Όταν ήρθα για πρώτη φορά σε επαφή με τη Rock, ήμουν μόλις 8 χρονών και η σύγκρουση ήταν… μετωπική. Η δυνατή εισαγωγή, ο ξεσηκωτικός ρυθμός και τα ιδιαίτερα φωνητικά (αναμειγμένα με ουρλιαχτά και κραυγές), άσκησαν πάνω στον τότε νεαρό εαυτό μου μια απίστευτη γοητεία. Ο έρωτας ήταν κεραυνοβόλος και αναπόφευκτα ακολούθησε η μύηση.
Έκτοτε, εκτός από το να θαυμάζω και να απολαμβάνω τις ανεπανάληπτες μελωδίες των μουσικών “θεών”, προσπαθώ να καταλάβω και να κάνω λίγο πιο σαφές το τι κάνει αυτό το είδος μουσικής ξεχωριστό και –κατ’ εμέ– ανεπανάληπτο.
“It’s more to the picture than it meets the eye…”
Είναι αρκετά δύσκολο να προσπαθήσεις να ορίσεις τη Rock μουσική. Πέρα από τον σκληρό της ήχο, τις εντυπωσιακές παραστάσεις, τους εκκεντρικούς εκπροσώπους και τους σκληροπυρηνικούς θιασώτες της – οι οποίοι συνιστούν την επιφάνεια του μουσικού αυτού «κινήματος» – υπάρχει ένα ολόκληρο σύμπαν που έχει καταφέρει να της προσδώσει κύρος και διαχρονικότητα. Κύριο συστατικό του σύμπαντος αυτού είναι η αφθονία και η πληθώρα των ήχων της rock μουσικής.
Η Rock αντιμετωπίζει τη μουσική σαν ένα ξενοδοχειακό μπουφέ.
Από τη Baroque και τη Κλασσική του 17ου – 18ου αιώνα, τα νέγρικα Blues και την Jazz της Νέας Ορλεάνης, την ευρωπαϊκή και αμερικάνικη παραδοσιακή μουσική, τους ρυθμούς της Αφρικανικής ηπείρου, τις εξωτικές κλίμακες τις Ανατολής, το Rockabilly και το Twist της δεκαετίας του 50’. Έχει καταφέρει να επιλέξει και να συνδυάσει τα παραπάνω ιδιώματα, καθώς και να τα επαναδιατυπώσει με τον μοναδικό και ξεχωριστό τρόπο που έχει φτάσει να είναι γνωστός σε όλους μας.
Το ηχητικό αυτό οπλοστάσιο έχει καταφέρει επίσης να διαπλάσει ένα είδος, το οποίο είναι δύσκολο να υποπέσει σε μουσική μονοτονία και επαναληψιμότητα.
Θα σας δώσω ένα απτό παράδειγμα: φέρτε στο νου σας μερικά συγκροτήματα π.χ. The Beatles, Led Zeppelin, Queen, AC/DC και Pink Floyd. Παρατηρούμε, όταν ακούσουμε τα κομμάτια τους, πως ενώ ανήκουν στο ίδιο μουσικό είδος, δεν έχουν καμία σχέση το ένα με το άλλο όσον αφορά το ηχητικό ύφος. Αν αναλογιστούμε δε, πως η ηχητική αυτή παλέτα προκύπτει και από την ίδια ορχηστρική βάση (δηλ. τύμπανα, μπάσο, κιθάρα, πλήκτρα, φωνή), τότε δεν μπορούμε παρά να υποκλιθούμε μπροστά στην εφευρετικότητα των δημιουργών της.
Η ίδια φιλοσοφία έχει εφαρμογή και στη στιχουργία της Rock μουσικής, η οποία πολλές φορές έχει την τάση να συνορεύει με την υψηλή ποίηση.
Η στίχοι αυτού του μουσικού είδους, αντλούνται από την ίδια τη ζωή. Όντας προσωπικότητες που δεν είχαν ξεχάσει την αφετηρία τους (οι περισσότεροι μουσικοί της Rock προέρχονταν από την εργατική τάξη), πέρασαν μέσα από το τραγούδι τους τον πόνο της φτώχειας, της κακοπέρασης, της θλίψης, του αδιεξόδου. Διαβαίνοντας, όμως, την ίδια στιγμή το κατώφλι της φήμης και της δόξας, τραγούδησαν και για τη χαρά, τη διασκέδαση, τις απολαύσεις και την υπερβολή.
Η ευρεία θεματική της, αντικατοπτρίζει το πρίσμα μέσω του οποίου οι καλλιτέχνες αυτοί παρατηρούσαν τη ζωή: πλήρως, και όχι μονοδιάστατα.
“Hey, hey, my, my Rock N’ Roll will never die…”
Γιατί, λοιπόν, η Rock μουσική μας ασκεί τέτοια γοητεία και οι θαυμαστές της παθιάζονται μαζί της εφ’ όρου ζωής; Γιατί δεν αποτελεί το άκουσμά της μια μόδα, ένα εφήμερο πέρασμα στο μουσικό διάβα της ζωής του ανθρώπου;
Δύο είναι, κατ’ εμέ οι λόγοι.
Πρώτον, είναι η αίγλη και το δέος που σου προκαλεί το πηγαίο ταλέντο των μουσικών της. Τι εννοώ: όταν θα πάω να δω ένα ρεσιτάλ και παρακολουθήσω έναν μουσικό να ερμηνεύει ένα κλασσικό κομμάτι, όσο θαυμασμό και αν μου προκαλέσουν οι ικανότητές του, μπορώ να τις ερμηνεύσω με τη χρήση της λογικής. Η σκληρή προπόνηση, η πολύωρη μελέτη, τα χρόνια σπουδών, η εξαντλητική εξάσκηση και προετοιμασία, είναι λογικό να φέρνουν τέτοια αποτελέσματα.
Όταν, όμως, παρακολουθώ έναν 24χρονο Jimi Hendrix, αυτοδίδακτο κιθαρίστα, πνιγμένο στις ουσίες, άυπνο για ένα 24ωρο, να παίζει λες και τον έχει καταλάβει κάποιο δαιμόνιο και να δημιουργεί καθηλωτικές μελωδίες για δύο ώρες συνεχόμενα… η λογική καταρρέει. Εκεί σε πιάνει δέος.
Δεύτερον, είναι το γεγονός, πως μέσα σε όλη της την λαμπρότητα, είναι ταυτοχρόνως προσιτή. Οι καλλιτέχνες της Rock -στο μεγαλύτερο μέρος τους και αυτοί που έχουν όντως πατήσει κορυφές- δεν αντιπροσωπεύουν κι ούτε απευθύνονται σε ένα μεμονωμένο πληθυσμό. Οι προβληματισμοί, οι καταστάσεις, τα όνειρα και οι ιδέες που εμπεριέχουν τα τραγούδια τους, είναι παγκόσμια και μας αφορούν όλους.
Ποιος δεν ταυτίστηκε με το μήνυμα του “Come Together” των Beatles; Ποιόν άφησε απροβλημάτιστο το “Bohemian Rhapsody” των Queen; Ποιος δεν αναθεώρησε για τις επιλογές που έκανε, μετά από το “Time” των Pink Floyd; Ποιον δεν ταξίδεψε σε άλλους κόσμους με το “Stairway to Heaven” των Led Zeppelin;
Όλοι μας έχουμε σκεφτεί να αλλάξουμε τον κόσμο, μα στεκόμενοι ανήμποροι μπροστά στις απαιτήσεις και την ευθύνη ενός τέτοιου έργου σαστίζουμε και μεταθέτουμε το βάρος στους επόμενους.
“I’d Love to change the world, but I don’t know what to do. So I’ll leave it up to you.”
(Ten Years After)
Καταλήγουμε, λοιπόν, στο συμπέρασμα πως έχουμε να κάνουμε με κάτι ιδιαίτερο. Με μια έκφανση της μουσικής τέχνης που δεν δημιουργήθηκε για να καταναλωθεί, αλλά για να επικοινωνήσει.
Η γέννηση της Rock δεν συνέβη ούτε σε γραφεία πολυεθνικών εταιριών μουσικής παραγωγής, ούτε σε studio ηχογράφησης κάτω από την επίβλεψη εκατοντάδων μουσικών «χειρούργων». Προέκυψε και διαμορφώθηκε στα γκαράζ των σπιτιών, σε παμπ και κλαμπ ξεχασμένα από τον Θεό, σε εφηβικά δωμάτια και σε Volkswagen βανάκια, γι’αυτό και στα τραγούδια της ηχούν οι ψίθυροι της αγανακτισμένης νεολαίας και του περιθωριοποιημένου ανθρώπου.
Η Rock, έδωσε φωνή στον Αμερικάνο στρατιώτη του Βιετνάμ, στον ομοφυλόφιλο, στον νέγρο, στον πρόσφυγα, στον ντροπαλό και στον ψυχικά ασθενή και φρόντισε ώστε η φωνή τους να ακουστεί σε γήπεδα και αρένες.