Δεκαετία ’90, η τελευταία περίοδος ευημερίας, αμέριμνης καλοπέρασης και μιας κοινωνικής πληθωρικότητας, που διαμόρφωνε οριστικά το σκηνικό της χώρας (για να καταρρεύσει πανηγυρικά μερικά χρόνια αργότερα).
Μια εποχή παράλληλα, που ο αποκρυφισμός και οι εναλλακτικές κουλτούρες ήταν κάτι σαν μόδα και προκαλούσαν μια περιέργεια, συχνά σε βαθμό γοητείας, στο επαναστατικό νεανικό κοινό. Βασικά σε τέτοιο βαθμό, που είδη μουσικής όπως η φρεσκο-δημοφιλής heavy metal συσχετίστηκε με τον σατανισμό καθιερώνοντας ένα από τα πιο λανθασμένα στερεότυπα, που την κατατρέχουν στη γνώμη του αμαθούς κοινού μέχρι σήμερα.
Η αυξημένη ενασχόληση μιας μερίδας νέων με αποκρυφιστικές ιδέες έφερε στο προσκήνιο και μια μερίδα ακραίων σατανιστικών δράσεων, άγνωστων μέχρι τότε στη χώρα, που ουσιαστικά έλαβε για πρώτη φορά σάρκα και οστά με την πρωτοφανή και πολύκροτη υπόθεση των γνωστών Σατανιστών της Παλλήνης.
Πρωταγωνιστές της ιστορίας ο 21χρονος τότε Ασημάκης Κατσούλας, ο 19χρονος Μάνος Δημητροκάλης και η 18χρονη Δήμητρα Μαργέτη. Κάτω από τις επιταγές δαιμόνων, όπως οι ίδιοι πίστευαν τότε, διέπραξαν δύο επιβεβαιωμένες οικτρές δολοφονίες νεαρών γυναικών, που σόκαραν το πανελλήνιο όσο ποτέ άλλοτε.
Η συμμορία των τριών σατανιστών είχε κατά καιρούς και άλλα μέλη εφήβων μαθητών, που πέρασαν κάποια στιγμή τη φάση του, χωρίς όμως να εμπλακούν σε εγκλήματα και δολοφονικές “θυσίες”.
Ας πάρουμε όμως λίγο τα πράγματα από την αρχή.
________________________________________
Οι πρωταγωνιστές
Εμπνευστής και εγκέφαλος της σατανιστικής σέχτας ήταν ο Ασημάκης Κατσούλας. Γεννημένος στις 27 Μαΐου του 1972 στην περιοχή Κάντζα (ή Λεοντάριο) Παλλήνης καταγόταν από μια έντονα θρησκευόμενη οικογένεια.
Οι συμμαθητές του τον περιέγραφαν ως ένα άτομο αρκετά έξυπνο, με εμφάνιση που δεν περνούσε απαρατήρητη, αυταρχικό και μια συνεχή τάση να προσπαθεί να ξεχωρίζει, να είναι ο αρχηγός. Ήταν επίσης από τους ανθρώπους που μπορούν εύκολα να πείσουν τους γύρω του με τον τρόπο που μιλούσε.
Από τα 17 του χρόνια η ως τότε ήρεμη γενικά συμπεριφορά του άρχισε να αλλάζει, ήταν πλέον πιο επιθετικός και αποξενωμένος από τους δικούς του. Μεταξύ άλλων, άρχισε να ακούει “χέβι μέταλ” μουσική, ενώ σύντομα άρχισε να έλκεται από εικόνες σατανιστικών συμβόλων και να διαβάζει βιβλία που αφορούσαν τη μαύρη μαγεία.
Σε κάποια από τα διασημότερα βιβλία αυτής της κατηγορίας (Νεκρονομικόν, Σολωμονική κτλ) ο Κατσούλας έμαθε για τα φερόμενα είδη και τις ιεραρχίες των δαιμόνων, τους τρόπους με τους οποίους μπορεί κανείς να τους καλέσει, καθώς και τους “κανόνες” των σατανιστικών τελετών.
Καθώς ποτέ δεν έκρυψε τα περίεργα γούστα του, οι γονείς του προσπάθησαν να τον αποτρέψουν από το ασχολείται με αυτά, όμως η καταπιεστική τους προσέγγιση, όπως εκείνος την χαρακτήρισε, τον έκανε, ασυνείδητα ή συνειδητά, να αντιδρά πιο έντονα. Μετά πλέον τη σύλληψή του οι γονείς του έμαθαν όλες τις λεπτομέρειες της σκοτεινής δράσης του.
Ο ίδιος ανέφερε αργότερα σε συνέντευξή του ότι έκανε τον σατανιστή αρχικά για να εντυπωσιάσει τους γύρω του και να πειράξει αυτούς που φοβόντουσαν τέτοια πράγματα. Το “παράπονό” του ήταν τότε ότι κανένας φίλος του δεν δεχόταν να κάνει μαζί του κάποια από τις τελετές των βιβλίων.
Το παιχνίδι του όμως έγινε γρήγορα κάτι σαν εμμονή κι ο Κατσούλας φαίνεται πως είχε πιστέψει την όλη ιδέα και κυρίως την υπεροχή που θα έπαιρνε ο ίδιος μέσω αυτής.
“Τα σατανιστικά βιβλία έλεγαν ότι όσα περισσότερα άτομα επηρεάσεις, τόσο μεγαλύτερη δύναμη αποκτάς. Μας δίδασκαν ότι έτσι θα αποκτούσαμε χρήματα, θα μας αγαπούσαν πιο πολύ οι γυναίκες, θα πετυχαίναμε τα πάντα.”
(απόσπασμα συνέντευξής του στο Έθνος το 1993)
Ο Αμερικανός αποκρυφιστής συγγραφέας και ιδρυτής της “εκκλησίας του Σατανά”, Anton LaVey, περιγράφει στις θεωρίες του τον Σατανά ως ένα αρχέτυπο σύμβολο εγωισμού, μια ανθρώπινη δύναμη, που μπορεί να αξιοποιηθεί κατά βούληση με επίκεντρο την προσωπική υπεροχή και επιτυχία, τις σαρκικές τάσεις και την αμφισβήτηση και απόρριψη των πάντων.
Οι οπαδοί των σατανιστικών ιδεών αντίστοιχα διακρίνονται από αυτό το αίσθημα υπεροχής και “δυνατότητας να κάνουν ό,τι θέλουν” στο όνομα του Σατανισμού προβαίνοντας συχνά σε εγκληματικές δράσεις αντιθρησκευτικής/αντιχριστιανικής μανίας. Αυτό το μοτίβο φαίνεται πως υιοθέτησε και ο Ασημάκης Κατσούλας.
Το 1991, ο Κατσούλας γνώρισε τον Μάνο Δημητροκάλη και τη Δήμητρα Μαργέτη, που τότε ήταν μεταξύ τους ζευγάρι. Έχοντας κι εκείνοι μια περιέργεια για τον αποκρυφισμό, ο Κατσούλας δεν δυσκολεύτηκε να τους παρασύρει στις ιδέες του και να αρχίσουν όλοι μαζί να ασχολούνται με τελετές μαγείας.
Μετά από λίγους μήνες η Δήμητρα, μαθήτρια λυκείου ακόμα, χώρισε με τον Δημητροκάλη και ξεκίνησε ερωτική σχέση με τον Κατσούλα. Αργότερα υποστήριξε ότι ο Κατσούλας έβαζε λόγια στον ένα για τον άλλο καταφέρνοντας τελικά να τους χωρίσει και σχεδόν την ανάγκασε να είναι μαζί του, γιατί έτσι διέταξαν οι δαίμονες.
Μάλιστα την ώθησε και σε μια “τελετή μύησης”, που περιλάμβανε να κάθεται γυμνή σε ένα πανί με μια πεντάλφα, κεριά, χαρακιές, ανάγνωση των σατανιστικών βιβλίων κτλ. Με ανάλογο τρόπο γινόταν η “μύηση” όλων των κοριτσιών, που ακολουθούσαν τη σατανιστική ομάδα, ενώ φήμες λένε ότι οι “τελετές” τελείωναν με σεξ με τον “αρχηγό” ή άλλα όργια με τους παρευρισκομένους.
Λίγο αργότερα μυήθηκε και ο Δημητροκάλης με μια αντίστοιχη τελετή, που έγινε σε μια περιοχή του Υμηττού παρουσία και μερικών ακόμα ατόμων. Όπως οι ίδιοι περιέγραψαν, εκεί είχαν φέρει μαζί τους ένα σκυλί, το οποίο αποκεφάλισαν με ένα τσεκούρι και ο Μάνος ήπιε λίγο από το αίμα του…
Ο Μάνος Δημητροκάλης ήταν ένα υποδειγματικό παιδί, πιο χαμηλών τόνων, ευγενικό, μετρημένο στη συμπεριφορά και καλός μαθητής. Ήταν γεννημένος στις 9 Απριλίου του 1974 και είχε και μια μικρότερη αδερφή. Για τον χειριστικό Κατσούλα ήταν ένα εύκολο θύμα. Κατάφερνε να τον επηρεάζει και να τον πείθει ότι κάθε δυστυχία που συνέβαινε στην οικογένειά του ή κάθε φορά που ηρεμούσαν τα πράγματα, υπεύθυνος ήταν εκείνος, που με τη δύναμη των δαιμόνων μπορούσε να καταφέρει οτιδήποτε.
Εκείνη την περίοδο τόσο ο Κατσούλας όσο και ο Δημητροκάλης υπηρετούσαν την στρατιωτική τους θητεία, ο ένας στον Στρατό Ξηράς και ο άλλος στο Πολεμικό Ναυτικό.
Πρώτος φόνος
27 Αυγούστου 1992
Ο Ασημάκης Κατσούλας, ο Μάνος Δημητροκάλης και η Δήμητρα Μαργέτη πήραν την 14χρονη Δώρα Συροπούλου, μόλις τελείωσε το φροντιστήριο της, και την οδήγησαν σε μια ερημική περιοχή στο Σέσι Αττικής για να τη μυήσουν στον Σατανισμό, όπως είχαν ήδη συμφωνήσει.
Η ανήλικη κοπέλα, που έκανε για ένα διάστημα παρέα μαζί τους, είχε πειστεί ότι θα μυηθεί για να δει τα μυστικά της κόλασης. Ο Κατσούλας από την άλλη ήθελε να “ενισχύσει τη δύναμή του” με ένα ακόμα θύμα και ο Μάνος και η Δήμητρα, όπως κατέθεσαν, δεν γνώριζαν για τίποτε περισσότερο από μια απλή τελετή, χωρίς κάποιον να πεθαίνει.
“Την προηγούμενη μέρα της Συροπούλου, ο Μάκης (Κατσούλας) δεν ήταν καλά. Τον ρώτησα τι έχει. Μου είπε ότι κάποιος δαίμονας θέλει κάποια συγκεκριμένη, επειδή του άρεσε. Και είπε ότι πρέπει αυτήν εμείς να την πάρουμε, να την πάμε στο Σέσι και μετά, η κοπέλα απλώς θα εξαφανιζόταν. Θα την έπαιρνε ο δαίμονας. Δεν ήξερα για φόνο. Ο Μάκης είχε πει άλλα σ’ εκείνη και άλλα σ’ εμένα. Ένιωθα εξαπατημένη, αλλά δεν μπορούσα να αντιδράσω. Αν μιλούσα, θα ήμουν κι εγώ νεκρή”. (Δήμητρα Μαργέτη)
Τα αγόρια είχαν βάλει τη Δήμητρα Μαργέτη να κρατάει παρέα στην κοπέλα, ώστε να μη φοβηθεί κι εκείνη τους υπάκουσε, γιατί, όπως είπε, δεν μπορούσε να αρνηθεί. Γνώριζε ότι ήταν εντολή των δαιμόνων και πως αν δεν υπάκουε, θα τιμωρούταν και η ίδια. Όταν έφτασαν στο σημείο πάντως, η Δήμητρα έμεινε στο αυτοκίνητο και τα αγόρια απομακρύνθηκαν με την άτυχη κοπέλα.
Η διαδικασία του τελετουργικού, σύμφωνα με τα βιβλία του Κατσούλα, όριζε πως για να πετύχει η φάση έπρεπε το άτομο να λιποθυμήσει. Της έβγαλαν τα ρούχα, την έδεσαν και την έβαλαν να γονατίσει σε ένα ειδικά διαμορφωμένο σημείο με κεριά, σύμβολα και τα συναφή. Στη συνέχεια την χτύπησαν με ένα ξύλο στο κεφάλι για να χάσει τις αισθήσεις της. Η Δώρα όμως δεν λιποθύμησε και προσπάθησε να σηκωθεί κλαίγοντας και λέγοντας “γιατί ρε παιδιά μου το κάνετε αυτό;!”.
Εκείνοι όμως, αφού της είπαν να κάνει ησυχία, συνέχισαν τις απόπειρες να την κάνουν να λιποθυμήσει παρά τα κλάματα και τις προσπάθειες της να τους ξεφύγει. Με τη μανία που είχαν εκείνη τη στιγμή, τελικά στραγγάλισαν και σκότωσαν την άτυχη κοπέλα, ενώ, σύμφωνα με τα στοιχεία, ο Κατσούλας βίασε και το νεκρό σώμα της.
Αφού της πήραν τα κοσμήματα, περιέλουσαν το πτώμα με βενζίνη και του έβαλαν φωτιά για να το εξαφανίσουν και έτρεξαν να φύγουν με το αυτοκίνητο, όπου τους περίμενε η Μαργέτη. Από τη φωτιά που έβαλαν προκλήθηκε και πυρκαγιά στο δάσος του Υμηττού.
Δεύτερος φόνος
14 Απριλίου 1993
Το επόμενο αποτρόπαιο χτύπημα της σατανικής τριάδας ήρθε σχεδόν ένα χρόνο αργότερα, τον Απρίλιο του 1993 και αυτή τη φορά ήταν πολύ πιο συνειδητοποιημένο.
Η μέρα ήταν Μεγάλη Τετάρτη πριν το Πάσχα και σύμφωνα με τις αποκρυφιστικές ιδέες, αν κάποιος θυσίαζε έναν άνθρωπο στο Σατανά εκείνες τις μέρες, θα είχε μεγαλύτερη εύνοια και δύναμη.
Η Δήμητρα Μαργέτη γνώριζε για το σχέδιο εκείνης της ημέρας, όμως είχε παραμείνει σπίτι της και στη “θυσία” συμμετείχαν μόνο ο Κατσούλας και ο Δημητροκάλης.
Οι δράστες βρήκαν τυχαία το θύμα τους σε μια στάση λεωφορείου, την 28χρονη Γαρυφαλλιά Γιούργα, μητέρα δύο παιδιών, που μόλις είχε σχολάσει από τη βάρδια της ως καμαριέρα στο ξενοδοχείο “Μεγάλη Βρετανία” και επέστρεφε σπίτι της.
Προσποιήθηκαν τους αστυνομικούς (δείχνοντας και ψεύτικες ταυτότητες που είχε φτιάξει ο Κατσούλας) και της ζήτησαν να μπει στο αυτοκίνητο, ώστε να την πάνε υποτίθεται στο κοντινό αστυνομικό τμήμα για έλεγχο. Εκείνη αρχικά δέχθηκε πρόθυμα χωρίς να υποψιάζεται κάτι περίεργο.
Οι τύποι όμως την οδήγησαν σε ένα ερημικό σημείο στο Κορωπί, όπου τις έβαλαν χειροπέδες, την έγδυσαν και τη βίασαν. Στο τέλος τη στραγγάλισαν και ο Κατσούλας τη χτύπησε πολλές φορές με μια πέτρα στο κεφάλι καταφέρνοντας να το πολτοποιήσει.
Η εξομολόγηση
Ήδη από τον πρώτο φόνο της Συροπούλου η αστυνομία είχε κινητοποιηθεί και παρά τα ελάχιστα εναπομείναντα στοιχεία, δεν είχε πειστεί ότι ο θάνατος της κοπέλας είχε επέλθει ως μια κλασσική δολοφονία ή ασέλγεια.
Επίσης το γεγονός ότι γινόντουσαν σατανιστικές “τελετές” από πωρωμένους νέους ήταν ένα “γνωστό μυστικό” στην περιοχή, αλλά οι αρχές δεν γνώριζαν ούτε πίστευαν ότι έφτανε σε σημείο να θυσιάζονται στην κυριολεξία αθώα άτομα.
Αυτός που τελικά έφερε στο φως τη σκοτεινή αλήθεια της σατανικής τριάδας ήταν ένα από τα μέλη της, ο Μάνος Δημητροκάλης.
Όλο το προηγούμενο διάστημα μετά τους φόνους, εκείνος και η Μαργέτη κουβαλούσαν τις τύψεις των εγκλημάτων τους, ήξεραν ήδη ότι αυτά που είχαν πιστέψει και κάνει ήταν αισχρές μαλακίες, όμως κάτω από τις απειλές του Κατσούλα ότι αν μιλήσουν θα πεθάνουν, κρατούσαν το στόμα τους κλειστό.
Προπαραμονή Χριστουγέννων του 1993 και όταν ο Μάνος γύρισε από το στρατόπεδο στο πατρικό του, βρισκόταν εκεί ένας ιερέας. Πνιγμένος πλέον μέσα του ζήτησε να εξομολογηθεί και εκεί μίλησε για πρώτη φορά για όλα τα εγκλήματα που είχαν προηγηθεί με την παρέα του. Την επόμενη μέρα πήγε ο ίδιος και στην αστυνομία και τους είπε τα πάντα.
Το βάρος της ενορχήστρωσης της όλης δράσης έπεσε στον Ασημάκη Κατσούλα, γεγονός που φαίνεται να επιβεβαιώνεται και από τα διάφορα στοιχεία που συλλέχθηκαν στην πορεία.
“Ομολόγησα μόνος μου και έδωσα και άλλα παιδιά που ήταν μιλημένα, για να μην ξανάρθουν σε επαφή με αυτόν τον τύπο. Εξυπηρετούσε τις ανωμαλίες του.”
(Μάνος Δημητροκάλης)
“Μας είχαν απειλήσει πως ό,τι και αν πούμε, θα μας σκότωναν μετά. Αυτά που έχω περάσει εγώ από αυτόν τον άνθρωπο, ακόμη και ο ίδιος ο Σατανάς δεν θα τα έχει κάνει στα θύματά του, αν υπάρχει. Εσείς και ο κόσμος μπορείτε να καταλάβετε ότι εμείς πιεζόμασταν ψυχολογικά δύο χρόνια;”
(Δήμητρα Μαργέτη)
Σύλληψη και καταδίκη
Οι τρεις τους συνελήφθησαν παραμονή Πρωτοχρονιάς του 1994 και αφού ασκήθηκε εναντίον τους ποινική δίωξη, οδηγήθηκαν στον τακτικό ανακριτή Ευθύμιο Καταλιακό για να θέσουν τις απολογίες τους.
Ο Δημητροκάλης ομολόγησε την συμμετοχή του στο φόνο της 14χρονης Συροπούλου, δήλωσε μετανιωμένος για όσα είχε κάνει και υποστήριξε ότι παρασύρθηκε από τον Κατσούλα και υπήρξε θύμα του κυρίως εξαιτίας των απειλών που δεχόταν για την οικογένειά του. Δικηγόρος υπεράσπισής του ήταν ο Σάκης Κεχαγιόγλου.
Αντίστοιχα και η 18χρονη Δήμητρα Μαργέτη ομολόγησε όλα όσα γνώριζε για τις φρικτές πράξεις της κλίκας που συμμετείχε και παρουσίασε τον εαυτό της ως το “τρίτο θύμα” της υπόθεσης επικαλούμενη τον ψυχολογικό εξαναγκασμό που δεχόταν από τον Κατσούλα. Δικός της συνήγορος υπεράσπισης ήταν ο Αλέξης Κούγιας.
Από τη μεριά του, ο Ασημάκης Κατσούλας αρνήθηκε ότι υπήρξε ο “εγκέφαλος” της συμμορίας και προσπάθησε να “φορτώσει” μεγάλο μέρος των δράσεων κυρίως στον Δημητροκάλη. Αποκάλυψε μάλιστα στον ανακριτή και τα ονόματα πέντε ακόμα ατόμων, που υποτίθεται συμμετείχαν στις σατανιστικές τους τελετές.
Άσχετα πάντως με τα μερίδια ευθύνης του καθενός του, κρίθηκαν ομόφωνα και οι τρεις προφυλακιστέοι, ενώ παράλληλα ασκήθηκε ποινική δίωξη και στους Χαράλαμπο Ζαβρά, Αγγελική Αναγνώστου, Βαρβάρα Αγγελοπούλου και Μαρία και Κατερίνα Ριγάκη.
Στις 28 Ιανουαρίου του 1994, η ομάδα οδηγήθηκε στο Σέσι, όπου πραγματοποιήθηκε η καθιερωμένη αναπαράσταση των δύο στυγερών εγκλημάτων.
“Ο Κατσούλας ήταν ο κλασικός κατεξοχήν νάρκισσος. Είχε ανάγκη να τον υπακούν. Οι νέοι άνθρωποι ψάχνουν κάτι πέρα των παραδοσιακών. Είναι προφανές ότι και εκείνος έψαχνε κάτι πρωτότυπο, οτιδήποτε θα μπορούσε να του δώσει εξουσία. Για κακή του τύχη, τον τράβηξε ο σατανισμός στην πιο κρίσιμη στιγμή, όταν οι νέοι ψάχνουν την ταυτότητά τους.
Το κοινό χαρακτηριστικό των πρωταγωνιστών αυτών των υποθέσεων είναι η ψυχρότητα, η απουσία συναισθήματος. Δεν μπορώ να ξέρω αν υπήρχε ψυχοπάθεια στη μέση. Το μόνο σίγουρο είναι ότι έψαχνε μια ομάδα που θα μπορούσε να υποταχθεί στις επιταγές του – και τη βρήκε. Το μείγμα ήταν εκρηκτικό.”
Αντώνης Μαγγανάς (Εγκληματολόγος – Καθηγητής Εγκληματολογίας)
Μιλώντας για μια περίοδο που η ιδιωτική τηλεόραση βρισκόταν στην άνθισή της, η ιστορία τριών όμορφων νεαρών μπλεγμένων με σατανιστικές ιδέες και μυθολογίες ήταν βούτυρο στο ψωμί των αδηφάγων μέσων ενημέρωσης. Τα ρεπορτάζ τους αποκαλούσαν χαρακτηριστικά “οι δολοφόνοι με τα αγγελικά πρόσωπα”.
Ανατριχιαστικές λεπτομέρειες σχετικά με τα εγκλήματα, τις τελετές και τις σατανιστικές ιδέες “που ελκύουν τους νέους” προβάλλονταν ξανά και ξανά από κανάλια και εφημερίδες δημιουργώντας μια τρομοκρατία και κάτι σαν μαζική υστερία στον κόσμο σχετικά με τον Σατανισμό. Μέσα σ’αυτή τη φρενίτιδα παρουσιάστηκαν διάφορα στοιχεία “παραφουσκωμένα” και ιστορίες που αργότερα αποδείχθηκαν ότι δεν είχαν βάση στην πραγματικότητα. Όπως πάντα δηλαδή.
Η δίκη των Σατανιστών της Παλλήνης ξεκίνησε στις 23 Ιουνίου του 1995 στο Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Αθήνας. Όλα τα αισχρά και τραγικά σκηνικά της υπόθεσης ξεδιπλώθηκαν άλλη μια φορά μπροστά στους άμοιρους γονείς θυμάτων και κατηγορούμενων, καθώς τους υπόλοιπους θεατές του ασφυκτικά γεμάτου δικαστηρίου.
Οι τρεις πρωταγωνιστές κατηγορήθηκαν για συναυτουργία σε δύο ανθρωποκτονίες, παράνομη κατακράτηση, εμπρησμό δάσους, αντιποίηση δημόσιας εξουσίας, αρπαγή ανηλίκου, καθύβριση του θρησκεύματος και σύσταση συμμορίας προς διάπραξη κακουργημάτων. Ηθικός αυτουργός της ιστορίας του διαφαινόταν ως το τέλος ο Ασημάκης Κατσούλας.
Μετά από 16 ημέρες, την 1η Ιουλίου του 1995 οι τρεις τους κρίθηκαν ένοχοι.
- Ο Ασημάκης Κατσούλας καταδικάστηκε σε δις ισόβια και κάθειρξη 12 ετών και 10 μηνών, χωρίς κανένα ελαφρυντικό για τις δολοφονίες των Συροπούλου και Γιούργα, εμπρησμό, παράνομη κατακράτηση, αντιποίηση αρχής, καθύβριση Θρησκεύματος, αρπαγή ανηλίκου, σύσταση συμμορίας και βιασμό.
- Ο Μάνος Δημητροκάλης καταδικάστηκε αντίστοιχα σε δις ισόβια και κάθειρξη 15 ετών και ενός μήνα, επίσης χωρίς ελαφρυντικό για τις δολοφονίες των Συροπούλου και Γιούργα, εμπρησμό, παράνομη κατακράτηση, αντιποίηση αρχής, καθύβριση Θρησκεύματος, αρπαγή ανηλίκου, σύσταση συμμορίας και απλή συνέργεια σε βιασμό.
- Η Δήμητρα Μαργέτη καταδικάστηκε σε φυλάκιση 18 ετών και 4 μηνών, με το ελαφρυντικό της μετεφηβικής ηλικίας, για απλή συνέργεια στις δολοφονίες και αρπαγή ανηλίκου.
- Οι αδερφές Μαρία και Κατερίνα Ρηγάκη, καθώς και η Βαρβάρα Αγγελοπούλου, καταδικάστηκαν σε φυλάκιση 7 και 16 μηνών αντίστοιχα με τριετή αναστολή και το ελαφρυντικό της μετεφηβικής ηλικίας για υπόθαλψη εγκληματία και ψευδορκία.
- Ο Χαράλαμπος Ζάβρας και η Αγγελική Αναγνώστου θεωρήθηκαν αθώοι.
Αποφυλάκιση
Οκτώ χρόνια αργότερα η πρώτη που κατάφερε να πάρει την άδεια για αποφυλάκισή της ήταν η 25χρονη πλέον Δήμητρα Μαργέτη. Με απόφαση του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιά αποφυλακίστηκε από τις γυναικείες φυλακές Κορυδαλλού στις 23 Νοεμβρίου του 2001, αφού θεωρήθηκε ότι είχε δείξει καλή διαγωγή και μεταμέλεια. Λίγα χρόνια αργότερα έγινε γνωστό ότι παντρεύτηκε και απέκτησε δύο παιδιά.
Τέλη Μαρτίου του 2014 και έχοντας εκτίσει τα 3/5 της ποινής του αποφυλακίστηκε και ο Μάνος Δημητροκάλης. Όσο βρισκόταν στη φυλακή είχε στραφεί ξανά στο Θεό, έδειξε ισχυρή μεταμέλεια, ενώ βοηθούσε στο λογιστήριο και έκανε σπουδές προγραμματισμού. Ελεύθερος πλέον εργάστηκε ένα διάστημα ως προγραμματιστής σε μια εταιρεία και ζούσε κοντά στους γονείς του, που δεν σταμάτησαν ποτέ να είναι δίπλα του και να υποστηρίζουν ότι το παιδί τους είχε πέσει θύμα του Κατσούλα.
Ο Ασημάκης Κατσούλας φαίνεται πως απασχόλησε τις αρχές και όσο ήταν μέσα στη φυλακή. Σύμφωνα με πηγές, κάποια στιγμή κατηγορήθηκε ότι μαζί με έναν συγκρατούμενό του παρενοχλούσαν μέσω τηλεφώνου δύο ανήλικα κορίτσια παριστάνοντας τους αστυνομικούς. Επίσης, το 2005, λέγεται πως προσπάθησε να αποπλανήσει μία 23χρονη όσο βρισκόταν εκτός φυλακής με άδεια.
Μετά από δεκάδες αιτήσεις αποφυλάκισης που είχαν απορριφθεί, τελικά ο Ασημάκης Κατσούλας αποφυλακίστηκε στις 19 Δεκεμβρίου του 2016 με τον όρο να παρουσιάζεται για 10 χρόνια δύο φορές το μήνα στο αστυνομικό τμήμα Παλλήνης.
_________________________________________
Είναι αυτονόητο φυσικά να αναφέρουμε ότι οι συγγενείς της Δώρας Συροπούλου και της Γαρυφαλλιάς Γιούργα εξέφρασαν την αντίδραση και αγανάκτησή τους στις αποφυλακίσεις και των τριών καταδίκων υποστηρίζοντας ότι δεν πιστεύουν στη μεταμέλειά τους.
Οποιοσδήποτε άλλωστε στη θέση τους την ίδια οργή δεν θα ένιωθε; Πως μπορείς να ξεπεράσεις ποτέ έναν τόσο άδικο και φρικτό θάνατο ενός αγαπημένου σου προσώπου; Ακόμα κι αν οι ένοχοι έχουν πλέον αλλάξει ρότα…