Οι Δίκες των Μαγισσών του Σάλεμ είναι μια από τις πιο περιβόητες υποθέσεις της αμερικανικής ιστορίας, που έλαβαν χώρα μέσα σε μια πολύπαθη κοινωνικά και σκοταδιστική περίοδο του 17ου αιώνα.
Το ιστορικό γεγονός χρησιμοποιείται συχνά μέχρι και τη σημερινή εποχή ως ένα παράδειγμα των δυσάρεστων επιπτώσεων της πολιτικοκοινωνικής προπαγάνδας και του ιδεοληπτικού φανατισμού. Παρόλα αυτά, τα πραγματικά γεγονότα σε πολλές αναφορές έχουν αναμειχθεί με στοιχεία μυθοπλασίας, υπερβολές και ιστορικές παραλήψεις.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το γεγονός ότι οι “μάγισσες” που καταδικάστηκαν τότε, όχι μόνο στο Σάλεμ, αλλά και σε άλλες περιοχές της Μασαχουσέτης, δεν ήταν μόνο γυναίκες και δεν κάηκαν ποτέ στην πυρά, όπως τείνει μια μερίδα κόσμου να πιστεύει.
Ας πάμε όμως να δούμε από την αρχή ποια γεγονότα προκάλεσαν το κυνήγι των Μαγισσών στο Σάλεμ, τι ρόλο έπαιξαν οι κοινωνικές συνθήκες της εποχής και πως τελικά ολοκληρώθηκε μια από τις πιο περίφημες δίκες της αμερικανικής ιστορίας.
______________________________________
Η καταδίωξη ατόμων, γυναικών και αντρών, με την κατηγορία της χρήσης μαγείας γνώρισε μεγάλη ένταση τα Μεσαιωνικά χρόνια στην Ευρώπη. Σχετικές όμως υποθέσεις έχουν καταγραφεί σε διάφορες περιόδους, από την Βαβυλώνα και την Αρχαία Αίγυπτο μέχρι την Ιερά Εξέταση της Καθολικής Εκκλησίας και το κίνημα του Μακαρθισμού στην Αμερική κατά τον Ψυχρό Πόλεμο.
Κατά τον 16ο-17ο αιώνα η εξάπλωση της κουλτούρας του αποκρυφισμού ώθησε τους συντηρητικούς καθολικούς κύκλους της Ευρώπης να εξαπολύσουν ανθρωποκυνηγητό εναντίον των ανήθικων, επικίνδυνων και αιρετικών στοιχείων κάθε φύλου και ηλικίας.
Η ταραγμένη περίοδος του Τριακονταετή Πολέμου και οι συνεπαγόμενες κοινωνικές αναταραχές καλλιέργησαν στους ανθρώπους φόβο και προκαταλήψεις για κάθε περίεργο, ασυνήθιστο ή ανεξήγητο φαινόμενο.
Άτομα που συνδέθηκαν με κάποιο τρόπο με αυτά τα φαινόμενα θεωρήθηκαν ότι εξασκούν πρακτικές μαγείας και μπήκαν στο στόχαστρο της κοινωνίας φθάνοντας κατά περιπτώσεις μέχρι και στην εκτέλεση.
Φθάνοντας στην επαρχία της Μασαχουσέτης τον 17ο αίωνα, η κοινωνία βίωνε μια έντονη ανασφάλεια λόγω του φόβου πολεμικών συγκρούσεων με τους ιθαγενείς, των εντάσεων μεταξύ γειτονικών πόλεων, των μεταναστευτικών ρευμάτων και της καταστροφικής επιδημίας της ευλογιάς.
Αυτή η ανασφάλεια οδήγησε την κοινή γνώμη να αισθάνεται ότι βρίσκεται σε έναν πόλεμο με τον ίδιο τον Σατανά. Η’ τουλάχιστον αυτό καλλιεργήθηκε κατά πολύ από τους ηγετικούς κύκλους, υπουργούς, δικαστές, ιερείς, που υποκινούσαν το κοινό αίσθημα σύμφωνα με τις προσωπικές τους βλέψεις και προτιμήσεις.
Δύο αιώνες μετά το κυνήγι των μαγισσών στην Ευρώπη, η καταδίωξη των θεωρούμενων “υπηρετών της μαγείας” έμελλε να ξαναγεννηθεί στις αμερικανικές αποικίες.
Πως όμως ξεκίνησαν όλα;
Τα γεγονότα της πόλης του Σάλεμ
Όλα ξεκίνησαν τον χειμώνα του 1692, όταν τα τρία ανήλικα κορίτσια μιας οικογένειας στο Σάλεμ άρχισαν να παρουσιάζουν μια παράξενη και ανεξήγητη συμπεριφορά. Ο λόγος για την 9χρονη Betty Parris, κόρη του αιδεσιμότατου Samuel Parris, την 11χρονη ξαδέρφη της Abigail Williams και την 12χρονη Ann Putnam.
Όπως καταγράφεται, τα κορίτσια έβγαζαν περίεργες κραυγές και τσιρίδες χωρίς προφανή λόγο, μουρμούριζαν ασυνάρτητους ήχους και βλασφημίες, βίωναν απώλεια συγκέντρωσης, ξαφνικούς σπασμούς, επιθετική συμπεριφορά και περιστατικά έκστασης, συχνά “διπλώνοντας” το σώμα τους σε εξωπραγματικές στάσεις.
Τα περίεργα συμπτώματα των κοριτσιών άρχισαν σύντομα να εμφανίζουν και άλλες κοπέλες της πόλης και οι κάτοικοι δεν άργησαν να αποδώσουν την αιτία του κακού σε πιθανή δαιμονική επήρεια. Οι προσευχές του αιδεσιμότατου δεν έφερναν αποτέλεσμα και ο γιατρός της πόλης δεν μπορούσε με τις γνώσεις της εποχής να διαγνώσει φυσικά αίτια για τα παράδοξα συμπτώματα. Επόμενη λογική εξήγηση λοιπόν στάθηκε το παραφυσικό.
Οι πρώτες υποψίες στράφηκαν στην Tituba, μια Ινδιάνα σκλάβα από την περιοχή της Καραϊβικής, που κατηγορήθηκε για μαγγανείες, προβλέψεις του μέλλοντος και αποκρυφιστικές τελετές, πράγματα που τότε απαγορεύονταν αυστηρά ως αντιθρησκευτικά και δαιμονικά.
Μετά από έντονες πιέσεις, τα κορίτσια αποκάλυψαν στον αιδεσιμότατο ότι πράγματι η Tituba, καθώς και οι Sarah Good και Sarah Osborne, ήταν υπεύθυνες για την κατάστασή τους και ότι έκαναν συμφωνίες με τον Διάβολο.
Στις 29 Φεβρουαρίου του 1692 οι τρεις γυναίκες συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν σε δίκη. Από αυτές μόνο η Tituba ομολόγησε ότι είχε συμφωνήσει όντως με τον Σατανά να τον υπηρετεί αποκαλύπτοντας επίσης ότι δεν ήταν η μόνη στην πόλη. Την 1η Μαρτίου καταδικάστηκαν και οι τρεις ως ένοχες για μαγεία και φυλακίστηκαν.
Δίκες και εκτελέσεις
Από τότε και μετά ξέσπασε στην τοπική κοινωνία μια φρενίτιδα, όπου διάφοροι άνθρωποι εκμεταλλευόμενοι τα γεγονότα άρχισαν να κατηγορούν οποιονδήποτε που για κάποιο λόγο θεωρούσαν εχθρό τους, ενίοτε και για προσωπικούς λόγους. Σημαντικό ρόλο σε αυτό έπαιξαν τα κορίτσια της οικογένειας του αιδεσιμότατου, που υποδείκνυαν πρώτες στους δικαστές άτομα που υποτίθεται εξασκούσαν πρακτικές μαγείας και κατέθεταν εναντίον τους στο δικαστήριο.
Δεκάδες άτομα οδηγήθηκαν σε δίκη με την κατηγορία της μαγείας και φυλακίστηκαν, ενώ μόνο 19 από αυτά τελικά εκτελέστηκαν. Όσοι ομολογούσαν την ενοχή τους και κατέδιδαν άλλα άτομα γλίτωναν την καταδίκη.
Ο τρόπος εκτέλεσής τους ήταν ο απαγχονισμός και όχι η καύση στην πυρά, όπως τείνει να πιστεύεται από το ευρύ κοινό. Παρόλο που στην Ευρώπη υπήρχαν κάποιοι νόμοι που επέτρεπαν την καύση στην πυρά ως εξαγνισμό της μαγείας, στη Μασαχουσέτη και άλλες βρετανικές αποικίες της Αμερικής τέτοιες μέθοδοι είχαν απαγορευτεί.
Η πρώτη που οδηγήθηκε στην κρεμάλα τον Ιούνιο του 1692 ήταν η 60χρονη Bridget Bishop, μια γυναίκα γνωστή για το κουτσομπολιό και τα ψέματά της, στοιχεία που φαίνεται πως στάθηκαν αρκετά τότε για να στοχοποιηθεί από κάποιους ως “μάγισσα”. Εκτελέστηκε στο Gallows Hill (τον “λόφο της κρεμάλας”), όπου ακολούθησε και η εκτέλεση των υπόλοιπων 18 ατόμων το επόμενο διάστημα.
Τα άτομα που εκτελέστηκαν ήταν κυρίως γυναίκες, αλλά και άντρες, μεταξύ των οποίων ένας πολιτικός και ένας αστυνομικός, που είχε αρνηθεί να συμμετέχει στις συλλήψεις των “μαγισσών”. Τέσσερις γυναίκες, μεταξύ αυτών και η 50χρονη Sarah Osborne, πέθαναν στη φυλακή, ενώ οι περισσότεροι που κατηγορήθηκαν, αθωώθηκαν ή αποφυλακίστηκαν αργότερα.
Η Ινδιάνα Tituba, που ήταν η πρώτη που παραδέχτηκε την ανάμειξή της με δαιμονικές πρακτικές, έμεινε στη φυλακή για έναν χρόνο και αφέθηκε ελεύθερη όταν κάποιος πλήρωσε για την αποφυλάκισή της.
Να σημειωθεί επίσης ότι δίκες “μαγισσών” δεν πραγματοποιήθηκαν τότε μόνο στην πόλη του Σάλεμ, αλλά και σε πολλές άλλες πόλεις της αποικίας της Μασαχουσέτης, όπως το Andover, Topsfield, Charlestown και Boston.
Το τέλος της καταδίωξης των μαγισσών
Η εκτέλεση των τελευταίων οκτώ καταδικασθέντων για μαγεία έγινε στις 22 Σεπτεμβρίου του 1692, ενώ κάτοικοι της περιοχής είχαν ήδη αρχίσει να αμφισβητούν την αξιοπιστία των μαρτυριών που κατηγορούσαν ως “μάγους” σχεδόν οποιονδήποτε. Τα νεαρά κορίτσια, από τα οποία ξεκίνησε η όλη ιστορία, θεωρήθηκαν ύποπτα πλέον για ψευδείς συκοφαντίες.
Τον Οκτώβριο του 1962 ο Thomas Brattle δημοσίευσε μια ανατρεπτική επιστολή, που ασκούσε έντονη κριτική στις δίκες των μαγισσών και τις αφηρημένες πουριτανικές θέσεις των δικαστών, που καταδίκασαν αναίτια ανθρώπους. Ως αποτέλεσμα αυτής της επιστολής, ο κυβερνήτης Phips διέλυσε το δικαστήριο μετά από λίγες μέρες και ως τον Ιανουάριο του 1693 αθωώθηκαν και οι τελευταίοι κατηγορούμενοι.
Μέσα στα επόμενα χρόνια διάφοροι από τους εμπλεκόμενους παραδέχτηκαν ότι οι κατηγορίες και αποφάσεις τους υπήρξαν λανθασμένες και προέβησαν σε δημόσιες απολογίες. Η Ann Putnam, ένα από τα κορίτσια που είχαν τα περίεργα συμπτώματα συμπεριφοράς και συνέβαλαν στην καταδίωξη “μαγισσών”, παραδέχτηκε δημοσίως ότι είχε πει ψέματα στις δίκες του 1692 “επηρεασμένη από τον Σατανά”. Η Abigail Williams, από την άλλη, εξαφανίστηκε μετά τα γεγονότα, χωρίς κανείς να γνωρίζει τι απέγινε.
Μετά το 1700, απόγονοι των θυμάτων αποζημιώθηκαν για τους χαμένους συγγενείς τους και η φήμη των εκτελεσθέντων “μαγισσών” αποκαταστάθηκε στην περιοχή οριστικά.
__________________________________
Το παράδειγμα των Μαγισσών του Σάλεμ αποδεικνύει τους κινδύνους που ενέχει για μια κοινωνία μια περίοδος κρίσης, που χαρακτηρίζεται από πολιτική διαφθορά και ηθική εξαθλίωση.
Ο ατυχής συνδυασμός πολεμικών αναταραχών, οικονομικών προβλημάτων, δυσμενών συνθηκών διαβίωσης και έλλειψης αξιοκρατίας καλλιέργησε για άλλη μια φορά μια μερίδα ανθρώπων μίζερων, εκμεταλλευτών και ζηλόφθονων, έτοιμων να καταδώσουν και να καταδικάσουν συμπολίτες τους με τις ευλογίες μιας διεφθαρμένης πολιτικής ηγεσίας.
Ας μάθουμε να βλέπουμε τα παραδείγματα της ιστορίας ως μαθήματα, μια σημαντική τροφή για σκέψη και μέσο αντίληψης των πραγμάτων σε γενικότερο πλαίσιο και πέρα από προσωπικές ματαιοδοξίες.