Ένα όνομα, ένας θρύλος. Η φωνή που άφησε ιστορία στην metal μουσική σκηνή και δεν σταμάτησε να ακούγεται φανατικά μέχρι σήμερα, ακόμα και όταν εκείνος έχασε την μάχη με τον καρκίνο τον Μάιο του 2010.
___________________________________
Ο Ronald James Padavona γεννήθηκε στις 10 Ιουλίου του 1942 στο New Hampshire της Αμερικής από Ιταλο-αμερικανούς γονείς. Η πρώτη επαφή του με τη μουσική και σε μια εποχή που το heavy metal ακόμα δεν υπήρχε σαν είδος, ξεκίνησε με τους ήχους της όπερας και του περίφημου τενόρου Mario Lanza. Αυτός φαίνεται πως ήταν και η βασική επιρροή του στο φωνητικό στυλ που τον χαρακτήρισε αργότερα.
Σε συνέντευξή του είχε δηλώσει σχετικά: “Δεν μπορούσα να πιστέψω την φοβερή φωνή του. Ήθελα να χρησιμοποιήσω αυτή την πτυχή φωνητικής στα πλαίσια του rock’n’roll. Υποθέτω ότι αυτή είναι η σύνδεση που βλέπουν οι άνθρωποι ανάμεσα στο οπερατικό μου στυλ και την όσο γίνεται πιο βαριά μουσική.”
Από τα 5 του χρόνια ξεκίνησε επίσης μουσικά μαθήματα παίζοντας τρομπέτα. Ως μαθητής ο μικρός Ronnie έδειχνε ήδη το έμφυτο ταλέντο του στη μουσική και δεν άργησε να επιλεχθεί ως το νεότερο μέλος της επίσημης μπάντας του σχολείου του. Στην πορεία άρχισε να εξασκεί και τις φωνητικές του ικανότητες, ενώ έπαιζε περιστασιακά και μπάσο.
Παρότι γνωστός σήμερα για την μοναδική φωνή του, ο ίδιος είχε δηλώσει πως δεν είχε κάνει ποτέ μαθήματα φωνητικής και ουσιαστικά είχε εξασκηθεί σε αυτό το κομμάτι μέσω των τεχνικών αναπνοής που γνώριζε παίζοντας τρομπέτα.
Μετά την αποφοίτησή του από το σχολείο το 1960, βρέθηκε για έναν χρόνο στο Πανεπιστήμιο του Buffalo σπουδάζοντας φαρμακολογία, την οποία όμως τελικά εγκατέλειψε. Στη συνέχεια βρέθηκε στο Cortland State College, από το οποίο επίσης δεν αποφοίτησε.
Elf – Rainbow – Black Sabbath
Στην εφηβεία του ακόμα, το 1957, δημιούργησε το πρώτο δικό του rock-n-roll συγκρότημα, The Vegas Kings (που αργότερα ονομάστηκαν Ronnie and the Rumblers και Ronnie and the Red Caps). Μαζί του ήταν ο Billy DeWolfe στα φωνητικά, ο κιθαρίστας Nick Pantas, ο drummer Tom Rogers και ο Jack Musci στο σαξόφωνο.
Το 1960 η μπάντα ονομάστηκε Ronnie Dio and the Prophets και έμεινε με το ίδιο lineup για αρκετά χρόνια, ως το 1967, κυκλοφορώντας αρκετά single και παίζοντας σε διάφορες συναυλίες και εκδηλώσεις. Πολλά από τα τραγούδια έφεραν αποκλειστικά την υπογραφή του Ronnie Dio ως σόλο δημιουργού ακόμα κι αν η υπόλοιπη μπάντα είχε συμβάλει σε αυτά.
Το καλλιτεχνικό του όνομα “Dio”, με το οποίο έμεινε και στην ιστορία, σημαίνει στα ιταλικά “θεός” και χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά σε μια ηχογράφηση του 1960. Η επικρατέστερη εκδοχή αναφέρει πως προέρχεται από τον Ιταλοαμερικανό μαφιόζο Giovanni Ignazio Dioguardi, γνωστό και ως Johnny Dio.
Το 1967 δημιουργήθηκε η μπάντα του the Electric Elves με την προσθήκη του κιμπορντίστα Doug Thaler. Το 1968 ένα σοβαρό τροχαίο δυστύχημα έστειλε όλα τα μέλη της μπάντας στο νοσοκομείο, ενώ στέρησε τη ζωή στον κιθαρίστα Nick Pantas. Την ίδια χρονιά το συγκρότημα μετονομάστηκε σε the Elves και τελικά Elf το 1972. Οι Elf κυκλοφόρησαν τρία στούντιο άλμπουμ (“Elf”, “Carolina County Ball” και “Trying to Burn the Sun”) με τον Dio να είναι πάντα η βασική φωνή και το μπάσο του συγκροτήματος.
Η μοναδική φωνή του Dio είχε ήδη τραβήξει την προσοχή καλλιτεχνών του χώρου, όπως του κιθαρίστα των Depp Purple, Ritchie Blackmore, που έτυχε τότε να ψάχνει μουσικούς για ένα δικό του σόλο άλμπουμ. Κάπως έτσι δημιουργήθηκε τελικά το αγαπημένο βρετανικό supergroup των Rainbow με μπροστάρηδες τον Blackmore και τον Dio μαζί και με άλλα μέλη των Elf.
Ο πρώτος ομώνυμος δίσκος “Ritchie Blackmore’s Rainbow” κυκλοφόρησε το 1975 και έκτοτε ο Ritchie Blackmore και ο Ronnie James Dio ήταν τα μόνα σταθερά μέλη της μπάντας. Μαζί κυκλοφόρησαν άλλα δύο άλμπουμ, το “Rising” του 1976 και “Long Live Rock ‘n’ Roll” του 1978. Ο Dio “χρεώνεται” όλο το στιχουργικό κομμάτι των δίσκων, ενώ σε συνεργασία με τον Blackmore και τις μουσικές συνθέσεις. Οι δυό τους πήραν τελικά χωριστούς δρόμους το 1979, όταν ο Blackmore πλέον οδήγησε τους Rainbow σε μια πιο εμπορική κατεύθυνση.
Σε μια καρμική συγκυρία, την περίοδο που ο Ronnie James Diο βρέθηκε να αναζητά ένα νέο project, οι Black Sabbath έψαχναν νέο τραγουδιστή για τη θέση του Ozzy Osbourne που μόλις είχε αδειάσει.
Ο Dio είχε γνωριστεί τυχαία με τον κιθαρίστα Tony Iommy σε μια περιοδεία και κρατούσαν επαφή, ώσπου συναντήθηκαν για μια πρώτη γνωριμία στο σπίτι του. Εκείνη τη μέρα έγραψαν μαζί το κομμάτι “Children of the Sea”, που κυκλοφόρησε την επόμενη χρονιά (1980) στο άλμπουμ “Heaven and Hell”, το πρώτο με τον Ronnie James Dio ως βασική φωνή των Black Sabbath.
Μετά και την κυκλοφορία του “Mob Rules” το 1981 άρχισαν διάφορες συγκρούσεις μεταξύ των μελών του συγκροτήματος και ένα χρόνο αργότερα ο Dio αποχώρησε. Το 1991, ο Dio επέστρεψε στους Sabbath για την ηχογράφηση του δίσκου “Dehumanizer”, όμως έναν χρόνο αργότερα αποχώρησε και πάλι επικαλούμενος αδυναμία συνεργασίας του με τον Iommi και τον Geezer Butler.
Dio – Heaven & Hell
Μετά την οριστική αποχώρησή του από τους Black Sabbath, ο Dio ξεκίνησε ένα νέο heavy metal σχήμα μαζί με τον drummer Vinny Appice, που ονομάστηκε επίσης Dio για εμπορικούς λόγους. Οι Dio μέτρησαν δεκαετίες ζωής με πολλές αλλαγές στα μέλη τους και κυκλοφόρησαν συνολικά 10 στούντιο άλμπουμ. Πρώτο εξ’ αυτών το θρυλικό “Holy Diver” (1983). Ακολούθησαν τα “The Last in Line”, “Sacred Heart”, “Dream Evil”, “Lock Up the Wolves”, “Strange Highways”, “Angry Machines”, “Magica”, “Killing the Dragon”, “Master of the Moon”.
To 2007, o Dio και ο Appice βρέθηκαν ξανά στο πλευρό των Tony Iommi και Geezer Butler για να ηχογραφήσουν τρία νέα κομμάτια για τον compilation δίσκο “Black Sabbath: The Dio Years”.
Το σχήμα αυτό ξεκίνησε περιοδεία μέχρι το 2008 και ονομάστηκε Heaven & Hell, ώστε να διαχωρίζεται από το lineup των Sabbath με τον Ozzy Osbourne. Η επιλογή του ονόματος μάλιστα προέκυψε από τον ομώνυμο δίσκο του συγκροτήματος, που ήταν και το πρώτο δημιούργημα της συνεργασίας τους με τον Dio.
Το πρώτο και μοναδικό άλμπουμ των Heaven & Hell που κυκλοφόρησε είναι το “The Devil You Know” του 2009. Παρόλο που όπως φαίνεται υπήρχαν σχέδια για περισσότερες δημιουργίες, το συγκρότημα πάγωσε οριστικά το 2010 μετά τον θάνατο του θρυλικού τραγουδιστή.
Μάχη με τον καρκίνο
Στην προσωπική του ζωή ο Dio παντρεύτηκε δύο φορές. Πρώτη γυναίκα του ήταν η Loretta Berardi, με την οποία υιοθέτησαν τον γιό τους, συγγραφέα σήμερα, Dan Padavona. Το 1978 παντρεύτηκε την Wendy Gaxiola, που υπήρξε και μάνατζερ του και σύντροφός του ως το τέλος.
O Dio δεν έγγιξε ποτέ του ναρκωτικά. Είχε δηλώσει σχετικά: “Έβλεπα πόσο καταστροφικό ήταν και πως μεγαλώνει τις ευαισθησίες και τρώει το ταλέντο σου και τη ζωή σου. Μεγάλωσα από εξαιρετικούς γονείς που δεν ήθελα να χάσω ποτέ τον σεβασμό τους.”
Τον Νοέμβριο του 2009 ο Ronnie James Dio ανακοίνωσε πως είχε διαγνωστεί με καρκίνο του στομάχου και ξεκίνησε χημειοθεραπεία. Σύμφωνα με δηλώσεις του, ο ίδιος έδειχνε αισιόδοξος παρά τη επίπονη διαδικασία των θεραπειών και θεωρούσε πως θα έβγαινε σύντομα νικητής από αυτή τη μάχη.
Αρχές Μαΐου του 2010 ο Ronnie δήλωσε: “Με τη συνεχή αγάπη και υποστήριξη, θα συνεχίσουμε και θα ευδοκιμήσουμε. Θα υπάρξουν κι άλλες περιοδείες, περισσότερη μουσική, περισσότερη ζωή και πολύ περισσότερη μαγεία.”
Πολλοί μάλλον θυμόμαστε τις ημέρες εκείνες που οι Heaven & Hell ανακοίνωσαν την ακύρωση ολόκληρης της καλοκαιρινής τους περιοδείας εξαιτίας της δυσμενούς κατάστασης της υγείας του.
Δυστυχώς, ο καρκίνος του Dio εξελίχθηκε ταχύτατα και το μεσημέρι της 16ης Μαΐου, μόλις μερικές μέρες αργότερα, ο θρύλος του heavy metal άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 67 ετών.
“Ο Ronnie αγαπούσε αυτό που έκανε, να φτιάχνει μουσική και να ερμηνεύει πάνω στη σκηνή. Αγαπούσε τους φαν του τόσο πολύ. Ήταν ένας ευγενικός άνθρωπος και έκανε στην άκρη τον εαυτό του για να βοηθά άλλους. Ειλικρινά μπορώ να πω ότι ήταν πραγματικά τιμή μου να παίζω στο πλάι του όλα αυτά τα χρόνια. Η μουσική του θα ζει για πάντα. Ο άντρας με τη μαγική φωνή είναι ένα αστέρι ανάμεσα στα αστέρια, ένας πραγματικός επαγγελματίας. Θα μου λείψεις τόσο πολύ, αγαπητέ μου φίλε.”
Tony Iommy
Η κληρονομιά στη μουσική
Η μουσική καριέρα του Ronnie James Dio διήρκεσε τουλάχιστον 50 χρόνια και η προσωπικότητά του έγινε σήμα κατατεθέν της heavy metal μουσικής σκηνής. Ισχυρότερο ταλέντο του φυσικά η φωνή του. Το πάντα αλάνθαστο βιμπράτο του, η εκφραστικότητα και η έκταση της φωνητικής του δεινότητας από τους πιο μελωδικούς ως τους πιο σκληρούς ήχους.
Ένας μικρόσωμος άντρας με μια επιβλητική σκηνική παρουσία με μεγαλοπρεπή φωνητικά και θεατρικές κινήσεις. Ήταν αυτός που εισήγαγε την χειρονομία των metal horns/devil horns, που καθιερώθηκε ως ο χαρακτηριστικός “χαιρετισμός” της metal κοινότητας.
Ο ίδιος είχε δηλώσει σε συνέντευξή του σχετικά με την έμπνευση των devil horns: “Έβλεπα την γιαγιά μου όταν ήμουν μικρό παιδί και κρατούσα το χέρι της περπατώντας στον δρόμο, όταν έβλεπε κάποιον έκανε τα “κέρατα του διαβόλου”. Έμαθα ότι ονομαζόταν malocchi (βασκανία/”μάτιασμα”). Κάποιος μας έδινε το “κακό μάτι”, έτσι (με αυτή τη χειρονομία η γιαγιά μου) μας προστάτευε από το κακό μάτι. Οπότε το εφηύρα εγώ; Όχι, αλλά το τελειοποίησα και το έκανα σημαντικό (στην metal); Ναι, γιατί το έκανα τόσο πολύ, ειδικά μέσα στην πορεία των Sabbath.”
Κατά τη διάρκεια της αδιαμφισβήτητα πετυχημένης του καριέρας ο Dio έλαβε μια μακρά σειρά διακρίσεων και βραβείων. Τον Ιανουάριο του 2017 κατέκτησε μια θέση στο Hall of Heavy Metal History.