Ο John Cassavetes γεννήθηκε στις 9 Δεκεμβρίου του 1929 στην Νέα Υόρκη και ήταν παιδί των Katherine Demetre και Nicholas Cassavetes. Η μητέρα του είχε γεννηθεί και μεγαλώσει στις Η.Π.Α. ενώ ο πατέρας του ήταν μετανάστης εκεί, έχοντας αφήσει πίσω τα πάτρια εδάφη του, την Ζαγορά Πηλίου.
Μετά την γέννησή του και μέχρι τα 7 του χρόνια, έζησε στην Ελλάδα, έτσι που, όταν επέστρεψαν στην Αμερική, δεν γνώριζε ούτε μια λέξη στα Αγγλικά.
Η ζωή του στην Αμερική ξεκινά στο Long Island της Νέας Υόρκης όπου και φοίτησε στο Port Washington High School, στο οποίο ήταν πολύ ενεργός συμμετέχοντας στην σχολική εφημερίδα, στην ποδοσφαιρική ομάδα και στις περισσότερες καλλιτεχνικές δραστηριότητες.
Παρακολούθησε μαθήματα στην Blair Academy του New Jersey και το Champlain College αλλά οι χαμηλές του επιδόσεις τον έστρεψαν σε άλλες σχολές, καταλήγοντας στην American Academy of Dramatic Arts.
Αποφοίτησε το 1950 αλλά στους διαδρόμους της σχολής πηγαινοερχόταν συχνά. Έτσι, 3 χρόνια μετά γνώρισε την Gena Rowlands, η οποία είχε πάει εκεί για μια ακρόαση, την ερωτεύτηκε και 4 μήνες μετά την παντρεύτηκε.
Εκείνη την περίοδο συμμετείχε ήδη με κάποιους μικρούς ρόλους σε θεατρικές παραστάσεις, ταινίες και τηλεοπτικές σειρές.
Το 1956 άρχισε να διδάσκει την δική του προσέγγιση στην υποκριτική παρουσιάζοντας μια νέα μέθοδο ηθοποιίας, σε σεμινάρια που πραγματοποιούσε ο ίδιος στην Νέα Υόρκη. Μέσα από την ανάπτυξη αυτής της μεθόδου που στηρίζονταν στον αυτοσχεδιασμό, οδηγήθηκε στην δημιουργία της πρώτης του ταινίας Shadows.
Για την χρηματοδότηση της ταινίας απευθύνθηκε σε συγγενείς και φίλους, αφού ο σκοπός της ταινίας δεν ήταν η κατάκτηση των μεγαλοπαραγωγών του Hollywood αλλά η ανάδειξη της ιστορίας που είχε να διηγηθεί, χρησιμοποιώντας μικρά ονόματα.
Η ταινία δεν μπόρεσε να διανεμηθεί στις αμερικανικές αίθουσες, κέρδισε όμως το βραβείο των κριτικών του Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας με αποτέλεσμα να το διανείμουν στο κοινό της Αμερικής ως Ευρωπαϊκή εισαγωγή.
Και παρόλο που η επιτυχία της δεν ήταν μεγάλη, στους καλλιτεχνικούς χώρους του Hollywood κατάφερε να κάνει αισθητή την παρουσία της.
Παράλληλα έκανε πέρασμα ως ηθοποιός σε διάφορες ταινίες και πρωταγωνίστησε στο επεισόδιο The Night Holds Terror της τηλεοπτικής σειράς Crime in the Streets, όπου έπαιξε το δολοφόνο, έναν ρόλο που ερμήνευσε ξανά στην μεταφορά της υπόθεσης σε ταινία το 1956.
Πρωταγωνίστησε πρώτη φορά σε ταινία το 1957, την Edge of the City. Ακολούθησε ρόλος συμπρωταγωνιστή στην ταινία Saddle the Wind και μια guest εμφάνιση στο δράμα Decoy.
Τέλη της δεκαετίας του ’50, ο ρόλος που τον έκανε ευρέως γνωστότερο ήταν ο Johnny Staccato, ο χαρακτήρας της ομώνυμης τηλεοπτικής σειράς που πραγματευόταν την ζωή ενός πιανίστα που δούλευε ως ιδιωτικός ντετέκτιβ. Σε αυτή τη σειρά όχι μόνο έπαιξε τον βασικό ρόλο αλλά σκηνοθέτησε 5 επεισόδια και έκανε μια guest εμφάνιση η σύζυγός του.
Η σειρά αν και είχε μεγάλη ακροαματικότητα λόγω αλλαγής διοίκησης και ιδιοκτησίας των δικαιωμάτων της, κόπηκε στα μέσα του 1960. Αυτό δεν πτόησε το ηθικό του John αφού λίγο καιρό μετά ήρθε πρόταση για επταετές συμβόλαιο στην Paramount.
Στις αρχές του ’60 σκηνοθέτησε 2 ταινίες, Too Late Blues και A Child Is Waiting.
Πρωταγωνίστησε ξανά σε τηλεοπτική σειρά, στο επεισόδιο Incident Near Gloomy River της Rawhide, ακολούθησε η συμμετοχή του στην τηλεοπτική σειρά Breaking Point για την σεζόν 1963-1964 ενώ το 1964 συμπρωταγωνίστησε με την σύζυγό του σε ένα από τα επεισόδια της σειράς The Alfred Hitchcock Hour.
Το 1965 εμφανίστηκε στην τηλεοπτική σειρά The Legend of Jesse James, στο επεισόδιο S.I.W. της σειράς Combat!, όπως και στο επεισόδιο The Peacemaker, της δεύτερης σεζόν της σειράς Voyage to the Bottom of the Sea.
Με τα έσοδα από αυτές τις συμμετοχές του στην τηλεόραση αλλά και τον κινηματογράφο (Devil’s Angels, The Killers, The Fury, The Dirty Dozen, Rosemary’s Baby, ) κατάφερε να μετακομίσει στην California όπου και θα ξεκινήσει να δημιουργεί και να παράγει τις ανεξάρτητες ταινίες του.
Η πρώτη ταινία που έγινε αυτή την περίοδο ήταν η Faces, για την οποία χρειάστηκε 3 χρόνια για να την τελειώσει. Γυρίστηκε εξ ολοκλήρου μέσα στο σπίτι του και πρωταγωνίστησε μεταξύ άλλων και η σύζυγός του. Η ταινία απέσπασε 3 υποψηφιότητες για βραβείο (Best Original Screenplay, Best Supporting Actor, Best Supporting Actress) και αποτέλεσε πηγή έμπνευσης και δημιουργίας της Faces International, μιας αυτόνομης εταιρίας διανομής ταινιών.
Το 1970 σκηνοθέτησε την ταινία Husbands και 1 χρόνο μετά ακολούθησε η ταινία Minnie and Moskowitz.
Η ταινία σταθμός ήρθε το 1974 και ήταν η A Woman Under the Influence. Με εκείνον στην σκηνοθεσία και την σύζυγό του στον πρωταγωνιστικό ρόλο, η ταινία κέρδισε τις εντυπώσεις και μαζί με αυτές 2 υποψηφιότητες στα βραβεία της ακαδημίας, Best Actress και Best Director.
Στην πορεία κυκλοφόρησε ως σκηνοθέτης τις ταινίες The Killing of a Chinese Bookie και Opening Night. Για την δεύτερη μάλιστα, απονεμήθηκε στο 28ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου, το βραβείο Silver Bear for Best Actress στην σύζυγό, του Gena Rowland, για την ερμηνεία της.
Το 1980 σκηνοθέτησε την ταινία Gloria, για την οποία η Rowlands και πάλι ήταν υποψήφια για βραβείο, και το 1982 συμπρωταγωνίστησε μαζί της στην ταινία Tempest.
Στο μεσοδιάστημα στράφηκε επίσης και προς το θέατρο. Έγραψε και σκηνοθέτησε το έργο The Knives, την παλαιότερη εκδοχή του οποίου είχε δημοσιεύσει στο παρελθόν στο τριμηνιαίο περιοδικό του American Community Theatre Association, On Stage. Το έργο αποτελούσε ένα μέρος από το Three Plays of Love and Hate του Κεντρικού Θεάτρου της California το 1981.
Το τρίπτυχο περιελάμβανε τμήματα των έργων του Καναδού θεατρικού συγγραφέα Ted Allan, The Third Day Comes και Love Streams, εκ των οποίων το δεύτερο αποτέλεσε και το πρότυπο για την ταινία που κυκλοφόρησε ο Cassavetes το 1984, με το ίδιο όνομα.
Η Love Streams ήταν από τις λίγες ταινίες για τις οποίες δέχτηκε χρηματοδότηση από εταιρία παραγωγής (Cannon Films) μιας και μόλις τότε είχε λάβει ενημέρωση για την εξέλιξη της κατάστασης της υγείας του και δεν ήθελε ο εγωισμός του και η περηφάνεια του να γκρεμίσουν όσα όνειρα του είχαν απομείνει. Τελικά όχι μόνο την έβγαλε στις αίθουσες αλλά κατάφερε να κερδίσει και το βραβείο Golden Bear της 34ης διοργάνωσης του Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου.
Κι ενώ είναι η υγεία του σε κρίσιμη κατάσταση, ο ίδιος δεν εγκαταλείπει τον χώρο του θεάματος.
Έγραψε το θεατρικό έργο Woman of Mystery το οποίο ανέβασε στο Court Theater τον Μάιο και τον Ιούνιο του 1987 και ετοίμαζε την τελευταία του ταινία, She’s Delovely, για την οποία έκανε φιλότιμες προσπάθειες για να την ολοκληρώσει. Ήταν ήδη σε συζητήσεις με τον Sean Penn για τον πρωταγωνιστικό ρόλο και έψαχνε να βρει λύσεις σε διάφορα θέματα που είχαν προκύψει.
Δυστυχώς, παρά τις προσπάθειες, οι τίτλοι τέλους έπεσαν νωρίτερα για εκείνον. Έφυγε μόλις σε ηλικία 59 ετών, στις 3 Φεβρουαρίου 1989, από κίρρωση του ήπατος. Η χρόνια ροπή του στον αλκοολισμό, έμελλε να είναι η αιτία για την τραγική τροπή στην ζωή του.
Την ταινία τελικά ολοκλήρωσε και κυκλοφόρησε το 1997 ο γιος του, Nick Cassavetes, που ακολούθησε τα χνάρια του πατέρα του, με τον τίτλο She’s So Lovely.
Ο John άφησε πίσω του τουλάχιστον 40 ανολοκλήρωτες παραγωγές, μεταξύ των οποίων και θεατρικά έργα. Ένα από αυτά, το Begin the Beguine, έκανε πρεμιέρα στην σκηνή Vienna’s Akademietheater το 2014, σε συμπαραγωγή της Needcompany του Βελγίου και της Burgtheater της Βιέννης.
Ο πρωτοποριακός τρόπος με τον οποίο έστησε και σκηνοθέτησε τις ταινίες του εντυπωσίασε και έγραψε ιστορία. Κινήθηκε τελείως αντισυμβατικά για τα δεδομένα της εποχής που όλοι εστίαζαν στα μεγάλα ονόματα και τις μεγάλες τέλεια στημένες σκηνές. Ήταν πιο ρεαλιστικός, με φυσικό φως και ηθοποιούς που ζούσαν κάθε σκηνή του έργου.
Κάποτε είχε δηλώσει πως το πιο δύσκολο πράγμα για έναν κινηματογραφιστή είναι να βρει ανθρώπους που θέλουν πραγματικά να κάνουν κάτι και μπορούν να δουλέψουν σε ένα project σαν να είναι δικό τους.
Σε αντίφαση με άλλους σκηνοθέτες ο ίδιος ήθελε και οι ηθοποιοί να συμμετέχουν στην διαμόρφωση των χαρακτήρων. Ήθελε το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα με άκρα φυσικότητα και αυθορμητισμό. Γι’αυτό και κατά βάση συνεργαζόταν με πολύ κοντινά του πρόσωπα.
Ακριβώς επειδή δεν ήθελε να κάνει κάτι βεβιασμένα και αφού δεν είχε οικονομικούς περιορισμούς, όπως είχαν άλλες παραγωγές του Hollywood, εργαζόταν όποτε είχε την ευκαιρία για μια όμορφη λήψη. Έτσι, πολλές φορές δούλευε στον ελεύθερό του χρόνο από άλλες δουλειές.
Το τραγούδι What’s Yr Take on Cassavetes? των Le Tigre και το Cassavetes των Fugazi, είναι γραμμένα για εκείνον.
Το 2000 η The Criterion Collection κυκλοφόρησε μια συλλογή από τις πιο γνωστές ταινίες του συμπεριλαμβανομένου και του ντοκιμαντέρ A Constant Forge, στο οποίο περιγράφεται η ζωή και το έργο του.
Το γεγονός ότι οι ταινίες του ήταν πιο ρεαλιστικές και χαμηλού κόστους, τον έκαναν μοναδικό αφού είχε πιο ανθρωποκεντρική προσέγγιση παρά εμπορική.
Ο John αποτέλεσε έμπνευση και αφορμή για το κίνημα του ανεξάρτητου κινηματογράφου. Το περιοδικό The New Yorker, έγραψε χαρακτηριστικά για εκείνον ότι πολύ πιθανόν να ήταν από τους πιο εμπνευστικούς σκηνοθέτες του τελευταίου μισού του αιώνα και τα Independent Spirit Awards έχουν φτιάξει ειδική κατηγορία βραβείων προς τιμήν του.