«Remembering is mental time travel.»
Η μνήμη μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένα νοητικό ταξίδι στο χρόνο. Η ικανότητά μας να επαναφέρουμε στο μυαλό μας γεγονότα του παρελθόντος είναι ιδιαίτερα σημαντική και καθοριστική για την πορεία μας στο παρόν και το μέλλον.
Ο τρόπος που ο καθένας μας «αποθηκεύει» και αναβιώνει τα γεγονότα της μνήμης του μπορεί να είναι διαφορετικός και δεν είναι λίγες οι φορές που ο ανθρώπινος εγκέφαλος μπορεί να πέσει σε λειτουργικά μικροσφάλματα και να «μπερδευτεί». Ένα από αυτά τα «σφάλματα», γνωστά και ως «glitches», είναι και το φαινόμενου του déjà vu.
Ο όρος déjà vu (που στα γαλλικά σημαίνει «κάτι που έχουμε ήδη δει») περιγράφει την αίσθηση ότι κάτι που βλέπουμε ή βιώνουμε έχει επαναληφθεί στο παρελθόν, ενώ γνωρίζουμε ότι κάτι τέτοιο δεν έχει συμβεί.
Ο ελληνικός όρος για το deja vu είναι προμνησία.
Πρόκειται για ένα αρκετά συνηθισμένο φαινόμενο, που έχει βιώσει περισσότερο από το 70% των ανθρώπων τουλάχιστον μία φορά στη ζωή του. Η εμπειρία του deja vu συνήθως συνοδεύεται από μια αίσθηση οικειότητας ταυτόχρονα με μια αίσθηση «παράξενου».
Υπάρχουν 3 είδη προμνησίας:
- Déjà vécu: που σημαίνει «αυτό το έχω ξαναζήσει» και είναι η πιο συνηθισμένη περίπτωση προμνησίας.
- Déjà senti: που σημαίνει «αυτό το έχω ξανανιώσει» και αφορά αποκλειστικά μια συναισθηματική κατάσταση.
- Déjà visité: που σημαίνει «αυτό το έχω ξαναεπισκεφθεί», είναι η πιο σπάνια μορφή deja vu και η μόνη εκ των τριών που έχει συγκεκριμένες γεωγραφικές και χωρικές διαστάσεις.
Γιατί και πως βιώνουμε εμπειρίες deja vu;
Ο επιστημονικός κλάδος έχει διατυπώσει διάφορες πιθανές εξηγήσεις σχετικά με το τι είναι το deja vu, όμως ακόμα δεν έχει καταφέρει να διαπιστωθεί ποιά από αυτές είναι τελικά αληθής.
Ορισμένοι επιστήμονες υποστηρίζουν ότι πρόκειται για κάποιου είδους «μπέρδεμα» ή «σφάλμα» της μνήμης. Λαμβάνοντας μια οικεία αισθητηριακή πληροφορία -π.χ. μια γνώριμη μυρωδιά- ο εγκέφαλος «μπερδεύεται» και νομίζει ότι αυτό που βιώνει τη δεδομένη στιγμή το έχει ξαναζήσει, παρόλο που δεν μπορεί να ανακαλέσει όντως αυτή τη μνήμη.
Μια άλλη θεωρία προσπάθησε να αιτιολογήσει το φαινόμενο του deja vu σε μια οπτική καθυστέρηση. Υποστήριξε δηλαδή ότι μπορεί να υπάρχει μια καθυστέρηση στη μεταφορά του οπτικού ερεθίσματος στον εγκέφαλο από το ένα μάτι σε σχέση με το άλλο. Όταν επιβεβαιώθηκε ότι και τυφλοί άνθρωποι βιώνουν εμπειρίες deja vu, αυτή η θεωρία απορρίφθηκε.
Από την πλευρά του ο τομέας της παραψυχολογίας αποδίδει το φαινόμενο της προμνησίας σε αναμνήσεις από προηγούμενες ζωές, στην ικανότητα διόρασης, ενώ σε μια άλλη θεωρία συνδέεται επίσης με τα όνειρα.
Μεγάλο ποσοστό των ανθρώπων που έχουν βιώσει εμπειρίες deja vu αναφέρουν πως έχουν δει ή βιώσει το ίδιο σκηνικό σε κάποιο όνειρο.
Σύμφωνα με τον Freud, αλλά και άλλους ερευνητές ψυχολόγους, το deja vu συνδέεται με μια μνήμη της ασυναίσθητης φαντασίας, μια μνήμη δηλαδή που ανασύρεται από το υποσυνείδητο.
Έρευνες και μελέτες πάνω στη λειτουργία του εγκεφάλου έδειξαν συσχέτιση της προμνησίας με διαταραχές όπως η επιληψία του κροταφικού λοβού και η σχιζοφρένεια.
Αποδίδουν το φαινόμενο σε μια νευρολογική διαταραχή στα ηλεκτρικά φορτία του εγκεφάλου, η οποία όμως φαίνεται ότι δεν είναι πάντα σοβαρή, αφού το φαινόμενο συναντάται και σε πολλούς υγιείς ανθρώπους.
Γενικότερα, το φαινόμενο της προμνησίας (deja vu) φαίνεται πως βιώνεται με την ίδια συχνότητα από άντρες και γυναίκες, ενώ τείνει να εμφανίζεται περισσότερο σε περιόδους έντονης κούρασης και άγχους.