιών, πειθαρχικούς ελέγχους ακόμα και στην εξωσχολική ζωή των μαθητών και θέσπιση εισαγωγικών εξετάσεων μεταξύ γυμνασίου και λυκείου χωρίς δυνατότητα επανεξέτασης. Έγινε γνωστό και ως “πολυνομοσχέδιο της ποδιάς”, καθώς προέβλεπε και την επιβολή ξανά ομοιόμορφης σχολικής ενδυμασίας.
Όπως ήταν αναμενόμενο, το πολυνομοσχέδιο αυτό προκάλεσε δυσαρέσκεια και αγανάκτηση στον μαθητικό κόσμο. Ξεκίνησε ένα μεγάλο κύμα καταλήψεων και διαδηλώσεων σε όλη την Ελλάδα, στο οποίο συμμετείχαν περισσότερα από το 70% των γυμνασίων και λυκείων της χώρας. Τους μαθητές υποστήριζε και η πλειοψηφία των καθηγητών, αλλά και γονέων.
Η κυβέρνηση δεν έκανε πίσω. Ευελπιστούσε πως οι διακοπές των Χριστουγέννων θα σταματούσαν τις κινητοποιήσεις και το θέμα σταδιακά θα ξεθώριαζε. Όταν όμως άνοιξαν ξανά τα σχολεία στις 7 Ιανουαρίου, οι καταλήψεις συνεχίστηκαν.
Ο υπουργός Παιδείας Κοντογιαννόπουλος έριξε εκ νέου λάδι στη φωτιά. Ανακοίνωσε πως όποιος μαθητής είχε 50 απουσίες σε κατάληψη, θα έμενε στην ίδια τάξη. Αυτό εξαγρίωσε περισσότερο τους διαδηλωτές. Οι καθηγητές αρνήθηκαν να βάλουν απουσίες και η ΟΛΜΕ τους υποστήριζε σε αυτό.
Κάπου εδώ φτάνουμε και στον άτυχο πρωταγωνιστή της ιστορίας, τον Νίκο Τεμπονέρα. Ο 37χρονος Τεμπονέρας ήταν μαθηματικός, καθηγητής στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση και πατέρας δύο παιδιών. Σύμφωνα με αναφορές, ήταν ιδιαίτερα αγαπητός στους μαθητές και τον κύκλο του. Πολιτικά ήταν ενταγμένος στην αριστερά και στέλεχος του ΕΑΜ.
Στις 8 Ιανουαρίου του 1991 βρισκόταν στην κατάληψη του 3ου & 7ου Γυμνασίου-Λυκείου της Πάτρας υποστηρίζοντας την προσπάθεια των μαθητών μαζί με άλλους καθηγητές και γονείς.
Οι μαθητικές διαμαρτυρίες έρχονταν σε αντιπαράθεση και βίαιες συγκρούσεις με φανατικά μέλη της ΟΝΝΕΔ, που υποστήριζαν την απόφαση του κόμματός τους. Ενήλικες εναντίον μαθητών. Ουσιαστικά είχαν “επιστρατευτεί” από την κυβέρνηση για να σπάσουν τις καταλήψεις, που δημιουργούσαν μεγάλο ντόρο και ανησυχία και δεν έδειχναν να σταματούν.
Μια τέτοια προσπάθεια έγινε κι εκείνη την ημέρα. Ομάδα 30 ΟΝΝΕΔιτών της περιοχής πλησίασαν το σχολείο για να σπάσουν την κατάληψη κρατώντας λοστούς και ρόπαλα. Επικεφαλής τους ήταν ο πρόεδρός τους και δημοτικός σύμβουλος της ΝΔ, Γιάννης Καλαμποκάς. Μαζί του και οι Μυλωνάς, Σπίνος, Γραμματίκας και Γραμματικόπουλος.
Στην βίαιη συμπλοκή που ακολούθησε μεταξύ ΟΝΝΕΔιτών και μαθητών, ο Καλαμποκάς χτύπησε τον Τεμπονέρα με σιδερένιο λοστό στο κεφάλι τραυματίζοντάς τον θανάσιμα.
Ο καθηγητής αιμόφυρτος και χωρίς τις αισθήσεις του μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο Αγίου Ανδρέα με το αυτοκίνητο του δημάρχου της πόλης. Στο νοσοκομείο όμως δεν υπήρχε αξονικός τομογράφος. Έτσι τον μετέφεραν αναγκαστικά στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο του Ρίου. Μέχρι το πρωί της επόμενης μέρας, ο Τεμπονέρας ξεψύχησε υποκύπτοντας στα σοβαρά τραύματά του.
Η συγκάληψη της κυβέρνησης και η δίκη
Παρόλο που ο δολοφόνος ήταν ευρέως γνωστός και οι μάρτυρες της δολοφονίας πολλοί, η κυβέρνηση Μητσοτάκη προσπάθησε φυσικά να ρίξει την ευθύνη αλλού. Στους πολιτικούς της αντιπάλους δηλαδή. Μέσω και εφημερίδων που είχε υπό τον έλεγχό της, διέδιδε πως υπεύθυνοι για την δολοφονία ήταν η ΟΛΜΕ (Ομοσπονδία Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης) και ο Ανδρέας Παπανδρέου… Έκαναν λόγο για “μη ανοχή σε φασιστικές μειοψηφίες” και σε “τραγικά αποτελέσματα του πασοκικού φανατισμού”…
Η προσπάθεια συγκάληψης και μετατόπισης ευθύνης όμως στη δολοφονία Τεμπονέρα δεν έπιασε. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη βρισκόταν σε πανικό, όσο οι αντιδράσεις στην κοινωνία χτυπούσαν κόκκινο. Σε μια αναγκαία επικοινωνιακή κίνηση, ο Υπουργός Παιδείας, Κοντογιαννόπουλος, ανακοίνωσε την παραίτησή του. Ο νέος υπουργός, Γιώργος Σουφλιάς, ζήτησε από καθηγητές και μαθητές να σταματήσουν τις διαδηλώσεις και να του δώσουν χρόνο να ενημερωθεί.
Ο πρωθυπουργός Μητσοτάκης, αδειάζοντας τον προηγούμενο υπουργό του, δήλωσε πως “ο διάλογος θα ξεκινήσει από μηδενική βάση”. Σύντομα, υπό την πίεση των σοβαρών επεισοδίων, το επίμαχο νομοσχέδιο τελικά αποσύρθηκε.
Ο δολοφόνος Γιάννης Καλαμποκάς οδηγήθηκε σε δίκη στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Βόλου στις 22 Ιουνίου του 1992. Κατηγορούμενος ήταν και ο Αλέκος Μαραγκός, ο οποίος τελικά απαλλάχτηκε από τις κατηγορίες. Την υπεράσπισή τους είχε αναλάβει ο πρόεδρος της Νομαρχιακής Διοικούσης Επιτροπής (ΝΟΔΕ) Αχαΐας της Ν.Δ., ο δικηγόρος Παύλος Μαρινάκης.
Ο Γιάννης Καλαμποκάς κρίθηκε ένοχος για δολοφονία εκ προθέσεως χωρίς κανένα ελαφρυντικό και καταδικάστηκε σε ισόβια. Τον Απρίλιο του 1994, στο Εφετείο της Λάρισας, ο δολοφόνος προσπάθησε να φορτώσει το έγκλημα στον Μαραγκό, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Κατάφερε όμως να μειωθεί η ποινή του στα 17 χρόνια.
Το 1998, ο δολοφόνος Γιάννης Καλαμποκάς τελικά αποφυλακίστηκε έχοντας εκτίσει μόλις 7 χρόνια ποινής!
Σήμερα ο Καλαμποκάς εργάζεται ως προϊστάμενος της Εθνικής τράπεζας σε παράρτημα του Βόλου.
Επεισόδια στην Αθήνα – Τέσσερις ακόμα νεκροί από εμπρησμό
Την επόμενη μέρα της δολοφονίας του Τεμπονέρα οι εξεγέρσεις κλιμακώθηκαν σε Πάτρα, Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Οι συγκρούσεις μεταξύ διαδηλωτών και αστυνομίας ήταν έντονες. Στις 10 Ιανουαρίου πραγματοποιήθηκε συλλαλητήριο στην Αθήνα με συμμετοχή τουλάχιστον 50.000 ανθρώπων και τα επεισόδια συνεχίστηκαν εκτεταμένα.
Το σκηνικό που διαδραματίστηκε εκείνη την ημέρα στην πρωτεύουσα είναι δυστυχώς ένα συνηθισμένο μέχρι σήμερα φαινόμενο. Το κέντρο της Αθήνας πνιγόταν σε φωτιά και καπνό από τα χημικά και τους εμπρησμούς. Ένας δημοσιογράφος βρέθηκε τραυματισμένος στην πλατεία Κοραή από άγνωστους δράστες. Συγκεκριμένοι “γνωστοί-άγνωστοι” διαδηλωτές έβαλαν φωτιά με μολότοφ σε ένα φορτηγάκι και στο υποκατάστημα της Ιονικής Τράπεζας.
Σύντομα άρχισαν να ανταλλάσσουν χημικά με τα ΜΑΤ. Τουλάχιστον 40 άτομα μεταφέρθηκαν στο νοσοκομείο με αναπνευστικά προβλήματα. Οι οδοί Πανεπιστημίου, Πατησίων και Αιόλου είχαν γεμίσει πύρινα οδοφράγματα. Νέοι εμπρησμοί ακολούθησαν στο κτίριο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο και στην Εμπορική τράπεζα της περιοχής. Πυρπόλησαν επίσης τα γραφεία της Νέας Δημοκρατίας και της ΔΑΚΕ.
Οι ταραχές συνεχίστηκαν όλη την ημέρα αδιάκοπα. Κουκουλοφόροι της διαδήλωσης πυρπόλησαν δύο αυτοκίνητα στην πλατεία Κάνιγγος, τρεις τράπεζες στην Ομόνοια και στο Μοναστηράκι και δύο λεωφορεία των ΜΑΤ στους Στύλους του Ολυμπίου Διός. Μέχρι στιγμής αστυνομικοί ή άλλοι πολίτες είχαν καταφέρει να απομακρυνθούν σώοι από τις φωτιές.
Το κακό όμως δεν άργησε να γίνει. Νέα πυρκαγιά ξέσπασε στο κτίριο που στεγαζόταν το κατάστημα Κ. Μαρούσης στη γωνία Πανεπιστημίου και Θεμιστοκλέους. Σε ανύποπτο χρόνο τυλίχτηκε στις φλόγες. Στους πάνω ορόφους του κτιρίου όμως υπήρχαν άνθρωποι, ελεύθεροι επαγγελματίες κυρίως που στέγαζαν εκεί τα γραφεία τους.
16 άτομα εγκλωβίστηκαν στο φλεγόμενο κτίριο μη μπορώντας να διαφύγουν. Τέσσερα από αυτά έχασαν τη ζωή τους από ασφυξία και εγκαύματα.
Τα θύματα ήταν ο 32χρονος επιχειρηματίας μηχανοργάνωσης Περικλής Ρεπάτης, ο 60χρονος χρυσοχόος Γιάννης Νεμετζίδης και ο 57χρονος δικηγόρος Εμμανουήλ Κοντόπουλος. Στις σκάλες του πρώτου ορόφου βρέθηκε απανθρακωμένο και το πτώμα ενός νεαρού. Η ταυτότητά αυτού του θύματος δεν έγινε ποτέ γνωστή.
Λόγω των χαοτικών επεισοδίων η Πυροσβεστική δεν μπόρεσε να φτάσει έγκαιρα στο σημείο για να σβήσει την φωτιά και να σώσει όλους τους εγκλωβισμένους. Ουσιαστικά η φωτιά έσβησε μετά τα μεσάνυχτα και τότε ανακαλύφθηκαν και τα απανθρακωμένα θύματα.
Το ποιος προκάλεσε την φωτιά στου Μαρούση και ευθύνεται για τον θάνατο των τεσσάρων ανθρώπων δεν επιβεβαιώθηκε επίσης ποτέ. Η μία πλευρά έκανε λόγο για μολότοφ αναρχικών, που είχαν προκαλέσει και τους άλλους εμπρησμούς. Η άλλη ανέφερε πως προκλήθηκε από δακρυγόνα που έριξαν τα ΜΑΤ.
Το βούλευμα του συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών (3418/1997) χαρακτήρισε την πυρκαγιά ως βομβιστική ενέργεια “είτε αναρχικών, είτε αστυνομικών”. Και το θέμα έκλεισε εκεί.
Σε κάθε περίπτωση η κατάσταση είχε ξεφύγει εκτός ελέγχου. Υπό την πίεση της εξέγερσης και της σειράς πλέον των νεκρών, η κυβέρνηση αναγκάστηκε να αλλάξει στάση. Ο υπουργός Βασίλης Κοντογιαννόπουλος είχε ήδη παραιτηθεί και ο νέος υπουργός, Γιώργος Σουφλιάς, ανακοίνωσε την απόσυρση του επίμαχου νομοσχεδίου. Κάπως έτσι η εξέγερση τελικά κατευνάστηκε.
Ο απολογισμός του πολυνομοσχεδίου που πυροδότησε τις κινητοποιήσεις ήταν μια εσκεμμένη πολιτική δολοφονία και τέσσερις ακόμα παράπλευρες στα μετέπειτα επεισόδια. Η κατάσταση τουλάχιστον τραγική. Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας στιγματισμένη για άλλη μια φορά με εγκλήματα και κοινωνικές αναταραχές.
____________________________
Το θλιβερό και εντυπωσιακό της υπόθεσης είναι πως ολόκληρο το χρονικό της ιστορίας αυτής μας δημιουργεί ένα deja vu. Το έχουμε δει μέχρι σήμερα πολλές, πολλές φορές. Εγκλήματα με πολιτικό παρασκήνιο και προσπάθεια συγκάλυψής τους. Εμφυλιακής μορφής συγκρούσεις με καταστροφές και αθώα θύματα. Πολιτικο-κοινωνική αναταραχή και μια κυβέρνηση που απλά προσπαθεί να μείνει στη θέση της. Εγκληματίες “με πλάτες” που “πέφτουν στα μαλακά” ή μένουν απλά “άγνωστοι”.
Είναι να απορεί κανείς πως ένα τόσο αιματηρό και ντροπιαστικό για την χώρα ιστορικό συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Πως συνεχίζονται οι ίδιες πολιτικές επιλογές οδηγώντας στις ίδιες τραγικά εγκληματικές ιστορίες.