Η Ζωή Κουρούκλη (όπως ήταν το πραγματικό της όνομα) γεννήθηκε στις 12 Δεκεμβρίου του 1944 στη Θεσσαλονίκη. Τον πατέρα της δεν τον γνώρισε ποτέ, καθώς ο συνταγματάρχης του Ελληνικού Στρατού, Δημήτρης Κουρουκλής δολοφονήθηκε στον Εμφύλιο σε ηλικία 24 ετών.
Η μητέρα της πέθανε επίσης όταν η Ζωή ήταν 7 χρονών, οπότε την φροντίδα της ανέλαβαν ο παππούς και η γιαγιά της. Την μεγάλωσαν με πολλή αγάπη, αλλά και με αρκετή αυστηρότητα και υπερπροστασία. Στα 14 της τους άκουσε να λένε ότι σκέφτονται να την παντρέψουν, γιατί ήταν ζωηρή, όμως η ίδια είχε άλλες βλέψεις.
Ο δρόμος προς την επιτυχία
Παρότι έγινε γνωστή από τον χώρο του κινηματογράφου, η Ζωή ξεκίνησε την πορεία της συμμετέχοντας στα καλλιστεία του 1959, σε ηλικία μόλις 15 ετών. Λόγω του συντηρητισμού της εποχής και του νεαρού της ηλικίας της, η Ζωή δήλωσε ψευδώς μεγαλύτερη ηλικία και το ψευδώνυμο Αμαρυλλίς.
Η επιθυμία της να περπατήσει στην πασαρέλα του διαγωνισμού πραγματοποιήθηκε, ενώ κατάφερε να πάρει και τον τίτλο της Σταρ Ελλάς.
Η παρουσία της στα καλλιστεία αποδείχθηκε καταλυτική για την μετέπειτα πορεία της, αφού δέχτηκε πρόταση από τον Φίνο να παίξει στην ταινία «Κατήφορος», που προβλήθηκε το 1961.
Το ανατρεπτικό για την εποχή κοινωνικό δράμα του Γιάννη Δαλιανίδη, συγκρούστηκε με τα ταμπού της εποχής προβάλλοντας μεταξύ άλλων ιδιαίτερες ερωτικές περιπέτειες των εφήβων και σκηνές με γυμνό. Η ταινία έσπασε τα ταμεία και οι πρωταγωνιστές της έγιναν άμεσα δημοφιλείς. Μεταξύ αυτών και η Ζωή Λάσκαρη.
Το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Λάσκαρη της το έδωσε ο Φιλοποίμην Φίνος εμπνευσμένος από έναν Ιταλό καλλιτέχνη, ώστε να μην την μπερδεύουν με την ξαδέρφη της Ζωή Κουρούκλη, που ήταν τότε διάσημη τραγουδίστρια.
Η καριέρα της Ζωής Λάσκαρη εκτοξεύτηκε και σύντομα καθιερώθηκε ως μια από τις εμπορικότερες και μεγαλύτερες σταρ της εποχής μαζί με την Αλίκη Βουγιουκλάκη και την Τζένη Καρέζη.
Με την Αλίκη υπήρξαν και πολύ καλές φίλες, παρόλο που τα μέσα προσπαθούσαν να ρίξουν ίντριγκες μεταξύ των δύο μεγάλων πρωταγωνιστριών. Ήταν διαφορετικές και μέσα από τις ταινίες τους η καθεμία είχε δημιουργήσει το δικό της προφίλ.
Η Ζωή Λάσκαρη καθιερώθηκε ως η δυναμική και ατίθαση μοιραία γυναίκα, που θέλουν όλοι οι άντρες, πράγμα που δεν απείχε πολύ από την πραγματικότητα.
Η Ζωή Λάσκαρη έγινε η μούσα του Δαλιανίδη έχοντας πάντα τον πρωταγωνιστικό ρόλο σε πάνω από 20 ταινίες του, κοινωνικά δράματα, κωμωδίες και μιούζικαλ.
Έπαιξε συνολικά σε 23 ταινίες της Finos Films, γεγονός που αποτελεί ρεκόρ για γυναικείους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Ήταν η μόνη κινηματογραφική ηθοποιός που συνεργάστηκε μόνο με μια εταιρεία παραγωγής σε όλη την κινηματογραφική καριέρα της.
Ο Φιλοποίμην Φίνος υπήρξε για την Ζωή ο πατέρας που ποτέ δεν γνώρισε και μαζί με την γυναίκα του Τζέλλα Φίνου την είχαν σαν παιδί τους, φτάνοντας μέχρι και στο σημείο να σκεφτούν να την υιοθετήσουν.
Στην λαμπρή καριέρα της στην μεγάλη οθόνη η Ζωή Λάσκαρη συνεργάστηκε με σπουδαία και αγαπημένα ονόματα του χώρου, όπως τον Αλέκο Αλεξανδράκη, τον Κώστα Βουτσά, την Ρένα Βλαχοπούλου, τον Φαίδωνα Γεωργίτση, τον Νίκο Κούρκουλο, την Μάρθα Καραγιάννη, την Μαίρη Χρονοπούλου και άλλους.
Κάποιες χαρακτηριστικές ταινίες στις οποίες πρωταγωνίστησε είναι οι: Νόμος 4000 (1962), Μερικοί το προτιμούν κρύο (1962), Ίλιγγος (1963), Κορίτσια για φίλημα (1964), Τέντυ Μπόι αγάπη μου (1965), Δάκρυα για την Ηλέκτρα (1966), Οι θαλασσιές οι χάντρες (1967), Μια κυρία στα μπουζούκια (1968), Μαριχουάνα Στοπ (1971) κ.α.
Σε μια αυστηρά συντηρητική εποχή η Ζωή Λάσκαρη ήταν από τις πρώτες γυναίκες που δέχτηκαν και σήκωσαν το βάρος της μετάβασης προς την απενεχοποίηση της σεξουαλικότητας, του γυμνού στη μεγάλη οθόνη και την απελευθέρωση της γυναίκας. Στον αντίποδα της ατσαλάκωτης και ναζιάρας Αλίκης, η Ζωίτσα ανέλαβε ρόλους με γυμνό, χαστούκια, εξευτελισμό και σκληρές ατάκες.
Το 1985 σε ηλικία 40 ετών η Λάσκαρη φωτογραφήθηκε γυμνή για το Playboy και έγινε η πρώτη επώνυμη που βρέθηκε στο εξώφυλλο του γνωστού αντρικού περιοδικού προκαλώντας για άλλη μια, αλλά και τελευταία φορά ποικίλες αντιδράσεις. Οι πωλήσεις εκείνου του τεύχους χτύπησαν ρεκόρ για το περιοδικό, που δεν έχει ξεπεραστεί μέχρι σήμερα.
Έγινε ίνδαλμα της καταπιεσμένης νεολαίας της δεκαετίας του ’60. Οι ταινίες στις οποίες πρωταγωνίστησε έγιναν μεγάλες εισπρακτικές επιτυχίες.
Οι τολμηροί ρόλοι της σε συνδυασμό με το εντυπωσιακό της παρουσιαστικό και ταπεραμέντο αγαπήθηκαν και την καταξίωσαν ως μια από τις μεγαλύτερες και καθαρόαιμες σταρ μιας λαμπρής εποχής για την ελληνική πραγματικότητα.
Μετά την δύση της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου στα μέσα της δεκαετίας του 1970, η Λάσκαρη στράφηκε αποκλειστικά στην μεγάλη αγάπη της, το θέατρο, όπου συνεργάστηκε με μεγάλους Έλληνες σκηνοθέτες και συμμετείχε σε σημαντικά θεατρικά έργα.
Το 1997 έκανε την πρώτη της εμφάνιση στην Επίδαυρο ως Ελένη στις «Τρωάδες» σε σκηνοθεσία του Μιχάλη Κακογιάννη. Το 2003 ίδρυσε την δική της θεατρική σκηνή στον πολυχώρο «Αθηναΐδα».
Οι άντρες της Ζωής και η οικογένεια
Η προσωπική της ζωή απασχόλησε πολλές φορές τα μέσα ενημέρωσης, καθώς η Ζωή ήταν μια γυναίκα που ερωτευόταν με πάθος, έκανε πάντα αυτό που ήθελε και δεν φοβόταν καθόλου να εκτεθεί.
Στα 23 της χρόνια παντρεύτηκε τον επιχειρηματία Πέτρο Κουτουμάνο, με τον οποίο απέκτησε την πρώτη κόρη της Μάρθα. Δεν έμειναν πολλά χρόνια μαζί, αφού όπως αποκαλύφθηκε αργότερα εκείνος την ήθελε να αφήσει την καριέρα της, ενώ επίσης την απατούσε. Η Ζωή όμως ήταν αδάμαστη.
Σημαντικό κεφάλαιο της ζωής της αποτέλεσε στη συνέχεια η σχέση της με τον σπουδαίο τραγουδιστή Τόλη Βοσκόπουλο, που τραγούδησε για εκείνη το «Ξανθή αγαπημένη Παναγιά». Η σχέση τους κράτησε 3 χρόνια και έληξε άδοξα χωρίς ποτέ κανείς τους να αποκαλύψει λεπτομέρειες για το τι συνέβη μεταξύ τους.
Το 1976 γνώρισε τον γνωστό δικηγόρο Αλέξανδρο Λυκουρέζο, με τον οποίο παντρεύτηκαν την ίδια κιόλας χρονιά με απόλυτη μυστικότητα χωρίς κάμερες και φωτογράφους.
Μαζί του απέκτησε άλλη μια κόρη, την Μαρία-Ελένη και, όπως η ίδια είχε δηλώσει πολλές φορές, αυτόν τον άντρα τον λάτρευε, παρόλο που ούτε αυτός υπήρξε πιστός μαζί της. Έμειναν μαζί 41 χρόνια μέχρι τον θάνατό της και έχουν υπάρξει ένα από τα πιο αγαπημένα διάσημα ζευγάρια.
Η Ζωή Λάσκαρη έφυγε ξαφνικά από τη ζωή στις 18 Αυγούστου του 2017 σε ηλικία 72 ετών. Ο θάνατός της ήταν αναπάντεχος και προκάλεσε θλίψη σε πλήθος αγαπημένων της ανθρώπων και θαυμαστών της. Έφυγε όμως ήρεμη και χορτασμένη.