Το βιομηχανικό συγκρότημα της “Ανώνυμης Θεσσαλικής Οινοπνευματικής Εταιρείας” (Α.Θ.Ο.Ε.), γνωστό ως “Οινόπνευμα“, βρίσκεται στη συνοικία των Αγίων Αναργύρων του Βόλου. Το εγκαταλελειμμένο και ρημαγμένο πλέον κουφάρι του παραμένει σήμερα ως ένα τελευταίο απομεινάρι και ενθύμιο της παλιάς και επεισοδιακής του ιστορίας.
____________________________________
Το εργοστάσιο ιδρύθηκε το 1919 με τη συνεργασία ντόπιων Θεσσαλών ποτοποιών (Τριαντάφυλλος, Κώστας, Γιώργος και Θεολόγος Αναγνώστου και Κούτσικος από το Βόλο, Νασιώκας, Αμουτζόπουλος, Τσαγγούλης από τα Τρίκαλα, Αφεντούλης από τη Ζαγορά και Ταμπασούλης από τη Λάρισα) με σκοπό την παραγωγή καθαρού και φωτιστικού οινοπνεύματος και αποσταγμάτων οίνου.
Το 33.000 τ.μ. οικόπεδο, όπου χτίστηκε, επιλέχθηκε σκόπιμα σαν τοποθεσία, αφού εκείνη την εποχή η περιοχή αυτή δεν ήταν ακόμα κατοικημένη. Επίσης βρίσκεται αρκετά κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό Βόλου, καθώς και στον εμπορικό λιμένα διευκολύνοντας έτσι τις εμπορικές συναλλαγές. Η κατασκευή του ολοκληρώθηκε το 1922 και σύντομα την ίδια χρονιά ξεκίνησε επίσημα τη λειτουργία του.
Τα πρώτα χρόνια η παραγωγή του εργοστασίου σημείωσε μια ανοδική πορεία μέχρι το 1934, όταν σημειώθηκαν τα πρώτα σημάδια κάμψης της λόγω του λαθρεμπορίου στο Πήλιο και τη Θεσσαλία γενικότερα. Ο νόμος τότε έδινε το δικαίωμα στους μικροπαραγωγούς να κάνουν ελεύθερα απόσταξη τσίπουρου χωρίς φορολογική επιβάρυνση και να παράγουν οινοπνευματώδη για ιδιωτική και αγροτική χρήση. Βρέθηκαν έτσι σε ρήξη με τους μεγαλοβιομήχανους οινοπνεύματος, που πλήρωναν κανονικά φορολογία και ασκούσαν πιέσεις στην κυβέρνηση να καταργηθεί ο νόμος που υπονόμευε την εμπορική τους ανάπτυξη.
Η Θεσσαλική Οινοπνευματική παρόλα αυτά συνέχισε την πορεία της και την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ως και το 1954. Σύμφωνα με τις πηγές, εκείνη την εποχή το εργοστάσιο απασχολούσε στο δυναμικό του 60 εργάτες.
Το εργοστάσιο αρχικά παρήγαγε αποκλειστικά οινόπνευμα και οι πρώτες ύλες που χρησιμοποιούσε ήταν μελάσα και κατώτερης ποιότητας σταφίδες και σύκα. Από το 1975 και μετά ξεκίνησε να διαχειρίζεται και κρασιά παράγοντας πλέον οινόπνευμα, αποστάγματα και υγρό διοξείδιο του άνθρακα (CO2).
Η παραγωγική δυναμικότητα του εργοστασίου έφτανε τα 10.000 λίτρα άνυδρου οινοπνεύματος (96% αιθανόλη) ποιότητας ποτοποιίας και μετουσιωμένη φαρμακευτική αλκοόλη, καθώς και 4.000 λίτρα άνυδρου αποστάγματος κρασιών την ημέρα.
___________________________________
Τον Απρίλιο του 1955 έλαβε χώρα ο πιο καταστροφικός σεισμός, που έζησε ποτέ η περιοχή του Βόλου και με το πέρας του άλλαξε οριστικά η φυσιογνωμία ολόκληρης της πόλης.
Η ισχυρότερη δόνηση μεγέθους 6,2 ρίχτερ σημειώθηκε το βράδυ της 19ης Απριλίου με επίκεντρο τον Παγασητικό κόλπο ταρακουνώντας συθέμελα την περιοχή. Ο τελευταίος και μεγαλύτερος μετασεισμός 5,8 ρίχτερ, δύο μέρες αργότερα, ολοκλήρωσε την καταστροφή.
Σπίτια, αρχοντικά, δημόσια κτίρια, βιοτεχνίες και βιομηχανίες υπέστησαν σοβαρές ή ελαφρότερες ζημιές και 460 από αυτά κατέρρευσαν τελείως. Υπολογίζεται ότι επλήγησαν από τον σεισμό ένα ποσοστό μεγαλύτερο του 80% των κτιρίων της πόλης. Χιλιάδες άνθρωποι έμειναν άστεγοι, οι περισσότερες επιχειρήσεις ανέστειλαν τη λειτουργία τους και η τοπική οικονομία κατέρρευσε.
Τα πέτρινα κτίσματα του εργοστασίου του Οινοπνεύματος υπέστησαν επίσης καταστροφές, αλλά ευτυχώς αναστρέψιμες. Τα σημεία που είχαν υποστεί ζημιές επισκευάστηκαν με ενίσχυση από μπετόν και σκυρόδεμα εσωτερικά ή εξωτερικά και έγιναν και κάποιες νέες προσθήκες στις εγκαταστάσεις, όπως η νέα πτέρυγα διυλιστηρίου, που έδωσαν στο κτίριο την τελική σημερινή του μορφή.
Προβλήματα μόλυνσης και αναστολή λειτουργίας
Παρά τις δυσμενείς συγκυρίες το εργοστάσιο συνέχισε σύντομα τη λειτουργία του δουλεύοντας σε 24ωρη βάση μέχρι και το 1976. Μέσα στην πάροδο όμως όλων αυτών των χρόνων από την εποχή της δημιουργίας του, η γύρω περιοχή έπαψε να είναι μια ακατέργαστη ύπαιθρος και είχε πλέον κατοικηθεί και ενσωματωθεί στον αστικό ιστό.
Το εργοστάσιο είχε αρχίσει λοιπόν πλέον να αποτελεί πρόβλημα για τους κατοίκους, τόσο λόγω της φασαρίας, όσο κυρίως λόγω της έντονης ατμοσφαιρικής ρύπανσης που προκαλούσε. Μετά από διάφορες εντάσεις και διαμαρτυρίες τελικά το εργοστάσιο σταμάτησε να λειτουργεί το 1977. Τότε είχε προσωπικό μόλις 9 εργάτες.
Παρόλο όμως που η λειτουργία του διακόπηκε, οι εγκαταστάσεις δεν είχαν καθαριστεί επαρκώς από τα μολυσματικά στοιχεία και η ρύπανση συνεχίστηκε. Τα απόβλητά του επιβάρυναν τα νερά του Παγασητικού και η δυσωδία στην περιοχή είχε γίνει αφόρητη.
Το 1979 οι κάτοικοι ζητούσαν την οριστική απομάκρυνση και μεταφορά του στην Βιομηχανική Περιοχή. Η ιδιοκτησία όμως του εργοστασίου δεν έδειχνε να συγκινείται και απλά συνέχισε να πληρώνει τα πρόστιμα που δεχόταν εξαιτίας της μόλυνσης.
Κάποια στιγμή πραγματοποιήθηκε στις εγκαταστάσεις βιολογικός καθαρισμός, ο οποίος όμως αποδείχθηκε σύντομα μη αποτελεσματικός, καθώς το ποσοστό των αποβλήτων ήταν πραγματικά υπέρογκο και υπήρχε δυσκολία στη διαχείριση της βινάσσας (δύσοσμο απόβλητο, που προκύπτει από την παραγωγή αλκοόλης).
Το 1997 ήταν που υπογράφηκε οριστικά από τις τοπικές αρχές η διακοπή της λειτουργίας του Οινοπνεύματος βάζοντας ένα τέλος στην επεισοδιακή του πορεία.
Τον Μάιο του 2004 σημειώθηκε μια τελευταία εκροή μολυσμένων αποβλήτων, που είχαν ξεμείνει στις δεξαμενές και κατόπιν ο χώρος καθαρίστηκε διεξοδικά. Αφαιρέθηκαν επίσης τα διάφορα αντικείμενα και στοιχεία που μπορούσαν να αποτελέσουν ξανά κίνδυνο για τη δημόσια υγεία.
Μέσα στην τελευταία δεκαετία έχουν τεθεί διάφορες προτάσεις αξιοποίησης του ευρύτερου οικοπέδου με τη δημιουργία μονάδας φοιτητικών εστιών και χώρων πράσινου και αναψυχής. Φαίνεται όμως πως ιδιοκτησία και δημοτική αρχή δεν έχουν καταφέρει ακόμα να βρουν μια “χρυσή τομή” στις μεταξύ τους διαπραγματεύσεις και, παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις των κατοίκων, ο χώρος παραμένει ανεκμετάλλευτος.
Απομεινάρια ιστορίας και σκουπίδια
Όπως κάθε εγκαταλελειμμένος χώρος, έτσι και το εργοστασιακό συγκρότημα του Οινοπνεύματος έχει αφεθεί πλέον στο έλεος του χρόνου και των διάφορων καιρικών συνθηκών, που αυξάνουν συνεχώς τις φθορές του. Ίσως όμως ο πιο καταστροφικός παράγοντας ακόμα και σε αυτά τα μέρη είναι και πάλι ο άνθρωπος.
Είναι σύνηθες φαινόμενο τα ερειπωμένα κτίρια να κατοικούνται ανά διαστήματα από ανθρώπους άστεγους, ναρκομανείς, λαθρομετανάστες ή άλλα παραβατικά στοιχεία. Και συνήθως η παρουσία τους δεν περνά ποτέ απαρατήρητη, αφού αφήνουν πίσω τους ζημιές και κάθε λογής σκουπίδια, πολλές φορές επικίνδυνα για άλλους ανυποψίαστους επισκέπτες.
Ρούχα, παπούτσια, σπασμένα γυαλιά και άλλα αντικείμενα, σκισμένα έντυπα και συσκευασίες, ανακατεμένα όλα μαζί σε μια βρώμικη μάζα συνθέτουν το σκηνικό στους χώρους του Οινοπνεύματος, που έχουν ακόμα κάποια σκεπή και έχουν χρησιμεύσει ως καταφύγιο. Κάποια σκόρπια γκράφιτι διακοσμούν με τον τρόπο τους τους μισογκρεμισμένους τοίχους και η ακανόνιστη βλάστηση είχε κρύψει διάφορα σημεία από την κοινή θέα.
Από τα πάλαι ποτέ λειτουργικά μέρη του εργοστασίου σήμερα παραμένει ουσιαστικά μόνο το εξωτερικό πέτρινο τοίχωμα των περισσότερων κτιρίων, που μπορεί να μας δώσει μια γενική εικόνα των χώρων.
Μπαίνοντας στο χώρο από την οδό Οικονόμου βλέπουμε αρχικά τα τέσσερα συμμετρικά κτίρια, που χρησιμοποιούταν για εμφιάλωση και αποθήκευση των προϊόντων, και πίσω τους ακολουθούν οι αίθουσες που αποτελούσαν το σιδηρουργείο και το μηχανουργείο. Τα δύο ψηλότερα κτίσματα αποτελούσαν τον πρώτο πύργο διυλιστηρίου του εργοστασίου και τη νέα του ψηλότερη πτέρυγα με τελείωμα μεταλλικής κατασκευής, που φτιάχθηκε μετά τον σεισμό του 1995. Το τελευταίο στη σειρά ισόγειο κτίσμα ήταν αρχικά διώροφο (πριν το σεισμό) και εκεί στεγαζόταν το χημείο του εργοστασίου και τα γραφεία της διοίκησης.
Από την πλευρά του οικοπέδου βλέπουμε το τσιμεντένιο περίβλημα του παλιού λεβητοστάσιου, έξω από το οποίο βρίσκεται και το χαρακτηριστικό φουγάρο του εργοστασίου, ύψους 37 μέτρων. Το επόμενο ξεχωριστό κτίσμα δίπλα του στέγαζε κάποτε τις κεντρικές αποθήκες και στον υπαίθριο χώρο μπροστά του μπορεί κανείς να δει τις κυκλικές τσιμεντένιες βάσεις, όπου τοποθετούνταν οι δεξαμενές. Ανάλογες βάσεις βλέπουμε και στην πίσω πλευρά του συγκροτήματος.
Περιμετρικά στην περίφραξη του οικοπέδου υπήρχαν υποστηρικτικά κτίσματα, που χρησιμοποιούταν κυρίως ως αποθήκες, καθώς και το θυρωρείο, το εστιατόριο και τα αποδυτήρια του προσωπικού. Από αυτά σήμερα μπορούμε να δούμε μόνο μερικά μίζερα απομεινάρια των τοιχίων τους γεμάτα σκουπίδια.
Το μεγαλύτερο μέρος της οροφής όλου του συγκροτήματος έχει πλέον καταρρεύσει με ελάχιστα σημεία να μας δίνουν ακόμα μερικά στοιχεία της κεραμοσκεπής με ξύλινο σκελετό που υπήρχε κάποτε.
Θυμάμαι αυτό το μέρος από μικρή έχοντας μεγαλώσει στην περιοχή και σχεδόν κάθε φορά που το επισκέπτομαι το βρίσκω όλο και πιο απογοητευτικά βρώμικο και κατεστραμμένο, αν και ακόμα γοητευτικό…
Σίγουρα η αξιοποίησή του θα έδινε έναν νέο αέρα στην περιοχή αναδεικνύοντας ταυτόχρονα την ιστορία του και προφυλάσσοντας τον χώρο και τους κατοίκους από τα εν δυνάμει επικίνδυνα στοιχεία που φιλοξενούνται στα συντρίμμια του.
Φωτογραφίες (έγχρωμες): Άννα-Μαρία Κέκια // ©Anna-Maria KZ.
Φωτογραφίες αρχείου (ασπρόμαυρες): Ψηφιακή συλλογή Δημοτικού Κέντρου Ιστορίας και Τεκμηρίωσης Βόλου // Κώστας Ζημέρης