Μια τραγική και γεμάτη μυστήριο υπόθεση του 1932, που χαρακτηρίστηκε το “έγκλημα του αιώνα” και ενέπνευσε την Agatha Christie να γράψει το “Έγκλημα στο Orient Express”.

Ο μόλις 20 μηνών γιός του διάσημου Αμερικανού αεροπόρου Charles Lindbergh απήχθη μέσα από το σπίτι τους και δολοφονήθηκε από τους απαγωγείς του ανοίγοντας μια υπόθεση με αρκετό μυστήριο που για πολλούς παραμένει αμφιλεγόμενη μέχρι σήμερα.

__________________________________

Πριν δούμε την υπόθεση του μικρού Charles Lindbergh έχει σημασία να αναφέρουμε μερικά πράγματα για το ποιός ήταν ο πατέρας του.

Ο Charles Lindbergh λοιπόν, ο πατέρας, ήταν αεροπόρος και έγινε παγκοσμίως γνωστός το 1927, σε ηλικία 25 ετών, όταν πραγματοποίησε την πρώτη σόλο απευθείας πτήση από τη Νέα Υόρκη στο Παρίσι, μια απόσταση 3.600 μιλίων, με το μονοπλάνο του Spirit of St.Louis.

Πρόκειται για μια από τις πιο σημαντικές στιγμές-σταθμούς της ιστορίας της αεροπορίας, καθώς ήταν η πρώτη σόλο υπερατλαντική πτήση μεταξύ δύο μεγάλων πόλεων και η πρώτη σε τόσο μεγάλη απόσταση.

Το κατόρθωμά του προκάλεσε παγκόσμιο ενδιαφέρον και μια επανάσταση στην αεροπορική βιομηχανία φέρνοντας στον ίδιο τεράστια διασημότητα για την εποχή και μια σειρά παρασήμων και τίτλων τιμής. Έλαβε, μεταξύ άλλων, το υψηλότερο παράσημο των ΗΠΑ από τον Πρόεδρο Calvin Coolidge, το Μετάλλιο της Τιμής, καθώς και τον Σταυρό Διακεκριμένης Πτήσης. Η Γαλλία του πρόσφερε επίσης το υψηλότερο στρατιωτικό της παράσημο, της Λεγεώνας της Τιμής.

Το 1929 παντρεύτηκε την Anne Morrow Lindbergh, κόρη του επιχειρηματία, διπλωμάτη και συνεργάτη της J.P. Morgan & Co., Dwight Morrow. Μαζί απέκτησαν έξι παιδιά, με πρώτο τον Charles Augustus Lindbergh junior, τον τραγικό πρωταγωνιστή της σημερινής μας υπόθεσης.

Η απαγωγή του μικρού Lindbergh

Την 1η Μαρτίου του 1932 και γύρω στις 9:00 το βράδυ άγνωστοι μπήκαν στο σπίτι της διάσημης οικογένειας στο New Jersey και απήγαγαν το σχεδόν δύο ετών παιδάκι τους, Charles Lindbergh Jr. από το δωμάτιό του ενώ κοιμόταν. Η νταντά του παιδιού, Betty Gow, αντιλήφθηκε και ανέφερε στους γονείς την εξαφάνιση του μικρού σχεδόν μια ώρα αργότερα.

Στο περβάζι του παιδικού του δωματίου βρέθηκε ένα ανορθόγραφο σημείωμα, που ζητούσε 50.000 δολάρια λύτρα για να δοθεί πίσω το παιδί και απαιτούσε να μην αναμειχθεί αστυνομία και να μην δοθεί διασημότητα στο γεγονός.

Η αστυνομία του New Jersey ειδοποιήθηκε και ξεκίνησε άμεσα την έρευνα. Στο δωμάτιο του παιδιού βρέθηκαν ίχνη λάσπης και μερικά ακόμη αχνά δείγματα κάτω από το παράθυρο, από το οποίο μπήκε ο δράστης. Η σκάλα που είχε χρησιμοποιηθεί για να φτάσει στο παράθυρο είχε δύο σπασμένα κομμάτια, που μάλλον είχαν σπάσει κατά την κάθοδο του δράστη. Ωστόσο δεν υπήρχαν πουθενά αποτυπώματά του, ίχνη αίματος ή κάποιο στοιχείο που θα ήταν ικανό να προδώσει την ταυτότητά του.

Όλο το προσωπικό του σπιτιού της οικογένειας ανακρίθηκε και ερευνήθηκε, ενώ ο πατέρας Lindbergh έβαλε λυτούς και δεμένους να προσπαθήσουν να επικοινωνήσουν με τους απαγωγείς ζητώντας τους να διαπραγματευτούν. Αναφέρεται πως ζήτησε και την βοήθεια της μαφίας, ενώ σύντομα αναμείχθηκε και το FBI. Η αστυνομία του New Jersey προσέφερε ανταμοιβή $25.000 σε όποιον θα έδινε κάποια νέα πληροφορία για την υπόθεση.

Παρά τις ενδελεχείς έρευνες και προσπάθειες της οικογένειας και των αρχών κανένα στοιχείο για την ταυτότητα των δραστών δεν μπόρεσε να βρεθεί, καθώς και για το που βρισκόταν ο μικρός Lindbergh. Έξι μέρες αργότερα, ένα δεύτερο σημείωμα του απαγωγέα έφτασε στην οικογένεια, στο οποίο είχαν αυξήσει τα λύτρα που ζητούσαν σε 70.000 δολάρια. Η οικογένεια προσέλαβε πλέον και ιδιωτικούς ερευνητές στην υπόθεση.

Dr John F “Jafsie” Condon (1860-1945) - Find a Grave MemorialΈνα τρίτο σημείωμα ακολούθησε στις 8 Μαρτίου, το οποίο στάλθηκε στον πληρεξούσιο δικηγόρο της οικογένειας και ανέφερε πως κανένας ενδιάμεσος από την πλευρά των Lindbergh δεν θα γινόταν δεκτός και ζητούσε να γίνει αναφορά σε εφημερίδα.

Ο πρώην σχολικός διευθυντής από το Μπρονξ της Νέας Υόρκης, Dr. John F. Condon, δημοσίευσε στην Bronx Home News την προσφορά του να γίνει ο ενδιάμεσος της παράδοσης των χρημάτων πληρώνοντας επιπλέον 1.000 δολάρια και ο ίδιος στους απαγωγείς.

Η προσφορά του εγκρίθηκε από τους δράστες με νέο σημείωμα την επόμενη μέρα. Ο διευθυντής Condon έλαβε το ποσό των λύτρων από την οικογένεια και μέσα από τις στήλες της εφημερίδας επιδίωξε να κανονίσει το πάρε-δώσε με τους δράστες. Στις 12 Μαρτίου δέχθηκε ένα ανώνυμο τηλεφώνημα και άλλο ένα σημείωμα, που του παρέδωσε ένας ταξιτζής, στο οποίο υποδεικνυόταν ένα σημείο συνάντησης σε έναν απομακρυσμένο σταθμό του μετρό.

Ακολουθώντας τις οδηγίες ο διευθυντής συνάντησε εκεί έναν τύπο που του συστήθηκε ως John και συζήτησαν για την πληρωμή των λύτρων, ενώ συμφωνήθηκε να δοθεί ένα δείγμα της ταυτότητας του παιδιού για να επιβεβαιωθεί πως όντως επρόκειτο για τον μικρό Lindbergh.

Στις 16 Μαρτίου στάλθηκε στην οικογένεια ένα φορμάκι μωρού, το οποίο πράγματι αναγνωρίστηκε ως του παιδιού τους. Ο Condon συνέχιζε τις προσπάθειές του για συνάντηση με τους απαγωγείς μέσα από την εφημερίδα χωρίς να γίνεται κάτι νεότερο για μερικές μέρες. Στις 21 του μηνός ένα νέο σημείωμα, το όγδοο κατά σειρά, έφτασε στα χέρια του, όπου αναφερόταν πως η απαγωγή προγραμματιζόταν εδώ και έναν χρόνο και ζητούνταν πλήρης συμμόρφωση στις απαιτήσεις των απαγωγέων.

Οι μέρες περνούσαν βασανιστικά για την οικογένεια Lindbergh και η Αμερική παρακολουθούσε τρομοκρατημένη την εξέλιξη της τραγικής απαγωγής.

Στις 29 Μαρτίου η νταντά Betty Gow βρήκε στην αυλή του σπιτιού τον νάρθηκα για τον αντίχειρα που φορούσε το παιδί (για να μην πιπιλάει το δάχτυλό του) την νύχτα που εξαφανίστηκε. Ακολούθησαν νέα σημειώματα που απειλούσαν πως θα αυξανόταν το ποσό στα 100.000 δολάρια.

Το δωδέκατο και τελευταίο σημείωμα έφτασε στην οικογένεια στις 2 Απριλίου δίνοντας εντολή για συνάντηση το επόμενο βράδυ. Ο διευθυντής Condon συναντήθηκε ξανά με τον φερόμενο ως John, του έδωσε τα χρήματα και έλαβε από εκείνον ένα σημείωμα που ανέφερε πως θα έβρισκαν το χαμένο παιδί σε μια βάρκα με το όνομα “Nellie” κοντά στο Martha’s Vineyard της Μασαχουσέτης.
Ακολούθησε έρευνα της αστυνομίας στο σημείο, όμως κανένα ίχνος του παιδιού δεν βρέθηκε εκεί…

Inside the Early Days of The Crime of the Century ‹ CrimeReads

Η φρικτή δολοφονία και νέες έρευνες

Είχαν περάσει πλέον παραπάνω από δύο μήνες από την ημέρα που ο 2 χρονών Charles Lindbergh είχε απαχθεί από το σπίτι του και η οικογένεια ζούσε τις χειρότερες στιγμές της συνεχίζοντας με επιμονή τις έρευνες για τον εντοπισμό του. Τα σημειώματα των απαγωγέων, που τόσο καιρό έπαιζαν με τα νεύρα και την θλίψη τους, είχαν σταματήσει και δεν έδειχνε να βρίσκεται κάποιο φως στην υπόθεση.

Στις 12 Μαΐου του 1932, ο συνοδηγός ενός φορτηγού με το όνομα William Allen εντόπισε τυχαία κοντά στον αυτοκινητόδρομο της περιοχής, και τεσσεράμισι μίλια από το σπίτι των Lindbergh, το μισοθαμένο νεκρό σώμα του μικρού αγοριού…

Το σώμα βρισκόταν σε αρκετά προχωρημένη σήψη, και, όπως αποφάνθηκαν οι ιατροδικαστές, είχε δολοφονηθεί περίπου δύο μήνες πριν, στην αρχή δηλαδή της απαγωγής του. Το κεφαλάκι του ήταν σπασμένο άσχημα (αποτελώντας την αρχική αιτία θανάτου του), ενώ υπήρχε και μια τρύπα στο κρανίο του και έλειπαν κάποια μέρη του σώματος (πιθανόν έχοντας φαγωθεί από ζώα).

Μετά την νεκροψία, το σώμα του παιδιού αποτεφρώθηκε άμεσα με απαίτηση του πατέρα.

Νέος κύκλος ερευνών για τον εντοπισμό των δραστών και δολοφόνων ξεκίνησε από ομοσπονδιακές ερευνητικές ομάδες και υπό τον συντονισμό του FBI με επικεφαλής τον τότε διευθυντή J. Edgar Hoover. Η αστυνομία είχε κρατήσει τους σειριακούς αριθμούς των χρημάτων που είχαν δοθεί στους απαγωγείς και δόθηκε εντολή σε όλες τις τράπεζες ευρύτερα της Νέας Υόρκης να βρίσκονται σε επιφυλακή για τυχόν εύρεσή τους. Ανάμεσα στα χρήματα υπήρχαν επίσης και χρυσά πιστοποιητικά χρημάτων.

Η αστυνομία του New Jersey εξέδωσε νέα προσφορά αμοιβής 25.000 δολαρίων σε όποιον μπορούσε να δώσει πληροφορίες για τον εντοπισμό και την σύλληψη των δραστών.

Μιας και επρόκειτο τότε για μια υπόθεση που βρισκόταν στην κορυφή της επικαιρότητας και όλος ο κόσμος ασχολούταν με αυτή, δεν έλειψαν και οι προσπάθειες εκμετάλλευσής της από απατεώνες. Μια τεράστια παραπληροφόρηση κυκλοφορούσε παράλληλα με την πραγματική υπόθεση, ενώ υπήρξαν και άτομα που έστελναν ψεύτικες επιστολές παριστάνοντας τους απαγωγείς και ζητούσαν λύτρα. Μια από αυτές τις περιπτώσεις έγινε πιστευτή από την οικογένεια, παραδόθηκε όντως ένα ποσό χρημάτων, μέχρι που αργότερα αποδείχθηκε απάτη και ο απατεώνας συνελήφθη και φυλακίστηκε.
Η αστυνομία, μη μπορώντας να γνωρίζει εκ των προτέρων αν οι μαρτυρίες που λάμβανε ήταν πραγματικές ή ψευδείς, έπρεπε να ελέγξει με λεπτομέρεια κάθε ένδειξη και πληροφορία που ερχόταν στα χέρια της.

Στις 10 Ιουνίου του 1932, μια σερβιτόρα του πατρικού σπιτιού της μητέρας του άτυχου παιδιού, η Violet Sharpe, αυτοκτόνησε πίνοντας δηλητήριο λίγο πριν περάσει από νέα ανάκριση από τις αρχές. Είχε θεωρηθεί ύποπτη ως εμπλεκόμενη στην υπόθεση, λόγω της νευρικότητας που είχε στις καταθέσεις της και των κάπως αντικρουόμενων απαντήσεων που είχε δώσει. Σύντομα όμως διαπιστώθηκε πως είχε άλλοθι για την ημέρα της απαγωγής και δεν θα μπορούσε να έχει σχέση με αυτή.

Ο διευθυντής Condon και το σπίτι του ερευνήθηκαν επίσης εξονυχιστικά από τις αρχές και αποδείχθηκε και εκείνος καθαρός, ενώ ο πατέρας Lindbergh τον υποστήριζε συνεχώς.

 

 

Στις 2 Μαΐου του 1933, έγινε μια κατάθεση στην Federal Reserve Bank της Νέας Υόρκης με χαρτονομίσματα από τα λύτρα που είχαν δώσει οι Lindbergh. 296 χρυσά πιστοποιητικά των δέκα δολαρίων και ένα των 20. Η κατάθεση εξετάστηκε και βρέθηκε με το όνομα και τη διεύθυνση “J.J. Faulkner, 537 West 149th Street”. Παρά την εκτεταμένη έρευνα ο εν λόγω καταθέτης δεν εντοπίστηκε ποτέ.

Οι αρχές προσπαθούσαν εξετάζοντας όλα τα διαθέσιμα στοιχεία να σκιαγραφήσουν το προφίλ του δράστη. Οι επιστολές που είχαν λάβει επιβεβαιώθηκαν πως είχαν γραφτεί από το ίδιο άτομο, το οποίο μάλλον ήταν γερμανικής υπηκοότητας, αλλά διέμενε αρκετό καιρό στην Αμερική. Ο διευθυντής Condon αφιέρωσε μέρες ολόκληρες να κοιτάζει φωτογραφίες υπόπτων και εγκληματιών μήπως εντοπίσει το πρόσωπο του “John”, με τον οποίο είχε συναντηθεί. Με περιγραφές δικές του και του ταξιτζή που είχε παραδώσει μια από τις επιστολές, δημιουργήθηκε ένα σκίτσο του “John” και δόθηκε στην δημοσιότητα.

Αναλύθηκαν επίσης οι συνομιλίες του Condon με τον άγνωστο John. Μιμήθηκε την προφορά και τη διάλεκτό του και καταγράφηκε σε φωνογράφο βοηθώντας έτσι να προσδιοριστούν περισσότερα στοιχεία για την εθνικότητα, την εκπαίδευση, την νοοτροπία και τον χαρακτήρα του καταζητούμενου δράστη.

Μια πολύ λεπτομερής και ενδιαφέρουσα προσπάθεια έρευνας έγινε και με την ξύλινη σκάλα που είχε χρησιμοποιήσει ο δράστης για να ανέβει στο δωμάτιο του παιδιού. Εξετάστηκε ο τρόπος κατασκευής της (που έδειξε πως είχε γίνει από κάποιον εξοικειωμένο με το υλικό αυτό), τα είδη του ξύλου που είχαν χρησιμοποιηθεί, ακόμα και τα σημάδια από τα εργαλεία και οι τρύπες από τα καρφιά. Την συγκεκριμένη εξέταση ανέλαβε ο Arthur Koehler, ειδικός εμπειρογνώμονας της Δασικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Γεωργίας των ΗΠΑ. Τα ευρήματά του συνοψίστηκαν σε μια αναφορά και αργότερα έπαιξαν κρίσιμο ρόλο στην δίκη.

Ένας ένοχος και μια καταδίκη που παραμένει αμφιλεγόμενη

Πέρασαν αρκετοί μήνες ακόμα, ώσπου από τις 20 Αυγούστου του 1934 μέχρι τον Σεπτέμβριο παρατηρήθηκαν κινήσεις με συνολικά 16 χρυσά πιστοποιητικά στις περιοχές του Yorkville και Harlem. Η πολυαναμενόμενη ευκαιρία για τους ερευνητές είχε φτάσει.

Το μεσημέρι της 18ης Σεπτεμβρίου ο υποδιευθυντής μιας τράπεζας στη Νέα Υόρκη τηλεφώνησε στις αρχές ενημερώνοντας πως είχε βρεθεί ένα χρυσό πιστοποιητικό λίγα λεπτά νωρίτερα. Διαπιστώθηκε πως προερχόταν από ένα βενζινάδικο στη Νέα Υόρκη. Ο υπάλληλος εκεί επιβεβαίωσε πως είχε λάβει την πληρωμή από έναν άντρα, του οποίου η περιγραφή έμοιαζε με τις προηγούμενες αναφορές. Ο υπάλληλος επίσης, καθώς παραξενεύτηκε με το χρυσό πιστοποιητικό, κράτησε τον αριθμό αυτοκινήτου του πελάτη.

Κάπως έτσι ήρθε η ώρα που οι αρχές είχαν ίσως στα χέρια τους τον βασικότερο ύποπτο. Το αυτοκίνητο ανήκε στον Bruno Richard Hauptmann, που κατοικούσε στο Μπρονξ. Οι ομοσπονδιακές και τοπικές αρχές περικύκλωσαν το σπίτι του και συνέλαβαν τον τύπο στις 19 Σεπτεμβρίου, την ώρα που πήγε να μπει στο αυτοκίνητό του.

Ο Hauptmann ταίριαζε πάρα πολύ με το σκίτσο και την περιγραφή του δράστη που είχε σκιαγραφηθεί από τους ερευνητές μέχρι τότε. Ήταν ένας 35χρονος Γερμανός ξυλουργός, που βρισκόταν στην Αμερική τα τελευταία 11 χρόνια, όπως επίσης είχαν υποθέσει οι αρχές. Τόσο ο ταξιτζής, όσο και ο διευθυντής Condon αναγνώρισαν τον τύπο ως τον “John” που είχαν συναντήσει στις τότε διαπραγματεύσεις για το χαμένο παιδί.

Στο σπίτι του Hauptmann βρέθηκαν κι άλλα χρυσά πιστοποιητικά από τα χρήματα των λύτρων της απαγωγής και ο ίδιος φαίνεται πως δεν αρνήθηκε τις αγορές που είχε κάνει με αυτά. Επίσης το αυτοκίνητό του ταίριαζε στην περιγραφή που είχε δοθεί για αυτοκίνητο που εθεάθη κοντά στο σπίτι των Lindbergh πριν την απαγωγή. Ο γραφικός του χαρακτήρας εξετάστηκε επίσης και βρέθηκε να έχει πολλά κοινά με αυτόν των επιστολών. 

Ο τύπος είχε επίσης λερωμένο ποινικό μητρώο με ληστείες και είχε κάνει και ένα διάστημα στη φυλακή. Ουσιαστικά ήταν ένας λαθρομετανάστης, που είχε ήδη συλληφθεί και απελαθεί μια φορά, αλλά κατάφερε να ξαναπεράσει παράνομα στη Νέα Υόρκη τον Νοέμβριο του 1923. Παντρεύτηκε μια σερβιτόρα, την Anna Schoeffler, και το 1933 απέκτησαν έναν γιό. Ως παράνομος στη χώρα απασχολούταν ως ξυλουργός, αλλά μετά την ημερομηνία της απαγωγής του μικρού Lindbergh δεν εργάστηκε ξανά.

Lindbergh takes the witness stand during the 1935 trial of Hauptmann in Flemington, New Jersey. Hauptmann was found guilty on February 13, 1935. Photo courtesy of the Library of Congress.

Με έμμεσες αποδείξεις όλα όσα έδειχναν να τον συνδέουν ξεκάθαρα με την απαγωγή, κατηγορήθηκε για τον εκβιασμό, αλλά και τον φόνο του μικρού παιδιού. Η δίκη του ξεκίνησε στις 3 Ιανουαρίου του 1935 και διήρκεσε πέντε εβδομάδες. Η απόφαση ήταν ομόφωνη: κρίθηκε ένοχος και καταδικάστηκε σε θάνατο στην ηλεκτρική καρέκλα.

Να αναφέρουμε κάπου εδώ ότι ο Hauptmann αρνήθηκε εξαρχής ότι ήταν ένοχος για την απαγωγή και την δολοφονία και επέμενε πως το κουτί με τα χρυσά πιστοποιητικά είχε αφεθεί στο γκαράζ του από έναν φίλο του, τον Isidor Fisch. Αυτός ο φίλος υποτίθεται πως είχε επιστρέψει σύντομα στη Γερμανία και μάλιστα πέθανε έναν χρόνο αργότερα από φυματίωση. Η σύζυγός του κατέθεσε πως δεν γνώριζε τίποτε τέτοιο, ενώ σχετική έρευνα κατέληξε πως ο αναφερόμενος φίλος δεν είχε καμία εμπλοκή σε όσα υποστήριζε ο κατηγορούμενος.

Η υπεράσπισή του πρόβαλε το επιχείρημα πως κανένα αποτύπωμα του κατηγορούμενου δεν είχε βρεθεί ούτε στη σκάλα, ούτε στο δωμάτιο του παιδιού, ούτε πουθενά αλλού, γεγονός που ήταν αλήθεια. Ωστόσο αυτό θα μπορούσε να είναι αποτέλεσμα προσεκτικής και καλυμμένης δουλειάς του δράστη, που οι τριγύρω ενδείξεις δείχνουν ως ένοχο. Θεωρήθηκε επίσης πως η δουλειά δεν είχε γίνει μόνο από ένα άτομο.

Ο Hauptmann είχε την ευκαιρία να γλυτώσει την θανατική ποινή αν ομολογούσε το έγκλημά του, όμως το αρνήθηκε. Εκτελέστηκε στην ηλεκτρική καρέκλα στις 3 Απριλίου του 1936.

_____________________________________

Μετά την εκτέλεσή του, υπήρξε μια ομάδα ανεξάρτητων ερευνητών και δημοσιογράφων που αμφισβήτησαν στοιχεία της καταδίκης του κάνοντας λόγο για ύπαρξη ψευδομαρτύρων και στοιχείων που “φυτεύτηκαν” ως υποτιθέμενες αποδείξεις. Η γυναίκα του έκανε δύο φορές μήνυση στην πολιτεία του New Jersey και πάλεψε μέχρι τον θάνατό της να καθαρίσει το όνομα του συζύγου της, χωρίς όμως αποτέλεσμα.

Ορισμένες αναφορές έκαναν λόγο και για ανάμειξη του ίδιου του πατέρα Lindbergh στις έρευνες ή και στην ίδια την απαγωγή. Μέχρι σήμερα ερωτηματικά παραμένουν ως προς το πόσα από τα στοιχεία και δρώμενα της υπόθεσης είναι πραγματικά αληθή ή παραποιημένα που απλά έγιναν η αλήθεια της κοινής γνώμης.

________________________________

“Έγκλημα στο Όριεντ Εξπρές”

 

Murder on the Orient Express First Edition Cover 1934.jpgΤο σίγουρο είναι πως η υπόθεση του μικρού Lindbergh είχε συγκλονίσει τότε την Αμερική και χαρακτηρίστηκε ως το έγκλημα του αιώνα. Η σπουδαία συγγραφέας των αστυνομικών μυθιστορημάτων, Agatha Christie, παρακολουθώντας την υπόθεση εμπνεύστηκε για ένα από τα διηγήματά της, τα οποία κατά πλειοψηφία ήταν πάντα δικές της εμπνεύσεις.

 

Δύο χρόνια μετά την απαγωγή, το 1934, έγραψε το βιβλίο της “Murder on the Orient Express” με πρωταγωνιστή φυσικά τον Ηρακλή Πουαρό. Στο διήγημά της χρησιμοποίησε στοιχεία της περίφημης υπόθεσης αναφερόμενη στην απαγωγή για λύτρα ενός μικρού παιδιού μιας επιφανούς οικογένειας με πατέρα αεροπόρο, που το παιδί επίσης βρέθηκε νεκρό μετά την παράδοση των χρημάτων. Μια καμαριέρα θεωρήθηκε ύποπτη, αν και αποδείχθηκε αθώα και αυτοκτόνησε μετά από σκληρή ανάκριση της αστυνομίας.

 

Ο Αμερικανός γκάνγκστερ που ήταν ένοχος της δολοφονίας, αλλά είχε ξεφύγει από την δικαιοσύνη ήταν το θύμα της μυστήριας δολοφονίας στο Όριεντ Εξπρές, που κλήθηκε να εξιχνιάσει ο Πουαρό. Μια εκδοχή του τέλους της ιστορίας που σκέφτηκε η Christie δίνοντας στον κακοποιό ένα τέλος αντίστοιχο του εγκλήματός του, για την ισορροπία πάντα των πραγμάτων.

Κοινοποιήστε
Άννα-Μαρία Κέκια
Πτυχιούχος Δημοσιογραφίας & ΜΜΕ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου με έφεση στην έκφραση μέσω του γραπτού λόγου. Στον τομέα της αρθρογραφίας έχω ασχοληθεί τόσο με γενική ειδησεογραφία, πολιτικά και κοινωνικά θέματα, όσο και με φωτορεπορτάζ, στήλες πολιτισμού, κριτικές δίσκων, αφιερώματα και συνεντεύξεις. Λάτρης της ανεξάρτητης και ερευνητικής δημοσιογραφίας με έμφαση στην ιστορία, την ψυχολογία, την εγκληματολογία και την κοινωνιολογία. Παράλληλη και αγαπημένη απασχόληση η τέχνη της φωτογραφίας.