Οι πρώτες βιοτεχνίες του Βόλου ήταν μικρά εργαστήρια οικογενειακού χαρακτήρα, που ιδρύθηκαν από Πηλιορείτες γύρω στο 1870-1880, με περιορισμένα κεφάλαια και μηδενική τεχνολογία, και είχαν ως βασική τους απασχόληση την μεταποίηση των προϊόντων της περιοχής τα οποία εν συνεχεία διοχέτευαν στην τοπική αγορά.

Η πόλη όμως, σχεδόν αμέσως μετά την απελευθέρωση, εξελίχθηκε σε μια από τις σπουδαιότερες βιομηχανικές πόλεις της ελληνικής επικράτειας μιας και οι συνθήκες για την εκβιομηχάνισή της ήταν από την αρχή ευοίωνες, με μεγάλο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα την εύκολη πρόσβαση στις πρώτες ύλες.

Οι πρώτες εγκαταστάσεις των βιομηχανιών έγιναν κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό και το λιμάνι, κι έτσι η ζώνη γύρω από το Κάστρο μετατράπηκε σε βιομηχανική.

Το πρώτο μεγάλο εργοστάσιο της πόλης, ήταν το σιδηρουργείο του Μελέτη Σταματόπουλου και ιδρύθηκε το 1883 με την επωνυμία «Ομόρρυθμος Εμπορική και Βιομηχανική Εταιρία “Μ.Κ. Σταματόπουλου” Υιοί».

Ο ίδιος, πριν δημιουργήσει αυτή τη μονάδα, είχε αποκτήσει μεγάλη προϋπηρεσία στο αντικείμενο, ως εργαζόμενος στα μεταλλεία του Λαυρίου, και είχε την απαιτούμενη τεχνογνωσία.

Οι εργασίες της κατασκευής των θεσσαλικών σιδηροδρόμων αποτέλεσαν σπουδαίο κίνητρο για την έναρξη λειτουργίας του εργοστασίου.

Το ατμοκίνητο εργοστάσιο του Σταματόπουλου απασχολούσε 40 εργαζόμενους, έναν αριθμό αρκετά μεγάλο και σημαντικό για τα δεδομένα της εποχής. Το βασικό αντικείμενο ήταν κυρίως οι εργολαβίες δημόσιων τεχνικών έργων (κυρίως για τις σιδηροδρομικές κατασκευές), η κατασκευή και επισκευή μεταλλικών προϊόντων καθώς και η αντιπροσώπευση γεωργικών μηχανημάτων.

Ο Μελέτης Σταματόπουλος δημιούργησε το άροτρο της Θεσσαλίας, το οποίο κατασκευάστηκε με βασικό κριτήριο τις ανάγκες του εδάφους της περιοχής και παρουσίασε για πρώτη φορά στους Θεσσαλούς αγρότες, την αλωνιστική μηχανή. Αυτή η πρωτοπορία αρχικά σόκαρε τους αγρότες, καθώς δεν υπήρχε η ανάλογη γνώση ώστε να μπορούν να την χρησιμοποιήσουν.

Το 1895 ανέλαβε με ανάθεση από την ελληνική κυβέρνηση την κατασκευή της σκάλας του λιμανιού και το 1898 κατασκεύασε φανοστάτες για το Δήμο Λαρισαίων.

Το 1896, κι ενώ ήταν σε ακμάζουσα περίοδο το εργοστάσιο Σταματόπουλου, ξεκίνησε να λειτουργεί το μηχανουργείο «Η σφύρα», των αδερφών από την Ζαγορά: Κωστή, Βάγγο και Γιάννη Γκλαβάνη σε συνεργασία με τον Μιχαήλ Καζάζη.

Η Ανώνυμος Βιομηχανική Εταιρεία Γκλαβάνης, είχε χτιστεί με ευρωπαϊκές προδιαγραφές και στηριζόταν στις γνώσεις και τις εμπειρίες του Μιχάλη Καζάζη, ο οποίος είχε εργαστεί σε σιδηροβιομηχανίες της Αμερικής και της Αγγλίας, αλλά και στο Λαύριο.

Ωστόσο, η λαμπρή πορεία των δύο μονάδων κάπως επιβραδύνθηκε με το ξέσπασμα του Α΄Παγκοσμίου πολέμου και της παγκόσμιας κρίσης, που προκάλεσαν προβλήματα στο εμπόριο.

Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο Βόλος να χάσει αρκετή από την εμπορική του δύναμη. Έτσι, στην προσπάθεια ανάκαμψης της περιοχής, ιδρύθηκαν πολλές νέες βιομηχανίες τοπικής εμβέλειας και εκσυγχρονίστηκαν οι παλιές, με περιορισμένα κεφάλαια και παλιό εξοπλισμό.

Αυτή η τακτική φυσικά δεν σήμαινε ποιοτική ή ταχεία ανάπτυξη. Στόχος ήταν η διατήρηση ενός καλού βιοτικού επιπέδου στην ευρύτερη περιοχή. Γι’αυτό το εργατικό δυναμικό τότε αποτελούσαν μόνο Πηλιορείτες και κάτοικοι των γύρω περιοχών, μέχρι βεβαίως το 1922 που ενισχύθηκε από τους πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής.

Ακολούθησε η οικονομική κρίση του 1929, που οδήγησε στη λήψη διαφόρων πρωτοβουλιών. Κάποιες επιχειρήσεις προκειμένου να διευκολύνουν την πρόσβασή τους στην αγορά ίδρυσαν υποκαταστήματα στην Αθήνα και τον Πειραιά. Σε μια πράξη συναγωνισμού και όχι ανταγωνισμού, οι δύο μεγάλες σιδηροβιομηχανίες, ίδρυσαν από κοινού τη Γενική Εταιρεία Μηχανουργικών Προϊόντων Α.Ε με έδρα την Αθήνα.

Παράλληλα άνοιξε ο δρόμος για την ανάπτυξη πολεμικής βιομηχανίας στην Ελλάδα και οι 2 μεγάλες μονάδες της πόλης συνεργάστηκαν με το Δημόσιο και άρχισαν να προοδεύουν ξανά.

Συγκεκριμένα, το σιδηρουργείο του Σταματόπουλου ξεκίνησε το 1935 την κατασκευή πολεμικού υλικού κατόπιν ορισμένης παραγγελίας (κυρίως βλήματα) και η βιομηχανία Γκλαβάνη, ξεκίνησε έναν χρόνο μετά την κατασκευή πολεμικού υλικού που χρειάζονταν πρωτότυπες διαδικασίες.

«Η Σφύρα» εγκατέστησε βιδοποιείο και χυτήριο χάλυβα, ενώ το 1935 ίδρυσε δύο νέα εργοστάσια, στην 2ας Νοεμβρίου και στην Αναπαύσεως, δίπλα από το εργοστάσιο Μουρτζούκου. Τα τρία εργοστάσια δεν άργησαν να φτάσουν στη μεγάλη τους ακμή και να απασχολήσουν συνολικά 1.200 άτομα.

Έγινε πασίγνωστη εκείνο το διάστημα για την ιδιαίτερη τεχνογνωσία που χρησιμοποιούσε, τις κατοχυρωμένες ειδικές ευρεσιτεχνίες και την ασυναγώνιστα ικανοποιητική απόδοση των κατασκευών.

Μάλιστα, για να προμηθεύσει την παραγωγική αλυσίδα βομβών του Ελληνικού Πυριτιδοποιείου και Καλυκοποιείου με εξαρτήματα οβίδων 500 λιβρών για αεροπλάνα, στηρίχθηκε αποκλειστικά σε πρωτότυπο σχέδιο, δίχως πρότερη γνώση ή εμπειρία στο αντικείμενο, αφήνοντας άναυδες τις αρμόδιες αρχές με το ποιοτικό αποτέλεσμα.

Το δεύτερο και μεγαλύτερο χτύπημα στο εμπόριο και την βιομηχανία του Βόλου επήλθε το 1939 με την κήρυξη του Β Παγκοσμίου Πολέμου.

Οι τιμές των πρώτων υλών αυξήθηκαν διεθνώς και παρόλα αυτά η τιμή πώλησης των προϊόντων έμεινε σταθερή. Για να είναι ανταγωνιστικές οι προσφορές τους στην αγορά, πολλές φορές οι τιμές που έδιναν ήταν κάτω του κόστους.

Εκτός των άλλων όμως, ο Β Παγκόσμιος Πόλεμος έφερε επιτάξεις αυτοκινήτων, τροφίμων, πρώτων υλών, ακόμα και ολόκληρων βιομηχανικών μονάδων. Ωστόσο, εκείνες οι λίγες που γλίτωσαν, υπολειτουργούσαν καθώς είχαν έλλειψη σε πρώτες ύλες και εργατικό δυναμικό, αφού οι περισσότεροι είχαν επιστρατευτεί.

Μετά την σκληρή και δύσκολη περίοδο του πολέμου οι βιομηχανίες του Σταματόπουλου και του Γκλαβάνη, όπως και αρκετές μεγάλες ακόμα, ανέστειλαν τη λειτουργία τους αφού για να λειτουργήσουν κανονικά και να αποκαταστήσουν όσα χρειάζονταν, ήταν αναγκαίο ένα μεγάλο κεφάλαιο, το οποίο δεν ήταν διαθέσιμο. Αυτό είχε ως επίπτωση να μείνει ανενεργό το 60% των εργαζομένων.

Στην προσπάθεια της ανάκαμψης της οικονομίας, ο Βόλος δέχτηκε ακόμα ένα χτύπημα. Το 1955 οι σεισμοί που έγιναν προκάλεσαν σωρεία καταστροφών και συνέβαλαν στην ριζική αλλαγή της οικιστικής φυσιογνωμίας της. Περί το 87,7% επί του συνόλου των κτισμάτων είχε μεγάλη ζημιά.

Η ανοικοδόμηση των κτηρίων ξεκίνησε σχεδόν αμέσως και ναι μεν έδωσε δουλειά σε χιλιάδες εργάτες, αλλά απορρόφησε δε τα διαθέσιμα κεφάλαια των ιδιοκτητών.

Μετά από 5 χρόνια και με την ψήφιση νόμου για την ίδρυση βιομηχανικών περιοχών στο Βόλο, ήρθαν στην πόλη κεφαλαιούχοι από άλλες περιοχές. Η οικονομία της περιοχής ανέκαμψε και οι βιομηχανίες αυξήθηκαν στις 96. Παρόλα αυτά, οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης δεν μπορούσαν να καλύψουν την ελλειπή εξέλιξη της τεχνολογίας και της τεχνογνωσίας των εργαζομένων.

Έτσι, παρόλο που επήλθε μεγάλη άνοδος για όλες τις μεγάλες μονάδες, ξαφνικά βρέθηκαν αντιμέτωπες με μια μεγάλη εσωτερική κρίση, καθώς δεν ήταν σε θέση να ανταποκριθούν στις ανάγκες της αγοράς. Περνώντας στη φάση της αποβιομηχάνισης, η μονάδα του Σταματόπουλου έκλεισε το 1961 ενώ «Η Σφύρα» άντεξε σθεναρά για σχεδόν μια 20ετία ακόμα, βάζοντας οριστικό λουκέτο το 1980.

Κοινοποιήστε
Διαμαντούλα Χατζηαντωνίου
Απόφοιτη ΙΕΚ Οικονομίας & Διοίκησης και πιστοποιημένη Δημοσιογράφος διαδικτύου, με συμμετοχές σε πολλά σεμινάρια ποικίλου ενδιαφέροντος και κατευθύνσεως. Έχει λάβει το πρώτο βραβείο ποίησης στην Θεσσαλία, σε μαθητικό διαγωνισμό. Δραστηριοποιήθηκε, μεταξύ άλλων, ως ραδιοφωνική παραγωγός, αρθρογράφος καλλιτεχνικών ειδήσεων και ερασιτέχνης ηθοποιός. Θρέφει μεγάλη αγάπη για τις τέχνες, την φύση, την φιλοσοφία και την ψυχολογία ενώ αφιερώνει αρκετό χρόνο σε θέματα κοινωνικής και ιστορικής φύσεως. Αγαπημένη της ερώτηση: Γιατί; Αγαπημένο μότο: Αξίζει να βρίσκεις λόγους να γελάς