Σε μια προσπάθεια να προσεγγίσουμε το σκοτεινό και περίπλοκο κεφάλαιο μιας ταραγμένης γεωπολιτικής περιόδου που στοίχισε πολλά στην Ελλάδα, θα κάνουμε μια αναδρομή στην υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών και τους λόγους που αυτή τελικά δεν εφαρμόστηκε και σύντομα αντικαταστάθηκε από την Συνθήκη της Λωζάνης.

_________________________________

Το χρονικό 

“Η Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών”

Η Συνθήκη ειρήνης των Σεβρών ήταν μια από αυτές που υπογράφηκαν μετά τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ανάμεσα στις νικήτριες συμμαχικές δυνάμεις και την ηττημένη Οθωμανική Αυτοκρατορία στις 10 Αυγούστου του 1920 (28 Ιουλίου με το παλαιό ημερολόγιο τότε). Όρισε και επίσημα το τέλος της ως τότε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και μεταξύ άλλων επέστρεψε στην Ελλάδα επίμαχα εδάφη της.

Η Οθωμανική επικράτεια περιορίστηκε στο 1/5 των εδαφών που κατείχε πριν τον πόλεμο και συρρικνώθηκε στην Κωνσταντινούπολη και την κεντρική Ανατολία. Ακόμα όμως και η Κωνσταντινούπολη, που έμεινε στην κυριαρχία του Σουλτάνου, τέθηκε υπό συγκεκριμένους όρους, αφού τελούσε υπό διασυμμαχική κατοχή και η τουρκική κυβέρνηση ήταν υπόλογη στους νικητές του πολέμου.

Στο άρθρο 26 μάλιστα αναφερόταν πως αν η Τουρκία δεν εφάρμοζε τη Συνθήκη, θα έχανε και την Κωνσταντινούπολη, η οποία θα επέστρεφε στην Ελλάδα. Αυτός ο όρος αποτέλεσε μια διαπραγματευτική επιτυχία του Ελευθέριου Βενιζέλου, ο οποίος έχαιρε τότε σημαντικής απήχησης και υποστήριξης από τις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις.

Η Θάλασσα του Μαρμαρά και τα Στενά των Δαρδανελίων αποστρατικοποιήθηκαν και πέρασαν σε διεθνή κυριαρχία (υπό τον έλεγχο βασικά της Μεγάλης Βρετανίας), ενώ οι Σύμμαχοι θα είχαν και τον οικονομικό έλεγχο της εναπομείνασας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Παραχωρήθηκαν εκ νέου στην Ελλάδα τα νησιά Ίμβρος και Τένεδος (καθώς και η Λήμνος, η Λέσβος, η Χίος, η Σαμοθράκη, η Σάμος και η Ικαρία – άρθρο 84), και η ανατολική Θράκη μέχρι την αγροτική επαρχία Τσατάλτζα της Κωνσταντινούπολης. 

Η Συνθήκη παραχώρησε επίσης στην Ελλάδα την ευρύτερη περιοχή της Σμύρνης υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις (άρθρα 65-83). Η περιοχή θα έμενε στην κυριαρχία του Σουλτάνου, όμως η διοίκησή της θα οριζόταν από την ελληνική κυβέρνηση, ως εντολοδόχου των Συμμάχων, με δικούς της δημοσίους υπαλλήλους και τοποτηρητές, και τοπικό Κοινοβούλιο όλων των εθνικοτήτων της Σμύρνης, που επίσης θα οργάνωνε μέσω εκλογών η κυβέρνηση της Ελλάδας.

Μετά το πέρας 5 χρόνων, σύμφωνα με την Συνθήκη, η Ελλάδα θα μπορούσε να ενσωματώσει ξανά την Σμύρνη και τα περίχωρά της στην επικράτειά της, με ψήφισμα της πλειοψηφίας των μελών και έγκριση από την Κοινωνία των Εθνών (σημερινός ΟΗΕ).

Σε ένα από τα παραρτήματα της Συνθήκης των Σεβρών, υπογράφηκε και η “Συνθήκη μεταξύ Ελλάδος και Ιταλίας περί της Δωδεκανήσου”:

Η Ιταλία παραχώρησε στην Ελλάδα τα κατεχόμενα νησιά Αστυπάλαια, Χάλκη, Κάρπαθο, Κάσο, Τήλο, Νίσυρο, Κάλυμνο, Λέρο, Πάτμο, Λειψούς, Σύμη και Κω (και τις νησίδες αυτών). Η Ρόδος θα παρέμενε υπό ιταλικής κυριαρχίας έχοντας το δικαίωμα να αποφασίσει μόνη της για την ένταξή της στην ελληνική επικράτεια, όταν και η Μεγάλη Βρετανία θα επέστρεφε στην Ελλάδα την κυριαρχία της Κύπρου.

Είναι προφανές πως επρόκειτο για μια πολύτιμη και προνομιακή συμφωνία για την Ελλάδα και παράλληλα ένα τεράστιο πλήγμα για τους Οθωμανούς, που δεν κατάφεραν ποτέ να ξεχάσουν, παρόλο που δεν πρόλαβε να εφαρμοστεί.

Είναι επίσης προφανής και δεδομένη και η θέληση των ευρωπαϊκών χωρών να διαμελύσουν επιτέλους την Οθωμανική Αυτοκρατορία και να θέσουν την νέα της επικράτεια υπό στενό διοικητικό-στρατιωτικό και οικονομικό έλεγχο.

Από την πλευρά της Ελλάδας η Συνθήκη υπογράφηκε από τον τότε Πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο και τον πολιτικό και διπλωμάτη Άθω Ρωμάνο, πληρεξούσιο απεσταλμένο του βασιλιά Αλέξανδρου. Για την Τουρκία υπέγραψε ο Σουλτάνος Mehmed Hâdî.

Γιατί η Συνθήκη των Σεβρών δεν εφαρμόστηκε ποτέ

Αν υπάρχει ένα δεδομένο για την γεωπολιτική και τις σχέσεις μεταξύ των χωρών, είναι ότι τα πάντα είναι συμφέροντα. Και χώρες που μπορεί να είναι ιστορικά φιλικά προσκείμενες η μια στην άλλη έχουν πάντα και κάποιο ίδιον όφελος από τις συνεργασίες τους, ενώ βασικό ρόλο παίζουν οι εκάστοτε κυβερνήσεις και οι θέσεις ή ρόλοι που έχουν οι εκπρόσωποί τους στους διεθνείς κύκλους.

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος εκείνη την περίοδο ήταν ένας νεαρός ηγέτης που κατάφερνε να ασκεί μεγάλη επιρροή στους κατά πολύ μεγαλύτερούς του τότε ηγέτες της Βρετανίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Αμερικής. Ιστορικοί έχουν αναφερθεί χαρακτηριστικά σ’ αυτή την επίδραση που κατάφερνε να έχει ο αρχηγός μιας μικρής χώρας απέναντι στις μεγάλες δυνάμεις.

Οι εξαιρετικοί για την Ελλάδα όροι της Συνθήκης των Σεβρών ήταν αποτέλεσμα αυτής της διπλωματικής ικανότητας του Βενιζέλου, ταυτόχρονα φυσικά με το γεγονός ότι τα συμφέροντα των ευρωπαϊκών δυνάμεων συνέπιπταν τότε με της χώρας μας έναντι της ανεπιθύμητης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Βασικό μέλημα του Βενιζέλου εξαρχής ήταν όχι τόσο να προσαρτήσει περισσότερα εδάφη στην Ελλάδα, αλλά να διασφαλίσει τους πολυπληθείς πληθυσμούς Ελλήνων σε εκείνες τις περιοχές, τα δικαιώματα και την ελευθερία τους. Δεδομένης της έλλειψης συνεννόησης με την Τουρκία, που είχε προφανώς άλλες επιδιώξεις (προσάρτηση εδαφών, ισλαμοποίηση, εκτοπισμό χριστιανικών πληθυσμών) κατέστη σαφές πως για να προστατευθεί ο ελληνικός πληθυσμός, τα παράλια της Σμύρνης θα έπρεπε να περάσουν ξανά σε ελληνική κυριαρχία, όπως έφτασε να γίνει με την Συνθήκη των Σεβρών.

Ωστόσο η γεωπολιτική ρευστότητα στην ανατολική Μεσόγειο έμελλε να αλλάξει σύντομα τα δεδομένα. Οι Συμμαχικές δυνάμεις άρχισαν να αλλάζουν τις αρχικές τους θέσεις και να έρχονται ουσιαστικά απέναντι στα συμφέροντα της Ελλάδας.

Ο πρωθυπουργός της Γαλλίας (Georges Clemenceau) δεν ήταν απόλυτα σύμφωνος με την απόφαση του Ανώτατου Συμμαχικού Συμβουλίου για την απόβαση των ελληνικών στρατευμάτων στην Σμύρνη, ενώ και η νέα κυβέρνηση του Alexandre Millerand, που τον διαδέχτηκε, ήταν περισσότερο φιλοτουρκική.

Αντίστοιχα και η Ιταλία με την νέα κυβέρνηση του Francesco Saverio Nitti μεταστράφηκε σχεδόν εξ’ ολοκλήρου στους όρους που είχαν συμφωνηθεί στην διμερή συμφωνία Βενιζέλου-Τιττόνι του 1919 (που αφορούσε την παραχώρηση Ρόδου και Δωδεκανήσων και την στήριξη της Ελλάδας στο ζήτημα της Βόρειας Ηπείρου). Τελικά οι δύο χώρες συμβιβάστηκαν και υπέγραψαν για τα Δωδεκάνησα μετά από επέμβαση της Αγγλίας.

Η Αγγλία τότε ήταν ουσιαστικά η μόνη δύναμη που τασσόταν υπέρ των ελληνικών θέσεων υποστηρίζοντας την ελληνική παρουσία και επέμβαση στην Μικρά Ασία, αφού εξυπηρετούσε και τις δικές της αξιώσεις ελέγχου της Τουρκίας και στη Μέση Ανατολή.

Παρόλα αυτά, τον Μάρτιο του 1920 ο Τσώρτσιλ δήλωσε ανοιχτά στον Βενιζέλο πως η Αγγλία δεν θα βοηθούσε την Ελλάδα στην Μικρασιατική εκστρατεία ούτε στρατιωτικά ούτε οικονομικά. Θεωρούσε επίσης πως η Ελλάδα θα αποτύγχανε αν έμπαινε σε πόλεμο με την Τουρκία του Κεμάλ καταρρίπτοντας έτσι κάθε πίστη της ελληνικής κυβέρνησης περί βρετανικής βοήθειας.

Και την ώρα που η πολιτική σκακιέρα της Ευρώπης άλλαζε με αρνητική χροιά για την Ελλάδα, το σοβαρότερο πρόβλημα ήρθε με την επέλαση του Μουσταφά Κεμάλ και των φανατισμένων Νεότουρκων, που ζητούσαν την ανασύσταση της χαμένης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τον αφανισμό των “απίστων”.

Ο Κεμάλ εναντιώθηκε στον Σουλτάνο, αλλά φυσικά και στην Ελλάδα και στους Ευρωπαίους συμμάχους, καθώς επίσης και στην νεοσύστατη Αρμενική Δημοκρατία. Δεν δεχόταν να αναγνωρίσει το κείμενο της Συνθήκης των Σεβρών και κατάφερε να συσπειρώσει το λαϊκό αίσθημα γύρω από τον πρώτο ουσιαστικά εθνικιστικό πόλεμο της Τουρκίας, τον οποίο ηγήθηκε με οδυνηρές για τους Έλληνες συνέπειες.

Με ορατή την απειλή του κεμαλικού στρατού οι Σύμμαχοι δεν μπορούσαν παρά να εγκρίνουν την απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη για την διατήρηση της τάξης και να προχωρήσουν στην υπογραφή της Συνθήκης στις 28 Ιουλίου του 1920 στο δημαρχιακό Μέγαρο των Σεβρών.

Παρά τον ενθουσιασμό του ελληνικού λαού και τον θρίαμβο απέναντι στον Βενιζέλο που έφερε η υπογραφή της εν λόγω συνθήκης, τα πράγματα στη χώρα έμελλε να αλλάξουν μάλλον καταστροφικά με τις εκλογές που προέκυψαν τον Νοέμβριο του 1920 μετά τον θάνατο του βασιλιά Αλέξανδρου. Ο μέχρι τότε “άξιος ευεργέτης και σωτήρας της πατρίδος”, Ελευθέριος Βενιζέλος με το Κόμμα των Φιλελευθέρων, έχασε τις εκλογές και αποχώρησε από την πολιτική σκηνή της χώρας φεύγοντας στο Παρίσι.

Η νέα κυβέρνηση του Δημητρίου Ράλλη διεξήγαγε το νόθο δημοψήφισμα του 1920, που έφερε πίσω στην χώρα τον βασιλιά Κωνσταντίνο. Αυτό το γεγονός καθόρισε και την καταστροφή της Ελλάδας στην Μικρά Ασία. Οι Σύμμαχοι, Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία δεν αναγνώρισαν τον επίσης εχθρικό απέναντί τους φιλογερμανό βασιλιά και πάγωσαν κάθε οικονομική βοήθεια που είχαν συμφωνήσει με την Ελλάδα, ενώ βρήκαν την αφορμή να αρνηθούν την συμμετοχή και στήριξή τους στην εκστρατεία απέναντι στον Κεμάλ Ατατούρκ.

Γαλλία και Ιταλία λίγο αργότερα συνεργάστηκαν και με τον Κεμάλ προμηθεύοντας τον τουρκικό στρατό με πολεμικό υλικό. Δεξί (ή μάλλον αριστερό) χέρι του Κεμάλ ήταν φυσικά και η Σοβιετική Ένωση του Λένιν, που στήριξε στρατιωτικά τον πόλεμο της Τουρκίας εναντίον της Ελλάδας.

Κάπως έτσι η Ελλάδα βρέθηκε για άλλη μια φορά διχασμένη πολιτικά και κοινωνικά και χωρίς καμία βοήθεια να προσπαθεί αρκετά πρόχειρα να προστατέψει τους ανθρώπους και τα εδάφη της. Ο βίαιος διωγμός και η συστηματική εξόντωση των Ελλήνων και χριστιανών του Πόντου και της Μικράς Ασίας κορυφώθηκε και ολοκληρώθηκε με την Καταστροφή της Σμύρνης από τις δυνάμεις του Κεμάλ και την σφαγή περισσότερων από 600.000 Ελλήνων.

Η επικυρωμένη τελικά μόνο από την Ελλάδα Συνθήκη των Σεβρών δεν εφαρμόστηκε ποτέ στην πράξη και ακυρώθηκε ούτως ή άλλως με την νίκη του Κεμάλ στην Μικρά Ασία. Η ήττα του ελληνικού στρατού και η τραγωδία της μικρασιατικής καταστροφής και γενοκτονίας των Ελλήνων της Ανατολίας έφερε την Ελλάδα ξανά στην θέση του χαμένου.

Η Συνθήκη της Λωζάνης που ακολούθησε στις 24 Ιουλίου του 1923 θέτοντας τα νέα ελληνοτουρκικά σύνορα ήταν σαφώς πιο ευνοϊκή για το τουρκικό κράτος από αυτή των Σεβρών.

Διαβάστε επίσης: Η Συνθήκη της Λωζάνης – Παραβάσεις και διεκδικήσεις

Κοινοποιήστε
Πτυχιούχος Δημοσιογραφίας & ΜΜΕ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου με έφεση στην έκφραση μέσω του γραπτού λόγου. Στον τομέα της αρθρογραφίας έχω ασχοληθεί τόσο με γενική ειδησεογραφία, πολιτικά και κοινωνικά θέματα, όσο και με φωτορεπορτάζ, στήλες πολιτισμού, κριτικές δίσκων, αφιερώματα και συνεντεύξεις. Λάτρης της ανεξάρτητης και ερευνητικής δημοσιογραφίας με έμφαση στην ιστορία, την ψυχολογία, την εγκληματολογία και την κοινωνιολογία. Παράλληλη και αγαπημένη απασχόληση η τέχνη της φωτογραφίας.