Γνωστός μέσα από τα media ως ο “μακελάρης της Θάσου”, ο 24χρονος Θεόφιλος Σεχίδης κατέχει επάξια μια θέση στο πάνθεο των εγχώριων δολοφόνων έχοντας ξεκληρίσει ολόκληρη την οικογένειά του τον Μάιο του 1996.

Μια ιδιαίτερη περίπτωση ατόμου, όχι μόνο για το μαζικό και αποτρόπαιό του έγκλημα, αλλά φυσικά και για το background της ζωής του και την ψυχική του κατάσταση.

Ας πάμε όμως να δούμε τα πράγματα από την αρχή.

_________________________________

Ο Θεόφιλος Σεχίδης γεννήθηκε το 1972 στη Θάσο, στην περιοχή του Λιμένα, όπου και μεγάλωσε. Η οικογένειά του ήταν αρκετά ευκατάστατη και γνωστή στο νησί, αλλά ζούσε αρκετά απομονωμένη λόγω της μεγαλύτερης κόρης, Ερμιόνης, που έπασχε από σχιζοφρένεια και λάμβανε φαρμακευτική αγωγή.

Θεόφιλος Σεχίδης: Πέθανε ο μακελάρης της Θάσου - CNN.grΟ πατέρας του, Δημήτρης Σεχίδης, ήταν δάσκαλος στο νησί και φιλοδοξούσε να γίνει διευθυντής σχολείου στην πρωτεύουσα, κάτι που όμως δεν έγινε ποτέ. Το κοινωνικό προφίλ ενός δασκάλου επιφανούς οικογένειας την δεκαετία του ’90, όπως καταλαβαίνετε, “απαιτούσε” τα ψυχολογικά προβλήματα στην οικογένεια να παραμένουν μακριά από τα μάτια του κόσμου.

Η Ερμιόνη εμφάνισε μιας βαριάς μορφής σχιζοφρένεια από την περίοδο που φοιτούσε στο λύκειο και έκτοτε η ζωή εκείνης και της οικογένειάς της πήρε μια εντελώς διαφορετική τροπή. Ψυχοφάρμακα, πήγαινε-έλα σε ψυχιατρικές κλινικές και φυσικά κοινωνική απομόνωση. Οι γονείς δεν ήθελαν να την κλείσουν σε ίδρυμα και την κρατούσαν στο σπίτι με την αγωγή της προσπαθώντας να διαφυλάξουν το πρόβλημά της ως μυστικό. Ωστόσο αυτό δεν μπορούσε να είναι απόλυτα εφικτό.

Το κορίτσι αρκετές φορές πάνω στα ξεσπάσματά του έφευγε από το σπίτι και τριγυρνούσε στους δρόμους της πρωτεύουσας με μια ημίτρελη συμπεριφορά, που έκανε την τοπική κοινωνία να την συζητάει και μη γνωρίζοντας το ψυχικό της πρόβλημα, την θεωρούσαν μια ναρκομανή.

Ο πατέρας φαίνεται πως εναπόθεσε κάποια στιγμή όλες τις ελπίδες του στον μικρότερο γιό του, τον Θεόφιλο, που του είχε και αδυναμία και του μεταβίβασε από νωρίς το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του.

Ο Θεόφιλος από την μεριά του ήταν ένα παιδί πολύ κλειστό από την φύση του. Αγαπούσε την κλασσική μουσική, την ποίηση και την ζωγραφική, ήταν μοναχικός και ιδιόρρυθμος, αλλά και αρκετά έξυπνος. Ο πατέρας, ως πιο επιχειρηματικό και πρακτικό μυαλό, δεν συμμεριζόταν τον ενθουσιασμό του γιού του για την τέχνη και συχνά λέγεται πως κατέστρεφε τους πίνακές του.

Μετά το λύκειο ο Θεόφιλος πέρασε στην Θεολογική Σχολή, την οποία δεν ήθελε και έτσι έδωσε εξετάσεις και πέρασε στην Νομική Σχολή της Κομοτηνής. Όσοι τον ήξεραν εκεί έκαναν λόγο για ένα άτομο που κυκλοφορούσε συνήθως μόνο του, φορούσε τα ίδια ρούχα, ήταν αφηρημένος και όσο ήταν επιλογή του δεν μιλούσε με τους ανθρώπους γύρω του. Μεγάλη του αγάπη -και προσωπικό του αποκούμπι μάλλον- ήταν η τέχνη, η ποίηση και η ζωγραφική.

Ταυτόχρονα φαίνεται πως αντιμετώπιζε κι εκείνος τα δικά του ψυχολογικά θέματα. Πέρα από την αντικοινωνική του ιδιοσυγκρασία, που ενδεχομένως να ήταν συνέπεια των βιωμάτων στην οικογένειά του με φόντο το πρόβλημα της αδερφής του, παρουσίαζε και ο ίδιος διάφορες εμμονικές πεποιθήσεις. Πίστευε πως ήταν ένα εξώγαμο παιδί, που δεν ανήκε στην οικογένεια και επέμενε να μάθει ποιοι ήταν οι πραγματικοί του γονείς…

Το χρονικό της οικογενειακής δολοφονίας

(για την εξιστόρηση του χρονικού του εγκλήματος θα χρησιμοποιήσω τα στοιχεία από την απολογία του ίδιου του Θεόφιλου, που ακολούθησε μετά την σύλληψή του)

Στα μέσα Μαΐου του 1996, ο πατέρας του με τον αδερφό του τον επισκέφτηκαν στην Κομοτηνή, όπου σπούδαζε, και του ζήτησαν επίμονα να επισκεφτεί το πατρικό του στην Θάσο. Πράγματι ο Θεόφιλος επέστρεψε στην Θάσο περίπου δύο ημέρες αργότερα.

Στο σπίτι της οικογένειας ζούσε τότε ο πατέρας του, η μητέρα του Μαρία, η παθούσα αδερφή του και ο θείος του και αδερφός του πατέρα του, Βασίλης, που ήταν συνταξιούχος και βρισκόταν στην Ελλάδα για διακοπές, καθώς διέμενε μόνιμα στο Βέλγιο.

Όπως υποστηρίζει ο ίδιος, από την αρχή αντιλήφθηκε μια βαριά και αρνητική ατμόσφαιρα απέναντί του και εξαρχής έπεισε τον εαυτό του πως όλοι είχαν συνωμοτήσει εναντίον του με απώτερο σκοπό να τον βγάλουν κανονικά από τη μέση. Φαίνεται πως του ζητούσαν να κουρευτεί και να φροντίσει τον εαυτό του, ενώ του έλεγαν να παρατήσει την μουσική και την ζωγραφική, με τα οποία ασχολιόταν με πάθος. Τον προέτρεπαν επίσης να επισκεφτεί κάποιον ψυχίατρο προβληματισμένοι από την περίεργη συμπεριφορά του.

Το γεγονός ότι είχαν αφαιρέσει από το δωμάτιό του τους πίνακες ζωγραφικής του και άλλα έργα του, αποτέλεσε για εκείνον απόδειξη της όλης σκευωρίας που θεωρούσε πως είχε στηθεί εναντίον του. Μεταξύ τους μεσολάβησε και καβγάς γι’ αυτό τον λόγο.

Το απόγευμα της 19ης Μαΐου ξεκίνησε να πάει μια βόλτα με τον θείο του Βασίλη στο Αρχαίο Θέατρο της Θάσου. Πεπεισμένος ότι ο θείος του είχε σκοπό να τον σκοτώσει, ο Θεόφιλος είχε πάρει μαζί του ένα ψαλίδι, “για άμυνα” όπως ανέφερε.

Κατά την διάρκεια της βόλτας τους οι δυό τους είχαν μια λογομαχία και κάποια στιγμή ο Θεόφιλος έσπρωξε τον 58χρονο συγγενή του και τον έριξε σε ένα κενό περίπου 10 μέτρων κάτω από το τείχος όπου στεκόντουσαν. Όπως υποστήριξε, ο θείος του είχε αποπειραθεί να τον χτυπήσει με μια πέτρα. Όταν κατέβηκε να τον δει, τον βρήκε ετοιμοθάνατο και “για να μην υποφέρει” του έκοψε το λαιμό με το ψαλίδι που είχε μαζί του και έκρυψε το πτώμα του στους τριγύρω θάμνους.

Επιστρέφοντας στο σπίτι του ήταν σίγουρος πως οι υπόλοιποι θα τον περίμεναν για να ολοκληρώσουν αυτό που δεν κατάφερε ο θείος, να τον σκοτώσουν. Με την εμμονική του αυτή σκέψη και την αδρεναλίνη του φόνου που είχε ήδη διαπράξει, ο Θεόφιλος σταμάτησε σε ένα κατάστημα και αγόρασε ένα κυνηγετικό όπλο και δύο κουτιά φυσίγγια.

Πίσω στο σπίτι είχε άλλη μια λογομαχία με τον πατέρα του. Κάποια στιγμή που εκείνος του είπε ότι θα πάει στην τουαλέτα, ο Θεόφιλος πήρε το ήδη γεμισμένο όπλο του που είχε κρυμμένο και τον περίμενε. Όπως ο ίδιος αναφέρει, όταν βρέθηκαν ξανά μετά από λίγο, ο πατέρας του κρατούσε ένα μαχαίρι και πήγε να του επιτεθεί και τότε ο Θεόφιλος τον πυροβόλησε στο κεφάλι από απόσταση σχεδόν ενός μέτρου συνθλίβοντάς του το πάνω μέρος του κρανίου. Στην συνέχεια τον έσυρε μέσα στην τουαλέτα για να τον κρύψει.

Η μητέρα του και η αδερφή του δεν άργησαν να έρθουν κοντά του ψάχνοντας τον πατέρα, αλλά και τον θείο που ήταν άφαντοι. Αναφέροντας και πάλι ότι και η μητέρα του έβγαλε μαχαίρι εναντίον του, ο Θεόφιλος “την πρόλαβε” και της επιτέθηκε κόβοντάς της με το δικό του μαχαίρι το λαιμό. Στην συνέχεια πυροβόλησε δύο φορές την 26χρονη αδερφή του και, καθώς είδε ότι ακόμα ανέπνεε, της έκοψε την καρωτίδα “για να μην τυραννιέται”…

Αφού μετέφερε τα πτώματα στο υπνοδωμάτιο και καθάρισε όσο γινόταν τον χώρο, έπεσε για ύπνο. Την επόμενη ημέρα, ήρθε στο σπίτι η 75χρονη γιαγιά του Ερμιόνη αναζητώντας τους υπόλοιπους της οικογένειας. Αρνούμενος εκείνος να της απαντήσει, λογομάχησαν και σε ανύποπτο χρόνο έβγαλε το μαχαίρι του που είχε κρυμμένο σε ένα έπιπλο και της έκοψε τον λαιμό.

Κι αν η φρίκη μέσα στο σπίτι των Σεχίδων δεν ήταν μέχρι τώρα αρκετή, έχει και συνέχεια. Ο Θεόφιλος έχοντας πλέον δολοφονήσει τα πέντε μέλη της οικογένειάς του, έπρεπε να ξεφορτωθεί και τα νεκρά τους σώματα. Η περιγραφή της διαδικασίας αυτής που ο ίδιος έδωσε στην ομολογία του ήταν ανατριχιαστικά γλαφυρή.

Με μουσική υπόκρουση τον αγαπημένο Τσαϊκόφσκι, ξεκίνησε επιχειρώντας να τεμαχίσει τα σώματα των συγγενών του με ένα σιδηροπρίονο.
“Έκοψα το κάθε πόδι σε τρία κομμάτια (…) στη συνέχεια έκοψα τα χέρια από τους ώμους, στο ύψος των αγκώνων και στο ύψος των καρπών. Το κυρίως σώμα το έκοψα στο ύψος του διαφράγματος οριζόντια και στη συνέχεια το στέρνο το έκοψα με κάθετη τομή σε δεξιά και αριστερά κομμάτια. Το κεφάλι ήταν ήδη κομμένο με το σιδηροπρίονο. Με τον ίδιο τρόπο τεμάχισα και τα υπόλοιπα πτώματα.
Από τα κεφάλια του πατέρα μου, της αδερφής μου και της γιαγιάς μου έβγαλα τα μυαλά και τα έβαλα στην κατάψυξη μέσα σε πιάτο, με σκοπό να τα μελετήσω(…)
Είχα κάποιες ψυχιατρικές και ιατρικές γνώσεις και ήθελα να εξετάσω την ανατομία του ανθρώπινου εγκεφάλου. Αυτό είναι όλο. Δεν μετάνιωσα για τίποτα, καλά έκανα. Το ένα κεφάλι ήδη είχε σπάσει, τα μυαλά είχαν βγει, οπότε γιατί να μην τα βάλω στο ψυγείο;”

Το σχέδιο αυτό φαίνεται πως τελικά δεν πραγματοποιήθηκε, αφού όπως δήλωσε αργότερα “το ψυγείο είχε χαλάσει και μετά από μέρες που πήγε να τα δει τα κομμάτια είχαν αλλοιωθεί”…

Τα τεμαχισμένα μέρη των νεκρών συγγενών του μαζεύτηκαν σε περίπου 30 μαύρες σακούλες σκουπιδιών, τις οποίες μετέφερε σε έναν σκουπιδότοπο στην περιοχή της Καβάλας (ναι, έκανε και δρομολόγιο με το καράβι μαζί τους). Διανυκτέρευσε στην Καβάλα και την επόμενη μέρα πήρε το αυτοκίνητό του “ξαλαφρωμένος” πια και επέστρεψε με το πλοίο στο σπίτι του στην Θάσο. Να σημειωθεί κάπου εδώ ότι αυτό το δρομολόγιο Θάσος-Καβάλα-χωματερή-Καβάλα-Θάσος έγινε συνολικά τρεις φορές!

Τελευταίο έμεινε το νεκρό σώμα του θείου του που ήταν κρυμμένο ακόμα στους θάμνους του αρχαιολογικού χώρου. Με τα ίδια εργαλεία και τον γνωστό πλέον τρόπο ο Θεόφιλος τεμάχισε και εκείνο, το έβαλε σε σακούλες και κάνοντας για τρίτη φορά το δρομολόγιο το ξεφορτώθηκε στην χωματερή της Καβάλας. Αν μη τι άλλο χρειάζεται σίγουρα μεγαλύτερη προσπάθεια να καλύψει κανείς ένα έγκλημα, παρά να το διαπράξει.

Αγνοούμενοι και η αποκάλυψη της τραγωδίας

Μετά το τρελό μακελειό ο Θεόφιλος παρέμεινε στην Θάσο και στο πατρικό του σπίτι αναμένοντας να καταλαγιάσουν τα πράγματα ώστε να παραδοθεί, όπως ο ίδιος δήλωσε πως είχε σκοπό να κάνει. Εν τω μεταξύ, πέρασαν δύο ολόκληροι μήνες που οι νεκροί συγγενείς του παρέμειναν αγνοούμενοι χωρίς να κινηθούν υποψίες ότι κάτι κακό είχε συμβεί.

Εκείνη που πρώτη άρχισε να αναζητά την οικογένεια ήταν η γυναίκα του θείου του, Ελένη, που επέμενε να τηλεφωνεί καθημερινά από το Βέλγιο ψάχνοντας τον άντρα της. Ο Θεόφιλος της έλεγε πως ο θείος είχε πάει στην Ιταλία και οι γονείς του στην Γερμανία για να τις ανάγκες της άρρωστης αδερφής του. Μπορεί η δικαιολογία για τους γονείς του να ήταν πιο πειστική αρχικά, όμως η εξαφάνιση του θείου ξύπνησε σύντομα υποψίες στην γυναίκα του. Τον δήλωσε αγνοούμενο στην βέλγικη αστυνομία, αλλά μην έχοντας αποτελέσματα, ταξίδεψε η ίδια στην Θάσο για να τον βρει.

Ο Θεόφιλος Σεχίδης έκανε τον ανήξερο λέγοντας πως δεν έχει ιδέα που βρίσκονται όλοι και βοηθούσε την θεία του στην αναζήτησή τους. Φυσικά κανένας δεν μπορούσε να υποπτευθεί την ανάμειξή του στην εξαφάνισή τους, πόσο μάλλον σε ολόκληρο έγκλημα. Η θεία του πάντως κινητοποίησε την αστυνομία του νησιού, καθώς και την Ασφάλεια Καβάλας και Θεσσαλονίκης.

Στις 21 Ιουλίου, κι ενώ κανένα στοιχεία για την αγνοούμενη οικογένεια δεν είχε βγει στο φως, ο Θεόφιλος έτυχε να πέσει σε ένα μπλόκο της αστυνομίας σε έναν δρόμο της Καβάλας. Στον έλεγχο του αυτοκινήτου του βρέθηκε μια καραμπίνα, ένα κυνηγετικό και φυσίγγια και βρέθηκε υπόδικος για οπλοκατοχή. Καταδικάστηκε σε 10 μήνες φυλάκιση και 700.000 δρχ. πρόστιμο, αλλά τελικά αφέθηκε ελεύθερος λόγω του καθαρού του ποινικού μητρώου. Που να’ξεραν…

Ο Σεχίδης έκανε τα πάντα για να απομακρύνει τις υποψίες από πάνω του και αναζητούσε ο ίδιος συνεχώς τους χαμένους συγγενείς του ρωτώντας τους πάντες γι’ αυτούς. Η θεία του θεώρησε ανησυχητικά περίεργη την όλη συμπεριφορά του και το ανέφερε στην Ασφάλεια Θεσσαλονίκης εκφράζοντας παράλληλα τους φόβους της πως η οικογένεια μπορεί να είχε πέσει θύμα δολοφονίας.

Η αστυνομία άνοιξε νέο κύκλο ερευνών και φυσικά ο πρώτος ύποπτος που κλήθηκε να δώσει κατάθεση ήταν και ο μόνος επιζών γιος, Θεόφιλος. Στις 8 Αυγούστου του 1996, σχεδόν τρεις μήνες μετά το φρικτό του έγκλημα, οδηγείται για ανάκριση και σύντομα ομολογεί με κάθε λεπτομέρεια τους φόνους των πέντε μελών της οικογένειας. Ο ισχυρισμός που προέβαλλε συνέχεια ήταν πως “βρισκόταν εν αμύνη” και “τους ξέκανε, για να μην τον ξεκάνουν”.

“Σκότωσα τα θύματά μου αμυνόμενος. Υπήρξε οικογενειακή συνωμοσία. Μου έκαναν ψυχολογικό πόλεμο επειδή ήξερα ότι ήμουν άλλης μάνας παιδί και δεν μου λεγαν την αλήθεια. Έπρεπε να φύγω από τη μέση με κάθε τρόπο.”

Ενώ υπέδειξε στους αστυνομικούς τον τρόπο και τα μέρη που ξεφορτώθηκε τα θύματά του, τα τεμαχισμένα σώματα του πατέρα, της μητέρας, της αδερφής, της γιαγιάς και του θείου του δεν βρέθηκαν ποτέ.

Στο σπίτι του, από την άλλη, τα στοιχεία ήταν ατελείωτα. Όταν μπήκε η αστυνομία για έρευνα, όλος ο χώρος ήταν γεμάτος ξεραμένο αίμα, που δεν ασχολήθηκε καν να καθαρίσει. Στους τοίχους και στο ταβάνι υπήρχαν υπολείμματα εγκεφαλικής ουσίας από τους πυροβολισμούς στο κεφάλι που δέχτηκαν δύο από τα θύματα. Σε έναν τοίχο ήταν γραμμένη η λέξη “λάθος”…

Βρέθηκαν επίσης όλα τα σύνεργα των φόνων και του τεμαχισμού που ακολούθησε, τα δύο μαχαίρια, δύο ψαλίδια, ένα σιδηροπρίονο και φυσικά τα όπλα και τα άδεια κουτιά από τα φυσίγγια. “Με τα σιδεροπρίονα έκοβε τα οστά των πτωμάτων και με το μαχαίρι τις σάρκες. Είναι σοκαριστικό”, ανέφερε ο ιατροδικαστής της υπόθεσης.

Καταδίκη και ψυχιατρική γνωμάτευση

Η δίκη του “μακελάρη της Θάσου” πραγματοποιήθηκε στις 20 Ιουνίου του 1997 στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Δράμας. Η θέση του ήταν ότι “δεν μετανιώνει για τίποτα”, ενώ χαρακτηριστική ήταν η ψύχραιμη και περιπαιχτική διάθεσή του απέναντι στους δημοσιογράφους λέγοντας με ένα χαμόγελο και ένα ατάραχο ύφος “Χαμογελάτε, είναι μεταδοτικό!”.

Ο 24χρονος τότε φοιτητής, Θεόφιλος Σεχίδης, καταδικάστηκε σε πέντε φορές ισόβια για ανθρωποκτονίες κατά συρροή και ποινή φυλάκισης 7,5 ετών για οπλοκατοχή, οπλοχρησία και περιύβριση νεκρού.

Με την ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη να καταλήγει πως ήταν “ψυχικά άρρωστο άτομο, που χρήζει ψυχιατρικής παρακολούθησης”, οδηγήθηκε στην ψυχιατρική πτέρυγα του Κορυδαλλού. Η γνωμάτευση της αξονικής τομογραφίας εγκεφάλου του έδειξε “εγκεφαλικά ευρήματα που δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν φυσιολογικά”. Μοναδικό αίτημα του ίδιου στην φυλακή ήταν “να μπορεί να ακούει κλασσική μουσική και να διαβάζει βιβλία”.

Οι ψυχίατροι που τον παρακολουθούσαν για περίπου 5 μήνες δήλωσαν πως “είναι άτομο προσανατολισμένο στο χώρο, το χρόνο και τον εαυτό του, έχει καλά οργανωμένο λόγο, απαντά με ευθύτητα, έχει χιούμορ, είχε πλήρη επίγνωση των πράξεων του, όμως απουσιάζει το συναίσθημα”. Το επίσημο ψυχιατρικό συμπέρασμα ήταν ότι “πάσχει από σχιζότυπη διαταραχή”.

Μερικά χρόνια αργότερα, το 2010, ο ψυχίατρος στον ΟΚΑΝΑ του Αττικού Νοσοκομείου, Γεώργιος Τζεφεράκος, διαφώνησε με το πόρισμα αυτό υποστηρίζοντας πως ο Σεχίδης έπασχε σίγουρα από σχιζοφρένεια.

“Ο Θεόφιλος Σεχίδης πάσχει από σχιζοφρένεια. Μερικές φορές, ειδικά στις αρχικές φάσεις της ψυχικής νόσου, είναι δύσκολο να τεθεί μια οριστική διάγνωση. Στις ψυχιατρικές διαγνώσεις ο παράγοντας «χρόνος» παίζει πολύ σημαντικό ρόλο, γιατί η κλινική εικόνα του ασθενούς εμπλουτίζεται ή και αλλάζει.
Η σχιζοφρένεια χαρακτηρίζεται από παραληρητικές ιδέες, τις οποίες πιστεύει με απόλυτη βεβαιότητα ο ασθενής, και ψευδαισθήσεις, η αίσθηση δηλαδή ότι υπάρχει ένα αισθητηριακό ερέθισμα, χωρίς αυτό να υπάρχει στην πραγματικότητα. Η σχιζοτυπική διαταραχή είναι διαφορετική από τη σχιζοφρένεια. Πρόκειται, δηλαδή, για διαταραχή προσωπικότητας, που μοιάζει με τη σχιζοφρένεια, όμως δεν είναι.”

Το μόνο σίγουρο είναι πως ο Σεχίδης δεν ήταν ένας σώας τας φρένας άνθρωπος, παρά τη διαύγεια και την εξυπνάδα που έδειχνε να έχει. Άλλωστε έτσι είναι οι ψυχικές ασθένειες, κρυφές και ύπουλες. Δολοφόνος μεν, με ένα ακαταλόγιστο του ψυχικά ασθενούς δε.

___________________________________

Ο Θεόφιλος Σεχίδης παρέμεινε στην φυλακή μη δείχνοντας ενδιαφέρον να ασκήσει έφεση, όταν είχε το δικαίωμα. Παρέμενε πάντα σταθερός στο γεγονός ότι δεν μετανιώνει, γιατί όλα τα έκανε για λόγους άμυνας και έλεγε πως δεν τον νοιάζει κάποια μείωση ποινής, αφού καταλαβαίνει και την σοβαρότητα του εγκλήματός του.

Ακολουθώντας φαρμακευτική αγωγή γνωρίζουμε πως η ψυχική του κατάστασή παρέμεινε σταθερή χωρίς υποτροπές και ο ίδιος ήταν ένας ήσυχος και λιγομίλητος τρόφιμος, που προαυλιζόταν ελάχιστα και δεν είχε επαφές με τους συγκρατούμενούς του.

Στις 12 Φεβρουαρίου του 2019 ο Θεόφιλος Σεχίδης, σε ηλικία 47 ετών πλέον, βρέθηκε νεκρός στα λουτρά των φυλακών Κορυδαλλού από ανακοπή καρδιάς. Πέθανε μόνος του, χαμένος στον δικό του κόσμο, μετά από 21 χρόνια στη φυλακή και χωρίς να τον έχει επισκεφτεί ποτέ κανένα συγγενικό του πρόσωπο.

Η τραγική υπόθεση του Θεόφιλου Σεχίδη αποτέλεσε έμπνευση για άλλα δύο εξαιρετικά επεισόδια με την υπογραφή του Πάνου Κοκκινόπουλου, “Δεσμοί Αίματος” στην σειρά Κόκκινος Κύκλος και “Η συμφωνία του αίματος” στην 10η Εντολή.

Κοινοποιήστε
Άννα-Μαρία Κέκια
Πτυχιούχος Δημοσιογραφίας & ΜΜΕ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου με έφεση στην έκφραση μέσω του γραπτού λόγου. Στον τομέα της αρθρογραφίας έχω ασχοληθεί τόσο με γενική ειδησεογραφία, πολιτικά και κοινωνικά θέματα, όσο και με φωτορεπορτάζ, στήλες πολιτισμού, κριτικές δίσκων, αφιερώματα και συνεντεύξεις. Λάτρης της ανεξάρτητης και ερευνητικής δημοσιογραφίας με έμφαση στην ιστορία, την ψυχολογία, την εγκληματολογία και την κοινωνιολογία. Παράλληλη και αγαπημένη απασχόληση η τέχνη της φωτογραφίας.