Kατά τις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, η Ελλάδα ήταν ενεργή και συμμέτοχη στο διεθνές προσκήνιο ενώ παράλληλα προσπαθούσε να ορθοποδήσει ύστερα από τα γεγονότα του 1922. Ήταν πασιφανές πως ήθελε να εδραιώσει και να παγιώσει την θέση της στον παγκόσμιο χάρτη καθώς και να δείξει ότι κατέχει θέση ισχύος.
Για τον λόγο αυτό δόθηκε έμφαση στο χτίσιμο του προφίλ της Θεσσαλονίκης που ήδη ήταν σε φάση ανασυγκρότησης μετά τη καταστροφική πυρκαγιά του 1917, ενώ μετά το 1922 συγκέντρωσε έναν μεγάλο αριθμό προσφύγων και μεταναστών.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, να γίνει πολυπολιτισμική και να εμπλουτιστεί η αγορά της με την κυκλοφορία διεθνών νομισμάτων. Οι εμπορικές πράξεις που λάμβαναν χώρα πλέον στην πόλη, είχαν υπολογίσιμη αξία στο εξωτερικό και η επίδρασή τους στην ελληνική οικονομία δεν πέρασε απαρατήρητη αφού την έκαναν σημείο αναφοράς.
Η ισχυρή γεωπολιτική της θέση, που την έχει σε άμεση σύνδεση με τα Βαλκάνια και τη Δυτική Ευρώπη, το λιμάνι στο οποίο κατέφθαναν εμπορεύματα, οι ισχυρές εταιρείες, οι τράπεζες και τα προξενεία που άρχισαν να εγκαθίστανται, έφεραν έναν αέρα ανάπτυξης και μια ελπίδα ότι η ανάκαμψή της θα γίνει ακόμα πιο γρήγορα.
Με αφορμή αυτή τη φάση ανασύνθεσης της πόλης, εμπνεύστηκε ο βουλευτής Νικόλαος Γερμανός, την ιδέα μιας ετήσιας εμποροπανηγύρεως, με βασικό στόχο της την σύσφιγξη εμπορικών δεσμών ελληνικής και διεθνούς αγοράς. Μια ιδέα που έγινε θεσμός.
Από την ιδέα στην πράξη
Η ιστορία του θεσμού ξεκινά στις τον Απρίλιο του 1925, όταν ο Νικόλαος Γερμανός, έχοντας τη στήριξη τοπικών φορέων και επιχειρηματιών, πήρε την απόφαση να προωθήσει σχετικό αίτημα στους αρμόδιους φορείς.
Το αίτημα κλήθηκε να συντάξει και να μεταβιβάσει στην Αθήνα, ο Αλέξανδρος Οθωναίος που ήταν πρωτεργάτης του κινήματος του 1909 και πρόεδρος του στρατοδικείου στη δίκη των Εξι. Πρόκειται για μια στρατηγική επιλογή καθώς η επιρροή του στον πολιτικό χώρο ήταν αδιαμφισβήτητη, κάτι που απεδείχθη από την άμεση έγκριση του αιτήματος από τον υπουργό Εθνικής Οικονομίας, Κωνσταντίνο Σπυρίδη.
Στις 30 Απριλίου, με τον νόμο 5184, ιδρύθηκε το Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου “Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης (ΔΕΘ)” και δόθηκε το πράσινο φως για την έναρξη των εργασιών για την προετοιμασία της. Εργασίες οι οποίες έπρεπε να γίνουν όλες από τον ίδιο τον φορέα καθώς το κράτος δήλωσε πως δεν μπορούσε να προσφέρει πόρους για την υλοποίηση του σχεδίου, ούτε έδειξε προθυμία να βρει χώρο στέγασης και τρόπο χρηματοδότησής του.
Μόλις ένα μήνα μετά συστήθηκε η επιτροπή του θεσμού, στο ιδρυτικό συμβούλιο του οποίου ήταν ο Νικόλαος Γερμανός, ο Πέτρος Συνδίκας (δήμαρχος Θεσσαλονίκης), ο Διομήδης Βαρλαμίδης (διευθυντής της Εθνικής Τράπεζας της Θεσσαλονίκης), ο Νικόλαος Δαρβέρης (διευθυντής του εντύπου “Ταχυδρόμος Βορείου Ελλάδος”), ο Βασίλης Δημητρίου (διευθυντής της Ηλεκτρικής Εταιρείας), ο Πέτρος Λούβαρης (διευθυντής της εφημερίδας “Μακεδονικά Νέα”), και οι έμποροι: Μικές Μαυροκορδάτος, Σ. Γεωργιάδης, Ζήσης Βέρος, Δημήτρης Kουκουμπάνης και Α. Kατσαρός.
Η ΔΕΘ ήθελαν να σημειώσει επιτυχία και θα έκαναν ό,τι περνάει από το χέρι τους για να γίνει. Με όσες δυνάμεις διέθεταν και με την βοήθεια του Οθωναίου που ενήργησε για την εξασφάλιση του πρώτου χώρου εγκατάστασής της, η πρώτη έκθεση προγραμματίζεται για την περίοδο 18-31 Οκτωβρίου 1925. Ωστόσο, με την ανάληψη της κυβέρνησης από το κίνημα Παγκάλου -στο οποίο είχε συνταχθεί ο Οθωναίος- η έκθεση αναβλήθηκε με την αιτιολογία ότι δεν είχε γίνει έγκαιρη ενημέρωση.
Μετά από αυτή την ανατροπή, η επιτροπή της ΔΕΘ κλήθηκε να αποφασίσει εκ νέου και πρότεινε τα εγκαίνια της έκθεσης να γίνουν τον Μάιο του 1926, όμως δέχθηκε πιέσεις από ισχυρούς βιομηχανικούς κύκλους της Αθήνας που εξέφρασαν έντονους προβληματισμούς για τον χαρακτήρα της έκθεσης. Θεωρούσαν ότι θα αποβεί επιζήμια η συγκεκριμένη διοργάνωση για την ελληνική βιομηχανία και προσπαθούσαν να τους πείσουν να μην την κάνουν.
Οι αντιδράσεις ήταν τόσο έντονες που μέλη της οργανωτικής επιτροπής αποφάσιαν να μεταβούν στην Αθήνα για να συζητήσουν μαζί τους καθώς θα ήταν καταστροφικές οι συνέπειες μιας ακόμα αναβολής, αφού ήδη είχαν δρομολογηθεί για το που θα εγκατασταθούν τα εκθέματα και αντιπρόσωποι των εκθετών βρίσκονταν στην Θεσσαλονίκη για τις τελευταίες λεπτομέρειες.
Ακολουθούν συσκέψεις και διαπραγματεύσεις, ενώ παράλληλα κυκλοφορούν φήμες ότι η Έκθεση ματαιώνεται ξανά. Τελικά, παρά τον πόλεμο που ξεκίνησε από διαφόρων συμφερόντων κατευθύνσεις και τις καθυστερήσεις από “γραφειοκρατικές διαδικασίες”, η πρώτη διοργάνωση της ΔΕΘ οριστικοποιήθηκε και προγραμματίστηκαν τα εγκαίνιά της, την Kυριακή 3 Οκτωβρίου 1926.
Μια περιήγηση στην πρώτη έκθεση
Η μεγαλοπρεπής πύλη των αδερφών Δημητριάδη (η οποία ήταν υψους 7 μέτρων και μήκους 15 μέτρων) καλοσόριζε το κοινό της έκθεσης. Την επιμέλεια της πύλης είχε διεκπεραιώσει ο διακοσμητής Ν. Σταμέρης ενώ η κατασκευή της ήταν έργο του Αναγνωστόπουλου, εργολάβος που είχε αναλάβει την κατασκευή της αψίδας για την Ελληνοαιγυπτιακή έκθεση της Αλεξάνδρειας, το 1912.
Τα πρωτα βλέμματα τράβηξε το περίπτερο του Εποικισμού, το οποίο ήταν δίπλα στην κεντρική είσοδο, ήταν ένα περίπτερο-καλύβα το οποίο είχε διακοσμηθεί με 5 υπερμεγέθη κολοκύθια στην στέγη, ενώ στον εσωτερικό χώρο εξέθετε γεωργικά προϊόντα με φόντο έναν ανάγλυφο χάρτη της Μακεδονίας.
Μερικά από τα περίπτερα που ξεχώρισαν ήταν της εταιρείας “Σπάρτα” με τα χαλιά ανατολής, του Αυτόνομου Σταφιδικού Οργανισμού, του οίκου Παπαγεωργίου (που είχε διαμορφώσει το περίπτερο ως εκκλησία βυζαντινού ρυθμού), της Εταιρείας Σακχαρόπηκτων Βόλου και το Καπνικό Περίπτερο, ενώ τραπεζικές υπηρεσίες προσέφερε σε όλους η Τράπεζα Θεσσαλίας.
Από τα πιο σημαντικά περίπτερα ήταν Προσφυγικό, το οποίο είχε δεσπόζουσα θέση και αποτελούσε φόρο τιμής για τη γενοκτονία των Ποντίων και της Μικρασιατικής καταστροφής. Μάλιστα, Ακρίτες της Μακεδονίας (Πόντιοι πρόσφυγες) φυλούσαν το εν λόγω περίπτερο καθ’όλη τη διάρκεια της έκθεσης.
Το ενδιαφέρον κίνησε φυσικά και η συμμετοχή δι’ αντιπροσώπου της αμερικανικής βιομηχανίας Hudson Motor Car (πρώην Essex Motor Company) η οποία παρουσίασε 3 μοντέλα που είχαν ήδη περάσει από τις εκθέσεις του Παρισιού και του Λονδίνου, και θα κυκλοφορούσαν στη χώρα μας κατά τις αρχές του 1927.
Τα μικρά παιδιά ξετρελάθηκαν -μεταξύ άλλων- με το περίπτερο της Nestlé το οποίο συνόδευε μία αγελάδα. Ήταν διαμορφωμένο σαν ένα μικρό ελβετικό σπιτάκι και οι εκπρόσωποι της εταιρείας καλούσαν τα παιδιά των επισκεπτών για να τους δώσουν δωρέαν γάλα. Η ενέργεια αυτή, δεδομένης της ανέχειας της εποχής, έκανε τις ουρές στο συγκεκριμένο σημείο ατέλειωτες.
Σε παρακείμενο σημείο, από το περίπτερο της εταιρείας φωτογραφικών προϊόντων Agfa-Gevaert, όπου φιλοξενήθηκε το κατάστημα Κούνιο, διανεμήθηκαν δωρεάν στους επισκέπτες 8.000 καρτ ποστάλ της Θεσσαλονίκης, και λίγο πιο πέρα το περίπτερο της ελληνικής ζυθοποιίας Φιξ, προσέφερε την μπύρα της με μόλις 1 δρχ.
Σε αυτή τη διοργάνωση παρουσιάστηκε και ο πρώτος ραδιοφωνικό σταθμός που εγκαταστάθηκε ποτέ στην Ελλάδα, από τον Χρήστο Τσιγγιρίδη.
Δειτε περισσότερα εδώ
Ακόμα 2 σημεία αναφοράς ήταν το περίπτερο της Nutricia, όπου μια νεαρή Ολλανδέζα παρουσίαζε -για πρώτη φορά στο ελληνικό κοινό- γάλα σε σκόνη, ως υποκατάστατο του μητρικού γάλακτος, και το το περίπτερο των φαρμακευτικών προϊόντων της εταιρείας “Ε. Χριστοδούλου-Παστέρ” όπου παρουσίασαν πώς μπορεί να επέλθει ριζική θεραπεία της σύφιλης με το βισμούθιο (salibsmol) όπως και των ρευματισμών με τη ρευματόλη.
Η επίσημη πρώτη
Η πρώτη διοργάνωση είχε πρόγραμμα που διήρκεσε 15 ημέρες και άνοιξε -εκτός από τις πύλες της στο κοινό της πόλης- ένα σημαντικό κεφάλαιο για την οικονομία της. Ο ντόρος που ακολούθησε ήταν μεγάλος και Τύπος την περιέγραφε ως μια μεγάλη ιστορική στιγμή παρά σαν εμπορική και πολιτιστική εκδήλωση.
Οι μεγαλειώδεις αναφορές του Τύπου ωστόσο είχαν ένα υπόβαθρο. Σε μια περίοδο που η Ελλάδα αναζητούσε τα πατήματά της, καθώς οι κυβερνήσεις προσπαθούσαν να επιλύσουν το πρόβλημα των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και του υψηλού πληθωρισμού, η Θεσσαλονίκη γίνεται πόλος έλξης επιχειρηματικής δραστηριότητας από την διαβαλκανική κοινότητα και ενισχύει το πλάνο ανάκαμψης.
Ο χώρος που φιλοξένησε την πρώτη διοργάνωση ήταν το πεδίον του Άρεως (σημερινή Πλατεία Βέμπο) το οποίο χρησίμευε ως πεδίο ασκήσεων του Γ’ Σώματος Στρατού. Από την έκταση 37.500 τ.μ. του πεδίου, για την έκθεση παραχωρήθηκαν μόλις 7.000 τ.μ. στα οποία στήθηκαν 9 περίπτερα και 30 ανεξάρτητες κατασκευές για μεμονωμένες ή ομαδικές συμμετοχές.
Οι εκθέτες ήταν περίπου 600, εκ των οποίων οι 310 προέρχονταν από το εξωτερικό και το κόστος ενοικίασης του χώρου ανερχόταν σε 400 δρχ.
Σε αυτά τα περίπτερα φιλοξενήθηκαν και δύο κρατικές συμμετοχές, της Σοβιετικής Ένωσης και της Βουλγαρίας, ενώ η απουσία Σερβίας συζητήθηκε δεόντως, αφού η Ελλάδα ήταν τότε στις 5 πρώτες χώρες που υποστήριζαν το εξαγωγικό της εμπόριο.
Εκτός από τις εμπορικές δραστηριότητες, σημαντική επίδραση στην καταναλωτική αύξηση είχαν και οι ψυχαγωγικές εκδηλώσεις που -και τις 15 ημέρες- έδωσαν μια άλλη πιο γιορτινή ατμόσφαιρα στην πόλη. Λεμβοδρομίες, θεατρικές παραστάσεις, προβολές κινηματογραφικών ταινιών και αθλητικές εκδηλώσεις, παρελάσεις, επιδείξεις α’ βοηθειών, ήταν μερικές από αυτές.
Κορυφαία εκδήλωση της διοργάνωσης αποτέλεσε ο ποδοσφαιρικός αγώνας μεταξύ του Ηρακλή Θεσσαλονίκης και της Slavia Sofia.
Οι επισκέπτες υπολογίζεται πως ήταν περίπου 150.000, αριθμός πολύ μεγάλος για την εποχή, ενώ καταγράφηκε ότι όλη η εμπορική κίνηση της πόλης παρουσίασε αύξηση της τάξεως του 20%, σε σύγκριση με τα δεδομένα του προηγούμενου έτους.
Η πολιτική διασύνδεση
Παρότι υπάρχει μια εσφαλμένη πεποίθηση ότι η ΔΕΘ αφορά μία πολιτικής σημασίας εκδήλωση, δεν ήταν αυτός ο ρόλος της. “Οι πολιτικές δηλώσεις της ΔΕΘ” ήταν ένα εγχείρημα του Ελευθερίου Βενιζέλου, που είχε διακρίνει την αίγλη και την επιρροή της έκθεσης σε εθνικό και διεθνές προσκήνιο.
Έτσι, αφότου κέρδισε στις 19 Αυγούστου 1928, τις εκλογές κι είχε ορκιστεί Πρωθυπουργός, προχώρησε σε υπογραφή του Ελληνοϊταλικού Σύμφωνου φιλίας, συνδιαλλαγής και δικαστικού διακανονισμού με την Ιταλία, στις 23 Σεπτεμβρίου 1928. Ένα σύμφωνο που εξυπηρετούσε πολλούς διπλωματικούς σκοπούς καθώς ήθελε, συν τοις άλλοις, μέσω αυτού να ασκήσει πιέσεις για τις σοβαρές αξιώσεις που είχαν οι βαλκάνιοι λαοί, μετά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης.
Αφότου κατάφερε να πείσει τις μεγάλες δυνάμεις ότι το Ελληνοϊταλικό Σύμφωνο ήταν μέρος μιας πολιτικής που τηρούσε ίσες αποστάσεις από τις τρεις Μεγάλες Δυνάμεις, υπηρετούσε το εθνικό συμφέρον και εδραίωνε την ειρήνη στην Ανατολική Μεσόγειο, απέρριψε κατηγορηματικά τα σερβικά αιτήματα -κατά την διάρκεια των διαπραγματεύσεων για την αποκατάσταση των σχέσεων των 2 χωρών- και αφού οι Σέρβοι είχαν υποχώρησαν, ο Βενιζέλος αποχώρησε από το Βελιγράδι με 2 υπογεγραμμένα πρωτόκολλα.
Από εκείνο το ταξίδι, επιστρέφοντας με το τρένο, έκανε στάση στη Θεσσαλονίκη και αποδεχόμενος την πρόσκληση που του έγινε το 1927 από τον Αλέξανδρο Ζάννα, σύζυγο της Βιργινίας Δέλτα (κόρη της Πηνελόπης Δέλτα), αποφασίζει να δώσει το παρών και είναι η πρώτη χρονιά που έλληνας Πρωθυπουργός επισκέφθηκε τη ΔΕΘ.
Με την παρουσία του στην ΔΕΘ και τις δηλώσεις του έδωσε ένα ηχηρό μήνυμα στον ελληνικό λαό για την επίτευξη σπουδαίων συμφωνιών που αποσκοπούσαν στην διαφύλαξη των εθνικών συμφερόντων. Δεδομένης της αξίας των γεγονότων και της έκτασης που πήρε η δημοσίευση του θέματος, η ΔΕΘ πλέον άρχισε να έχει άλλη υπόσταση στα μάτια του πολιτικού κόσμου και κάπως έτσι, αυτός ο κόσμος άρχισε να διεκδικεί θέση στο πρόγραμμα της έκθεσης.
Περισσότερα στοιχεία την ιστορία και την εξέλιξη της ΔΕΘ παρουσιάζονται στο λεύκωμα “75 χρόνια επί 15 ημέρες” του Κυριάκου Ποζρικίδη.