Γεννήθηκε στις 16 Ιουνίου 1903 στο Γαλαξείδι και εκδήλωσε από μικρή ηλικία την κλίση που είχε στη ζωγραφική.
Για τα παιδικά του χρόνια και την ζωή του στο Γαλαξείδι δεν έχουν καταγραφεί πολλά, η ιστορία του ως ζωγράφος όμως ξεκινά το 1921 όταν και μετακόμισε στην Αθήνα, για να σπουδάσει στη Σχολή Καλών Τεχνών του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου, με υποτροφία.
Τα πρώτα επαγγελματικά βήματα
Ολοκλήρωσε τις σπουδές του επιτυχώς το 1926, αφού μαθήτευσε δίπλα στον Αλέξανδρο Καλούδη και τον Νικόλαο Λύτρα.
Την περίοδο των σπουδών του, εμφανώς επηρεασμένος από τους διδάσκοντες αλλά και με επιρροές τους ήδη μεγάλους καλλιτέχνες της εποχής, Φ. Κόντογλου και Δ. Γαλάνη, φανέρωσε την αγάπη του για την απλότητα, την καθημερινότητα και αντικείμενα που φαντάζουν εκ πρώτης όψεως ασήμαντα.
Δείτε επίσης » Δημήτριος Γαλάνης: Ο διάσημος Έλληνας χαράκτης της Γαλλίας
Ξεκίνησε την εκθεσιακή του δραστηριότητα αμέσως μετά την αποφοίτησή του, το 1926, συμμετέχοντας με τους Πολύκλειτο Ρέγκο, Σπύρο Κόκκινο και Αντώνη Πολυκανδριώτη στην Έκθεση των Τεσσάρων, που έλαβε χώρα στο φουαγιέ του Δημοτικού Θεάτρου Αθηνών. Μόλις 3 χρόνια μετά πραγματοποίησε την πρώτη ατομική έκθεσή του, στην γκαλερί Στρατηγοπούλου.
Το 1930 του απονεμήθηκε το Μπενάκειο Βραβείο από την Ακαδημία Αθηνών για τα προσχέδια των τοιχογραφιών που κατέθεσε για τον ναό του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου που βρίσκεται στο Κολωνάκι.
Με τα χρήματα που εισέπραξε κατά την βράβευσή του έκανε ένα μεγάλο εκπαιδευτικό ταξίδι στην Ευρώπη, για επισκεφτεί μουσεία και συλλογές.
Το πρωτοποριακό έργο στον ναό του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου
Ο εντυπωσιακός ναός ο οποίος βρίσκεται μέχρι και σήμερα απέναντι από το Πειραματικό Σχολείο του Πανεπιστημίου Αθηνών, είναι αφιερωμένος στον πολιούχο της Αθήνας, τον Άγιο Διονύσιο Αρεοπαγίτη.
Στη θέση του σημερινού ναού υπήρχε παλαιότερα μικρότερος, ο οποίος κατεδαφίστηκε το 1900 για να οικοδομηθεί ένας μεγαλύτερος. Οι εργασίες κατασκευής του ξεκίνησαν το 1923 και ολοκληρώθηκαν το 1931, εγκαινιαζόμενος από τον Αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο.
Στα πλαίσια της ανοικοδόμησης, επιστρατεύτηκαν διάφοροι μεγάλοι καλλιτέχνες της εποχής μεταξύ των οποίων και ο Βασιλείου, ο οποίος ανέλαβε εξ ολοκλήρου την αγιογράφησή του από το 1936 έως το 1939.
Ο Βασιλείου παρέμεινε πιστός στο παραδοσιακό μοτίβο της εικονογράφησης της ορθόδοξης Εκκλησίας, με άμεση αναφορά στον τιμώμενο Άγιο και πολιούχο της πόλης, ωστόσο αποφάσισε να καινοτομήσει στην παράσταση της Σταύρωσης, την οποία συνδύασε με εκείνη της Δευτέρας Παρουσίας και τη διδασκαλία του Αποστόλου Παύλου κάτω από την Ακρόπολη.
Οι αγιογραφίες του στον μεγαλοπρεπή ναό αποτελούν σημαντικό και μεγάλο μέρος της μνημειακής εικαστικής παραγωγής της Αθήνας του ’30.
Εκτός από την αγιογράφηση του Ιερού Ναού Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτη, φιλοτέχνησε το 1955 εικόνες για το ναό Αγίου Κωνσταντίνου του Detroit, οι οποίες παρουσιάστηκαν μαζί με άλλα έργα του στο Ινστιτούτο της πόλης.
Η βασική πηγή έμπνευσης και δημιουργίας που τον έκανε ξεχωριστό
Από τα πρώτα έργα του, τα παραδοσιακά ή απλοϊκά αντικείμενα βρίσκονται στο επίκεντρο και αποκτούν ένα διαχρονικό συμβολικό νόημα, παρά την ταπεινότητά τους. Σε αυτό συμβάλει η τεχνοτροπία που ανέπτυξε ο Βασιλείου, στην οποία είναι εμφανής η μίξη της βυζαντινής τέχνης με το μπαρόκ.
Σε γενικές γραμμές και καθ’όλη την διάρκεια της πορείας του, κινήθηκε αριστοτεχνικά ισορροπώντας μεταξύ της ελληνικής τέχνης και των τάσεων του ευρωπαϊκού μοντερνισμού.
Αγαπημένα θέματα για εκείνον ήταν οτιδήποτε περιέβαλε την ζωή, τα απαρατήρητα, τα άψυχα, όλα αυτά που φανερώνουν πως κάποιος κάτι έζησε, θα ζήσει ή το ζει ήδη. Με την νατουραλιστική του προσέγγιση, τα έργα του εξυμνούν τα μικρά κι ασήμαντα ενώ η πραγματικότητα γίνεται ιδανική, ρομαντική και νοσταλγική ταυτόχρονα.
Λεπτές γραμμές, λεπτεπίλεπτα σχέδια και εύθραυστα χρώματα, εξιστορούν τα δικά του βιώματα και διάφορες εικόνες της παράδοσης, του Γαλαξειδίου, της Αθήνας και της Ερέτριας, σε συνδυασμό με τις σκέψεις και τους προβληματισμούς, και παρουσιάζουν μια λυρική πραγματικότητα.
Είναι ο πρώτος που έθεσε την ηθογραφία στο αστικό περιβάλλον
Στο προσκήνιο των έργων του λοιπόν, βρίσκεται κυρίως η ονειρική διάθεση για την ίδια την ζωή και την εξέλιξη του ανθρωπογενούς σκηνικού, από τη μεσοπολεμική περίοδο μέχρι τις δεκαετίες της αντιπαροχής.
Ήταν μέλος τον καλλιτεχνικών ομάδων Τέχνη και Στάθμη και του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος, ενώ συμμετείχε στις Μπιενάλε της Βενετίας (1934 και 1964), της Αλεξάνδρειας (1957) και του São Paulo (1959).
Από την δεκαετία του ’40 και μετά
Κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς και κατά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, λόγω έλλειψης υλικών ασχολήθηκε κυρίως με την ξυλογραφία με μερικά από τα έργα του να γίνονται εικονογραφήσεις σε λογοτεχνικά και ποιητικά κείμενα.
Την ίδια εποχή ασχολείται πιο εντατικά με τη σκηνογραφία,την αγιογραφία, την διακόσμηση, την τοιχογραφία και την χαρακτική. Κυκλοφόρησε κρυφά ξυλογραφίες, εικονογραφημένα χειρόγραφα και χειρόγραφες εκδόσεις, ενώ η καλλιτεχνική του δημιουργία περιλαμβάνει επίσης εικονογραφήσεις βιβλίων, δημοσίευση κειμένων και γελοιογραφιών σε εφημερίδες και περιοδικά.
Στις 27 Απριλίου 1941, την ημέρα της κατάληψης της Αθήνας από τα γερμανικά στρατεύματα, εκείνος νυμφεύθηκε την Αγγελική (Κική) Κωνσταντακόπουλου, με την οποία στην πορεία απέκτησε δύο κόρες, τη Δροσούλα και τη Δήμητρα.
Την περίοδο του Μεσοπολέμου συμμετέχει ενεργά στον επαναπροσδιορισμό της ελληνικής τέχνης παράγοντας τεράστιο όγκο ρεαλιστικών έργων στα οποία παρατηρείται έντονη η δυσαρέσκειά του για την “τσιμεντοποίηση” των πόλεων.
Έτσι, όταν το 1950 άρχισαν να επανακυκλοφορούν τα υλικά ζωγραφικής στην αγορά, ο Βασιλείου ενσωμάτωσε στη ζωγραφική του το ελληνικό φως με το μπλε του ουρανού και της θάλασσας.
Υπήρξε καθηγητής στην Παπαστράτειο Σχολή και στο Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο.
Η δεύτερη καριέρα
Ο Βασιλείου, εκτός από διακεκριμένος ζωγράφος, ήταν παράλληλα και για πολλά χρόνια επιτυχημένος και ως σκηνογράφος. Ήταν σχεδόν σαν μια δεύτερη καριέρα την οποία κατέκτησε επάξια και με πολλές δοξασίες από την καλλιτεχνική κοινότητα.
Με τη σκηνογραφία ουσιαστικά, ξεκίνησε να ασχολείται ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’20. Ο λόγος ήταν η τυχαία και μοιραία γνωριμία το 1929 με τον Φώτη Πολίτη ο οποίος του ανέθεσε την πρώτη του επίσημη σκηνογραφία για την θεατρική παράσταση Κορακίστικα του Ρίζου Νερουλού η οποία θα ανέβαινε στο Βασιλικό Θέατρο, για την οποία σχεδίασε ένα σκηνικό με περιστρεφόμενους άξονες και έπιπλα που ανεβοκατέβαιναν.
Μέχρι το θάνατο του είχε σκηνογραφήσει πάνω από 127 θεατρικές παραστάσεις όπως επίσης και 6 ταινίες, μεταξύ των οποίων η Ηλέκτρα του Μ. Κακογιάννη η οποία είχε γίνει παγκόσμια επιτυχία.
Το όνομα του συνόδευσε τη σκηνογραφία σε συνολικά 55 παραστάσεις και λίγους μήνες πριν το θάνατο του, το 1984, υπέγραψε τα τελευταία του σκηνικά για την παράσταση Ανδρομάχη του Γιώργου Τσαγκάρη, το οποίο παρουσιάστηκε από το Ελληνικό Μπαλέτο Ρένας Καμπαλάδου, στον Λυκαβηττό.
Εκτός από την σκηνογραφία δοκιμάστηκε και στην συγγραφή.
Ο ίδιος εξέδωσε μαζί με τον Αγ. Αστεριάδη το βιβλίο Παιδικά σχέδια το 1930, ενώ μόνος του κυκλοφόρησε το λεύκωμα Γαλαξειδιώτικα καράβια το 1934, το οποίο περιελάμβανε δικά του κείμενα και απεικονίσεις παλιών καραβιών του τόπου του.
Τα τελευταία χρόνια
Το 1960 το έργο του Φώτα και Σκιές εξετέθη για 6 συνεχείς μήνες στο Μουσείο Guggenheim και τιμήθηκε με το τοπικό βραβείο του ελληνικού τμήματος της AICA.
Πραγματοποίησε συνολικά 28 εκθέσεις σε όλο τον κόσμο και όπως υπολόγισε ο ίδιος, την περίοδο που ετοίμαζε την πρώτη αναδρομική έκθεσή του στην Εθνική Πινακοθήκη το 1975, τα έργα του ανέρχονται σε τουλάχιστον 5.000.
Πολλά από αυτά υπάρχουν σε πολλές ιδιωτικές συλλογές, ελληνικές δημοτικές πινακοθήκες, στην Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλέξανδρου Σούτζου, καθώς επίσης και σε πινακοθήκες του εξωτερικού.
Τα τελευταία χρόνια τα πέρασε παράγωντας διάφορα έργα στο ατελιέ του, στο νεοκλασικό σπίτι της οδού Γουέμπστερ 5, στην περιοχή της Ακρόπολης. Από εκεί βγήκε για τελευταία φορά στις 22 Μαρτίου 1985, όταν και ξεψύχησε από φυσικά αίτια.
Αυτός ο χώρος τον φιλοξένησε για πάνω από μια 30ετία. Ήταν το σπίτι του, ο χώρος έκφρασής του και η δική του ασήμαντη εστία, που σήμαινε τόσα για εκείνον και τον κόσμο που ήταν συνεχώς γύρω του.
Το μουσείο Atelier Spyros Vassiliou
Αφότου έφυγε από τη ζωή ο σπουδαίος αυτός ζωγράφος, η σύζυγός του αποφάσισε πως αυτό το σπίτι έπρεπε να γίνει μουσείο. Η ιδέα αυτή έμεινε άσβεστη μέχρι το 2001, όταν οι κόρες του αποφάσισαν να την κάνουν πράξη.
Ξεκίνησαν αμέσως τις εργασίες αποκατάστασης του κτηρίου, έγιναν οι απαραίτητες μετατροπές, κατατέθηκε το αίτημα προς το υπουργείο Πολιτισμού και με επιδότηση από το Γ’ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης, κατόρθωσαν να διαμορφώσουν το μουσείο.
Τα εγκαίνια του μουσείου Atelier Spyros Vassiliou έγιναν ανήμερα την Καθαρά Δευτέρα του 2004.
Το μουσείο είχε κατορθώσει να έχει περιοδικές εκθέσεις με έργα προερχόμενα από ιδιωτικές συλλογές και τα πρώτα χρόνια είχε μεγάλη απήχηση. Δυστυχώς όμως από το 2009, με την έλευση της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα, η επισκεψιμότητα άρχισε να μειώνεται σημαντικά και το μουσείο βρέθηκε να αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα.
Το 2014 το μουσείο ανέλαβαν δυο από τις εγγονές του και στην προσπάθειά τους να διασώσουν το εγχείρημα, άρχισαν να διοργανώνουν διαλέξεις, σεμινάρια, ομιλίες, μουσικές βραδιές, εκπαιδευτικά προγράμματα και εικαστικά εργαστήρια ενώ ξεκίνησαν παράλληλα την οργάνωση και την ψηφιοποίηση του αρχείου.
Όπως φάνηκε οι προσπάθειες, παρότι φιλότιμες και αξιέπαινες, ήταν άκαρπες αφού η οικογένεια δεν μπορούσε να ανταπεξέλθει οικονομικά στην συντήρηση και διατήση του μουσείου με αποτέλεσμα να κλείσει το Φεβρουάριο του 2016, μετά από 12 συνεχόμενα χρόνια λειτουργίας.
Παρόλα αυτά, η οικογένεια του Βασιλείου δραστηριοποιείται ακόμα με στόχο την προστασία και ανάδειξη του έργου του, μέσα από την επίσημη ιστοσελίδα Spyros Vassiliou Archive , την αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία Artifex, καθώς επίσης και στο Facebook όπου διατηρεί την σελίδα Σπύρος Βασιλείου – Spyros Vassiliou.
Ο σπουδαίος δημιουργός Σπύρος Βασιλείου, με τα έργα του υπήρξε προασπιστής της ζωής και της φύσης, ανέδειξε το μεγαλείο της απλότητας και του συνηθισμένου, προκάλεσε φιλοσοφικό προβληματισμό και δημιούργησε πλήθος έργων μέσα από τα οποία καθρέφτιζε τις σκέψεις του στο κοινό.
Ο διάχυτος ρομαντισμός επί ρεαλιστικών παραστάσεων δείχνει το μεγαλείο της ψυχής του και αποκαλύπτει πως εκτιμούσε και χαιρόταν την ζωή του κάθε στιγμή. Το γεγονός ότι στην πλειοψηφία των έργων του απουσιάζει ο ανθρώπινος παράγοντας ή δεν είναι το επίκεντρο του ενδιαφέροντος, αποδεικνύει πως το μεγαλείο της ζωής βρίσκεται στην στιγμή, στην πράξη, στο γεγονός και όχι στα πρόσωπα.
Παρότι με μια πρώτη ματιά τα έργα του εκπέμπουν μια νοσταλγία, εντέλει ξυπνούν την αισιοδοξία και την επιθυμία για περισσότερες όμορφες, λιτές και ονειρικές στιγμές, με αυτά που μας έχει προσφέρει η ζωή.
Ένας τόσο ικανός καλλιτέχνης με τόσο πολυδιάστατη και λαμπρή πορεία, είναι κρίμα να μην έχει “τον χώρο” του γεμάτο από ζωή και είναι τραγική ειρωνεία να συμβαίνει αυτό για έναν καλλιτέχνη που “μίλησε” με τα έργα του για αυτή. Για την ζωή που ευχόμαστε να ζήσουμε και να μπορούμε μνημονεύουμε…
Ας ελπίσουμε ότι αυτό θα αλλάξει σύντομα.