Η Παγκόσμια Ημέρα Αρχιτεκτονικής γιορτάζεται κάθε χρόνο την πρώτη Δευτέρα του Οκτωβρίου. Πρόκειται για μια πρωτοβουλία της Διεθνούς Ένωσης Αρχιτεκτόνων (UIA) με στόχο την ανάδειξη του έργου των αρχιτεκτόνων, που είναι κομβικής σημασίας για την αστική ανάπτυξη.
Από τα πρώτα δείγματα ανθρώπινων οικοδομικών κατασκευών της Παλαιολιθικής περιόδου και τις μνημειώδεις δημιουργίες των αρχαίων πολιτισμών ως τα αρχιτεκτονικά επιτεύγματα των σύγχρονων χρόνων, ο άνθρωπος έχει δώσει εξαιρετικά δείγματα δημιουργικότητας και πολιτισμικής ανάπτυξης.
Κι αν σήμερα η αρχιτεκτονική ανωτερότητα χαρακτηρίζεται κυρίως από θεόρατα κτίρια ουρανοξύστες τελευταίας τεχνολογίας, η τεχνοτροπία ομορφιάς και επιβλητικότητας των έργων που δημιουργήθηκαν χιλιάδες χρόνια πριν παραμένει από τα πιο εντυπωσιακά δείγματα του αρχιτεκτονικού πολιτισμού της ανθρωπότητας.
Ανά τα χρόνια καταγράφηκαν διάφοροι κατάλογοι σημαντικών αρχιτεκτονικών έργων με παλαιότερο αυτών τα περίφημα 7 Θαύματα του Αρχαίου Κόσμου. Οι πρώτες αναφορές για την εν λόγω λίστα των κλασσικών “θαυμάτων” τοποθετούνται στον 4ο αιώνα π.Χ. από τον ιστορικό Ηρόδοτο και τον ποιητή Καλλίμαχο τον Κυρηναίο.
___________________________________
Πυραμίδα του Χέοπα
Πρόκειται για το μοναδικό από τα κλασσικά θαύματα του Αρχαίου Κόσμου που επιβιώνει μέχρι σήμερα και το αρχαιότερο της λίστας. Η γνωστή και ως Μεγάλη Πυραμίδα της Γκίζας θεωρείται ότι χτίστηκε ως τάφος του Χέοπα, φαραώ της Αρχαίας Αιγύπτου, και μετά από τουλάχιστον 10 χρόνια εργασιών, η κατασκευή της ολοκληρώθηκε περίπου το 2560 π.Χ.
Για περισσότερα από 3.800 χρόνια η Πυραμίδα του Χέοπα αποτελούσε το ψηλότερο κτίσμα στον κόσμο με ύψος 146,5 μέτρα, ενώ μέχρι σήμερα αποτελεί μεγάλο ερώτημα και σημείο διαφωνίας για τους ερευνητές το πως πραγματοποιήθηκε αυτή η εμβληματική και άψογη γεωμετρική κατασκευή.
Άγαλμα του Ολυμπίου Διός
Ένα από τα μεγαλοπρεπέστερα έργα της αρχαιότητας αποτελούσε το κολοσσιαίο Άγαλμα του Ολυμπίου Διός και βρισκόταν στο ναό του Διός στην Ολυμπία της αρχαίας Ηλείας. Ήταν έργο του περίφημου γλύπτη Φειδία, που φιλοτεχνήθηκε γύρω στο 435 π.Χ.
Το ύψος του έφτανε τα 13 μέτρα και απεικόνιζε τον Δία καθισμένο σε έναν εντυπωσιακό χρυσελεφάντινο θρόνο. Όπως όλα τα αγάλματα του Φειδία, ο σκελετός ήταν ξύλινος και εμποτισμένος με ένα ειδικό υγρό για να μην αποξηρανθεί.
Η εξωτερική επένδυση του αγάλματος περιείχε πλάκες ελεφαντοστού και στρώματα χρυσού, ο μανδύας ήταν μάρμαρο με φύλλα χρυσού και τα μάτια από άλλους πολύτιμους λίθους. Ο Δίας κρατούσε στο δεξί του χέρι ένα χρυσελεφάντινο άγαλμα της θεάς Νίκης και στο αριστερό του χέρι ένα σκήπτρο από διάφορα μέταλλα και έναν αετό στην κορυφή του.
Τόσο τα ιμάτιά του όσο και ο θρόνος ήταν διακοσμημένα με σκαλισμένες μορφές ζώων και εντυπωσιακές γλυπτές παραστάσεις σκηνών της ελληνικής μυθολογίας.
Ελάχιστα μπορούμε να φανταστούμε τη μεγαλοπρέπεια και ανεκτίμητης αξίας ομορφιά του αγάλματος και δεν είναι τυχαίο ότι για αρκετούς αιώνες αποτελούσε πόλο έλξης για πλήθος επισκεπτών από την Ελλάδα και τον υπόλοιπο κόσμο.
Το τέλος του αμίμητου αγάλματος του Ολυμπίου Διός ήρθε κατά τον 5ο αιώνα μ.Χ., αν και το τι πραγματικά προκάλεσε την καταστροφή του παραμένει σχεδόν άγνωστο. Κατά μία εκδοχή, καταστράφηκε ή τεμαχίστηκε και λεηλατήθηκε κατά την εποχή του βυζαντινού αυτοκράτορα Θεοδοσίου Β’. Εναλλακτικά θεωρείται ότι μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη μαζί με άλλα έργα τέχνης, όπου έμεινε για πολλά χρόνια και τελικά καταστράφηκε στη μεγάλη πυρκαγιά του 475 μ.Χ.
Ναός της Αρτέμιδος στην Έφεσο
Ο Έλληνας συγγραφέας Αντίπατρος ο Σιδώνιος, που θεωρείται και ο εμπνευστής της λίστας με τα 7 θαύματα του Αρχαίου Κόσμου, αναφέρει χαρακτηριστικά: “Έχω δει τους μεγαλοπρεπείς Κρεμαστούς κήπους της Βαβυλώνας, το Άγαλμα του Ολυμπίου Διός, τον Κολοσσό της Ρόδου και τις Πυραμίδες της Αιγύπτου, όπως ακόμα και το Μαυσωλείο της Αλικαρνασσού, αλλά όταν βλέπω τον ναό της Αρτέμιδος που αγγίζει τον ουρανό τα υπόλοιπα μνημεία χάνουν την λαμπρότητά τους. Εκτός από τον Όλυμπο, ο ήλιος δεν φάνηκε πουθενά αλλού τόσο μεγαλοπρεπής όσο εδώ”.
Ό,τι έχει απομείνει σήμερα από τον ιστορικό Ναό της Αρτέμιδος δεν μπορεί επ’ουδενί να μας δώσει μια ρεαλιστική εικόνα της αρχικής του μεγαλοπρέπειας. Ο Ναός ήταν έργο του Έλληνα αρχιτέκτονα Χερσίφρωνα και δημιουργήθηκε στην ξακουστή Έφεσο της Μικράς Ασίας κατά την Ελληνιστική περίοδο. Αναφέρεται ότι η κατασκευή του διήρκεσε 120 χρόνια και ήταν αφιερωμένος στη θεά Άρτεμη.
Υπήρξε ένας από τους πρώτους εξ’ ολοκλήρου μαρμάρινους ναούς της Αρχαίας Ελλάδας και το συνολικό μέγεθός του ήταν σχεδόν διπλάσιο από αυτό του Παρθενώνα. Τα εντυπωσιακά αγάλματα που τον κοσμούσαν ήταν έργα των μεγαλύτερων γλυπτών της εποχής και η απαράμιλλη ομορφιά του προσέλκυε στην περιοχή πλήθος επισκεπτών και σημαντικών ανθρώπων των γραμμάτων και των τεχνών.
Η πρώτη και καθοριστική καταστροφή του πανέμορφου Αρτεμισίου έγινε στις 21 Ιουλίου του 356 π.Χ., όταν ο Ηρόστρατος (πιθανόν ξένος ή σκλάβος που ζούσε στην Έφεσο) του έβαλε ξαφνικά φωτιά. Ο λόγος; Ο ίδιος ο Ηρόστρατος παραδέχτηκε ότι έκαψε τον Ναό, με σκοπό να μείνει το όνομά του για πάντα στην ιστορία. Και πράγματι, παρόλο που τιμωρήθηκε παραδειγματικά και θανατώθηκε, έμεινε ουσιαστικά στην ιστορία ως ο ματαιόδοξος εμπρηστής ενός από τα 7 θαύματα της αρχαιότητας…
Με τη φράση “ηροστράτειος δόξα” χαρακτηρίζουμε μέχρι σήμερα την αρνητική φήμη που κάποιος έχει αποκτήσει κάνοντας μια καταστροφική πράξη.
Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι η θεά Άρτεμη δεν μπόρεσε να προστατέψει το Ναό της, γιατί ήταν απασχολημένη με τη γέννηση του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που γεννήθηκε εκείνη την ίδια μέρα.
Ο Ναός καταστράφηκε ξανά από τους Γότθους το 262 μ.Χ. και αφανίστηκε σχεδόν οριστικά ως το 400 μ.Χ.
Ο Φάρος της Αλεξάνδρειας
Ο Φάρος της Αλεξάνδρειας κατασκευάστηκε τον 3ο αιώνα π.Χ. και στην εποχή του αποτελούσε το δεύτερο ψηλότερο οικοδόμημα μετά τις Πυραμίδες του Χέοπα με ύψος 140 μέτρα. Η κατασκευή του ξεκίνησε το 279 π.Χ. επί της βασιλείας του Πτολεμαίου Α’, πρώτου διαδόχου του Μεγάλου Αλεξάνδρου, και φιλοτεχνήθηκε από τον Έλληνα αρχιτέκτονα Σώστρατο τον Κνίδιο.
Το οικοδόμημα χτίστηκε πάνω στη νησίδα Φάρος στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας, από την οποία πήρε το όνομα του, τόσο εκείνος όσο και οι επόμενοι φάροι που κατασκευάστηκαν, με βασικό στόχο να αποτελεί σημάδι προειδοποίησης για τα πλοία που πλησιάζουν στο λιμάνι.
Ο Πύργος του Φάρου κατασκευάστηκε από άσπρη πέτρα και ήταν δομημένος σε τέσσερα επίπεδα, ενώ το εσωτερικό του αποτελούσαν δεκάδες δωμάτια. Στην κορυφή του υπήρχε ένα άγαλμα του Ποσειδώνα ή του Απόλλωνα.
Η καταστροφή του προκλήθηκε σταδιακά από τους σεισμούς του 796, του 1303 και του 1323 μ.Χ., ενώ χάθηκε οριστικά τον 14ο αιώνα, όταν ο Σουλτάνος Καΐτ-μπεης χρησιμοποίησε τα ερείπια και τα θεμέλιά του για να χτίσει ένα ισλαμικό κάστρο στο ίδιο σημείο.
Κολοσσός της Ρόδου
Το 305 π.Χ. ο Δημήτριος Α’ ο Πολιορκητής, διάδοχος του θρόνου της Μακεδονίας, επιτέθηκε με έναν ισχυρό πολεμικό στόλο στο νησί της Ρόδου, τόσο για να διεκδικήσει την εμπορική της κυριαρχία, όσο και για τους τιμωρήσει που δεν τον ακολούθησαν στην εκστρατεία της Αιγύπτου. Οι Ρόδιοι κατάφεραν να αντισταθούν και να πείσουν τον Δημήτριο για συμβιβασμό. Πουλώντας τον πολεμικό εξοπλισμό εξασφάλισαν ένα μεγάλο χρηματικό ποσό, το οποίο χρησιμοποίησαν για να τιμήσουν τον προστάτη τους θεό Απόλλωνα.
Έτσι χτίστηκε ο περίφημος Κολοσσός της Ρόδου, ένα πελώριο μπρούντζινο άγαλμα του θεού Απόλλωνα – Ήλιου με ύψος 33 μέτρα, πάνω σε ένα μαρμάρινο βάθρο περίπου 12 μέτρων. Δημιουργός του ήταν ο ντόπιος Έλληνας αρχιτέκτονας Χάρης ο Λίνδιος.
Λόγω κυρίως της μικρής διάρκειας ζωής του, λίγα πράγματα είναι γνωστά για την όψη του αγάλματος, ενώ οι διάφορες απεικονίσεις του που έγιναν αργότερα δίνουν αντικρουόμενα στοιχεία, που κατά βάση θεωρούνται φανταστικά.
Όπως για παράδειγμα, η κλασσική απεικόνιση του Κολοσσού με ανοιχτά πόδια πάνω από την πύλη του λιμανιού, δεν είναι η πραγματική. Το άγαλμα πάντως σίγουρα στεκόταν όρθιο στη βάση του, φορούσε ένα ακτινωτό στεφάνι και κρατούσε έναν πυρσό στο ένα του χέρι.
Ο Κολοσσός έγινε σήμα κατατεθέν της Ρόδου και απόδειξη του πλούτου και της τεχνολογικής της ανάπτυξης προκαλώντας δέος και θαυμασμό σε όποιον το αντίκριζε. 60 χρόνια μετά την κατασκευή του, το 202 π.Χ. λόγω σεισμού στην περιοχή, το άγαλμα κατέρρευσε. Σύμφωνα με τις πηγές, έμεινε για περισσότερα από 800 χρόνια εκεί σωριασμένο στο έδαφος συνεχίζοντας να προκαλεί θαυμασμό με το μεγαλείο του. Το 654 μ.Χ., όταν οι Σαρακηνοί λεηλάτησαν το νησί, τεμάχισαν και πούλησαν τα κομμάτια του άλλοτε ένδοξου αγάλματος.
Ο Κολοσσός πάντως ενέπνευσε πλήθος καλλιτεχνών ανά τους αιώνες και έμεινε στην ιστορία. Η λέξη “κολοσσιαίο” (μεγάλο σε μέγεθος και εντυπωσιακό) πέρασε στις λατινογενείς γλώσσες και εξ’ αυτής ονομάστηκε και το Κολοσσαίο της Ρώμης. Πολλά χρόνια αργότερα ο Γάλλος γλύπτης Frédéric Auguste Bartholdi εμπνεύστηκε από τον Κολοσσό της Ρόδου για να φτιάξει το διάσημο Άγαλμα της Ελευθερίας, που κοσμεί το λιμάνι της Νέας Υόρκης.
Μαυσωλείο της Αλικαρνασσού
Το Μαυσωλείο που άρχισε να χτίζεται από το 351 π.Χ. στην Αλικαρνασσό της Μικράς Ασίας αποτελούσε το μεγαλύτερο και πιο περίτεχνο ταφικό μνημείο της εποχής του και ενέπνευσε και όλα τα μεταγενέστερα μαυσωλεία. Ονομάστηκε Μαυσωλείο καθώς, δημιουργήθηκε ως ο τάφος του σατράπη Μαύσωλου με εντολή της γυναίκας του Αρτεμισίας μετά τον θάνατό του.
Το μνημείο είχε ύψος 45 μέτρα και ήταν επενδεδυμένο με λευκό μάρμαρο, ενώ κάθε πλευρά του ήταν διακοσμημένη με καλαίσθητα ανάγλυφα και γλυπτά τεσσάρων Ελλήνων καλλιτεχνών γλυπτών της εποχής. Οι αρχιτέκτονες που σχεδίασαν και επιμελήθηκαν το κτίσμα ήταν ο Σάτυρος και ο Πύθεος.
Πρόκειται για το μοναδικό από τα Θαύματα της Αρχαιότητας που επιβίωσε περισσότερους αιώνες από όλα τα υπόλοιπα, εκτός από τις Πυραμίδες του Χέοπα, που σώζονται μέχρι σήμερα. Τον 13ο αιώνα μ.Χ. ένα μέρος του καταστράφηκε από σεισμό, ενώ τη χαριστική βολή του έδωσαν οι Ιωαννίτες Ιππότες και οι Σταυροφόροι ως το 1522, που χρησιμοποίησαν τα τελευταία του ερείπια για να οχυρωματικά τους έργα.
Κρεμαστοί Κήποι της Βαβυλώνας
Πρόκειται για το μοναδικό από τα 7 Θαύματα του Αρχαίου Κόσμου, που παρόλο που αναφέρεται στις λίστες των θαυμάτων και στις αναφορές ορισμένων αρχαίων ιστορικών, η ίδια η ύπαρξή του έχει αμφισβητηθεί.
Σύμφωνα με τον ελληνιστή ιερέα, Βηρωσσό, που έγραψε την ιστορία της Βαβυλώνας στα ελληνικά, οι Κήποι χτίστηκαν περίπου το 600 π.Χ. ως δώρο του βασιλιά Ναβουχοδονόσορα προς τη γυναίκα του Αμυίτιδα. Οι πιο πρόσφατες έρευνες υποστηρίζουν ότι οι Κήποι δεν χτίστηκαν ποτέ στη Βαβυλώνα, αλλά στην πόλη Νινευί, πρωτεύουσα της Ασσυρίας επί της βασιλείας του Σενναχειρείμ, δύο αιώνες νωρίτερα. Θεωρείται ότι μέσα σ’ αυτούς τους αιώνες τα στοιχεία των ιστορικών μπερδεύτηκαν και οι Κήποι καταγράφηκαν λανθασμένα στη Βαβυλώνα. Η θεωρία αυτή στηρίζεται επίσης στο γεγονός ότι δεν υπάρχει καμία καταγραφή γι’ αυτούς στα αρχεία της Βαβυλώνας, ούτε στις αναφορές ιστορικών προσώπων που πέρασαν από την πόλη εκείνη την εποχή.
Σύμφωνα πάντως με τις περιγραφές, οι Κρεμαστοί Κήποι ήταν ένα πολυεπίπεδο, σύνθετο κτίσμα με 25 μέτρα ύψος και 122 μέτρα μήκος και φάρδος εμπλουτισμένο με διαφόρων ειδών δέντρα, πολύχρωμα λουλούδια, βότανα, φρούτα και τρεχούμενα νερά. Ο ιστορικός Στράβων αναφέρει ότι το πότισμα γινόταν με άντληση νερού από τον γειτονικό ποταμό Ευφράτη. Μια πραγματική όαση δροσιάς και πράσινου μέσα στο ξηρό τοπίο της περιοχής του σημερινού βόρειου Ιράκ.
Η καταστροφή των Κήπων αναφέρεται κάπου στον 1ο αιώνα μ.Χ., αν και λόγω των αμφισβητούμενων στοιχείων, δεν υπάρχουν και επίσημες πληροφορίες για το τι απέγιναν.