Μια πραγματικά πολυγραφότατη συγγραφέας και ερευνήτρια, η Νέλλη Σπαθάρη, φιλοξενείται σήμερα στο περιοδικό μας με αφορμή την κυκλοφορία του νέου της μυθιστορήματος “Amor Fati”.
Η ίδια γεννήθηκε και κατοικεί στην Αθήνα, αλλά κατάγεται από το όμορφο νησί της Ύδρας, που αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής της και κάθε έργου της. Με πτυχίο Ελληνικής και Γαλλικής Φιλολογίας, διδακτορικό στη Λαογραφία και μεταδιδακτορικές σπουδές στο Παρίσι, στην φημισμένη Ecole des Hautes Etudes en Sciences Sociales, η προσοχή της αρχικά επικεντρώθηκε στην έρευνα. Έτσι προέκυψε αρχικά το βιβλίο της “Ιστορική και Κοινωνική Λαογραφία ανατολικής Θράκης” (εκδόσεις Α.Α. Λιβάνη), έρευνα η οποία βραβεύτηκε στην πανηγυρική συνεδρίαση του Δεκεμβρίου του 1994 της Ακαδημίας Αθηνών. Επιπλέον, προϊόν της διδακτορικής της έρευνας υπήρξε το βιβλίο “Οι αγγειοπλάστες της Σίφνου. Κοινωνική συγκρότηση, παραγωγή, μετακινήσεις” (εκδόσεις Αρσενίδη).
Επί σειρά ετών διατέλεσε επίσης καθηγήτρια στην Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, Σχολική Σύμβουλος και τέλος καθηγήτρια και στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο. Από αυτή την επαγγελματική της ενασχόληση προέκυψαν εκπαιδευτικά βιβλία Ιστορίας, Αισθητικής Εκπαίδευσης, αλλά και πανεπιστημιακά συγγράμματα.
Η πρώτη της εθνογραφικού τύπου νουβέλα με τίτλο “Στάκα καρδιά μου”, καθώς και το διήγημά της “Μια καλοκαιρινή παρτίδα σκάκι κι άλλη μια” βραβεύτηκαν από τον Όμιλο UNESCO Τεχνών, Λόγου & Επιστημών Ελλάδος στον 6ο και 7ο Διεθνή Λογοτεχνικό Διαγωνισμό του θεσμού.
Τελευταίο της συγγραφικό δημιούργημα, που μόλις κυκλοφόρησε, είναι το μυθιστόρημα “Amor Fati”.
Ας αφήσουμε όμως την ίδια να μας μιλήσει τόσο για τα καλοδουλεμένα έργα της, όσο και για τους παράγοντες που οδηγούν την αστείρευτη συγγραφική της έμπνευση.
_____________________________________
Κυρία Σπαθάρη, είστε αυτό που λέμε μια πολυγραφότατη συγγραφέας, από εκπαιδευτικά εγχειρίδια και μεταφράσεις μέχρι τα προσωπικά σας διήγηματα, που γνωρίζουν μεγάλη επιτυχία. Τι είναι αυτό που ωθεί τόσα χρόνια την έμπνευσή σας στη συγγραφή;
Πράγματι, συγγραφικά κινούμαι σε έναν ευρύ χώρο. Πρώτη και σημαντικότερη θέση είχαν μέχρι πρόσφατα οι επιστημονικές μου έρευνες, οι οποίες πηγάζουν από τις σπουδές μου. Πλέον, έχω στρέψει την προσοχή μου στη λογοτεχνία με τελευταίο μου βιβλίο το μυθιστόρημα “Amor fati”.
Ο όρος «έμπνευση» θεωρώ πως προσλαμβάνεται διαφορετικά από κάθε συγγραφέα. Προσωπικά δεν πιστεύω στην φευγαλέα ιδέα που ξαφνικά θα αποτελέσει τη σπίθα για ένα λογοτεχνικό έργο. Πιστεύω σε εμμονές που κατατρύχουν την προσωπικότητά μου και αυτές οι εμμονές είναι ο χώρος, ο χρόνος και η μνήμη (μαζί με τη λήθη) σε όλες τους τις εκφάνσεις.
Πιστεύω πως ό,τι κι αν γράψω, όσο διαφορετικό κι αν είναι αυτό, μέσα του θα εμπεριέχει αυτές τις συνιστώσες. Και όταν αναφέρομαι στη μνήμη, δεν εννοώ την αντικειμενική ανάμνηση, αλλά την υποκειμενική μνήμη η οποία είναι διαθλασμένη από το πέρασμα του χρόνου.
Ενδεικτικά, να αναφέρω ένα παράδειγμα για να γίνω πιο κατανοητή: η μελέτη μου για την ανατολική Θράκη δεν αποτελεί μια ψυχρή επιστημονική προσέγγιση αρχειακού υλικού. Βασίζεται στις αφηγήσεις των βιωμάτων των προσφύγων. Και οι αφηγήσεις δεν αποτελούν την αντικειμενική κατάθεση συμβάντων.
Κάπου στο μυθιστόρημά μου Amor fati γράφω για τις Ζαππίδες της Φιλιππούπολης: «Η μνήμη και η λήθη, τα δύο μεγάλα παιχνίδια του μυαλού, σίγουρα θα βασάνιζαν τις ηλικιωμένες συμμαθήτριες. Καθεμιά και από μία ιστορία. Αυτό που άφησαν εκεί πίσω ήταν άραγε η χρυσή εποχή της ευτυχίας τους ή τα σκοτεινά χρόνια της κόλασης από την οποία απέδρασαν; (…) Χαμένος παράδεισος λοιπόν ή χαμένη κόλαση; Τη μέρα η μνήμη θα αντανακλούσε τις όμορφες στιγμές του τόπου που με τόση πίκρα είχαν εγκαταλείψει. Και μέσω του συλλόγου τους αναζητούσαν τις όμορφες μνήμες. Δεν τις άφηναν να χαθούν. Το θεωρούσαν ιερό χρέος. Καμία, όμως, από τις Ζαππίδες δεν εξομολογούνταν τους εφιάλτες της νύχτας. Μόνο η λήθη θα μπορούσε να επιφέρει τη λύτρωση από αυτούς τους εφιάλτες. Όμως, η λήθη δεν είναι εύκολο να έρθει, γιατί οι πληγές είναι χαραγμένες βαθιά στα εσώτερα των ψυχών τους. (…) Τρεις προστακτικές είχε διαβάσει κάπου η Νάντια πως δεν υπάρχουν: διάβασε, κοιμήσου, αγάπα. Θα πρόσθετε και μια τέταρτη: ξέχνα!»
Τα δύο διηγήματά σας «Μια καλοκαιρινή παρτίδα σκάκι» και «Στάκα καρδιά μου» έχουν βραβευτεί από τον Όμιλο της UNESCO (και συγχαρητήρια γι’ αυτό!). Πως επηρέασε αυτό τις σκέψεις για τα επόμενα έργα σας;
Πάντα μια βράβευση αποτελεί μια εσωτερική ικανοποίηση. Σου δίνει δύναμη. Σου λέει «προχώρα». Όμως, γράφω από εσωτερική ανάγκη. Όταν γράφω είμαι ο εαυτός μου. Πάντα έγραφα και πάντα θα γράφω. Αυτό δεν σημαίνει πως αδιαφορώ για το πώς προσλαμβάνουν οι άλλοι τη γραφή μου. Μπορεί να γράφω από εσωτερική ανάγκη, αλλά δεν γράφω για τον εαυτό μου και μόνο. Νιώθω πως ένα κείμενο, ένα βιβλίο είναι μια σκυτάλη που ο ρόλος της είναι να περνάει από χέρι σε χέρι για να πάει όσο πιο μακριά γίνεται. Και ο πιο μεγάλος μου πόθος είναι ό,τι γράφω να διαβαστεί και να κριθεί.
Πώς επηρέασε τις σκέψεις μου για τα επόμενα έργα η διπλή αυτή βράβευση; Μπορεί, όπως προείπα ένα βιβλίο να είναι σαν μια σκυτάλη που προχωράει γραμμικά μπροστά, αλλά οι σκέψεις μου για τη συγγραφή δεν ακολουθούν μια γραμμική πορεία. Ξέρω πως συχνά, σε μαθήματα δημιουργικής γραφής, ζητούν από τους μελλοντικούς συγγραφείς πρώτα να σκεφτούν το θέμα του βιβλίου τους και μετά να κάνουν ένα πλήρες σχεδιάγραμμα με τα πρόσωπα και τις αλληλεπιδράσεις τους προτού αρχίσουν να γράφουν, ώστε μετά να ακολουθήσουν μια γραμμική προσχεδιασμένη αφήγηση.
Προσωπικά ούτε μπορώ ούτε θέλω να εργαστώ με αυτό τον τρόπο. Το μόνο «σχέδιό» μου είναι οι ασίγαστες σκέψεις μου. Αυτές καταγράφω. Και συχνά είναι χαοτικές. Και αυτό μου αρέσει. Γιατί το χάος είναι απύθμενο, από εκεί μπορείς να αντλήσεις ιδέες χωρίς όρια. Έτσι δεν γράφω το ένα βιβλίο μετά το άλλο.
Στο μυαλό μου και στις σημειώσεις μου κυλούν παράλληλα βιβλία, διηγήματα, παραμύθια, μπλέκονται και ξαναχωρίζουν, το ένα τροφοδοτεί το άλλο, και μόνο κάποια στιγμή ένα απ’ όλα έρχεται στο προσκήνιο, γίνεται ο πρωταγωνιστής, ωριμάζει και ολοκληρώνεται.
Όταν λοιπόν έγραψα τη νουβέλα «Στάκα καρδιά μου» και το νεανικό διήγημα «Μια καλοκαιρινή παρτίδα σκάκι κι άλλη μια», ήδη πολλά χρόνια πριν έτρεχε το “Amor fati”, ενώ παράλληλα συνέγραψα και δύο βιβλία Ιστορίας για την εκπαίδευση. Όσο για παραμύθια, γεμάτο είναι το συρτάρι μου, αλλά δεν τα έχω βγάλει ακόμα στο φως. Ο δε πυρήνας κάποιων διηγημάτων μου τροφοδότησε το μυθιστόρημά μου.
Πριν μιλήσουμε για το νέο σας βιβλίο, θα ήθελα να μας πείτε δυό λόγια για τα δύο προηγούμενα. Είναι χαρακτηριστικό τους κοινό ότι διαδραματίζονται στην Ύδρα, την ιδιαίτερη πατρίδα σας, και είναι πλούσια σε λαογραφικά στοιχεία.
Πράγματι, το κοινό που συνδέει αυτά τα δύο κείμενα είναι η Ύδρα. Η νουβέλα μου «Στάκα καρδιά μου» αναφέρεται σε μια φοιτήτρια της Φιλοσοφικής Σχολής, η οποία, στο πλαίσιο μιας φοιτητικής εργασίας στο μάθημα της Λαογραφίας, αποβιβάζεται στην Ύδρα με ένα ερωτηματολόγιο, μια φωτογραφική μηχανή κι ένα κασετόφωνο με σκοπό να κάνει μια επιτόπια έρευνα.
Όπως γράφω στο οπισθόφυλλο του βιβλίου μου, νιώθει σαν τον Δον Κιχώτη που βγαίνει σε περιπέτεια. Μόνο που ο Δον Κιχώτης βγαίνει σε έναν κόσμο που, όπως έχει γράψει ο Μίλαν Κούντερα, δεν αναγνωρίζει πια, όπου οι αλήθειες είναι διασκορπισμένες και αμφίσημες, ενώ η ίδια νιώθει πως κατέχει τις αλήθειες της μικρής νησιωτικής κοινωνίας, αφού έχει καταγωγή από το νησί και έχει περάσει εκεί όλα τα καλοκαίρια της ζωής της. Ωστόσο η ζωή είναι πιο πολυσήμαντη και θα διαψευστεί.
Ενδεχομένως μαντεύετε ότι αυτή η φοιτήτρια είμαι εγώ. Πράγματι είχα κάνει μια έρευνα στο πλαίσιο του μαθήματός μου της Λαογραφίας στην Ύδρα, η οποία βρίσκεται κατατεθειμένη στο Λαογραφικό Σπουδαστήριο του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Πρόκειται για μια εργασία 720 χειρόγραφων σελίδων που αποτελούν πρωτογενές υλικό για τους ερευνητές. Χρόνια στριφογύριζε στο μυαλό μου πώς θα μπορούσα να αξιοποιήσω αυτό το υλικό ώστε να έρθει πιο κοντά σε ένα στοχευμένο αναγνωστικό κοινό. Όταν είδα την προκήρυξη του διαγωνισμού του Ομίλου Unesco για μια νουβέλα, μου ήρθε η ιδέα να αξιοποιήσω μέρος του υλικού αυτού, και συγκεκριμένα τη θέση της γυναίκας στην υδραϊκή κοινωνία.
Όμως εδώ έχουμε ένα λογοτεχνικό είδος και όχι μια επιστημονική μελέτη. Το εύρημα είναι ότι έδεσα τις αφηγήσεις των γυναικών με προσωπικές μνήμες της δεκαετίας του ’60, όταν ήμουν μικρό κορίτσι και η Ύδρα περνούσε μια δύσκολη περίοδο, από το κλείσιμο των διόδων των σφουγγαράδων προς την Μπαρμπαριά και το Μισίρι και την μη ανάπτυξη ακόμα του τουρισμού. Μνήμες διαθλασμένες από αφηγήσεις. Ή να το πω αντίστροφα: οι αφηγήσεις των γυναικών ξυπνούν μνήμες που είχαν θαφτεί χρόνια στη λήθη.
Για να είμαι ειλικρινής, θα χαρακτήριζα το βιβλίο αυτό όχι νουβέλα, αλλά πεζογράφημα, με το περιεχόμενο που έδωσε στον όρο αυτό ο Θεσσαλονικιός συγγραφέας Γιώργος Ιωάννου. Γιατί, στο συγκεκριμένο αφήγημα, δεν πρωταγωνιστεί η πλοκή, αλλά η ματιά της αφηγήτριας, η οποία ακολουθεί τα τεκταινόμενα και τα ενδύει με τις σκέψεις της.
___________________________________________________
Όσο για το νεανικό διήγημα «Μια καλοκαιρινή παρτίδα σκάκι κι άλλη μια», πρέπει να πω πως είχαμε τη συνήθεια με τον πατέρα μου, όταν ήμουν μικρή, να παίζουμε τα μεσημέρια του καλοκαιριού δυο παρτίδες σκάκι. Το ίδιο συνέχισα και με τα παιδιά μου. Και με τον εγγονό μου, όταν ήταν μικρό ακόμα παιδί και τον έπαιρνα στην Ύδρα να περάσουμε το καλοκαίρι μαζί όσο οι γονείς του ακόμα εργάζονταν.
Στο δε Μαντράκι όπου πηγαίναμε για κολύμπι υπήρχε μια σκακιέρα στημένη από μεγάλα ξύλινα πιόνια, που τότε έφταναν στο μπόι του, πάνω σε ασπρόμαυρα πλακάκια και παίζαμε μερικές φορές κι εκεί καμιά παρτίδα σκάκι μετά τις βουτιές μας. Αυτά τα βιώματα αποτέλεσαν την απαρχή για το διήγημα.
Η υπόθεση έχει ως εξής: δυο φίλοι, ο Κωστής και ο Άγης επιστρέφουν στο νησί, την Ύδρα, για τις καλοκαιρινές τους διακοπές. Έχουν να ιδωθούν έναν ολόκληρο χειμώνα. Δεν είναι μόνο οι δυο τους. Έχουν μαζί τους και την Μπέλλα, το αγαπημένο τους σκυλάκι, που προσπαθεί να ερμηνεύσει τις προθέσεις τους. Αποτελούν το «τρίο-σαματά». Στο νησί θα τους περιμένει μια έκπληξη. Ένα σκάκι με μεγάλα πιόνια σκαλισμένα από τον παππού του Άγη, τον καπετάν Ανδρέα, στημένο στα μαυρόασπρα πλακάκια. Η πρόσκληση για μια παρτίδα σκάκι θα εξελιχθεί σε μύηση στάσεων ζωής.
Ο ρόλος του παππού είναι καταλυτικός. Δεν είναι μόνο αυτός που κατασκεύασε το ιδιαίτερο αυτό σκάκι, αλλά είναι και αυτός που τους έχει μυήσει στη φιλοσοφία του ως φιλοσοφία μάχης στη ζωή. Θα παρεμβληθεί και μια βόλτα των παιδιών με το «Ματινάκι», την βενζινάκατο του παππού και αφηγήσεις θρύλων από το νησί.
Ως μια διακεκριμένη και αφοσιωμένη ερευνήτρια της λαογραφίας, πόσο σημαντική θεωρείτε την μελέτη και ανάδειξη των στοιχείων του λαϊκού μας πολιτισμού; Είναι ίσως και κάτι που σήμερα χρειάζεται να «διασώσουμε» περισσότερο από ποτέ;
Η προσέγγιση του πολιτισμού μας μέσω της Λαογραφίας έχει μια ιδιαιτερότητα σε σχέση με την ιστορική προσέγγιση. Και η ιδιαιτερότητα έγκειται στο πώς προσεγγίζουμε το παρελθόν. Ο Γάλλος συγγραφέας και φιλόσοφος Πωλ Βαλερί διατεινόταν πως «επερχόμαστε το μέλλον πισωπατώντας». Σπάνια η σχέση του μελετητή προς το παρελθόν και το παρόν είναι ουδέτερη.
Για άλλους, το παρελθόν είναι ο χρυσούς αιών, η υποδειγματική χρονική περίοδος της αγνότητας και της αρετής, η εποχή των μεγάλων προγόνων και των παραδόσεων. Για άλλους, αντιπροσωπεύει τη βαρβαρότητα, τον αρχαϊσμό, την εποχή των χαμηλών φυσικών και πνευματικών ικανοτήτων. Όσο για το παρόν, αντίστοιχα, είναι είτε η ευτυχισμένη περίοδος της προόδου, της δημιουργικότητας και του πολιτισμού, είτε η επικίνδυνη περίοδος της απερισκεψίας και της παρακμής. Η Αναγέννηση είχε ως πρότυπο το παρελθόν, ο Διαφωτισμός πίστευε στο μέλλον, ο Ρομαντισμός στην «ψυχή του λαού». Οι Γάλλοι, οι διαμορφωτές του Διαφωτισμού, δεν αποδέχονται τη Λαογραφία και δεν υπάρχουν λαογραφικές σπουδές στα πανεπιστήμια τους. Έχουν την Εθνολογία που μελετούσε τους λαούς των αποικιών τους που βρίσκονταν σε προηγούμενα πολιτισμικά εξελικτικά στάδια. Αντίθετα οι Άγγλοι, είναι κατεξοχήν θιασώτες της παράδοσης.
Τι θέλω να πω; Σήμερα, είναι δύσκολο να προσδιορίσουμε εάν η κοινωνία μας έχει ως πρότυπο το παρελθόν ή προσβλέπει στο μέλλον. Μάλλον στέκεται καταμεσής, σε μια κατάσταση τραγικού διχασμού και σύγχυσης.
Αν αποδεχθούμε την άποψη του Γάλλου εθνολόγου André Leroi-Gourhan πως «η κοινωνική πρόοδος εξαφανίζει τους πολιτισμούς και μάλιστα χωρίς να χύσει το αίμα των ανθρώπων», θα έλεγα πως είναι πιο αναγκαίο από ποτέ να μελετήσουμε και κυρίως να αφουγκραστούμε τον παραδοσιακό πολιτισμό μας. Γιατί αλλιώς θα νιώσουμε σαν το παιδί που θεωρούσε ότι είχε πάντα το χρόνο μπροστά του να πει στον πατέρα του «αφηγήσου, τι έζησες στη ζωή σου» μέχρι τη μέρα που θα είναι πολύ αργά.
“Αmor Fati” («Να αγαπάς τη μοίρα σου») λοιπόν ο τίτλος του νέου σας βιβλίου, που μόλις κυκλοφόρησε, ένα μυθιστόρημα με μια ιδιαίτερη πλοκή και φόντο και πάλι την όμορφη Ύδρα. Πείτε μας μερικά πράγματα γι’ αυτό το βιβλίο, την έμπνευση πίσω από τη δημιουργία του.
Να αγαπάς τη μοίρα σου, ένα μυθιστόρημα κάθε άλλο παρά μοιρολατρικό. Ουσιαστικά, πάτα σε αυτό που έχεις, σε αυτό το καλό ή κακό που σου δόθηκε, σταμάτα να κλαίγεσαι και προχώρα.
Το θέμα αναφέρεται σε ένα μικρό κορίτσι, τη Νάντια, παραμελημένο στην οικογένειά του, αν και ζει σε όμορφες και ενδιαφέρουσες πόλεις της Ευρώπης λόγω των επαγγελματικών υποχρεώσεων του πατέρα της: Ναϊμέχεν της Ολλανδίας, περίχωρα του Παρισιού… Μητέρα με τις δικές της φιλοδοξίες να την απορροφούν, πατέρας αδιάφορος κυνηγώντας τις μνήμες του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου που τον σημάδεψαν, αδελφός βάναυσος λόγω ζήλιας. Εκείνο το μοναχικό κοριτσάκι θα γίνει έφηβη και θα επαναστατήσει.
Μέσα στο κοινωνικο-πολιτιστικό περιβάλλον της δεκαετίας του ’70 με τα τραγούδια, τον κινηματογράφο, τα διεθνή πολιτικά γεγονότα, θα προσπαθήσει να ερμηνεύσει την εποχή της και να εκπληρώσει τα όνειρά της: να σπουδάσει αρχιτεκτονική, να κρατήσει φιλίες, να ταξιδέψει. Μόνο που συνεχή εμπόδια θα ορθώνονται από την οικογένειά της, τα οποία θα της κλείνουν διαρκώς τον δρόμο. Προσωπικά κίνητρα κι ένα ένοχο μυστικό, ανερμήνευτα από ένα νέο κορίτσι που μόλις βγαίνει στη ζωή, θα αποκαλυφτούν με τον πιο τραγικό τρόπο.
Δεν θα μπορούσε στο φόντο να μην είναι και η Ύδρα, αλλά δεν είναι μόνο αυτή. Είναι και η Σίφνος, το Νανσί και η εξοχή της βόρειας Γαλλίας, το Νόρφολκ και τα Μπροαντς της Αγγλίας. Και όχι για την απόλαυση του ταξιδιού και την ομορφιά τους. Ο κάθε τόπος παίζει έναν κομβικό ρόλο την ώθηση της πλοκής.
Για μένα η συγγραφή δεν είναι θέμα έμπνευσης. Είναι οι εμμονές που με κατατρύχουν. Ερωτήματα που τίθενται στην εξέλιξη της πλοκής εντάσσονται σε γενικότερες αναζητήσεις δικές μου. Ήταν η γενιά του ’70- η δική μου γενιά- μια γροθιά στο «κατεστημένο», μια χειραφέτηση, μια άρνηση και μια θέση; Μια προσέγγιση τελείως διαφορετική από την έντονη και πολωτική πολιτικοποίηση που ακολούθησε;
Φυσικά η λογοτεχνία δεν απαντάει σε ερωτήματα. Κεντάει πλοκές και καταστάσεις, διεγείρει τη σκέψη και την κρίση του αναγνώστη.
Κατά πόσο τα έργα σας περιέχουν βιογραφικά στοιχεία, κομμάτια της δικής σας προσωπικότητας και ιστορίας ζωής;
Για παράδειγμα, αυτό το κοριτσάκι, η Νάντια, είμαι εγώ. Είμαι εγώ με όλη την ελευθερία που μου δίνει το λογοτεχνικό σύμπαν. Με κάνω ό,τι θέλω και βάζω όσες παγίδες θέλω στον εαυτό μου να τις αντιμετωπίσει. Ο βασικός πυρήνας του μυθιστορήματος πέρα από το κοινωνικο-πολιτιστικό πλαίσιο είναι η δύσκολη συγκρουσιακή σχέση μάνας-κόρης. Και είχα μια πολύ δύσκολη σχέση με τη μητέρα μου, που ακόμα προσπαθώ να ερμηνεύσω.
Στο μυθιστόρημά μου έχτισα ένα alter ego, την Τίνα, τη συμμαθήτρια της Νάντιας, η οποία πετυχαίνει όπου η Νάντια αποτυγχάνει. Είναι ο ανάστροφος εαυτός της Νάντιας. Το θέμα του μυθιστορήματος ξεκίνησε με την πρόθεση να χαρτογραφηθεί η επαναστατημένη έφηβη που βρίσκει διαρκώς εμπόδια. Όταν τέλειωσα, αυτό που εμφαίνεται πλέον ως πρώτο μέρος του βιβλίου, θεώρησα ότι συνέβη η κορύφωση και η λύση του βιβλίου, δόθηκαν οι πικρές εξηγήσεις κι αυτό ήταν. Όμως κάτι μου έλεγε ότι το κείμενο δεν είχε ακόμα ωριμάσει.
Όταν έφυγε από τη ζωή η μητέρα μου και μάλιστα με έναν τραγικά αργόσυρτο τρόπο και μόνο εμένα είχε για να στηριχθεί, γονάτισα. Ακόμα και τώρα, μετά από τρία χρόνια, κάθε που ανοίγω το πρωί τα μάτια μου, φωνάζω από μέσα μου «έλεος» για το τραγικό τέλος.
Και ξανάνοιξα το μυθιστόρημα. Πήραν τα δάχτυλα μου στην κυριολεξία φωτιά στο πληκτρολόγιο. Το δεύτερο κεφάλαιο στέλνει τη Νάντια να διερευνήσει τις δικές της ανεξάρτητες πλέον δυνάμεις και να φτάσει σε ένα σημείο «συγχώρεσης». Συγχώρεσης ή συμπόνοιας; Στο βιβλίο είναι ανοικτή αυτή η διαβάθμιση του συναισθήματος.
Πόσο μπορείς να συγχωρέσεις όταν οι επιπτώσεις των συγκρούσεων κατέστρεψαν τα όνειρα που είχες γι’ αυτή τη μια και μοναδική ζωή που σου δόθηκε; Αυτό το φορτίο μπορεί να ξεριζωθεί από μέσα σου;
Ο καθένας δίνει τη δική του απάντηση. Αυτό είναι η λογοτεχνία.
Ποιό είναι το μήνυμα (ή ένα μήνυμα) που θα θέλατε να περάσετε στους αναγνώστες σας μέσα από αυτό το βιβλίο;
Ποτέ η ζωή δεν ήταν στρωμένη με ροδοπέταλα. Ο κάθε άνθρωπος, σαν άτομο, σαν κοινωνικό περιβάλλον, σαν γενιά, σαν ιστορική συγκυρία έχει να αντιμετωπίσει τις δικές του προκλήσεις στη ζωή.
Η ζωή είναι μια αέναη πάλη. Μην κλαίγεσαι. Μην μοιρολατρείς. Πάτα σε ό,τι έχεις και προχώρα. Μας παίρνει μια ολόκληρη ζωή να καταλάβουμε ότι κανείς δεν μας χρωστάει τίποτα, όλοι παλεύουμε σε έναν δύσκολο κόσμο.
Θεωρείτε πως ένας συγγραφέας μπορεί εύκολα να «αποκοπεί» από την προσωπικότητα του, την κοσμοθεωρία του και τα συναισθήματά του για να πλάσει ένα σενάριο/έναν χαρακτήρα ή η προσωπικότητα του ατόμου καθρεπίζεται πάντα μοιραία και στα έργα του;
Προσωπικά, δεν έχω φτάσει σε εκείνο το επίπεδο που θα μπορώ να αφήσω τον εαυτό μου, τις σκέψεις μου, τις θέσεις μου, τις αρνήσεις μου, τις αναζητήσεις μου, τις αμφισβητήσεις μου, τις αμφιβολίες μου, τις εμπειρίες μου, τις αποτυχίες μου έξω από τα κείμενά μου. Ίσως στο μέλλον το επιδιώξω. Αλλά προς το παρόν αμφιβάλλω εάν θα είχα κίνητρο να γράψω μια αποστασιοποιημένη ιστορία. Δεν με ενδιαφέρει η ιστορία καθεαυτή. Με ενδιαφέρει το πίσω από την ιστορία.
Εσείς ως αναγνώστρια έχετε προτίμηση σε συγκεκριμένα λογοτεχνικά είδη; Τι θεματολογίες ελκύουν συνήθως το ενδιαφέρον σας;
Αν και έχω ιδιαίτερες προτιμήσεις, ποτέ μην πεις ποτέ για κανένα είδος λογοτεχνίας. Προτιμώ την αγγλοσαξονική λογοτεχνία με κοινωνικο-ψυχολογικό υπόβαθρο. Ενδεικτικά, έχω διαβάσει όλο τον Φιλίπ Ροθ και τον Ίαν ΜακΓιούαν, τον Τζόναθαν Κόου και τον Τζούλιαν Μπαρνς, αλλά και τον Τζον Φόουλς και τον Καζούο Ισιγκούρο, έτσι όπως κεντάει με κάθε λεπτομέρεια τα κείμενά του. Και ο Ναμπόκοφ αγαπημένος μου, και όχι μόνο για τη Λολίτα. Και η Άλι Σμιθ για το ιδιόμορφο γράψιμό της. Αλλά, όταν διάβασα το δυστοπικό «Άννυ» του Ιταλού Niccolo Ammaniti, σκέφτηκα ότι κάθε έφηβος θα έπρεπε να το διαβάσει, θα έπρεπε να έχει μια θέση στα σχολεία.
Να πω ότι δεν ενδιαφέρομαι για τα αστυνομικά; Μα τότε γιατί περίμενα ανυπόμονα να βγει το κάθε καινούργιο βιβλίο του Καμιλλέρι; Πάνω από είκοσι βιβλία του έχω διαβάσει. Εκτός τούτου, τυχαία διάβασα το πρώτο βιβλίο της σειράς των Nicci French «Blue Monday» (ήμουν καλοκαίρι στην Ύδρα και είχα ξεμείνει από βιβλία-είχα διαβάσει όλα όσα είχα πάρει μαζί μου για το καλοκαίρι), μου το σύστησε ο βιβλιοπώλης, είπα να δοκιμάσω το είδος και μανιωδώς διάβασα όλη τη σειρά. Χιλιάδες σελίδες μέσα σε ένα καλοκαίρι. Ένας δολοφόνος και μια ψυχαναλύτρια που αλληλοπαρακολουθούνται και αλληλοψυχαναλύονται. Ψυχαναλύθηκα και η ίδια. Οπότε η πρότερη άποψή μου ότι δεν με ενδιαφέρει η αστυνομική λογοτεχνία κατέρρευσε παταγωδώς…
Σίγουρα η τέχνη είναι ένας δρόμος ανοιχτός προς όλους, όμως αντικειμενικά δεν έχουν όλοι τα ίδια «φόντα» να είναι συγγραφείς, ζωγράφοι, μουσικοί κτλ. Θεωρείτε πως σήμερα μέσα στην πληθώρα των πληροφοριών είναι πιο δύσκολο να ξεχωρίσει ένας καλλιτέχνης ή ένα έργο και να κερδίσει κάποια διαχρονική αναγνώριση;
Μήπως πολλά αξιόλογα έργα χάνονται μέσα στη δίνη των εμπορικών και αναλώσιμων best seller;
Προσωπικά σέβομαι τον κάθε άνθρωπο που τολμάει να γράψει ένα βιβλίο. Κάποιος εσωτερικός λόγος τον ωθεί. Δεν είμαι εκείνη που θα κρίνω την πρόθεσή του. Όταν όμως διαλέξω τι θέλω να διαβάσω, θα κρίνω με τα δικά μου ενδιαφέροντα και με τα δικά μου ποιοτικά κριτήρια. Το ίδιο θα κάνει και ο κάθε αναγνώστης. Και ο κάθε αναγνώστης έχει τα δικά του ενδιαφέροντα, τις δικές του ανάγκες. Να βασανίσει το μυαλό του, να χαλαρώσει, να κλάψει, να γελάσει…
Το βιβλίο, από τη μεριά των εκδοτικών οίκων, είναι πρώτιστα ένα προϊόν το οποίο πρέπει να επιβιώσει στους κανόνες της προσφοράς και της ζήτησης. Τα εμπορικά βιβλία με τα έσοδά τους θα στηρίξουν και μια λιγότερο εμπορική έκδοση που ωστόσο θα άξιζε μια ευκαιρία να βρει το αναγνωστικό κοινό της. Είναι αλήθεια, πως μετά την οικονομική κρίση, τα πράγματα στον εκδοτικό χώρο έχουν γίνει όλο και πιο δύσκολα.
Από τη στιγμή που θα εκδοθεί ένα βιβλίο, αρχίζει μια νέα μάχη. Να ακουστεί, να διαβαστεί. Δεν πάμε πια στα βιβλιοπωλεία να ψαχουλέψουμε τα βιβλία. Άλλωστε δεν είναι όπως στο παρελθόν με τα λίγα καταξιωμένα ονόματα των λογοτεχνών που όλοι τους γνωρίζαμε. Πρόκειται για μια πάλη που σε μεγάλο βαθμό παίζεται στα social media. Και για να φτάσεις στα χέρια του αναγνώστη πρέπει να παλέψεις.
Είμαι σίγουρη πως θα δούμε κι άλλα βιβλία από εσάς γενικά, η αγάπη σας για τη συγγραφική δημιουργία είναι εμφανής. Έχετε όμως κάτι ιδιαίτερο που ετοιμάζετε για το προσεχές μέλλον ή κάτι συγκεκριμένο που ενδεχομένως θα θέλατε κάποια στιγμή να πραγματοποιήσετε;
Αυτή τη στιγμή εργάζομαι πάνω σε ένα νέο μυθιστόρημα με θέμα δύο οικονομικές κρίσεις (1929 και 1932) και τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και την επίδρασή τους στις σχέσεις των ανθρώπων. Το ότι βιώσαμε μια ακραία οικονομική κρίση, μας έκανε να κατανοήσουμε το πώς αυτή μπορεί να διαλύσει την κοινωνική συνοχή.
Ο παππούς μου, με την οικονομική κρίση του ’29 έχασε έναν πύργο στη Γαλλία (Chateau des Coteaux) και το ’32 ένα Μέγαρο πενταόροφο Art Deco στη Μαυρομματαίων. Στον δε, πόλεμο, λίγα χρόνια μετά, ο πατέρας μου δεν βρήκε ούτε τον τάφο του όταν γύρισε από το αλβανικό μέτωπο. Βίωσα στα στερνά της ζωής του πατέρα μου, τα σπαρακτικά κλάματά του για τον αγαπημένο του σκύλο, τον Άργο, που αναγκάστηκε να αφήσει πίσω του, μικρό παιδί, όταν εγκατέλειψαν τον πύργο και επέστρεψαν στην Ελλάδα, ενώ μέχρι τότε δεν μιλούσε ποτέ για τις απώλειες της ζωής του.
Επρόκειτο για οικογενειακές αφηγήσεις βιωμάτων. Όμως, μια δεκαετία τώρα, μέσα στη κρίση, προσπάθησα να δω διαφορετικά τα συμβάντα της ζωής και τις επιπτώσεις τους. Αυτός είναι ο πυρήνας της αφήγησης. Αλλά ως παντογνώστης αφηγητής έχω το προνόμιο να χειραγωγώ τους ήρωές μου.
Εμείς σας ευχόμαστε καλή επιτυχία σε κάθε νέο σας εγχείρημα, που σίγουρα θα έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, και καλή δύναμη!
Μπορείτε να προμηθευτείτε το νέο βιβλίο “Amor Fati” της Νέλλη Σπαθάρη από όλα τα βιβλιοπωλεία της Ελλάδας, ενώ είναι διαθέσιμο και στο ηλεκτρονικό κατάστημα του εκδοτικού οίκου Ελκυστής (εδώ).
Μπορείτε επίσης να το παραγγείλετε στην Κύπρο καλώντας στο τηλέφωνο 99326813 (D.E.S. Bookworld).
Και τα υπόλοιπα βιβλία της συγγραφέα είναι διαθέσιμα σε διάφορα ηλεκτρονικά και μη βιβλιοπωλεία της χώρας.